Πόσο συχνά πρέπει να αναθεωρείται το Σύνταγμα;

Λίνα Παπαδοπούλου, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Αποτελεί κοινό τόπο ότι, όταν μιλάμε για «σύνταγμα», δεν αναφερόμαστε μόνον στο τυπικό Σύνταγμα (με Σ κεφαλαίο), δηλαδή τον ενιαίο και κωδικοποιημένο ανώτατο νόμο του κράτους, που αναθεωρείται με μια ειδική διαδικασία, πιο δυσκίνητη από εκείνη με την οποία αλλάζουν οι κοινοί νόμοι από τη Βουλή· αναφερόμαστε και στο σύνταγμα (με σ πεζό), δηλαδή στο ουσιαστικό σύνταγμα, που είναι «επαυξημένο», όπως θα έλεγε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, καθώς περιλαμβάνει και άλλες πηγές δικαίου εθνικές, ενωσιακές ή διεθνικές, με συνταγματικό περιεχόμενο. Αυτό το επιπλέον ουσιαστικό σύνταγμα (νομοθεσία, όπως π.χ. ο εκλογικός νόμος, και νομολογία ανωτάτων δικαστηρίων, διεθνείς συνθήκες προστασίας δικαιωμάτων, συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νομολογία υπερεθνικών δικαστηρίων, ιδίως ΕΔΔΑ και ΔΕΕ, κλπ) τροποποιεί συχνά, άρρητα και σιωπηρά, το (τυπικό) Σύνταγμα. Κατ’ αποτέλεσμα, το τελευταίο αλλάζει, χωρίς τροποποίηση του κειμένου του και χωρίς την επιτέλεση της μακρόχρονης διαδικασίας αναθεώρησης, που απαιτεί συζητήσεις και ψηφοφορίες σε δύο συνεχόμενες βουλευτικές περιόδους.

Είναι γεγονός ότι το τυπικό Σύνταγμα του 1975, στον μισό αιώνα ζωής του, έχει αναθεωρηθεί μόνον τέσσερις φορές (1986, 2001, 2008 και 2019)· στην ουσία τρεις, καθώς η αναθεώρηση του 2008 ήταν σχεδόν κενή νοήματος (αν εξαιρέσει κανείς την κατάργηση του γενικού επαγγελματικού ασυμβιβάστου για τους βουλευτές, που είχε εισαχθεί στην αμέσως προηγούμενη αναθεώρηση). Ωστόσο, το ουσιαστικό σύνταγμα τροποποιείται καθημερινά μέσω της ερμηνείας και της εφαρμογής του, μέσω της επαύξησης (ενίοτε και της απομείωσης ή σχετικοποίησής του) λόγω ανειλημμένων διεθνών υποχρεώσεων της χώρας.

Μήπως, όμως, οι άτυπες αυτές αλλαγές, ή έστω οι σημαντικότερες εξ αυτών, όσες τουλάχιστον έρχονται σε αντίθεση με το ίδιο το γράμμα κάποιας συνταγματικής διάταξης (παράδειγμα το άρθρο 14§9 περί «βασικού μετόχου»), θα έπρεπε να αποτυπώνονται και στο σώμα του ανώτατου νόμου του κράτους; Νομίζω πως αυτή θα ήταν μια πιο προστατευτική του κύρους του Συντάγματος πρακτική, που θα συντελούσε στην περιφρούρηση της ακεραιότητας του νοήματός του. Για να μπορεί να συμβεί, όμως, αυτό, και δεδομένων των ταχύτατων τεχνολογικών και κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων, χρειαζόμαστε μια πιο ευέλικτη αναθεωρητική διαδικασία, με ενισχυμένες μεν πλειοψηφίες, αλλά συντελούμενη σε μία μόνον κοινοβουλευτική περίοδο. Εξάλλου, με την κρατούσα ερμηνεία, που δεν απαιτεί τη συμφωνία μεταξύ προτείνουσας και αναθεωρητικής Βουλής, δεν διασφαλίζεται καν μια εκτεινόμενη στον χρόνο συναίνεση· συνεπώς, προς τι η δεύτερη Βουλή; Η συμμετοχή του λαού –που τώρα, ιδεοτυπικά και μόνον αποτυπώνεται στις ενδιάμεσες εκλογές– θα μπορούσε, στην περίπτωση αυτή, να διασφαλίζεται μέσω ενός συνταγματικού δημοψηφίσματος (μετά από αναθεώρηση του άρθρου 44§2Σ, που τώρα δεν το προβλέπει).

Όχι, λοιπόν, δεν έχουμε περισσότερες συνταγματικές αναθεωρήσεις από όσες μπορούμε να καταναλώσουμε· αντιθέτως, έχουμε λιγότερες από όσες χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε περισσότερες, στοχευμένες και σημειακές, αν απαιτείται, χωρίς την ανάγκη παρέλευσης πενταετίας από την ολοκλήρωση της προηγούμενης, πριν καν αρχίσει η επόμενη.

Αυτό δεν σημαίνει ότι το Σύνταγμα θα μας λύσει τα προβλήματα· σημαίνει, όμως, ότι δεν θα σταθεί εμπόδιο ή ότι, στο ιδανικό σενάριο, θα υποδεχθεί την αναγνώριση θεσμικών λαθών, και δεν θα αποτελεί άλλοθι για τη συνέχισή τους (ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, την επιλογή των μελών των Ανεξαρτήτων Αρχών από μια, ελεύθερα μεταβαλλόμενη και άρα ελεγχόμενη από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής ή την αδιαφανή διατύπωση που επιτρέπει την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών, για λόγους εθνικής ασφάλειας, χωρίς ουσιαστικές συνταγματικές εγγυήσεις).

 

Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ 8.6.2025

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

five × five =