Με αφορμή την συμπλήρωση 25 χρόνων από τον θάνατο του Αριστόβουλου Μάνεση (2 Αυγούστου 2000)

Ιφιγένεια Καμτσίδου, Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.

Αποτιμώντας το έργο και την «ηρωϊκή και μαρτυρική μοίρα» του Αλέξανδρου Σβώλου ο Αριστόβουλος Μάνεσης έδειξε με οξύ και γλαφυρό τρόπο την δημοκρατική αποστολή των συνταγματολόγων και τις δεσμεύσεις που αυτή επιβάλλει : “Πραγματικά, εἶναι ἠθικὰ ἀπαράδεκτο γιὰ ἕνα ἐπιστήμονα καὶ ἰδίως γιὰ ἕνα συνταγματολόγο νὰ μὴ λέῃ ὑπεύθυνα τὴ γνώμη του, τὴν ἐπιστημονικὴ γνώμη του, γιὰ τὰ ζητήματα ποὺ ἑκάστοτε ἀνακύπτουν καὶ ἀφοροῦν τὴν ἐπιστήμη του. Θεωρία καὶ πράξη εἶναι ἀδιαχώριστες. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ Συνταγματικὸ Δίκαιο «ἐξ ὁρισμοῦ» ἅπτεται τῆς πολιτικῆς. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἐπιστήμη τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαίου πρέπει νὰ σιωπᾷ καὶ νὰ μὴ παίρνῃ θέση πάνω σὲ ἐπίκαιρα καὶ φλέγοντα θέματα, γιὰ νὰ μὴ παρεξηγηθῇ –ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς– ὅτι κάνει πολιτική. Τὴν ἐπιστημονική του γνώμη ὁ καθηγητὴς τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαίου δικαιοῦται καὶ ὀφείλει νὰ τὴν ἐκφράζῃ ἀπροκάλυπτα πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις καὶ νὰ μαρτυρῇ περὶ τοῦ κακοῦ, ἢ τοῦ καλοῦ, «χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος». Τότε ἡ ἕδρα τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαίου στέκεται στὸ ὕψος της. Ἀλλὰ τότε πάνω σ’ αὐτὴν πρώτη ξεσποῦν οἱ πολιτικὲς καταιγίδες.» [1]

Μάλιστα, Ο Αριστόβουλος Μάνεσης απέναντι στην τάση η πολιτική «ουδετερότητα» του νομικού να αποτελεί το βασικό κριτήριο του κύρους της δουλειάς του, έγκαιρα επισήμανε τις συνέπειες της σύγχρονης τεχνοκρατίας:   «…ἔχει ὅμως ἀκόμα πέραση, δυστυχῶς, ὁ τύπος τοῦ δῆθεν ἀντικειμενικοῦ «καθαροῦ ἐπιστήμονα», ποὺ εἶναι δῆθεν μονάχα ἐπιστήμονας –purus mathematicus, purus asinus– δηλαδὴ ὁ τύπος τοῦ λεγόμενου «τεχνοκράτη». Ὁ τεχνοκράτης ἐμφανίζεται σὰν ὁ κατ’ ἐξοχὴν «ἀπολιτικός». Καὶ ὁ τύπος αὐτὸς δὲν σπανίζει ἀνάμεσα στοὺς νομικούς, πανεπιστημιακοὺς καὶ μή… Θὰ πρόσθετα, ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος σὰν ἀπολιτικὸς τεχνοκράτης εἶναι πρόθυμος νὰ ἀναζητεῖ, διατυπώνει καὶ προσφέρει λύσεις ἐναλλακτικὲς γιὰ τοὺς κατόχους τῆς ἐξουσίας, ἐξυπηρετικὲς πάντως τῶν συμφερόντων τους ἢ τῶν ἀπόψεών τους, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ καὶ γιὰ τὸ πῶς ἀσκοῦν τὴν πολιτικὴ ἐξουσία. Ὁ τεχνοκράτης ὑπηρετεῖ τὸ ὁποιοδήποτε ἀφεντικό. Καί, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν πολιτική, ἐνδιαφέρεται ἁπλῶς γιὰ τὴ «δουλειά» του, τῆς ὁποίας ἡ ποιότητα ἐκτιμᾶται καὶ γι’ αὐτὸ «ἀξιοποιεῖται». Καὶ κάνει πὼς δὲν καταλαβαίνει ὅτι ἡ «δουλειά» του εἶναι δουλεία, ὅταν δὲν εἶναι ἐπίσης καὶ δειλία ἔναντι τῶν κρατούντων.»[2]

Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, η αγωνία του για το ήθος του νομικού δίνει κίνητρο για την καλλιέργεια του συνταγματικού δικαίου σε μια περίοδο που οι εξουσίες επιχειρούν να απαλλαγούν από τα δημοκρατικά κανονιστικά όρια τους και το Σύνταγμα αντιπαλεύει την εξουσιαστική ισχύ για να επιτελέσει την εγγυητική αποστολή του.

 

[1] Α. Μάνεσης, «Ο Αλέξανδρος Σβώλος ως συνταγματολόγος», Συνταγματική θεωρία και πράξη Ι, Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 1980., σ. 506 επ. (520)

[2] Α. Μάνεσης, «Νομική παιδεία και πολιτική», Συνταγματική θεωρία και πράξη Ι, ό.π., σ. 747

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

five × 3 =