Σπύρος Βλαχοπουλος, βιβλιοπαρουσίαση: Μιχάλης Πικραμένος, Η οργάνωση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Δημόσια διοίκηση και δικαιοσύνη, εκδόσεις Ευρασία, 2024, σελ. 462.

Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Στη Χώρα μας, τουλάχιστον στους νομικούς κύκλους, συζητάμε πολύ συχνά για τα θέματα της δικαιοσύνης και πολύ λιγότερο για τα θέματα της δημόσιας διοίκησης. Και το ακόμα πιο προβληματικό είναι ότι μιλάμε για τους δύο αυτούς κρατικούς θεσμούς σαν να είναι ανεξάρτητοι και ασύνδετοι μεταξύ τους, παραγνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική βελτίωση στη δικαιοσύνη εάν δεν βελτιωθεί προηγουμένως η δημόσια διοίκηση. Ήδη με αυτές τις παρατηρήσεις αναδεικνύεται η αξία του πρόσφατου βιβλίου του Μιχάλη Πικραμένου, Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και Καθηγητή Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας συγκέντρωσε κείμενά του των τελευταίων δεκαπέντε ετών με κεντρικό θέμα την οργάνωση της διοίκησης και της δικαιοσύνης, αναδεικνύοντας τις πολλαπλές και πολυδιάστατες σχέσεις μεταξύ των δύο.

Ο Μιχάλης Πικραμένος αναλύει τόσο κλασικά, όσο και σύγχρονα ζητήματα του δημοσίου δίκαιου. Στα πρώτα συμπεριλαμβάνεται το θέμα της αξιολόγησης των κρατικών λειτουργών. Πρόκειται για ένα ακανθώδες ζήτημα που προκαλεί πάντα εντάσεις, ίσως γιατί αντί του ρόλου του θεσμού της αξιολόγησης ως μέσου βελτίωσης της απόδοσης των κρατικών λειτουργών, στον δημόσιο διάλογο υπερπροβάλλεται συνήθως η τιμωρητική διάσταση. Ένα ακόμη «δύσκολο» ζήτημα που πραγματεύεται ο συγγραφέας, είναι αυτό της ανώτατης δημοσιοϋπαλληλίας. Στη Χώρα μας διαθέτουμε πολλούς εξαιρετικούς ανώτερους και ανώτατους δημοσίους υπαλλήλους, τους οποίους η εκάστοτε πολιτική ηγεσία των υπουργείων συχνά δεν αξιοποιεί, προτιμώντας τους μετακλητούς υπαλλήλους ή, ακόμα πιο προβληματικό, τους «εξωτερικούς συνεργάτες» εκτός δημόσιας διοίκησης. Έτσι όμως το Κράτος όχι μόνο στερείται τις ικανότητες αξιόλογων κρατικών λειτουργών, αλλά χάνει και την τόσο πολύτιμη «θεσμική μνήμη» αυτών που υπηρετούν για δεκαετίες και γνωρίζουν τα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.

Η διεισδυτική ματιά του συγγραφέα προκύπτει και από το γεγονός ότι εξετάζει τα ζητήματα στη συνολική τους διάσταση και αναδεικνύει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κρατικών λειτουργιών. Στο πλαίσιο αυτό δεν διστάζει να υποστηρίξει και τον εξορθολογισμό του θεσμού της νομοθετικής εξουσιοδότησης με την αναθεώρηση του άρθρου 43 του Συντάγματος, προκειμένου το κοινοβούλιο να καταστεί «χώρος πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης για τα μείζονα ζητήματα, για τη χάραξη της γενικής πολιτικής της κυβέρνησης, για τις βασικές επιλογές του νομοθέτη, με ανάθεση των ειδικότερων ρυθμίσεων στην εκτελεστική εξουσία και κατά βάση στην κυβέρνηση η οποία εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής» (σελ. 44-45).

Εξίσου ενδιαφέροντα είναι και τα κεφάλαια του βιβλίου που πραγματεύονται σύγχρονα θέματα, όπως την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στη δικαιοσύνη με σημείο αιχμής την τεχνητή νοημοσύνη. Ο συγγραφέας δεν είναι «τεχνοφοβικός». Αναδεικνύει τις πολλαπλές θετικές συνέπειες που μπορούν να έχουν οι νέες τεχνολογίες για μια ταχύτερη και αποτελεσματικότερη δικαιοσύνη, ταυτόχρονα όμως επισημαίνει και τους κινδύνους και μας υπενθυμίζει κάτι πολύ σημαντικό: «Οι μηχανές κάνουν αυτά για τα οποία έχουν προγραμματισθεί, όχι γιατί το επιλέγουν, αλλά γιατί είναι προγραμματισμένες … Πίσω από κάθε εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης υπάρχουν επιλογές των ανθρώπων, ανθρώπινες αξίες και προκαταλήψεις που μπορούν να επιδράσουν στη λειτουργία των αλγορίθμων και την επιτυχία των αποτελεσμάτων τους» (σελ. 367).

Ο Μιχάλης Πικραμένος συνδυάζει με επιτυχία τη θεωρητική κατάρτιση του καθηγητή με την πρακτική ματιά του δικαστή. Και αυτό φαίνεται σε κάθε γραμμή του βιβλίου του. Πέραν όμως τούτου, ο συγγραφέας προσεγγίζει δύσκολα ζητήματα, με νηφαλιότητα, χωρίς δογματισμούς και με ανοικτό πνεύμα προς το μέλλον. Άλλωστε και όπως ορθώς επισημαίνει, οι «κανόνες δικαίου δεν έχουν στατικό χαρακτήρα, αλλά κινούνται σε ένα ζωντανό περιβάλλον, το οποίο προσδιορίζεται από την κοινωνική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα» (σελ. 17). Είναι δε εξαιρετικά σημαντικό ότι πιστεύει στη συνεργασία όλων των θεσμών και όλων των κρατικών λειτουργών και αναδεικνύει ότι η μεταξύ τους «πολεμική» διάθεση δεν βοηθάει κανέναν και βλάπτει τους πάντες: «Ο κόσμος του δικαίου για να λειτουργήσει, χρειάζεται συνεργατικότητα εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων και των ενδιαφερομένων προσώπων, προκειμένου να εμπεδωθούν πρακτικές στην καθημερινή ζωή που μετατρέπουν τους κανόνες σε πράξη» (σελ. 17). Οι απαραίτητες αυτές συνέργειες δεν απευθύνονται μόνο στα κρατικά όργανα, αλλά και στην ίδια την κοινωνία: Ήδη από τη γέννηση του κανόνα δικαίου «αρχίζει μια διαρκής και απρόβλεπτη πορεία για την ερμηνεία και εφαρμογή του στην οποία διαδραματίζουν τον ρόλο τους η κοινωνία και το σύνολο των οργάνων της πολιτείας» (σελ. 19).

Συμπερασματικά, πρόκειται για μια καινοτόμα μελέτη, η οποία αξίζει να διαβαστεί όχι μόνον από τους νομικούς και όσους ασχολούνται με τη δημόσια διοίκηση, αλλά και από όλους τους πολίτες, αφού η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης μας αφορά όλους. Γιατί, πολύ απλά, το Κράτος είμαστε εμείς.

 

Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής, 9.2.2025

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

sixteen + 18 =