Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτής της δημόσιας εκδήλωσης μνήμης να μου επιτραπεί να δώσω ένα προσωπικό, βιωματικό εν πολλοίς, τόνο, αναφερόμενος στο Συμβούλιο της Επικρατείας μια άλλης εποχής*. Άλλωστε, από τα συνολικά σαράντα χρόνια της δικαστικού μου βίου, τα είκοσι ένα διάνυσα στο δεύτερο όροφο των Παλαιών Ανακτόρων, από το βαθμό του Εισηγητή μέχρι και τον βαθμό του Συμβούλου της Επικρατείας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε τότε την έδρα του στον δεύτερο όροφο του Μεγάρου της Βουλής. Καταλάμβανε περίπου τα ¾ αυτού του ορόφου. Το υπόλοιπο τμήμα αυτού καταλάμβανε η Βιβλιοθήκη της Βουλής. Τα γραφεία των δικαστών, που ενώ στην αρχή θεωρήθηκαν ευρύχωρα (όπως σημείωνε ο ίδιος ο πρώτος Πρόεδρος του Σ.τ.Ε. Κ. Ρακτιβάν κατά την τελετή της έναρξης της λειτουργίας του δικαστηρίου στο κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων στις 17 Σεπτεμβρίου του 1934), στη συνέχεια κατέστησαν διαδοχικά αρκετά στενόχωρα, όπως κατά την περίοδο που εγώ υπηρετούσα στο δικαστήριο. Οι ίδιοι οι Σύμβουλοι της Επικρατείας στεγάζονταν ανά τέσσερις στις μεγάλες αίθουσες του ορόφου. Οι δικαστές και οι υπάλληλοι με τα χρόνια αυξάνονταν, ενώ οι υπηρεσίες της Βουλής επεδίωκαν σχεδόν πάντοτε την επέκτασή τους στον χώρο που καταλάμβανε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η συνύπαρξη όμως στο ίδιο κτίριο του νομοθετικού σώματος και του Σ.τ.Ε. συμβόλιζε τη σημασία που από την αρχή απέδιδε η Πολιτεία στο θεσμό του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας.
Η πρώτη επίσημη έδρα του ΣτΕ ήταν το Μέγαρο Σλίμαν, το σημερινό Νομισματικό Μουσείο, επί της οδού Πανεπιστημίου. Εκεί λειτούργησε το δικαστήριο από το 1929 μέχρι το 1934. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας εγκαταστάθηκε στα Παλαιά Ανάκτορα πριν μεταφερθεί εκεί η ίδια η Βουλή από το Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής. Η Βουλή λειτούργησε στα Παλαιά Ανάκτορα από 1.7.1935. Είχε προηγηθεί μόνο η εγκατάσταση της τότε λειτουργούσας Γερουσίας στις 2.8.1934.
Από τη δεκαετία του 1970 ήταν πλέον εμφανής η στενότητα του χώρου. Οι διοριζόμενοι νέοι Εισηγητές δεν είχαν γραφείο για να εγκατασταθούν και εργάζονταν καθήμενοι στα έδρανα της τότε Βιβλιοθήκης του Σ.τ.Ε. που βρισκόταν στη δυτική πλευρά του ορόφου! Τα γραφεία των Συμβούλων βρίσκονταν κυρίως στη νότια και νοτιοανατολική πλευρά του κτιρίου δίπλα στα γραφεία των Αντιπροέδρων. Τα τελευταία βρίσκονταν εκεί που σήμερα βρίσκονται τα γραφεία των Αντιπροέδρων της Βουλής. Υπήρχε μόνο μια αίθουσα συνεδριάσεων του δικαστηρίου, η αίθουσα 223, η σημερινή Αίθουσα Προέδρου Αθανάσιου Τσαλδάρη και μόνο μια αίθουσα διασκέψεων, η αίθουσα 227. Στην μοναδική αυτή αίθουσα διασκέψεων του δικαστηρίου γίνονταν οι διασκέψεις της Ολομέλειας, ενώ οι διασκέψεις των Τμημάτων γίνονταν στα μόνα ευρύχωρα γραφεία των λίγων τότε Αντιπροέδρων του δικαστηρίου.
Η είσοδος των δικηγόρων και του κοινού στον χώρο που καταλάμβανε το Σ.τ.Ε. γινόταν από τη ανατολική είσοδο της Βουλής, χωρίς να γίνεται ο παραμικρός αστυνομικός έλεγχος των εισερχομένων. Αυτό εξακολούθησε να συμβαίνει ακόμα και κατά την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας. Η λογική ήταν πάντα ότι ο οποιοσδήποτε επισκέπτης έπρεπε να αισθάνεται τελείως ελεύθερος, καθώς εισέρχεται στο Δικαστικό Κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ήταν η εποχή που εύκολα ο κάθε διάδικος μπορούσε να συναντήσει και να συνομιλήσει με τον εισηγητή της υπόθεσής του και τον βοηθό του χωρίς συχνά την παρουσία δικηγόρου. Ήταν η εποχή της σχεδόν πλήρους κυριαρχίας του δικονομικού βοηθήματος της αίτησης ακύρωσης, την οποία πολύ συχνά υπέγραφαν μόνοι τους οι αιτούντες.
Η εργασία των δικαστών τότε ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Ηλεκτρονικά βοηθήματα δεν υπήρχαν. Μοναδική σχεδόν πηγή νομολογιακών πληροφοριών ήταν οι εκδιδόμενοι ετήσιοι Τόμοι της Νομολογίας του Σ.τ.Ε. και τα «χαρτάκια» με τις περιλήψεις των πλέον πρόσφατων αποφάσεων που βρίσκονταν ταξινομημένα σε ειδικές θυρίδες στη Βιβλιοθήκη του δικαστηρίου. Τα προβλήματα περί την ανεύρεση όμως της νομολογίας λύνονταν συχνά μέσα από την άψογη συνεργασία των δικαστών μεταξύ τους. Ανταγωνισμοί δεν υπήρχαν, παρά μόνο διάθεση αμοιβαίας παροχής νομολογιακής φύσης πληροφοριών.
Ας επικεντρωθούμε τώρα στην αίθουσα συνεδριάσεων, που όπως είναι φανερό και σήμερα ακόμη, διαμορφώθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί τη λειτουργία δικαστηρίου, με δυο σειρές καθισμάτων για να κάθονται οι δικαστές. Στο κέντρο της επάνω σειράς καθόταν ο Πρόεδρος ή ο εκάστοτε προεδρεύων και δεξιά και αριστερά του οι Σύμβουλοι κατά τη σειρά της αρχαιότητάς τους. Μετά από αυτούς, πάντα κατά τη σειρά της αρχαιότητάς τους, κάθονταν οι Πάρεδροι και στο άκρο αριστερό κάθισμα καθόταν ο Γραμματέας της έδρας. Η δεύτερη σειρά καθισμάτων στο κατώτερο επίπεδο χρησίμευε για να κάθονται οι νεότεροι Σύμβουλοι, με τη σειρά της αρχαιότητάς τους, όταν συνερχόταν σε συνεδρίαση η Ολομέλεια του δικαστηρίου.
Όλα τα μέλη του δικαστηρίου και ο γραμματέας φορούσαν την ίδια λιτή τήβεννο που φορούν και σήμερα. Οι τήβεννοι φυλάσσονταν σε ειδικά ερμάρια σε μικρή αίθουσα που βρίσκεται δίπλα από την αίθουσα 223. Εκεί οι δικαστές φορούσαν τις τηβέννους και πάντα κατά σειρά αρχαιότητας έβγαιναν στην αίθουσα του δικαστηρίου από δυο μικρές ημικυκλικές πόρτες που οδηγούσαν απευθείας στο ανώτερο επίπεδο της δικαστικής έδρας, με πρώτο τον Πρόεδρο του δικαστηρίου ή τον εκάστοτε προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο ή Σύμβουλο. Κάποτε προηγείτο ένας κλητήρας που προανήγγειλε την εμφάνιση των μελών του δικαστηρίου λέγοντας με δυνατή φωνή «Το δικαστήριο». Ακολουθούσε σιωπή στο ακροατήριο. Η εμφάνιση του δικαστηρίου ήταν εντυπωσιακή και η συζήτηση των υποθέσεων χαρακτηριζόταν πάντα από μια σοβαρότητα, μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα. Οι δικαστές αποχωρούσαν από την έδρα με τον ίδιο τρόπο που προσέρχονταν σε αυτήν. Οι δικηγόροι είχαν άνεση χρόνου για την ανάπτυξη των απόψεών τους. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε διασκέψεις που συνήθως απείχαν λίγο χρόνο από την ημέρα της συζήτησής τους στο ακροατήριο.
Στην ιστορική αυτή αίθουσα των Παλαιών Ανακτόρων λειτούργησε το δικαστήριο από το 1934 μέχρι το 1992, οπότε μεταφέρθηκε ένα Σαββατοκύριακο απροειδοποίητα στο Αρσάκειο Μέγαρο της οδού Πανεπιστημίου. Είχε ψηφισθεί βέβαια ο σχετικός νόμος για τη μεταφορά αυτή, η υλική όμως ενέργεια της μεταφοράς έγινε χωρίς καμιά προειδοποίηση προς τους δικαστές και τους υπαλλήλους του Σ.τ.Ε.
Στην αίθουσα αυτή 223 πραγματοποιήθηκαν και όλες οι σημαντικές δίκες εκείνων των χρόνων. Σε αυτές καίρια θέση κατέχουν οι λεγόμενες δίκες των δικαστών που διεξήχθησαν επί της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Με την ΚΔ΄ Συντακτική Πράξη του 1968 απολύθηκαν τότε 30 δικαστές της πολιτικής δικαιοσύνης, καθώς και εισαγγελείς, με πρώτο απολυθέντα τον Πρόεδρο του Άρειου Πάγου Στυλιανό Μαυρομιχάλη, πρώην υπηρεσιακό Πρωθυπουργό. Μεταξύ των απολυθέντων δικαστών ήταν και ο τότε Πρωτοδίκης Χρήστος Σαρτζετάκης, μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Οι δικαστές εκείνοι απολύθηκαν με απόφαση του δικτατορικού υπουργικού συμβουλίου, χωρίς να τους δοθεί ούτε καν η δυνατότητα μιας απλής απολογίας στις συνήθως αόριστες κατά αυτών κατηγορίες, οι οποίες απετέλεσαν και τις αιτιολογίες των απολύσεών τους. Οι αιτιολογίες μάλιστα αυτές δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό τους απολυθέντες δικαστές στην κοινή γνώμη. Στην αίθουσα 223 εκτυλίχτηκαν εκείνες οι δίκες. Η αίθουσα ήταν γεμάτη από ανθρώπους της χούντας, αλλά και θαρραλέους δικηγόρους, πληρεξούσιους των αιτούντων δικαστών. Μίλησαν και πολλοί από τους ίδιους τους απολυθέντες δικαστές. Μετά από μια πρώτη απογοητευτική απόφαση, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε τις απολύσεις των δικαστών. Ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος εξεμάνη και απέλυσε τον Πρόεδρο του Σ.τ.Ε. Μ. Στασινόπουλο. Δεν ήμουν τότε στο δικαστήριο, θυμάμαι όμως καλά τον αρχιπραξικοπηματία Γ. Παπαδόπουλο να ωρύεται στο ραδιόφωνο κατά αυτής της δήθεν «πραξικοπηματικής ενέργειας» του Συμβουλίου της Επικρατείας! Παραιτήθηκαν τότε ο μοναδικός Αντιπρόεδρος Δ. Καρβελλάς και οι περισσότεροι από τους αρχαιότερους Σύμβουλους της Επικρατείας σε συμπαράσταση προς τον απολυθέντα Πρόεδρο. Το δικαστήριο στάθηκε στο ύψος του, εντυπωσίασε με τη θαρραλέα στάση του την ελληνική και τη διεθνή κοινή γνώμη και απετέλεσε φάρο ελευθερίας, αλλά και ελπίδας για τους νέους της εποχής. Οι δικηγόροι των τότε αιτούντων δικαστών εκτοπίσθηκαν σε απομακρυσμένους τόπους εξορίας, ενώ η δικτατορική Κυβέρνηση και δυστυχώς και ο Άρειος Πάγος αρνήθηκαν την εφαρμογή εκείνων των δικαστικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 οι απολυθέντες δικαστές αποκαταστάθηκαν και ο απολυθείς Πρόεδρος Σ.τ.Ε. Μ. Στασινόπουλος εξελέγη ως πρώτος προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Όπως ήδη σημειώθηκε, το 1992 το ΣτΕ μεταφέρθηκε στο Αρσάκειο Μέγαρο. Μετά από χρόνια από την αποχώρησή μου από το Σ.τ.Ε., βρέθηκα να κάθομαι ως Υπουργός Επικρατείας της Κυβέρνησης Παπαδήμου στα ίδια εκείνα πρώην δικαστικά έδρανα που από χρόνια κάθονταν πλέον μόνο πολιτικά πρόσωπα. Κατά τη συνεδρίαση της αρμόδιας Διαρκούς Επιτροπής της Βουλής της 7 Φεβρουαρίου 2012 επρόκειτο να μιλήσω για το νομοσχέδιο του τότε Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης που αφορούσε το νέο πειθαρχικό δίκαιο των υπαλλήλων του δημοσίου, το οποίο παλαιότερα είχε τύχει επεξεργασίας από ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή υπό την προεδρία μου.
Ένοιωσα τότε ιδιαίτερη συγκίνηση για το γεγονός αυτό και πρότεινα στον τότε προεδρεύοντα της Επιτροπής της Βουλής να γίνει μνεία σε πινακίδα έξω από αυτή την αίθουσα του γεγονότος ότι εδώ και για πολλά χρόνια λειτουργούσε στην αίθουσα αυτή το Συμβούλιο της Επικρατείας. Με την πρότασή μου συμφώνησε ο τότε προεδρεύων. Έκτοτε όμως ουδέν έγινε. Χαίρομαι λοιπόν ιδιαίτερα που σήμερα, δέκα τρία χρόνια μετά εκείνη την πρότασή μου, πραγματοποιούνται τα τότε προταθέντα και η Βουλή των Ελλήνων τιμά με τον τρόπο αυτό το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας μας.
Τελειώνοντας θα ήθελα να φέρω στη σκέψη μου όλους εκείνους τους παλαιούς δικαστές του Συμβουλίου που με την αφοσίωση στη δουλειά τους, με το φιλελεύθερο πνεύμα τους και τη διαρκή τους μέριμνα για την προστασία του διοικούμενου έναντι της πανίσχυρης διοίκησης, υπήρξαν οι δημιουργοί των βασικών κατευθύνσεων της νομολογίας του διοικητικού δικαίου στην Ελλάδα, κυρίως όμως εκείνοι που εμφύσησαν στους νεότερους συναδέλφους τους το πνεύμα της δικαστικής ανεξαρτησίας που πάντα πρέπει να διακατέχει κάθε έλληνα δικαστή.
*Ομιλία σε δημόσια εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 21 Μαΐου 2025 στην παλαιά αίθουσα συνεδριάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας στο κτίριο της Βουλής, με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων σχετικής τιμητικής σήμανσης.