Η αναθεώρηση ή θα είναι συναινετική ή δεν θα υπάρξει

Γιώργος Καραβοκύρης, Επίκουρος Καθ. Νομικής ΑΠΘ

Το Σύνταγμα έχει εξ ορισμού, από τη θέση του στην ιεραρχία των κανόνων, περιεχόμενο ελλειπτικό και λειτουργία συστατική. Δεν επαφίεται σε αυτό να εξορθολογίσει αυστηρά την πολιτική ή να διευθύνει την οικονομία ή, βέβαια, να μεταρρυθμίσει την κοινωνία, αλλά να συντάσσει τις αρχές μας, να εγγυάται τα δικαιώματά μας, να οργανώνει την άσκηση της εξουσίας και να υπηρετεί την πολιτική μας ελευθερία. Η τέχνη της γραφής του είναι απαιτητική και αβέβαιη, καθώς ο αφηρημένος του χαρακτήρας και η επίδραση που δέχεται από την ερμηνεία του, τη δύναμη του πραγματικού και τον επικαθορισμό του οικονομικού, το βάρος των ηθικών μας συναισθημάτων και των εθνικών μας μύθων και αναπαραστάσεων, δημιουργούν μια σειρά αλληλένδετων μεταβλητών του νοήματός του, μια σύνθετη συνταγματική μηχανική που και ο πιο φιλόδοξος συντάκτης του είναι αδύνατον πλήρως και εκ των προτέρων να συλλάβει. Η ανάγνωση του Συντάγματος παραμένει, συνεπώς, πάντα ανοικτή, για να «εγκοιτώνει την κοινωνική ύλη», σύμφωνα με την ωραία έκφραση του Αλ. Σβώλου. Τα συνταγματικά κείμενα ανθίστανται στον χρόνο, αφενός γιατί διαθέτουν πλεόνασμα αξεπέραστων εννοιών και συμβολισμών, αφετέρου γιατί διαβάζονται και εφαρμόζονται διαρκώς, καθημερινά, στις αίθουσες και τους διαδρόμους των Κοινοβουλίων, των Υπουργείων και των Δικαστηρίων.

Το Σύνταγμα του 1975, από τα πιο μοντέρνα της εποχής του, ανταποκρίθηκε και άντεξε σε όλες τις εμβληματικές θεσμικές προκλήσεις της Μεταπολίτευσης, από την «αλλαγή» και τον σκληρό δικομματισμό των δεκαετιών του ‘80 και του ‘90, στον εκσυγχρονισμό και τη δικαιωματοκρατία του αισιόδοξου millenium και τη θλιβερή δημοσιονομική κρίση της τελευταίας οκταετίας, καταβάλλοντας, το ίδιο, συμβολικά και πραγματικά, μάλλον το μικρότερο κόστος, σε αντίθεση με το πολιτικό σύστημα που πλήρωσε, δικαίως, μάλλον το υψηλότερο. Ίσως γι’ αυτό να παραμένει η βασική κανονιστική αναφορά στο νομικό, τον πολιτικό ή ακόμη και τον καθημερινό λόγο. Ίσως, πάλι, γιατί το Σύνταγμα αποτυπώνει τις πιο βαθιές δικαιπολιτικές μας πεποιθήσεις και διαισθήσεις.

Η πολυτάραχη πολιτική μας ιστορία, με την ακανθώδη σχέση Παλατιού και Κυβέρνησης/Κοινοβουλίου, απονομιμοποιεί καθοριστικά την ιδέα της πολιτειακής δυαρχίας, της άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό ή της σημαντικής ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του.  Η εμφανής, ήδη από τον 19ο αιώνα, αγάπη των Ελλήνων για τις εκλογές, τη διονυσιακή εκτόνωση για τις πολιτικές μας διαφορές, προδίδει την αντίληψή μας για τη δημοκρατική αρχή, σε βάρος της (όποιας) σταθερότητας των εκλογικών κύκλων. Η δικομανία μας και ο πολιτικός ρεβανσισμός, όπως και η μοιραία έπαρση του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, κρύβονται πίσω από τις ασυλίες και την προνομιακή μεταχείριση των πολιτικών. Η ουδετερότητα και ευελιξία του οικονομικού Συντάγματος, μεταξύ φιλελευθερισμού και παρεμβατισμού, επέτρεψε τόσο την πρωτοφανή μεταπολιτευτική ανάπτυξη και ευμάρεια, όσο και την ακόμη πιο βαρύγδουπη πτώχευση της χώρας. Ο ελληνικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, με την πλούσια νομολογιακή ιστορία άνω των 100 ετών, εγγυήθηκε, στο μέτρο του δυνατού, τα δικαιώματά μας και έβαλε φρένο στην πολιτική αυθαιρεσία. Η προσήλωσή μας στην αντιπροσωπευτική αρχή, με την κλασική έννοια της έμμεσης, κοινοβουλευτικής και όχι της συμμετοχικής ή αμεσοδημοκρατικής αναπαράστασης του έθνους/λαού, καθησυχάζει τον ενδόμυχο φόβο μας μπροστά στην ίδια τη συγκρουσιακή μας φύση και υποδηλώνει την εμπιστοσύνη μας στο φίλτρο των αντιπροσώπων μας, ενώ εξομαλύνει τους διχασμούς εν τη γενέσει τους.

Το Σύνταγμα το θέλουμε αυστηρό, να αλλάζει -μάλλον υπερβολικά, για τα δεδομένα του σύγχρονου συνταγματισμού- δύσκολα, και κατά συνέπεια λιτό, να εξουσιοδοτεί το νομοθέτη, αυτόν που παράγει πολιτική. Σε αυτόν κυρίως αναθέτουμε τους κανόνες του εκλογικού μας παιχνιδιού, με στόχο την κυβερνησιμότητα. Ο ίδιος αναλαμβάνει την ευθύνη να εκπληρώσει τα κοινωνικά δικαιώματα, να σχεδιάσει, εντός της ρήτρας του εφικτού, την παροχική του πολιτική. Για τις μεγάλες παθολογίες μας, το πελατειακό και κομματικό Κράτος, τη δυσλειτουργική δημόσια διοίκηση, την ασθενή οικονομία και την έλλειψη ενός συνεκτικού και εθνικού αναπτυξιακού μοντέλου δεν ευθύνεται το Σύνταγμα, αλλά οι δημόσιες πολιτικές.

Η αναθεωρητική εξουσία δεν ανήκει στην τρέχουσα μικρο-πολιτική, αλλά στο υψηλό πολιτικό, λειτουργεί χειρουργικά και εντοπισμένα, εντός της μεγάλης συνταγματικής μας αφήγησης, με μικρές τομές που αποκαθιστούν την επικοινωνία των λειτουργιών και τις στρεβλώσεις τους. Και δεν είναι, σίγουρα, οι τελευταίες αμελητέες: η ευθύνη των υπουργών δεν σημαίνει την ανευθυνότητά τους, η ασυλία των βουλευτών δεν γίνεται να εκπίπτει σε μια licence to kill, η αδυναμία εκλογής ενός αποδυναμωμένου θεσμικά Προέδρου δεν μπορεί να απολήγει στη διάλυση της Βουλής, η πολιτική ασυμφωνία των κομμάτων δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνει τη λειτουργία και τη συνέχεια των οργάνων του Κράτους, η διαπλοκή της Εκκλησίας με το Κράτος δεν σχετίζεται σε κανένα σύγχρονο Κράτος Δικαίου με την απόλαυση της θρησκευτικής ελευθερίας, η κανονιστική υπερτροφία της εκτελεστικής εξουσίας δεν μπορεί να υπονομεύει τη λειτουργία του Κοινοβουλίου.

Ας μην παραγνωρίζουμε ότι η εμπειρία του Συντάγματος στη νέα κανονικότητα της κρίσης και της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης συνιστά, θέλοντας και μη, το νέο θεσμικό και νοηματικό πλαίσιο κατανόησης και εμπέδωσης της άτυπης μεταβολής του. Ο αυστηρός δημοσιονομικός έλεγχος και οι υπερεθνικές μας δεσμεύσεις (έλεγχος προϋπολογισμού, ιδιωτικοποιήσεις, μεταρρυθμίσεις δημοσιονομικές και δομικές), όπως και η νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ, μεταβάλλουν την ερμηνεία, αλλά και την κανονιστική ισχύ του κειμένου. Για την ακρίβεια, το «αναθεωρημένο» ελληνικό Σύνταγμα έχει ήδη μερικώς προηγηθεί της αναθεωρητικής διαδικασίας και ο εθνικός μας συνταγματισμός απορροφάται ριζικά από τον ευρωπαϊκό, με εξαίρεση τις νησίδες μιας ιδεολογικής και συχνά εσωστρεφούς αυτονομίας (π.χ. με τη διαφύλαξη της συνταγματικής μας ταυτότητας). Το συνταγματικό μας μέλλον είναι ήδη παρόν.

Η αναθεώρηση δεν είναι μια άσκηση σε συνθήκες εργαστηρίου, ούτε μια επαγγελματική και αυτοαναφορική διαστροφή των συνταγματολόγων, πολύ περισσότερο δεν εξαντλείται στην πολιτική εργαλειοποίηση και ρητορική, είναι πράξη κανονιστική και επιτελεστική που αναδιατάσσει τον άξονα της πολιτειακής μας μοίρας και φέρει ενώπιον της πολιτικής τους ευθύνης όλους τους δρώντες. Η αναθεώρηση ή θα είναι συναινετική ή δεν θα υπάρξει. Γι’αυτό προϋποθέτει την πολιτική εμπιστοσύνη και αξιοπιστία, είναι μια τεχνική συμβιβασμού που υπερβαίνει τη συγκυρία, μια πράξη αυτοπεριορισμού και αναστοχασμού του πολιτικού πάθους, και εκβάλλει στον κοινό μας αξιακό και ιδεολογικό παρονομαστή, αυτόν, εν προκειμένω, της -σχηματικά αποκαλούμενης- Μεταπολίτευσης, που καλούμαστε να επικαιροποιήσουμε και να ανανοηματοδοτήσουμε, όχι να διαγράψουμε. Όχι για λόγους ιστορικούς ή στο όνομα μιας έλλογης και άνευρης μετριοπάθειας, αλλά πάνω από όλα, έχω την αίσθηση, γιατί εκεί είναι ο τόπος της συναίνεσής μας. Κι αυτή, ακόμη και αν μοιάζει να έχει περιορισμένη πρακτική σημασία, όταν ένα Σύνταγμα, όπως το δικό μας, δεν χρειάζεται μείζονες παρεμβάσεις, παραμένει πολιτικά και ψυχολογικά κρίσιμη, γιατί επαναφέρει στο προσκήνιο και ανασύρει στη μνήμη όλων, ειδικών και μη, τη συμβολική δύναμη της συντακτικής εξουσίας.

 

 

 

 

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

4 × one =