Κατά τη μεταπολίτευση τα πολιτικά κόμματα άλωσαν τον δημόσιο χώρο και εξάπλωσαν ιμπεριαλιστικά τις δραστηριότητές τους σε τομείς και πεδία που δεν τους ανήκουν. Λειτούργησαν ως διαμεσολαβητές για την κατάληψη θέσεων ή την προαγωγή υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης, παρεμποδίζοντας την αξιοκρατική της στελέχωση. Επνιξαν τον συνδικαλισμό και έντυσαν το φοιτητικό κίνημα με κομματικό μανδύα, εξαγοράζοντας συνειδήσεις των ενδιαφερομένων διά της εξυπηρέτησης μικροσυμφερόντων τους.
Χρωμάτισαν ακόμη και καφενεία σε μπλε και πράσινους τόνους πολώνοντας την κοινωνία. Ενίοτε ένα κομματικό όργανο του κυβερνώντος κόμματος υποκαθιστούσε τη λειτουργία ενός κρατικού ή θεσμικού οργάνου, όπως του Υπουργικού Συμβουλίου ή της κοινοβουλευτικής του ομάδας. Η κομματική πειθαρχία αποτελούσε σφιχτό λουρί και η διαγραφή ερχόταν συχνά από τον πατέρα-αρχηγό, οι θεσμικές εγγυήσεις εσωκομματικής δημοκρατίας και τα δικαιώματα των μελών θεωρούνταν πολυτέλεια. Η εκλογή των αρχηγών γινόταν συχνά διά βοής ή διά της κομματικής νομενκλατούρας. Πρόκειται για το φαινόμενο της «κομματοκρατίας». Το τέλος της δικής της εποχής έχει διαφανεί προ πολλού, εκδηλώνεται όμως ολοένα και εντονότερα στην «εποχή του μνημονίου». Ηταν πρώτη η θεσμοθέτηση του ΑΣΕΠ που ήρθε να περιορίσει το πεδίο της πελατειακής σχέσης κομμάτων – πολιτών και ο κίνδυνος της χρεοκοπίας που ανέστειλε κάθε δυνατότητα βολέματος σε μια, έστω ορισμένου χρόνου, «θεσούλα» στο Δημόσιο. Εξίσου και η, κατ’ όνομα, ιδιωτική οικονομία δεν μπορεί πλέον να κινείται με κομματικά εξασφαλισμένο κρατικό χρήμα.
Οι συνειδήσεις των πολλών που εξαγοράζονταν με μικρά για να ανέχονται τα μεγάλα σκάνδαλα ορθώνονται πλέον είτε γιατί εκλείπει το αντίτιμο είτε γιατί ενηλικιώνονται επώδυνα και αποχρωματίζονται. Τα κινήματα -συνδικαλιστικό και φοιτητικό- αναζητούν ξανά τη χαμένη τους τιμή, αποστασιοποιούμενα από την πατρωνία των κομμάτων. Το μαρτυρά η ανάδυση ανεξάρτητων παρατάξεων στα Πανεπιστήμια αλλά και η διαβεβαίωση των κλασικών φιλοκομματικών ότι δεν συνδέονται οργανικά με τo αντίστοιχο κόμμα. Ισως τα Συμβούλια Διοίκησης στα Πανεπιστήμια δώσουν τη χαριστική βολή σε αυτήν την έκφανση της κομματοκρατίας, αφού οι φοιτητικές παρατάξεις θα χάσουν ένα κρίσιμο πεδίο συνδιαλλαγής και θα αναγκαστούν να αναζητήσουν τον πραγματικό τους ρόλο.
Το ίδιο αναμένεται να κάνουν και τα κόμματα. Τώρα που δεν μπορούν πλέον να πουλούν ακριβή ευημερία με δανεικά κεφάλαια ή φθηνή ρητορεία με αγύριστα κεφάλια προκειμένου να αγοράζουν νομιμοποίηση, ήρθε ο καιρός να επανασυνδεθούν σοβαρά με τα μέλη τους, τους πολίτες, την κοινωνία. Αν αναγκαστούν, για παράδειγμα μέσω της εξάρτησης μιας, κατ’ ανάγκην μειούμενης, κρατικής χρηματοδότησης από την αληθή βούληση και στήριξη των πολιτών, να απογαλακτιστούν από το κράτος-μαστό και να προσφύγουν στα μέλη τους για υλική στήριξη, τα τελευταία θα διεκδικήσουν με τη σειρά τους ενεργότερο εσωκομματικό ρόλο, δικαιώματα και δημοκρατία. Μόνο με αυτήν την επανασύνδεση και την αποκρατικοποίησή τους θα μπορέσουν τα κόμματα να επιτελέσουν την ιδεοτυπική τους λειτουργία ως παιδευτικοί μηχανισμοί, ομογενοποίησης πολιτικών θέσεων και παραγωγής κυβερνητικού προγράμματος, μεταφοράς της βούλησης των πολιτών στα κρατικά όργανα και επιλογής του πολιτικού προσωπικού με εγγυήσεις ανοικτής πρόσβασης. Μόνο αν αναζητήσουν το «τέλος» τους, υπό την έννοια του ιδεοτυπικού τους σκοπού, θα αποφύγουν το τέλος τους, υπό την έννοια της πλήρους απονομιμοποίησής τους.
ΕΘΝΟΣ 15/04/2011