Βιβλιοπαρουσίαση[1]: Από τον Αλέξανδρο Σβώλο στον Αριστόβουλο Μάνεση
Α. Τα τελευταία χρόνια -και δη την τελευταία δεκαετία- είναι αρκετές οι δημοσιεύσεις και οι εκδηλώσεις που αφιερώνονται στην επικαιρότητα του έργου του Σβώλου και, ιδίως, του Μάνεση.
Σε αυτήν ακριβώς την τάση εγγράφεται και ο παρών συλλογικός τόμος, στο πλαίσιο του οποίου επτά σημαντικοί και αναγνωρισμένοι επιστήμονες αναδεικνύουν αρκετές και διαφορετικές πτυχές του έργου των δύο συνταγματολόγων. Από τις σελίδες της Εισαγωγής του Σωτηρέλη είναι ξεκάθαρο ότι οι συγγραφείς δεν αντιμετωπίζουν τη σκέψη του Μάνεση και του Σβώλου ως ιστορία του δικαίου ή ως πολιτική ιστορία αλλά ως πηγή άντλησης έμπνευσης για την αντιμετώπιση των νομικών προβλημάτων του παρόντος.
Β. Αναπόφευκτα, το ερώτημα που ανακύπτει από τη συστηματική επιστροφή των σύγχρονων νομικών στις μελέτες του Μάνεση και του Σβώλου είναι το εξής: Γιατί παραμένει επίκαιρο το έργο δύο συνταγματολόγων που ολοκλήρωσαν τις ερευνητικές τους προσπάθειες εδώ και αρκετές δεκαετίες; Γιατί συνεχίζει να μελετάται η θεωρία τους -που, αναπόφευκτα, απηχεί την έννομη τάξη και την πολιτική πραγματικότητα της εποχής τους- με τελικό σημείο αναφοράς τους σύγχρονους προβληματισμούς;
Το θέμα είναι περισσότερο σύνθετο απ’ ό,τι, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται.
Γ.1. Πρώτα πρώτα, πρόκειται αναμφισβήτητα για δύο γοητευτικές προσωπικότητες. Ήδη από τις σελίδες της Εισαγωγής όσο και από τη γλαφυρή ανάλυση του Βλαχόπουλου για τον Σβώλο προκύπτει ότι αμφότεροι ήταν πεισμένοι αγωνιστές που δοκιμάστηκαν στα σοβαρά για τις ιδέες τους. Ταυτόχρονα, ήταν δύο φωτισμένοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι[2] που, προφανώς, ενέπνευσαν και επηρέασαν ανεξίτηλα τους μαθητές και τις μαθήτριές τους.
Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί. Οι μελέτες του τόμου, εξάλλου, δεν αφιερώνονται στα πρόσωπα αλλά στο έργο τους. Το βιβλίο, δηλαδή, δεν είναι, απλώς, ένα αναμνηστικό-συνδέεται, όπως σημειώθηκε παραπάνω, με το παρόν.
- Μήπως, λοιπόν, ήταν τόσο πρωτοποριακές οι ιδέες των δύο συνταγματολόγων που ξεπερνούσαν την εποχή τους και βρίσκουν, επιτέλους, δικαίωση στο σήμερα;
Είναι απολύτως βέβαιο ότι αμφότεροι έχουν ξεκάθαρη συμβολή στην μεθοδολογία του δικαίου. Αυτό, από μόνο του, αρκεί για να μείνει ένας νομικός στην ιστορία.
Ταυτόχρονα, όμως, μπορεί κανείς να υποστηρίξει -χωρίς να είναι άδικος ή υπερβολικός- ότι το έργο τους επιδέχεται κριτικής ακόμη και για τα δεδομένα τής εποχής τους παρότι οι ασυνέχειες του εξηγούνται και ενίοτε εξωραΐζονται από τη σύγχρονη θεωρία. Εξάλλου, δεν μπορεί να παροραθεί ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν εμφανιστεί τόσα νέα ρεύματα και νέες ιδέες στη νομική επιστήμη που θα ήταν δύσκολο έως ανέφικτο να υποσκελίζονται πλήρως από το έργο δύο επιστημόνων του περασμένου αιώνα, χωρίς, βέβαια, αυτό να υποτιμά την αδιαμφισβήτητη αξία και ποιότητά τους.
- Πιο πειστική εξήγηση για την επικαιρότητα του έργου των δύο νομικών -και, συνάμα, για την αναγκαιότητα της παρούσας έκδοσης- μπορεί να βρεθεί αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες στις οποίες παρήγαγαν τον επιστημονικό τους λόγο σε συνδυασμό με την πολιτική και επιστημονική στάση που κράτησαν απέναντι στην εξουσία της εποχής τους. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραμέτρων ήταν που επέτρεψε στο έργο του Μάνεση και του μέντορά του Σβώλου να αναχθεί -μετά από εβδομήντα και πλέον χρόνια σχεδόν συνεχούς πολιτειακής αστάθειας- σε «άτυπη πηγή του δικαίου», όπως εξηγεί ωραία η Καμτσίδου στην μελέτη της[3], παραπέμποντας στον Δ. Τσάτσο.
Αυτές οι «άτυπες πηγές του δικαίου» -με άλλες λέξεις: ο τρόπος αντίληψης του Συντάγματος και του δικαιικού φαινομένου εν γένει- είναι που αμφισβητούνται την τελευταία περίοδο της πολυ-κρίσης, ήδη από το 2010 και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Ευνόητα, λοιπόν, τα ερωτήματα με τα οποία αναμετρήθηκαν οι δύο συνταγματολόγοι, επίσης σε συνθήκες κρίσης όπως φαίνεται καθαρά από τις σελίδες του βιβλίου, είναι κοινά με τα ερωτήματα που τίθενται στο σήμερα. Αντίστοιχα, οι απαντήσεις που έδωσαν, λιγότερο ή περισσότερο ορθές, απηχούν ένα πρόταγμα διατήρησης του μεταπολιτευτικού συμβιβασμού[4] -μιας καλής, εν πολλοίς, πολιτειακής συνθήκης για την Ελλάδα- και, γιατί όχι, υπέρβασής του με όρους εμβάθυνσης της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων.
- Το παραπάνω συμπέρασμα μπορεί να επιβεβαιωθεί από διάφορα παραδείγματα:
α. Η διάκριση μεταξύ πολιτικής και νομικής τοποθέτησης -την οποία οι δύο συνταγματολόγοι γνώριζαν καλά και τους απασχόλησε εκτενώς[5]– βρίσκεται στο επίκεντρο της θεωρητικής συζήτησης του Συνταγματικού Δικαίου και, ταυτόχρονα, αποτελεί ένα βασικό κριτήριο άσκησης κριτικής στην εκάστοτε άποψη. Στην πραγματικότητα, το δίπολο αυτό έχει αναχθεί σε ένα καίριο μεθοδολογικό εργαλείο: Οι νομικοί που υπερασπίζονται τη συνταγματικότητα των περιορισμών συνταγματικών δικαιωμάτων το αξιοποιούν συχνά για να περιχαρακώσουν την αντίθετη άποψη στη σφαίρα του πολιτικού διαλόγου[6].
β. Ταυτόχρονα, οι νομικοί που επικαλούνται την αντισυνταγματικότητα κυβερνητικών παρεμβάσεων στα δικαιώματα τείνουν να κάνουν αυτό που τόσο εύστοχα περιγράφει ο Κεσσόπουλος στη συμβολή του: Επιστρέφουν στον εγγυητικό θετικισμό που επιστράτευε ο Μάνεσης· επικεντρώνονται στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου, δηλαδή, εγκαταλείποντας τις αφηρημένες πολιτειολογικές αναλύσεις[7]. Πρόκειται, εξάλλου, για έναν θετικισμό που δεν ήταν πολιτικά ουδέτερος, όπως εξηγεί ο ίδιος συγγραφέας[8]. Ίσως γι’ αυτό και να μην ήταν pure θετικισμός, όπως αποκαλύπτει ο Μήτας στην εμβριθή του ανάλυση[9].
γ. Πάντως, το σίγουρο είναι ότι οι Σβώλος και Μάνεσης, έχοντας επαφή με τον θετικισμό, απέφυγαν την «διάχυση του κανονιστικού στο πολιτικό επίπεδο επιχειρηματολογίας» κατά τη σχετική αναφορά του Μήτα[10]. Με αυτόν τον τρόπο, δίνουν το έναυσμα στον σύγχρονο νομικό αφενός να έχει τα μάτια του στραμμένα σε πολλά επιστημονικά πεδία -όπως, εξάλλου, έκαναν και οι ίδιοι[11] σε μία εποχή που η διεπιστημονικότητα δεν ήταν αυτονόητη ερευνητική απαίτηση- αφετέρου να μην εγκαταλείπει την ουσία της παρέμβασής του στο νομικό επίπεδο.
δ. Περαιτέρω, μέσα από το έργο τους, οι Σβώλος και Μάνεσης καλούν τους σύγχρονους νομικούς να επιδείξουν μία εξωστρέφεια: Να απευθυνθούν, δηλαδή, στα υποκείμενα του Συντάγματος, τους πολίτες, τους ανθρώπους. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάλυση του Μάνεση για τα κοινωνικά κινήματα ως φορείς διαμόρφωσης της πολιτικής/συνταγματικής πραγματικότητας, την οποία επισημαίνει ο Βαγδούτης[12], αντιστοιχεί πλήρως στους σύγχρονους προβληματισμούς. Εξάλλου, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Κουρουνδής, οι παρεμβάσεις των δύο συνταγματολόγων δεν έγιναν «μόνο με γνώμονα την πληρότητα της νομικής ανάλυσης αλλά και με ορίζοντα την αλλαγή της πραγματικότητας (…) στην κατεύθυνση της κοινωνικής δημοκρατίας.»[13]. Και τούτο διότι «προσέγγισαν το δίκαιο ως κοινωνικό φαινόμενο, θέτοντας τη συνολική διαρρύθμιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας υπό το φως της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας»[14].
ε. Απολύτως επίκαιρη, εξάλλου, μοιάζει η κρίσιμη, στο έργο του Μάνεση, ανάγκη διάκρισης «εθνικής» και «λαϊκής κυριαρχίας», την οποία αναλύει, επίσης, ο Βαγδούτης[15]. Πράγματι, η εντεινόμενη κρίση αντιπροσώπευσης μπορεί να συνδεθεί με την υποχώρηση του «λαού» ως φορέα της κυριαρχίας έναντι ενός αφηρημένου, αδιάσπαστου συνόλου χάριν του οποίου υποτίθεται ότι λαμβάνονται μέτρα και διαμορφώνονται πολιτικές. Σε αυτό το πλαίσιο, η διορατική παρατήρηση της Καμτσίδου για την «σύγχρονη αντιμετώπιση του λαού ως παράγοντα κλονισμού της ορθολογικότητας των αντιπροσωπευτικών θεσμών και υπονόμευσης της λειτουργίας τους» αξίζει ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης. Όπως σημειώνει η ίδια «(…) αποτελεί μάλλον κοινό τόπο το γεγονός ότι, από τον καταλογισμό του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας στις απαιτήσεις των λαϊκών στρωμάτων μέχρι την καταγγελία των αρνητών του εμβολίου ως ακαλλιέργητων και τελικά αντικοινωνικών υποκειμένων, η υποτίμηση του λαϊκού παράγοντα εντείνεται και τείνει να ενσωματωθεί στη λειτουργία των θεσμών.»[16].
στ. Εν τέλει, όπως σημειώθηκε παραπάνω, αυτό που διατηρεί τους δύο συνταγματολόγους στην επικαιρότητα είναι η αμφισβήτηση όλων εκείνων για τα οποία αγωνίστηκαν και τα οποία, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, θεωρήθηκαν κάποια στιγμή κεκτημένα: Από το κανονιστικό περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων μέχρι τις κατακτήσεις της πολιτικής δημοκρατίας[17]. Η τρέχουσα περίοδος κρίσης μας αναγκάζει να επισκεφτούμε ξανά τις θεμελιώδεις έννοιες και να ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας από τον τρόπο που τις αντιλήφθηκαν οι «θεμελιωτές» τους. Πρόκειται για μία απολύτως δημιουργική εργασία αν δεν κατατείνει στην αναμάσηση των ιδεών του παρελθόντος αλλά, αντίθετα, στην υλοποίηση μιας αντίληψης που εκφράζει ήδη ο Σβώλος και μας υπενθυμίζει απολύτως καίρια ο Κουρουνδής στην μελέτη του: Στην υπεράσπιση των συμφερόντων των πληττόμενων κοινωνικών ομάδων, όπως τα αντιλαμβάνονται οι ίδιες[18].
Δ. Κατά τη γνώμη μου, η ανά χείρας έκδοση είναι σημαντική και προσφέρεται για εμβάθυνση: Ομολογουμένως, οι ιδιαίτερα καλογραμμένες μελέτες των συγγραφέων δεν αποσκοπούν πρωτίστως στην εκλαΐκευση της θεωρίας των δύο σημαντικών διανοουμένων του 20ου αιώνα αλλά στην πραγμάτευση δύσκολων πολιτειακών και νομικών ζητημάτων που προϋποθέτουν μία επαφή με το αντικείμενο.
Υπό αυτήν την έννοια, το βιβλίο αναμένεται να αποτελέσει μία σπουδαία συμβολή στον επιστημονικό διάλογο αφού καταφέρνει, μεταξύ άλλων, να συνοψίσει τις απόψεις που έχουν εκφραστεί από τους επτά συγγραφείς σε προηγούμενα έργα τους, να θέσει καινούρια ερευνητικά ερωτήματα και να δώσει εναύσματα για περαιτέρω μελέτη. Χωρίς να αποκλείει το ευρύτερο κοινό, το έργο είναι ιδιαίτερα προσβάσιμο για τους νομικούς, τους πολιτικούς επιστήμονες και τους ιστορικούς.
Ο αναγνώστης του συλλογικού τόμου θα έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει τόσο την επίδραση των ιστορικών συνθηκών στην διαμόρφωση της επιστημονικής σκέψης όσο και την διαχρονικότητα της τελευταίας όταν είναι άμεση, ειλικρινής και συνεπής. Στην ίδια κατεύθυνση, θα δει τις βασικές ιδέες δύο κορυφαίων στοχαστών να σκιαγραφούνται με σημείο αναφοράς την εποχή τους αλλά και την τρέχουσα συγκυρία. Τέλος -ακριβώς εξαιτίας της επικαιρότητας του Μάνεση και του Σβώλου- θα αποκτήσει χρήσιμα εργαλεία για την ανάλυση των σύγχρονων πολιτικών συνθηκών, την εμβέλεια των νομικών θεσμών και το δυσχερές έργο της ερμηνείας του δικαίου.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μία σημαντική έκδοση, στην οποία δεν μπορεί παρά να ευχηθεί κανείς την καλύτερη επιτυχία.
[1] Με εξαίρεση τις παραπομπές 4 και 6, οι υπόλοιπες γίνονται στις μελέτες του παρουσιαζόμενου βιβλίου.
[2] Βλ. Σ. Βλαχόπουλο, Ο Αλέξανδρος Σβώλος και η εποχή του, σ. 36 επ.
[3] Ι. Καμτσίδου, Το Συνταγματικό Δίκαιο ως πράξη εμπιστοσύνης και πράξη τόλμης. Ο Αριστόβουλος Μάνεσης και η εποχή του, σ. 41 επ.
[4] Βλ. σχετικά, το έργο αναφοράς για τις συνθήκες διαμόρφωσης του Συντάγματος του 1975 ως ενός μεταπολιτευτικού συμβιβασμού: Χ. Κουρουνδής, Το Σύνταγμα & η Αριστερά. Από τη «βαθεία τομή» του 1963 στο Σύνταγμα του 1975, Νήσος, Αθήνα, 2018.
[5] Γ. Σωτηρέλης, Εισαγωγή, σ. 21.
[6] Βλ. την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση του Δ. Τσαραπατσάνη, Υποκλοπές και Απόρρητο: Θεσμικό πλαίσιο και προτάσεις πολιτικής, 2022, σ. 7 επ. Διαθέσιμο σε: www.eteron.org, τελευταία προσπέλαση: 07.05.2023.
[7] Α. Κεσσόπουλος, Η μέθοδος των Σβώλου και Μάνεση υπό το πρίσμα της ιστορίας. Μεταξύ νομικού θετικισμού και διεπιστημονικότητας, σ. 75.
[8] Όπ. π., σ. 81-82.
[9] Σ. Μήτας, Κράτος δικαίου και τα όρια του «δικαίου της ανάγκης» για τους Αριστόβολο Μάνεση και Αλέξανδρο Σβώλο, σ. 134.
[10] Όπ. π., σ. 133.
[11] Βλ. σχετικά, την ανάλυση του Α. Κεσσόπουλου.
[12] Ν. Βαγδούτης, Πλουραλισμός και Δημοκρατία στο έργο των Σβώλου και Μάνεση, σ. 117-118.
[13] Χ. Κουρουνδής, Κοινωνική δημοκρατία και κοινωνικά δικαιώματα στο έργο των Αλέξανδρο Σβώλου και Αριστόβουλου Μάνεση, σ. 159.
[14] Όπ. π., σ. 158-159.
[15] Ν. Βαγδούτης, όπ. π., σ. 110-111.
[16] Ι. Καμτσίδου, όπ. π., σ. 65-66, υποσημ. 54.
[17] Χ. Κουρουνδής, όπ. π., σ. 158-159.
[18] Όπ. π., σ. 146.