Η υπόθεση των “Σπαρτιατών” στο Eκλογοδικείο (ΑΕΔ 9 και 10/2025). Ερμηνευτικές αυθαιρεσίες και αναπάντητα ερωτηματικά*

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

* Το κείμενο σε μορφή pdf (με τις υποσημειώσεις κατά σελίδα), βρίσκεται στον υπερσύνδεσμο Spartiates www.constitutionalism.gr

 

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ασκήθηκε έντονη κριτική στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ), ως Εκλογοδικείο, για αποφάσεις του. Στις περισσότερες από αυτές η κριτική ήταν μάλλον υπερβολική, διότι οι υποθέσεις που σχετίζονται με τις βουλευτικές εκλογές είναι κατά κανόνα πολιτικά φορτισμένες και προκαλούν εντάσεις και αντιπαραθέσεις, που θολώνουν την νομική τους διάσταση. Όχι πως δεν υπήρξαν και αμφιλεγόμενες αποφάσεις, είτε σε θέματα ψηφοδελτίων είτε σε θέματα κωλυμάτων εκλογιμότητας. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ) δεν έχει εκτεθεί για κραυγαλέα σφάλματα ή/και για απροκάλυπτη μεροληψία, με δύο μοναδικές εξαιρέσεις, στις οποίες η υπεισέλευση καθαρά πολιτικών σκοπιμοτήτων ήταν οφθαλμοφανής. Η πρώτη ήταν η ΑΕΔ 36/1990, μία «κατά παραγγελίαν» και δημοσίως προεξαγγελθείσα από τον τότε πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη απόφαση, η οποία (ερμηνεύοντας με πρωτοφανή –και μη επαναληφθέντα, δυστυχώς…– κριτήρια αναλογικού συστήματος, την πλειοψηφική εκλογή των βουλευτών των μονοεδρικών περιφερειών) του προσέφερε την πολύτιμη 152η έδρα, ώστε να διασφαλίσει την εύθραυστη αυτοδύναμη πλειοψηφία του. Η δεύτερη ήταν η ΑΕΔ 12/2005, μία σκανδαλώδης απόφαση που κατέφυγε σε άκρως προσχηματική ερμηνεία ως προς τα λευκά ψηφοδέλτια (τα οποία συνυπολογίσθηκαν στο εκλογικό μέτρο παρότι ενσωματώνουν, εξ ορισμού, βούληση μη αντιπροσώπευσης), προκειμένου να κερδίσει έδρα ο Αχιλλέας Καραμανλής…

Προσωπικά είχα την ελπίδα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία μελανή σελίδα της εκλογικής νομολογίας μας αλλά δυστυχώς διαψεύσθηκα, καθώς το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ) μας επεφύλασσε ακόμη μία δυσάρεστη έκπληξη, με τις αποφάσεις 9 και 10/2025, για τους «Σπαρτιάτες». Είναι δε αξιοσημείωτο ότι οι αποφάσεις αυτές, παρότι είναι προδήλως αμφιλεγόμενες, σε όλες τους σχεδόν τις κρίσεις, δεν είχαν καμία μειοψηφία, ενώ τουλάχιστον οι προαναφερθείσες λήφθηκαν η μεν πρώτη με ισχυρή μειοψηφία (8-3) η δε δεύτερη με διαφορά μιας ψήφου (6-5, με τον ένα μάλιστα από τους ανήκοντες σε αυτήν την σφοδρώς επικριθείσα πλειοψηφία να γίνεται αργότερα Πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας…).

Έκανα την μικρή αυτή εισαγωγή, διότι η περίοδος που διανύουμε είναι ίσως η χειρότερη για την κατάσταση της Δικαιοσύνης στην χώρα μας, με την Πολιτική και Διοικητική Δικαιοσύνη να συναγωνίζονται (ιδίως σε ό,τι αφορά την εισαγγελία του Αρείου Πάγου και επ’ εσχάτων το ΣτΕ), για το ποια θα φανεί περισσότερο αρεστή στην «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα» εκτελεστική εξουσία… Σε αυτήν λοιπόν την τόσο αρνητική συγκυρία, το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ), στο οποίο θυμίζω ότι μετέχουν οι πρόεδροι των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας (Συμβούλιο Επικρατείας, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο) και ανά 4 δικαστές από τον Άρειο Πάγο όσο και από το Συμβούλιο Επικρατείας, έρχεται να επισφραγίσει, θαρρείς, την κρίση εμπιστοσύνης που ταλανίζει ολοένα και περισσότερο την ελληνική Δικαιοσύνη, με δύο άκρως προβληματικές αποφάσεις, που λήφθηκαν εν πολλοίς ερήμην του Συντάγματος και της εκλογικής νομοθεσίας. Και εξηγούμαι:

Η κρίσιμη νομοθετική διάταξη που έπρεπε να ερμηνεύσει το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ) είναι αυτή του άρθρου 102 παρ. 1 του ν. 5019/2023, τροποποιηθέντος εν μέρει από το άρθρο 35 του ν. 5043/2023 (άρθρο 32 παρ. 1 του Εκλογικού Νόμου, δηλ. του πδ 26/2012, όπως ισχύει). Σύμφωνα με αυτήν:

«1. Στις βουλευτικές εκλογές λαμβάνουν μέρος είτε συνδυασμοί υποψηφίων ενός μόνο κόμματος, είτε συνδυασμοί συνασπισμού περισσότερων του ενός συνεργαζόμενων κομμάτων, είτε συνασπισμοί ανεξάρτητων υποψηφίων, είτε μεμονωμένοι υποψήφιοι. Για την κατάρτιση συνδυασμού πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Το κόμμα να έχει ιδρυθεί νόμιμα. β) Ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής, ο νόμιμος εκπρόσωπος και η πραγματική ηγεσία του κόμματος να μην έχουν καταδικασθεί σε οποιονδήποτε βαθμό σε κάθειρξη για τα αδικήματα των κεφαλαίων 1 – 6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα, ή σε οποιαδήποτε ποινή για εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισύρουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Η αποστέρηση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών, σύμφωνα με την παρούσα περίπτωση, ισχύει για τη χρονική διάρκεια της επιβληθείσας ποινής και υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της οριστικής καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή μη της ποινής ή η παραγραφή αυτής δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος. Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, η πραγματική ηγεσία έχει την έννοια ότι πρόσωπο άλλο από εκείνο που κατέχει τυπικά θέση προέδρου, γενικού γραμματέα, μέλους της διοικούσας επιτροπής ή νομίμου εκπροσώπου με συγκεκριμένες πράξεις του εμφανίζεται να ασκεί διοίκηση του κόμματος, ή να έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία, ή να έχει τον ηγετικό πολιτικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα. γ) Η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. H κρίση περί του ότι η δράση του πολιτικού κόμματος δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος δύναται να λάβει χώρα μόνο όταν υφίσταται καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό υποψηφίων βουλευτών ή ιδρυτικών μελών ή διατελεσάντων προέδρων για τα αδικήματα των άρθρων 134, 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα. Στην περίπτωση συνασπισμού κομμάτων οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν για καθένα από τα κόμματα που απαρτίζουν τον συνασπισμό. Η συνδρομή των προϋποθέσεων της παρούσας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου, στη σύνθεση του οποίου συμμετέχουν ο Πρόεδρος αυτού και όλα τα μέλη του, το οποίο λαμβάνει ή δύναται να ζητεί σχετική τεκμηρίωση από τις κατά περίπτωση αρμόδιες δικαστικές ή άλλες αρχές. Προς υποβοήθηση της κρίσης του, δικαίωμα να υποβάλουν υπόμνημα με στοιχεία τεκμηρίωσης μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 34, έχουν: i) τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί κομμάτων που έχουν εκλέξει αντιπροσώπους στη Βουλή των Ελλήνων στις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές από τους συνδυασμούς του ίδιου κόμματος ή συνασπισμού, ii) τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί, που έχουν εκλέξει αντιπροσώπους στις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου σε περίπτωση αυτεπάγγελτου ελέγχου ή υποβολής υπομνημάτων με στοιχεία τεκμηρίωσης για τα οριζόμενα, καλεί με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο το ελεγχόμενο κόμμα, να λάβει γνώση και να υποβάλει υπόμνημα με τις απόψεις του».

Τρία ήταν, ειδικότερα, τα βασικά ζητήματα στα οποία έπρεπε να απαντήσει το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ):

Πρώτον: είναι συνταγματική η ως άνω διάταξη;

Δεύτερον: αν κριθεί συνταγματική, έπρεπε να ανακηρυχθούν, με βάση αυτήν, οι συνδυασμοί υποψηφίων των «Σπαρτιατών» από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου;

Τρίτον: αν δεν έπρεπε να ανακηρυχθούν, ποια είναι η νομική βάση για την αμφισβήτηση της εκλογής των βουλευτών των «Σπαρτιατών» και ποιες πρέπει είναι οι συνέπειες της κρίσης του Εκλογοδικείου (ΑΕΔ) ως προς αυτούς;

Οι απαντήσεις που έδωσε το Εκλογοδικείο στα ερωτήματα αυτά είναι επιεικώς απογοητευτικές, σχεδόν στο σύνολό τους. Ας τις δούμε όμως με την σειρά:

 

1. Ο ΕΠΙΔΕΡΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ»

Ο γράφων είναι ο πρώτος που διατύπωσε, από το 2013, την άποψη ότι βάσει του άρθρου 29 του Συντάγματος –που ορίζει ότι «η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος»– έπρεπε να αναληφθεί νομοθετική πρωτοβουλία ώστε να απαγορευθεί η ανακήρυξη συνδυασμών κομμάτων που περιλαμβάνουν στους κόλπους τους, ως ηγετικά στελέχη, καταδικασμένους για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης ή για εγκλήματα κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος1.

Αντιμετώπισα τότε την λυσσώδη αντίδραση της Χρυσής Αυγής και των συνοδοιπόρων της (ιδίως δε της εφημερίδας η οποία κατ’ ευφημισμόν αυτοαποκαλείται «Δημοκρατία») που επιδόθηκαν σε μία συνεχή προσπάθεια «δολοφονίας χαρακτήρα» (την οποία μάλιστα θεώρησαν ανεκτή ή και θεμιτή τα Δικαστήρια, στα οποία κατέφυγα, συχνά με επιχειρηματολογία που συναγωνιζόταν αυτήν της Χρυσής Αυγής…).

Στον επιστημονικό χώρο αρχικά δεν υπήρξαν ιδιαίτερες αντιδράσεις. Διατυπώθηκαν απλώς κάποιες σποραδικές επιφυλάξεις ως προς την ανάγκη ή/και την δυνατότητα να επιβληθεί ένας τέτοιος περιορισμός, εν όψει ιδίως του ότι το Σύνταγμά μας δεν επιτρέπει την δικαστική απαγόρευση κόμματος2 (επ’ αυτού η θέση μου ήταν σαφής3 αλλά διατυπώθηκαν και αντίθετες απόψεις4 που τροφοδότησαν αυτές τις επιφυλάξεις). Εντονότεροι προβληματισμοί αναπτύχθηκαν μετά την καταδίκη των στελεχών της Χρυσής Αυγής5, ιδίως δε όταν η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε όχι μόνο να υιοθετήσει αρχικά (με το άρθρο 92 του ν. 4804/2021) την νέα -επεξεργασμένη μετά την καταδίκη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής– πρότασή μου6 (χωρίς όμως να συμπεριλάβει στους λόγους μη ανακήρυξης και την συμμετοχή των καταδικασθέντων στις λίστες των υποψηφίων βουλευτών7), αλλά και να την υπερκεράσει στην συνέχεια, προσθέτοντας, με εμφανώς μικροκομματικά κριτήρια, την ως άνω άκρως αμφιλεγόμενη πρόβλεψη περί «πραγματικής ηγεσίας», η οποία υποστηρίχθηκε ή απλώς θεωρήθηκε συνταγματικά θεμιτή από μέρος της θεωρίας8, παρότι αλλάζει εντελώς τα δεδομένα. Πράγματι, ενώ η αρχική ρύθμιση (του ν. 4804/2021) δεν άφηνε περιθώρια υποκειμενικών αξιολογήσεων ως προς την δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων, η παρεισαγωγή ενός ρευστού και αβέβαιου κριτηρίου, όπως είναι η «πραγματική ηγεσία», εγκυμονεί τον τεράστιο κίνδυνο το κυνήγι των «αχυρανθρώπων» να αποδειχθεί «κυνήγι μαγισσών» και να οδηγήσει εκ του πλαγίου σε απαγόρευση κομμάτων με προσχηματικά ή κατασκευασμένα «στοιχεία» (δεδομένου μάλιστα ότι μέχρι και η συνδρομή της ΕΥΠ θεωρήθηκε, φευ, θεμιτή…). Με άλλα λόγια, θεωρώ ότι η προσθήκη και της «πραγματικής ηγεσίας» στους λόγους για την μη ανακήρυξη των συνδυασμών ενός κόμματος παρεκτρέπει την ρύθμιση σε αντισυνταγματικές ατραπούς, ακόμη και αν δεχθούμε ότι αυτή η προσθήκη οφείλεται σε δημοκρατική ευαισθησία και όχι σε μικροκομματικές σκοπιμότητες, όπως είναι η δική μου πεποίθηση. Στην θέση δε αυτήν, περί αντισυνταγματικότητας της ρύθμισης επί της αρχής, ως προς το θέμα της «πραγματικής ηγεσίας», συνέκλινε εν κατακλείδι, έστω και με διαφορετικές αφετηρίες, η μεγάλη πλειονότητα των εκπροσώπων της θεωρίας του Συνταγματικού Δικαίου9, όχι φυσικά λόγω έλλειψης δημοκρατικής ευαισθησίας αλλά με βασικό κριτήριο έναν διαβαθμισμένο εγγυητισμό, σε σχέση τόσο με την ασφάλεια δικαίου, γενικά, όσο και με την προστασία του κομματικού πλουραλισμού, ειδικότερα.

Παρά ταύτα, το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ) αγνόησε αυτές τις έντονες επιφυλάξεις και έκρινε –παραβλέποντας την ιστορική και υπερβαίνοντας τα ακραία όρια της συστηματικής ερμηνείας– ότι το άρθρο 29 του Συντάγματος έχει τόσο ισχυρή κανονιστική εμβέλεια, ώστε να επιτρέπει (ή και να επιβάλλει) ακόμη και τον τόσο ρευστό και δυσαπόδεικτο νομοθετικό περιορισμό της «πραγματικής ηγεσίας», που έχει επιβληθεί από το άρθρο 102 του ν. 5019/2023 ως προς την ανακήρυξη των συνδυασμών των κομμάτων. Κινήθηκε δηλαδή, κατά βάσιν, στην ίδια (εν μέρει ορθή και εν μέρει λανθασμένη) κατεύθυνση με το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου (αποφάσεις 8/2023 και 95/2023), το οποίο όμως, παρότι είχε επεξεργασθεί –με μία αξιοπρόσεκτη μειοψηφία– τη διάταξη εμπεριστατωμένα (ιδίως ως προς το ότι το άρθρο 29 παρ. 1 Σ δεν είναι “lex imperfecta”, που ήταν εξ αρχής και η δική μου θέση10) και με ιδιαίτερη δημοκρατική ευαισθησία, θεωρώ ότι είχε υποπέσει, εν τέλει, σε μία διπλή υπέρβαση ορίων: αφ’ενός μεν των συνταγματικών ορίων του άρθρου 29 –τόσο σχετικά με την «πραγματική ηγεσία» όσο και γενικότερα, με την ερμηνεία του περί «μαχόμενης δημοκρατίας», που ορθώς εν τέλει δεν επανέλαβε το Εκλογοδικείο11– αφ’ετέρου δε και της ίδιας της αρμοδιότητάς του, ως προς τις κρίσεις του περί συνταγματικότητας. Και τούτο διότι η ανακήρυξη κομματικών συνδυασμών, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΑΕΔ και του ΣτΕ12, είναι διοικητικής και όχι δικαστικής φύσεως13 και άρα περιορίζεται, κατά βάσιν, στην εφαρμογή του νόμου, με τα όποια περιθώρια διακριτικής ευχέρειας προβλέπονται σε αυτόν14. Διαφορετικά θα έπρεπε να δεχθούμε ότι το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου είτε καθίσταται πρώτος βαθμός δικαιοδοτικής κρίσης είτε μπορεί να ασκεί προληπτικό έλεγχο συνταγματικότητας σε οποιαδήποτε διάταξη της εκλογικής νομοθεσίας που αφορά την ανακήρυξη (πχ για τις ποσοστώσεις φύλου), προκαταλαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση την κρίση του ΑΕΔ (αν βέβαια τελικά αχθούν ενώπιόν του οι αποφάσεις περί ανακήρυξης ή μη ανακήρυξης…). Τέτοιες σκέψεις και κρίσεις, σαν αυτές που περιέχονται στις προαναφερθείσες αποφάσεις του Α1 Τμήματος, θα μπορούσαν ίσως, κατά μία άποψη, να δικαιολογηθούν μόνον αν αρνείτο, ως διοικητικό επί της ουσίας όργανο, να εφαρμόσει την διάταξη, θεωρώντας την αντισυνταγματική15.

 

2. Η ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΝΑ ΚΡΙΝΕΙ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ «ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ»
ΜΕ ΟΨΙΓΕΝΕΙΣ Ή/ΚΑΙ ΟΨΙΦΑΝΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ

Παρά τις ανωτέρω έντονες επιφυλάξεις μου, πάντως, δεν θεωρώ ότι αυτή η κρίση του Εκλογοδικείου (ΑΕΔ) για την συνταγματικότητα της επίμαχης ρύθμισης είναι το πλέον προβληματικό σημείο της απόφασης, δεδομένου ότι μέχρις ενός σημείου θέτει σωστά το ζήτημα της κανονιστικής εμβέλειας του άρθρου 29 Σ, ενόψει και της πρόσφατης σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ16, ενώ ακόμη και ως προς την προβληματική πρόβλεψη περί «πραγματικής ηγεσίας» βρίσκει έρεισμα και σε μέρος της θεωρίας. Αρκεί βέβαια η κρίση αυτή να μην εκληφθεί σαν δικαιολογούσα τα όσα διέλαβαν στην συνέχεια οι αποφάσεις, οδηγώντας τον νομικό συλλογισμό, σε όλα του σχεδόν τα σημεία, σε επικίνδυνες παρεκτροπές, αρχής γενομένης από το ζήτημα που τέθηκε στο δεύτερο ως άνω ερώτημα, αναφορικά με των νομιμότητα της ανακήρυξης των συνδυασμών των «Σπαρτιατών». Ειδικότερα:

Α. Όπως προκύπτει ευχερώς και από το ίδιο το ιστορικό των δύο αποφάσεων, το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου ορθώς ανακήρυξε τους εν λόγω συνδυασμούς, παρότι έκρινε, κατά τα ανωτέρω, συνταγματική την διάταξη. Και τούτο διότι πριν από την ανακήρυξη δεν είχε ανακύψει κανένα στοιχείο που να οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι οι «Σπαρτιάτες» είχαν ως «πραγματική ηγεσία» καταδικασμένα στελέχη της Χρυσής Αυγής και ιδίως τον Κασιδιάρη. Ούτε καν τα κόμματα που είχαν υποβάλει σχετικά υπομνήματα για συνδυασμούς πολιτικών κομμάτων ή ανεξαρτήτων δεν είχαν υπονοήσει κάτι τέτοιο. Άρα, με τα δεδομένα που είχαν ενώπιόν τους τα μέλη του Α1 Τμήματος, ορθώς ανακήρυξαν αυτούς τους συνδυασμούς, με βάση τις ισχύουσες (και κριθείσες σύμφωνες με το Σύνταγμα) ρυθμίσεις του άρθρου 102 του ν. 5019/2023. Κάθε άλλη απόφαση θα εμπεριείχε μία ακραία έκφραση υποκειμενισμού και «ετσιθελισμού», οδηγώντας αναπόφευκτα σε προκρούστειες λογικές και ανάγοντας έτσι τους δικαστές του Αρείου Πάγου, κατά την ενάσκηση της διοικητικής φύσεως αρμοδιότητάς τους, σε αυθαίρετους κριτές των ορίων του πολιτικού πλουραλισμού.

Το θέμα αυτό, άλλωστε, έχει ήδη κριθεί από την εκλογική νομολογία σε παρεμφερείς υποθέσεις δημοτικών εκλογών, που αφορούσαν την υποχρεωτική ποσόστωση φύλου. Συγκεκριμένα, το ΣτΕ απεφάνθη, στην μεν πρώτη περίπτωση (ΣτΕ 3185/2003) ότι «η μετά την ανακήρυξη του συνδυασμού και την συμμετοχή του στις εκλογές διαπίστωση από το διοικητικό δικαστήριο ότι υποψήφια κοινοτική σύμβουλος δεν είχε το προσόν της ηλικίας δεν καθιστά απαράδεκτη την δήλωση κατάρτισης ολόκληρου του συνδυασμού, ο οποίος είχε ανακηρυχθεί και συμμετείχε στις εκλογές έχοντας τον νόμιμο αριθμό υποψηφίων από το γυναικείο φύλο», στην δε δεύτερη περίπτωση (ΣτΕ 3189/2003) ότι: «δεν ήταν απαράδεκτη η δήλωση κατάρτισης του συνδυασμού από το γεγονός ότι εκ των υστέρων διαπιστωθηκε από το διοικητικό δικαστήριο ότι υποψήφια δημοτική σύμβουλος στην πραγματικότητα ουδέποτε έθεσε υποψηφιότητα με τον συνδυασμό», για να καταλήξει, ως προς αμφότερες, ότι:

«…κρίσιμο χρονικό σημείο κατά το οποίο κρίνεται το παραδεκτό της δήλωσης κατάρτισης του συνδυασμού από την άποψη της συμμετοχής σε αυτόν του νόμιμου αριθμού γυναικών υποψηφίων δημοτικών και τοπικών συμβούλων είναι το χρονικό σημείο ανακήρυξης του συνδυασμού από το πολιτικό δικαστήριο» (ΣτΕ 3185 και 3189/2003 – ακριβώς τα ίδια επανέλαβε αργότερα και η ΣτΕ 3237/2007 7μ)17.

Β. Είναι γνωστό, βέβαια, και περιγράφεται στις αποφάσεις του Εκλογοδικείου (ΑΕΔ), ότι στην συνέχεια είδαν το φως της δημοσιότητας στοιχεία και εκδηλώθηκαν συμπεριφορές που έδειξαν στενή σχέση του Κασιδιάρη με ένα μεγάλο μέρος στελεχών και βουλευτών των «Σπαρτιατών». Την σχέση αυτήν, πάντως, κατήγγειλε ιδίως ο επικεφαλής τους, ο οποίος διαχώρισε την θέση του και συγκρούσθηκε με τους βουλευτές του κόμματός του, έως ότου επιτευχθεί ένας εύθραυστος συμβιβασμός μεταξύ τους. Παρά ταύτα, αν όλα αυτά ήταν γνωστά πριν από την ανακήρυξη, μπορούμε να δεχθούμε ότι θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα, όπως συνέβη αργότερα –ορθώς θα λέγαμε με βάση τον νόμο– με την μη ανακήρυξη του συνδυασμού των «Σπαρτιατών» στις Ευρωεκλογές. Ωστόσο, η νομιμότητα της κατάρτισης των συνδυασμών και κατ’ επέκτασιν της ανακήρυξης των υποψηφίων ναι μεν ελέγχεται από το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ) μετά από ένσταση (ως προπαρασκευαστική πράξη των εκλογών)18 πλην όμως με βάση τα δεδομένα που ίσχυαν κατά την στιγμή της ανακήρυξης. Αναδρομική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 102 του ν. 5019/2023, υπό την έννοια της επίκλησης οψιφανών ή/και οψιγενών επιβαρυντικών στοιχείων, δεν είναι νοητή.

Από την στιγμή λοιπόν που τέτοια επιβαρυντικά στοιχεία δεν ανέκυψαν ή δεν προσκομίσθηκαν εγκαίρως, ώστε να τα έχουν υπ’όψιν τους τα μέλη του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου την στιγμή της ανακήρυξης, το κόμμα των «Σπαρτιατών» νομίμως κατήλθε στις εκλογές και εξέλεξε τους βουλευτές που εξέλεξε. Αυτή και μόνο θα έπρεπε να είναι η απάντηση του Εκλογοδικείου (ΑΕΔ), με την οποία θα έκλεινε την αχθείσα ενώπιόν του υπόθεση Αντί αυτού, όμως, κατέφυγε σε μία σειρά σόλοικων και αντιφατικών συλλογισμών, που σταδιακά παρεξέτρεψαν πλήρως την δικανική του κρίση.

 

3. ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η «ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΝΟΜΟΥ»;
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΑΦΕΤΗΡΙΑ
ΣΤΟΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Ας προσπαθήσουμε όμως να παρακολουθήσουμε αυτούς τους συλλογισμούς, δηλαδή να αποκρυπτογραφήσουμε την τόσο παράδοξη αυτή απόφαση του Εκλογοδικείου (ΑΕΔ), επιχειρώντας να απαντήσουμε στο δεύτερο ερώτημα που θέσαμε αρχικά:

Α. Η πρώτη επιλογή του Εκλογοδικείου ήταν να θεωρήσει (ήδη με τις μη οριστικές αποφάσεις 1 και 2/2024) ότι δεν συνέτρεχε κώλυμα εκλογιμότητας των βουλευτών των οποίων αμφισβητήθηκε η εκλογή. Η επιλογή αυτή κατ’αρχήν είναι σωστή –η μόνη σωστή θα λέγαμε…– πλην όμως ούτε αιτιολογήθηκε πλήρως (παρότι η ύπαρξη κωλύματος εκλογιμότητας φαίνεται πως ήταν ο μόνος λόγος ένστασης19, ενώ είχε υποστηριχθεί και από μέρος της θεωρίας, έστω και ακροθιγώς20) αλλά ούτε και συνοδεύθηκε από ορθή ερμηνεία της έννοιας της παράβασης νόμου, όπως θα δούμε στη συνέχεια, πέρα από το ότι το Εκλογοδικείο φαίνεται να οδηγήθηκε σε αυτήν με μία άκρως αμφιλεγόμενη «εκτίμηση του όλου περιεχομένου του δικογράφου»21). Ειδικότερα:

Οι βουλευτές των οποίων αμφισβητήθηκε η εκλογή πράγματι δεν ενέπιπταν σε κάποιο από τα κωλύματα εκλογιμότητας, διότι αυτά όχι μόνο πρέπει να ερμηνεύονται στενά –με βάση το κύριο επιχείρημα του Εκλογοδικείου– αλλά και προβλέπονται περιοριστικά στο Σύνταγμα, στο άρθρο 56, ενώ μόνο με εξουσιοδότησή του μπορούν, σε ελάχιστες περιπτώσεις, απλώς να εξειδικευθούν (όχι όμως και να ιδρυθούν) από τον νομοθέτη. Πολλώ δε μάλλον, δεν μπορούν να καθιερωθούν με νόμο που σχετίζεται με άλλο άρθρο του Συντάγματος, και συγκεκριμένα με το άρθρο 29, το οποίο αφορά τα της λειτουργίας των κομμάτων. Επιπλέον, τα κωλύματα εκλογιμότητας συναρτώνται με την κατοχή κάποιας θέσης ή ιδιότητας, εκτός αν απορρέουν από έλλειψη θετικού προσόντος ή στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν του υποψηφίου, που επηρεάζει και το εκλέγεσθαι22. Στην περίπτωσή μας δεν συντρέχει τίποτε από τα ανωτέρω. Οι βουλευτές των οποίων αμφισβητήθηκε η εκλογή ήταν καθ’όλα εκλόγιμοι, με οποιοδήποτε κόμμα ή συνδυασμό ανεξαρτήτων ή και ως μεμονωμένοι υποψήφιοι, με μόνη διαφοροποίηση ότι δεν μπορούσαν να εκλεγούν αν συμπεριλαμβάνονταν σε κόμμα για το οποίο συντρέχει, κατά νόμον, «αποστέρηση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών», και όχι «μη εκλογιμότητα του κόμματος» (πρόκειται για έναν νεολογισμό που έχει μάλλον επιστρατευθεί προκειμένου να συναχθεί αντανακλαστικά και «μη εκλογιμότητα βουλευτή» που συμμετείχε σε αυτό)23. Σε κάθε περίπτωση επισημαίνω και το ότι η ένσταση για τα κωλύματα εκλογιμότητας είναι απρόθεσμη και άρα δεν επιβάλλεται να υποβληθεί στην προβλεπόμενη για την υποβολή ενστάσεων δεκαπενθήμερη προθεσμία…

Β. Με βάση τα ανωτέρω, είναι κατ’αρχήν ορθή η σκέψη του Εκλογοδικείου (ΑΕΔ) ότι ο μόνος λόγος ενστάσεως που μπορούσε βασίμως να προβληθεί –ασχέτως του αν προβλήθηκε ή εκμαιεύθηκε.. – ήταν «εκλογική παράβαση σχετική με την ενέργεια των εκλογών». Στην περίπτωση αυτήν, όμως, είχε ενώπιόν του αποκλειστικά και μόνον δύο επιλογές:

Η πρώτη –και μόνη ορθή κατά τα ανωτέρωεπιλογή ήταν να δεχθεί το αυτονόητο, δηλαδή την νομιμότητα της ανακήρυξης των συνδυασμών των «Σπαρτιατών», κατ’επέκτασιν δε και των βουλευτών, καθώς τα δεδομένα που υπήρχαν την στιγμή της ανακήρυξης –και με βάση τα οποία έκρινε ορθώς το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου– δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθούν αναδρομικά, με οψιφανή ή/και οψιγενή στοιχεία, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αναλυτικά προηγουμένως.

Η δεύτερη επιλογή ήταν να κριθεί παράνομη η ανακήρυξη του συνδυασμού των «Σπαρτιατών», με επιχειρήματα που θα εστίαζαν σε όσα είδαν το φως της δημοσιότητας εκ των υστέρων. Αυτή ήταν, τελικά, και η απόφαση στην οποία φάνηκε να καταλήγει, ελαφρά τη καρδία, το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ), σφάλλοντας μάλιστα καταφανώς όχι μόνον στο κατ’αρχήν αλλά και ως προς τις συνέπειες. Πράγματι, παρότι η παράβαση του νόμου αφορούσε συνολικά και αποκλειστικά την ανακήρυξη του συνδυασμού των «Σπαρτιατών» και όχι τις επί μέρους ανακηρύξεις καθεαυτές, οπότε μοναδική συνέπεια θα έπρεπε να είναι η ακύρωση της εκλογής όλων των βουλευτών των «Σπαρτιατών», το Εκλογοδικείο κατέληξε παραδόξως στην ακύρωση της εκλογής μόνο των βουλευτών κατά των οποίων είχε υποβληθεί ένσταση, με το επιχείρημα ότι «Αν με την ένσταση ή τις ενστάσεις αμφισβητούνται τα αποτελέσματα μόνο ορισμένης ή ορισμένων εκλογικών περιφερειών, για τις λοιπές εκλογικές περιφέρειες, για τις οποίες δεν υποβλήθηκαν ενστάσεις οι εκλογές έχουν καταστεί οριστικές και αμετάκλητες».

Το επιχείρημα όμως αυτό, στην ως άνω απόλυτη διατύπωσή του δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι η στο άρθρο 29 του ν. 345/1976 («Κώδικος περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου», στο εξής ΚΑΕΔ) προβλέπεται ρητά ότι :

«1. Αν η επιδιωκόμενη από την ένσταση ακύρωση της ανακήρυξης βουλευτή ή αναπληρωματικού σε ορισμένη εκλογική περιφέρεια δύναται να έχει έννομες συνέπειες στην ανακήρυξη βουλευτών ή αναπληρωματικών σε άλλη ή άλλες εκλογικές περιφέρειες από εκείνη του καθ`ου η ένσταση, βουλευτή ή αναπληρωματικού, ο εισηγητής υποχρεούται να μεριμνήσει για την κοινοποίηση αντιγράφου της ένστασης, μαζί με την πράξη ορισμού της δικασίμου, στο βουλευτή ή τον αναπληρωματικό της άλλης αυτής εκλογικής περιφέρειας, η ανακήρυξη του οποίου μπορεί να επηρεασθεί από την απόφαση. Η κοινοποίηση γίνεται τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από τη συζήτηση. (Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.1 Ν.2479/1997 ΦΕΚ Α 67/6.5.1997).

2. Την κατά την προηγουμένην παράγραφον υποχρέωσιν έχει και το Ειδικόν Δικαστήριον εάν κατά την συζήτησιν ή και μετ` αυτήν προ της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως ήθελε κρίνει ότι συντρέχει περίπτωσις εφαρμογής των εν αυτή οριζομένων.

3. Αν κατά τις προηγούμενες παραγράφους επηρεάζεται η ανακήρυξη βουλευτή, ο βουλευτής αυτός θεωρείται καθ`ου και έχει δικαίωμα να ασκήσει αντένσταση κατά το άρθρο 28. Αν επηρεάζεται η ανακήρυξη αναπληρωματικού, ο αναπληρωματικός αυτός μπορεί να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση κατά τα άρθρα 13 και 27 (σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.1 Ν.2479/1997 ΦΕΚ Α 67/6.5.1997)».

Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις διατάξεις είναι προφανές ότι μπορούν να υπάρξουν «εκλογικές περιφέρειες για τις οποίες δεν υποβλήθηκαν ενστάσεις», ως προς τις οποίες οι εκλογές δεν έχουν καταστεί οριστικές και αμετάκλητες, όπως ισχυρίσθηκε το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ), καθώς η ανακήρυξή των βουλευτών και αναπληρωματικών μπορεί να επηρεασθεί από ένσταση ή από ενστάσεις που υποβλήθηκαν μεν σε άλλες εκλογικές περιφέρειες πλην όμως δύνανται να έχουν ευρύτερες επιπτώσεις. Τις επιπτώσεις αυτές οφείλει, κατά τα ανωτέρω, να τις διαπιστώσει το ίδιο το Εκλογοδικείο, ακόμη και κατά την συζήτηση των ενστάσεων ή και μετά από αυτήν, και να μεριμνήσει για την κοινοποίηση αντιγράφου της ένστασης ή των ενστάσεων σε όλους τους τυχόν επηρεαζόμενους βουλευτές ή αναπληρωματικούς, δηλαδή, εν προκειμένω, σε όλους τους βουλευτές και σε όλους τους αναπληρωματικούς των Σπαρτιατών24.

Τέτοια κοινοποίηση, μάλιστα, όχι μόνο δεν είναι πρωτόγνωρη αλλά έχει γίνει επανειλημμένα, σε παλαιότερες υποθέσεις, από το Εκλογοδικείο (κάποιες από τις οποίες έχει χειρισθεί και ο γράφων) με αποτέλεσμα να ακυρωθεί σε ουκ ολίγες περιπτώσεις η εκλογή βουλευτών σε άλλες περιφέρειες και για άλλους βουλευτές, εκτός από αυτούς κατά των οποίων είχε ασκηθεί ένσταση. Πρόκειται για τις περίφημες «καραμπόλες», από τις οποίες έχουν αλλάξει πολλές έδρες στο παρελθόν.

Γ. Τα παραπάνω, για τα οποία υπάρχει σχεδόν ομοφωνία στην θεωρία25, τα προσπέρασε πολύ εύκολα και εντελώς αναιτιολόγητα το Εκλογοδικείο, με μία αξιωματική και εν τέλει «ετσιθελική» διατύπωση, παρότι η συγκεκριμένη (υποτιθέμενη) παρανομία της ανακήρυξης του Αρείου Πάγου αφορούσε εξ ορισμού ολόκληρο τον συνδυασμό των «Σπαρτιατών», δεδομένου μάλιστα ότι ο εκλογικός νόμος δεν προβλέπει πλέον τοπικές ανακηρύξεις υποψηφίων (άρθρο 35 του πδ 26/2012, όπως ισχύει). Θα ήταν εξ άλλου παράλογο και εν τέλει υποκριτικό, για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, που αφορά στην πραγματικότητα την μη ανακήρυξη συνδυασμών κόμματος για λόγους συνταγματικούς, να μην είναι δυνατόν να κριθεί παράνομη συνολικά η ανακήρυξη του συνδυασμού, ώστε να ακυρωθεί η εκλογή όλων των βουλευτών και των αναπληρωματικών του.

Εφ’όσον λοιπόν το Εκλογοδικείο κατέληξε στο ότι συντρέχει παράβαση νόμου ως προς την ανακήρυξη του συνδυασμού των «Σπαρτιατών», η παράβαση αυτή δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο από το ότι η ανακήρυξη αυτή είναι σαν μη γενόμενη για όλους τους υποψήφιους βουλευτές τους, εκλεγέντες και αναπληρωματικούς. Κατά συνέπειαν, οι μεν ανακηρυχθέντες βουλευτές χάνουν την έδρα τους οι δε αναπληρωματικοί δεν τους αναπληρώνουν, αποκλειστικά και μόνον διότι πάσχει εξ υπαρχής και συνολικά η ανακήρυξη του συνδυασμού, για τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 102 του ν. 5043/2023 (με βάση πάντα τις προαναφερθείσες ερμηνευτικές παραδοχές του Εκλογοδικείου).

Τηρουμένων των αναλογιών, η περίπτωση αυτή είναι παρόμοια με την απαγόρευση ανακήρυξης συνδυασμών για λόγους μη τήρησης της ποσόστωσης φύλου, που προβλέπεται από τον εκλογικό νόμο και για τις βουλευτικές εκλογές (άρθρο 34 παρ. 10 του πδ 26/2012, όπως ισχύει). Ας σκεφθούμε, για παράδειγμα, τι θα σήμαινε η ως άνω λογική του Εκλογοδικείου (ΑΕΔ) σε περίπτωση ανάλογης ένστασης κατά τριών βουλευτών, λόγω ελλιπούς συμμετοχής γυναικών στους συνδυασμούς του κόμματός τους, που ανακηρύχθηκαν (συνολικά) από τον Άρειο Πάγο. Δηλαδή δεν θα ήταν δυνατόν μια τέτοια ένσταση να συμπαρασύρει και την εκλογή των υπολοίπων, παρότι το πρόβλημα της ανακήρυξης δεν θα αφορά την συγκεκριμένη εκλογή των βουλευτών αλλά ένα κεντρικό πρόβλημα της ανακήρυξης των συνδυασμών του κόμματος; Τι θα έκανε σε αυτήν την περίπτωση το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ), μιας και δεν θα μπορούσε να καταφύγει ούτε καν στο σόφισμα της εξαπάτησης των εκλογέων από τους επί μέρους βουλευτές, στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω; Θα ακύρωνε την εκλογή μόνο των καθ’ών η ένσταση βουλευτών, σε αντίθεση με το ΣτΕ που έχει κρίνει επανειλημμένα άκυρη την ανακήρυξη του συνόλου των συνδυασμών που είχαν το ίδιο πρόβλημα26; Με άλλα λόγια, θα μπορούσε έτσι να αχρηστευθεί στην πράξη μία διάταξη που αποσκοπεί στην πραγμάτωση ενός συνταγματικού σκοπού27, και να παραμείνουν στο απυρόβλητο οι παρανόμως ανακηρυχθέντες συνδυασμοί κόμματος, με προκλητική αγνόηση του ν. 345/1976 (ΚΑΕΔ), που προβλέπει ρητά την δυνατότητα επηρεασμού και άλλων (άρα και όλων) των βουλευτών28;

Δ. Είναι προφανές, όμως, ότι το Δικαστήριο δεν θέλησε να κινηθεί προς την κατεύθυνση που επιβάλλει το εκλογικό δίκαιο. Προσπάθησε, αντίθετα, να συνδέσει την παράβαση νόμου με ένα δήθεν εκλογικό αδίκημα εξαπάτησης των εκλογέων (άρθρο 112 παρ. 2 του εκλογικού νόμου) από τους εκλεγμένους βουλευτές. Πρόκειται για μία εντελώς αυθαίρετη και παντελώς ανερμάτιστη επιλογή, που δεν προκύπτει από κανένα σημείο της ισχύουσας νομοθεσίας, ακόμη και αν δεχθούμε την συνταγματικότητά της στο ζήτημα της «πραγματικής ηγεσίας». Η επιλογή αυτή έγινε προφανώς για να περιορισθούν οι συνέπειες της παράβασης νόμου μόνο στους τρεις βουλευτές των οποίων αμφισβητήθηκε με ένσταση η εκλογή. Ωστόσο, μια τέτοια αλλοίωση της έννοιας της παράβασης νόμου ήταν εξαιρετικά δυσχερές να δικαιολογηθεί, όχι μόνον διότι είναι εκτός του πλαισίου της συγκεκριμένης ρύθμισης αλλά και διότι βασίζεται σε ένα εκλογικό αδίκημα του οποίου η αντικειμενική υπόσταση δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί χωρίς να υπεισέλθει μία μεγάλη δόση αυθαιρεσίας (δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αποφασιστική επιρροή τέτοιου εκλογικού αδικήματος –αλλά και άλλων παρεμφερών– στην διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος δεν έχει τεκμηριωθεί ποτέ, από όσο γνωρίζουμε στην μεταπολιτευτική εκλογική νομολογία, η οποία θέτει αυστηρότατες και δυσεκπλήρωτες προϋποθέσεις –πχ το να κατονομάζονται ρητά οι εξαπατηθέντες…– και εν τέλει απορρίπτει παγίως τέτοιες αιτιάσεις ως αόριστες…). Επιδιώχθηκε λοιπόν μεθοδευμένα, με την σύμπραξη και της ολοένα και περισσότερο επηρεαζόμενης από την εκτελεστική εξουσία Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η μετάθεση της ευθύνης στα ποινικά δικαστήρια, προκειμένου να αναζητηθεί, με ένα οιονεί «προδικαστικό» ερώτημα (ναι στην περίπτωση αυτή, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, έγινε προδικαστικό ερώτημα…) η θεμελίωση της «εξαπάτησης των εκλογέων» σε απόφαση ποινικού δικαστηρίου… Ωστόσο, η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δεν διαπίστωσε τέτοιο ποινικό αδίκημα (υπάρχουν τελικά και δικαστές που δεν συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις…) οπότε «άνθρακες ο θησαυρός»29. Αντί όμως το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ) να κάνει πίσω, προκειμένου να περισώσει την θεσμική του αξιοπρέπεια, προτίμησε να βγάλει μόνο του τα «κάστανα από την φωτιά», αποφαινόμενο γενικά και αόριστα, χωρίς καμία σοβαρή τεκμηρίωση, ότι οι βουλευτές παρέβησαν τον νόμο, εξαπατώντας τους εκλογείς, και άρα έπρεπε, μόνον γι’αυτούς και μόνο γι’αυτόν τον λόγο, να ακυρωθεί η εκλογή. Πρόκειται, προδήλως, για ερμηνευτικό σόφισμα, το οποίο δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, όπως έδειξε και η εντόνως επικριτική στάση της θεωρίας, σχεδόν στο σύνολό της30. Είναι δε πλέον ή βέβαιον ότι και αυτό, όπως και τα προηγούμενα (στις ανάλογης θεμελίωσης και αξιοπιστίας αποφάσεις του 1990 και του 2005 που αναφέρθηκαν εισαγωγικά), θα είναι μιας χρήσεως…

 

4. ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
Ο ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΣ

Α. Πέραν, πάντως, των ως άνω ερμηνευτικών αστοχιών, παραμένει ακόμη ανοιχτό το τρίτο ερώτημα, ως προς τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια δικαστική απόφαση. Και εδώ την λύση την δίνει με σαφήνεια η ισχύουσα εκλογική νομοθεσία, πλην όμως σε κατεύθυνση ακριβώς αντίθετη, επίσης, με αυτήν που επέλεξε το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ).

α. Η πρώτη κρίσιμη διάταξη εν προκειμένω είναι αυτή του άρθρου 32 του ν. 345/1976 (ΚΑΕΔ), η οποία τα εξής:

«2. Το Ειδικόν Δικαστήριον, αποδεχόμενον παράβασιν νόμου περί την ενέργειαν της εκλογής, συνεπεία της οποίας γεννάται αμφιβολία περί του εάν το τελικόν αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήθελεν είναι το αυτό άνευ του διαπιστωθέντος ελαττώματος, αποφαίνεται άκυρον την ανακήρυξιν των καθ` ων η αίτησις βουλευτών ή αναπληρωματικών, η οποία καθίσταται αμφίβολος συνεπεία της εκλογικής παραβάσεως, και διατάσσει την επανάληψιν της ψηφοφορίας μεταξύ αυτών και των λοιπών υποψηφίων, η θέσις των οποίων δύναται να μεταβληθή εκ του αποτελέσματος αυτής και καθορίζει τούτους. Εις την περίπτωσιν ταύτην η επανάληψις της ψηφοφορίας διατάσσεται δια της ιδίας αποφάσεως είτε εις ολόκληρον την εκλογικήν περιφέρειαν είτε εις ωρισμένα τμήματα αυτής, αναλόγος της εκτάσεως της διαπιστωθείσης παραβάσεως».

Η διάταξη αυτή ισχύει σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 102 του εκλογικού νόμου (π.δ. 26/2012, 96/2007):

«2. Αν ακυρωθεί η εκλογή για παράβαση των διατάξεων του νόμου και για πλημμέλειες εν γένει είτε στο σύνολο, είτε σε κάποια τμήματα της εκλογικής περιφέρειας, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται σε όσα τμήματα ακυρώθηκε η εκλογή, μέσα σ` ένα μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, που προβλέπεται από το άρθρο 100 του Συντάγματος.

Κατά την επανάληψη της ψηφοφορίας απ` αυτό το λόγο δεν επιτρέπεται πρόταση και ανακήρυξη νέων υποψηφίων, και η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται σε όσα τμήματα ακυρώθηκε η εκλογή, με βάση τους εκλογικούς καταλόγους που χρησιμοποιήθηκαν κατά την αρχική ψηφοφορία.

3. Αν ακυρωθεί η εκλογή για παράβαση που επιφέρει μεταβολή στις εκλογικές περιφέρειες βάσει των οποίων έγινε η εκλογή και συνεπάγεται κατ` ανάγκη τη νέα πρόταση και ανακήρυξη υποψηφίων και συνδυασμών, αυτή γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, μέσα σε τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου».

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει αναμφίβολα ότι τυχόν απόφαση, με την οποία κρίνεται ότι υπήρξε παράβαση νόμου που γεννά αμφιβολία ως προς το αν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα ήταν το ίδιο χωρίς το διαπιστωθέν ελάττωμα, συνεπάγεται κατ’αρχήν αφ’ενός μεν την ακύρωση των εκλογών των καθ’ων η ένσταση και των επηρεαζόμενων βουλευτών αφ’ετέρου δε την επανάληψη της ψηφοφορίας μεταξύ των λοιπών υποψηφίων, σε συγκεκριμένα εκλογικά τμήματα ή και σε ολόκληρη την εκλογική περιφέρεια31, όχι όμως και σε ολόκληρη την επικράτεια όπως υποστηρίχθηκε από κάποιους συγγραφείς32, οι οποίοι παραβλέπουν την σχετική ad hoc πρόβλεψη της παρ. 4 του άρθρου 102 του Εκλογικού Νόμου:

«4. Αν επαναληφθεί η ψηφοφορία σε κάποια εκλογική περιφέρεια για παράβαση των διατάξεων του νόμου ή για πλημμέλειες γενικά, το νέο αποτέλεσμα δεν ασκεί καμία επιρροή στο σύνολο των ψήφων των κομμάτων και στο ποσοστό τους σ` όλη την επικράτεια, όπως αυτό καθορίστηκε από την Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφο 1».

Β. Πρέπει να επισημανθεί πάντως ότι ο ν. 345/1976 (ΚΑΕΔ) αφήνει στο Εκλογοδικείο, υπό προϋποθέσεις, και μία δεύτερη επιλογή με βάση τα όσα ορίζονται στο εδ. β της παρ. 3 του άρθρου 32, σύμφωνα με το οποίο:

«3. Το Ειδικόν Δικαστήριον, αποδεχόμενον λάθος περί την αρίθμησιν των ψήφων, αποφαίνεται άκυρον την συνεπεία του λάθους γενομένην ανακήρυξιν και ανακηρύσσει βουλευτάς ή αναπληρωματικούς τους κατά την ορθήν αρίθμησιν των ψήφων πλειοψηφήσαντας. Η διάταξις αύτη εφαρμόζεται αναλόγως και εις πάσαν άλλην περίπτωσιν ακυρώσεως ανακηρύξεως, κατά την οποίαν εν όψει της φύσεως της εκλογικής παραβάσεως είναι προφανώς, κατά την κρίσιν του Ειδικού Δικαστηρίου, περιττή η επανάληψις της ψηφοφορίας».

Από την ως άνω ρύθμιση προκύπτει σαφώς ότι το Εκλογοδικείο μπορεί, κατ’εξαίρεσιν, να κρίνει περιττές τις επαναληπτικές εκλογές, υπό την απαρέγκλιτη όμως προϋπόθεση να αιτιολογήσει πλήρως ότι «η θέλησις του εκλογικού σώματος είναι βεβαία κα αναμφίβολος» (όπως συμβαίνει με την διαπίστωση των σφαλμάτων ως προς την αρίθμηση των ψήφων)33 και ότι, ως εκ τούτου, η κάλυψη των θέσεων των βουλευτών και των αναπληρωματικών των οποίων ακυρώθηκε η εκλογή μπορεί να γίνει ευχερώς με άλλο τρόπο, ο οποίος θα υποκαταστήσει τις επαναληπτικές εκλογές.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, μπορούσε να επικαλεσθεί εν προκειμένω την διάταξη αυτήν το Εκλογοδικείο; Κατά την άποψή μου ναι, έστω και κατ’οικονομίαν, ερειδόμενο πρώτον στην «φύση της εκλογικής παραβάσεως» –που παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα να οδηγεί στην ακύρωση της εκλογής όλων των βουλευτών και των αναπληρωματικών των «Σπαρτιατών» σε πολλές εκλογικές περιφέρειες απλώς και μόνο λόγω παράνομης ανακήρυξης του συνδυασμού τους– και δεύτερον στην δυνατότητά του να ανακατανείμει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα τις έδρες τους34, χωρίς να μεταβάλει τον ευρύτερο συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί στις εκλογές με βάση τα τότε δεδομένα τους, κατ’επέκτασιν δε και χωρίς καμία επίπτωση στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία στηρίζει την σημερινή κυβέρνηση. Τηρουμένων δηλαδή των αναλογιών, θα μπορούσε να επικαλεσθεί το προηγούμενο της ακύρωσης των εκλογών δέκα (10) βουλευτών, στις εκλογές του 1985, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του εκλογικού συστήματος, που οδήγησε, με ρητή επίκληση του άρθρου 32 παρ. 3 εδ. β΄, στην ανακατανομή των εδρών από το ίδιο το Εκλογοδικείο, χωρίς να γίνουν επαναληπτικές εκλογές35.

Στο σημείο αυτό, βέβαια, ανακύπτει ένα πρόσθετο ερώτημα: πως θα γίνει αυτή η ανακατανομή των εδρών των «Σπαρτιατών»;

Η άποψή μου είναι ότι θα υπήρχε μόνο μία οδός για το Εκλογοδικείο. Να ανατρέξει στον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, να θεωρήσει ότι οι «Σπαρτιάτες» συμμετείχαν παρανόμως σε αυτές, λόγω παράβασης νόμου ως προς την ανακήρυξη των συνδυασμών τους, και στην συνέχεια όχι μόνο να ακυρώσει την εκλογή τους εξ αυτού του λόγου αλλά και να αντιμετωπίσει την ανακήρυξη των συνδυασμών τους σαν μηδέποτε γενόμενη, προχωρώντας σε ανακατανομή των εδρών τους στα κόμματα που ανακηρύχθηκαν νομίμως. Η ανακατανομή αυτή όμως θα έπρεπε να γίνει με βάση συγκεκριμένα κριτήρια:

Πρώτον, ότι είναι συνολική, για όλες τις έδρες, δηλαδή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα γινόταν αν το κόμμα των «Σπαρτιατών» δεν είχε εν τέλει ανακηρυχθεί από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου.

Δεύτερον, ότι θα γίνει με βάση το ισχύον (τότε και τώρα) εκλογικό σύστημα και όχι με μία αυθαίρετη αναλογική διάθεση των εδρών των «Σπαρτιατών» στα άλλα κόμματα με βάση την εκλογική τους δύναμη, διότι αυτό θα σήμαινε την επιλεκτική παρεισαγωγή ενός συστήματος απλής αναλογικής, που συνεπάγεται ανεπίτρεπτη διαφοροποίηση των εκλογικών δεδομένων που ίσχυαν κατά την στιγμή της κατανομής των υπόλοιπων εδρών.

Τρίτον, ότι η ανακατανομή θα γίνει χωρίς αλλαγή του εκλογικού μέτρου, δηλαδή με συνυπολογισμό στα έγκυρα ψηφοδέλτια και αυτών που ανήκαν στο ποσοστό των «Σπαρτιατών». Τα ψηφοδέλτια αυτά δεν είναι δυνατόν να εκληφθούν σαν άκυρα, διότι η παράνομη ανακήρυξη των συνδυασμών των «Σπαρτιατών» δεν συνεπάγεται επ’ουδενί και πρόβλημα νομιμότητας των ψηφοδελτίων, καθώς ενσωματώνουν, καθεαυτά, εκλογική βούληση καθ’όλα έγκυρη. Απλώς η εκλογική αυτή βούληση θα αντιμετωπισθεί εν προκειμένω, εκ των πραγμάτων, σαν βούληση που δεν είναι δυνατόν να εκπροσωπηθεί, δηλαδή όπως ακριβώς η βούληση όσων ψήφισαν τα ουκ ολίγα κόμματα που δεν ξεπέρασαν το κατώφλι του 3% (και που το ποσοστό τους υπερβαίνει κατά πολύ αυτό των «Σπαρτιατών»…). Ως εκ τούτου, η περίπτωση αυτή εντάσσεται σε μία γενικότερη προβληματική ως προς το αν είναι συνταγματικά θεμιτό να μην εκπροσωπούνται εκλογείς, παρότι ψήφισαν εγκύρως κάποιο κόμμα. Στο ερώτημα αυτό η εκλογική νομολογία δίνει παγίως θετική απάντηση, υπό τον όρο ο αποκλεισμός των εγκύρων ψηφοδελτίων να μην αφορά και τον υπολογισμό του εκλογικού μέτρου (σε αντίθεση με τα λευκά ψηφοδέλτια, τα οποία ενσωματώνουν εξ ορισμού βούληση μη εκπροσώπησης36).

Το μόνο πρόβλημα που μπορεί να ανακύψει, εντοπίζεται στο ότι με μία τέτοια ανακατανομή, παρότι αυτή θα προσθέσει επιπλέον έδρες σε κάποια κόμματα –με την μερίδα του λέοντος να ανήκει στο κόμμα που δικαιούται την πριμοδότηση– ενδέχεται να υπάρξουν μικρές «καραμπόλες» ως προς τις ήδη κατανεμηθείσες έδρες, από τις οποίες κάποιοι βουλευτές θα ευνοηθούν και κάποιοι θα τις χάσουν. Οι αλλαγές βέβαια αυτές θα είναι σε κάθε περίπτωση ελάχιστες και δεν θα διαφέρουν, τελικά, από τις «καραμπόλες» που προκύπτουν κατά τα ανωτέρω, σε άλλες περιπτώσεις ενστάσεων κατά του κύρους των εκλογών.

Εν κατακλείδι, οι επαναληπτικές εκλογές είναι αναμφίβολα η πλέον «καθαρή» λύση, με μόνο αλλά σοβαρό μειονέκτημα ότι η λαϊκή κυριαρχία θα εκφρασθεί (ενδεχομένως και για έναν καθόλου αμελητέο –και από άποψη μεγέθους– αριθμό εκλογικών περιφερειών), σε μεταγενέστερο στάδιο και σε διαφορετικές συνθήκες. Από την άλλη, η ανακατανομή ναι μεν απαιτεί ιδιαίτερη -και πειστική- αιτιολόγηση πλην όμως βρίσκεται πλησιέστερα στην λογική της ακύρωσης της εκλογής λόγω παράβασης νόμου ως προς την ανακήρυξη, διότι ανατρέχει στον χρόνο και στις συνθήκες των πρώτων εκλογών, αφήνοντας απλώς εκτός αντιπροσώπευσης το ποσοστό που έλαβαν οι «Σπαρτιάτες» (όπως έμειναν εκτός αντιπροσώπευσης και οι ψήφοι των κομμάτων που δεν έλαβαν πάνω από 3%).

Γ. Ωστόσο, το Εκλογοδικείο (ΑΕΔ) αποφάσισε να μην επιλέξει καμία από τις δύο αυτές εναλλακτικές λύσεις (που είναι μάλιστα εξ ίσου θεμιτές ασχέτως του αριθμού των εδρών που θα κενώνονταν). Αντίθετα προτίμησε να συνεχίσει τις ερμηνευτικές του ακροβασίες, εκτροχιάζοντας πλέον πλήρως τον δικανικό του συλλογισμό. Αξίζει νομίζω να παραθέσουμε τα βασικά σημεία του σκεπτικού των δύο αποφάσεων, για να αναδειχθεί ανάγλυφα το μέγεθος της ερμηνευτικής αυθαιρεσίας:

α. Κατ’αρχάς, το Δικαστήριο έκρινε, με μία προδήλως αυταποδεικτική αιτιολογία, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση χωρίς καμία απολύτως αιτιολογία, ότι:

«ενόψει της φύσης της συγκεκριμένης εκλογικής παράβασης, που συνίσταται σε εξαπάτηση των εκλογέων με συμμετοχή στις εκλογές πολιτικού κόμματος με υποκρυπτόμενο αρχηγό, σε όλες τις περιφέρειες που εξέλεξε βουλευτές, η επανάληψη της ψηφοφορίας στις συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες καθίσταται εν προκειμένω περιττή».

β. Στην συνέχεια, με μία αντίστοιχη (μη) αιτιολογία, το Εκλογοδικείο απέρριψε και την ανακατανομή των εδρών, με μόνο επιχείρημα ότι:

«οι διατάξεις του ν. 345/1976 δεν προβλέπουν σε περίπτωση ακύρωσης ανακήρυξης βουλευτή λόγω συμμετοχής του σε πολιτικό κόμμα με υποκρυπτόμενο αρχηγό, που συνιστά την εκλογική παράβαση της εξαπάτησης του εκλογικού σώματος, την ανακατανομή της βουλευτικής έδρες σε βουλευτές άλλου πολιτικού κόμματος».

Πως κινήθηκε δηλαδή εν προκειμένω το Εκλογοδικείο; Αφού απέκλεισε «ετσιθελικά» τις επαναληπτικές εκλογές, τις οποίες προβλέπει ρητά, όπως είδαμε, τόσο ο ν. 345/1976 όσο και ο εκλογικός Νόμος (άρθρο 102), αποφάσισε να αποκλείσει στη συνέχεια και την ανακατανομή των εδρών, με πρόσχημα πλέον ότι δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση … Ούτε καν ασχολήθηκε, δηλαδή, έστω και εικονικά, με το αν η ανακατανομή μπορεί να προκύψει ερμηνευτικά, όπως επιβάλλεται, κατά τα ανωτέρω (εφ’όσον επέλεξε -και μάλιστα χωρίς ατιολογία- να εφαρμόσει την παρ. 3 και όχι την παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 345/1976, σε συνδυασμό με το άρθρο 102 του εκλογικού νόμου) και όπως έπραξε άλλωστε το 1985, με δέκα αποφάσεις κατά τα προεκτεθέντα, παρότι ούτε για την περίπτωση ακύρωσης της εκλογής βουλευτή λόγω κακής εφαρμογής του εκλογικού συστήματος, προβλέπεται ανακατανομή από τον ν. 345/1976…

γ. Αφού λοιπόν απέρριψε, με μία προχειρότητα που εκπλήσσει, τις μόνες ερμηνευτικές εκλογές που είχε ενώπιόν του, το Εκλογοδικείο κατέληξε, ελαφρά τη καρδία, στην πρωτοφανή ετυμηγορία ότι οι τρεις έδρες των καθ’ών η ένσταση πρέπει να μείνουν κενές και επομένως ότι η Βουλή πρέπει να παραμείνει με 297 βουλευτές:

«Εξάλλου, αναφορικά με τις επίμαχες έδρες των καθ’ών η ένσταση βουλευτών, εν προκειμένω υφίσταται αναπληρωματική βουλευτής του ιδίου κόμματος μόνο για την εκλογική περιφέρεια Β΄ Θεσσαλονίκης37, η ανακήρυξη της οποίας δεν είναι επιτρεπτή ενόψει της ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης εκλογικής παράβασης, που αφορά συνολικά το πολιτικό κόμμα στο οποίο συμμετείχε ο βουλευτής η εκλογή του οποίου ακυρώνεται καθώς και η αναπληρωματική του…

Με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει οι έδρες οι οποίες κενώθηκαν να παραμείνουν κενές και να μην συμπληρωθούν αφού, όπως, προαναφέρθηκε, δεν υφίσταται ούτε δυνατότητα συμπλήρωσης των κενών εδρών με αναπληρωματικό βουλευτή του ίδιου κόμματος, ούτε δυνατότητα ανακατανομής των επίμαχων εδρών σε υποψηφίους βουλευτές άλλων κομμάτων»».

Δ. Είναι προφανές, κατόπιν των ανωτέρω, ότι το Εκλογοδικείο παρερμήνευσε πλήρως την προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 32 του Εκλογικού Νόμου, θεωρώντας ότι η απόρριψη των επαναληπτικών εκλογών και της ανακατανομής των εδρών δεν συνεπάγεται καμία δέσμευση ως προς την αναζήτηση εναλλακτικής κάλυψης των κενών εδρών. Στο σημείο όμως αυτό το Εκλογοδικείο δεν έσφαλε απλώς. Ταυτόχρονα ήρθε σε πλήρη αντίθεση με προηγούμενη ad hoc νομολογία του, η οποία δεν αφήνει κανένα περιθώριο μιας τέτοιας προσέγγισης. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στις αποφάσεις ΑΕΔ 21, 22 και 32/1994, οι οποίες αποφάνθηκαν ρητά και κατηγορηματικά ότι:

«… η ακύρωση της εκλογής σε ορισμένη ή ορισμένες περιφέρειες, όπου διαπιστώθηκαν εκλογικές παραβάσεις, είναι συνυφασμένη άρρηκτα από το Σύνταγμα και τον Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976) με την επέλευση μιας από τις δύο συνέπειες που προβλέπονται στο άρθρο 32 του νόμου τούτου, δηλαδή είτε την επαναληπτική εκλογή είτε την ανακήρυξη ως βουλευτών εκείνων που θα εκλέγονταν αν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η παράβαση που διαπιστώθηκε. Πράγματι, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να λειτουργήσει με ελλιπή συγκρότηση, ώστε να είναι δυνατή η ακύρωση της εκλογής χωρίς την ταυτόχρονη επέλευση μιας από τι δύο συνέπειες…»38.

Είναι τόσο σαφής η εν λόγω διατύπωση, που δεν επιδέχεται ούτε παρερμηνείες ούτε υπεκφυγές…

Ωστόσο, η ερμηνευτική στρέβλωση που επιχείρησαν οι δύο κρίσιμες αποφάσεις δεν περιορίζεται στην προκλητική αγνόηση αυτής της προηγούμενης νομολογίας (την οποία, μάλιστα, ούτε καν μνημονεύουν…). Το Εκλογοδικείο παρακάμπτει ταυτόχρονα και την ίδια την λογική της αναπλήρωσης, που προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται την εφαρμογή του άρθρου 104 του Εκλογικού Νόμου (πδ 26/2012, όπως ισχύει), σύμφωνα με το οποίο:

«1. Οι βουλευτικές έδρες που κενώνονται για οποιοδήποτε λόγο κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου σε κάποια εκλογική περιφέρεια, πληρώνονται από τους αναπληρωματικούς του ίδιου συνδυασμού στην ίδια εκλογική περιφέρεια, που τυχόν έχουν ανακηρυχθεί, οι οποίοι καλούνται από τον Πρόεδρο της Βουλής για την πλήρωση έδρας που κενώθηκε κατά τη σειρά της ανακήρυξης τους.

2. Αν δεν υπάρχουν αναπληρωματικοί που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος ή ο αριθμός τους έχει εξαντληθεί, προκηρύσσεται αναπληρωματική εκλογή στην εκλογική περιφέρεια, στην οποία κενώθηκαν οι βουλευτικές έδρες.

΄Όπως προκύπτει ευχερώς από τις ως άνω διατάξεις, οι κρίσεις του Δικαστηρίου περιορίζονται μόνο στο πρώτο σκέλος της αναπλήρωσης (δηλ. στην παρ. 1), για να αποφανθεί απλώς είτε ότι δεν υπάρχουν αναπληρωματικοί βουλευτές (για τις δύο κενωθείσες έδρες) είτε ότι η τρίτη έδρα δεν μπορεί να καλυφθεί από την (μόνη) αναπληρωματική… Όσον αφορά όμως το δεύτερο σκέλος της αναπλήρωσης (δηλ. την παρ. 2), οι αποφάσεις αγνοούν πλήρως το ότι όταν προκύπτουν «βουλευτικές έδρες που κενώνονται για οποιοδήποτε λόγο κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου σε κάποια εκλογική περιφέρεια… και «δεν υπάρχουν αναπληρωματικοί»… η μόνη επιλογή που έχει το Εκλογοδικείο είναι οι «αναπληρωματικές εκλογές»39 (οι οποίες δεν πρέπει να συγχέονται με τις επαναληπτικές εκλογές του άρθρου 102 του ίδιου νόμου, στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε και οι οποίες ήταν αναμφισβήτητα, κατά τα προεκτεθέντα, η ορθότερη όλων επιλογή40).

Η μοναδική εξαίρεση –η οποία όμως δεν έχει εφαρμογή στην συγκεκριμένη περίπτωση– προκύπτει αποκλειστικά από το άρθρο 53 παρ. 2 Συντ., το οποίο προβλέπει ότι: «Bουλευτική έδρα που κενώθηκε μέσα στο τελευταίο έτος της περιόδου δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή, όταν απαιτείται κατά το νόμο, εφόσον οι κενές έδρες δεν είναι περισσότερες από το ένα πέμπτο του όλου αριθμού των βουλευτών».

Είναι λοιπόν τόσο σαφής η λύση που επιτάσσει συνδυαστικά αφ’ενός το εκλογικό μας δίκαιο (ο νόμος ρητά και το Σύνταγμα εξ αντιδιαστολής) και αφ’ετέρου η παλαιότερη εκλογική νομολογία, που είναι να απορεί κανείς με την ερμηνευτική ελαφρότητα του Δικαστηρίου στο οποίο το Σύνταγμα εμπιστεύθηκε την επίλυση των εκλογικών υποθέσεων… Ως εκ τούτου, δεν είναι λοιπόν διόλου συμπτωματικό ότι το σημείο αυτό της απόφασης του Εκλογοδικείου προκάλεσε όχι μόνον την ομόθυμη κατακραυγή της θεωρίας41 αλλά και την γενική θυμηδία…

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
ΜΙΑΣ ΑΚΡΩΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Εν κατακλείδι, οι αποφάσεις 9 και 10/2025 για τους «Σπαρτιάτες» εντάσσονται στην χορεία των χειρότερων στιγμών του Εκλογοδικείου, υπερβαίνοντας ίσως σε προβληματικότητα τις δύο προηγηθείσες μελανές σελίδες του (ΑΕΔ 36/1990 και 12/2005). Συγκεκριμένα, με τις εν λόγω αποφάσεις του το Εκλογοδικείο κινήθηκε εμφανώς προς την κατεύθυνση της ποδηγέτησης του νομικού συλλογισμού προς μία προδιαγραμμένη κατεύθυνση, αποδυόμενο σε μία απέλπιδα προσπάθεια να τετραγωνίσει τον κύκλο, με πρωτόγνωρες δικανικές ακροβασίες και με παντελώς έωλες ερμηνευτικές κατασκευές, τόσο ως προς τον προσδιορισμό της παράβασης νόμου όσο και ως προς την τύχη των κενωθεισών εδρών. Το αποτέλεσμα ήταν να ατυχήσει πολλαπλώς, σε όλες τις ερμηνευτικές επιλογές του, με εξαίρεση την κρίση ότι το Εκλογοδικείο είναι όντως αρμόδιο να κρίνει την υπόθεση και την απόρριψη του ισχυρισμού περί συνδρομής κωλύματος εκλογιμότητας (που συνοδεύθηκε όμως από μία αμφιλεγόμενη παρεισαγωγή της «εκλογικής παράβασης» ως λόγου ένστασης). Κατά τα άλλα η απόφαση είναι μία αλυσίδα αλλεπάλληλων εσφαλμένων κρίσεων, με κλιμακούμενη μάλιστα αστοχία των ερμηνευτικών παραδοχών και κατασκευών της. Ειδικότερα:

Α. Η απόφαση έκρινε κακώς, κατά την άποψή μου και την άποψη του μεγαλύτερου μέρους της θεωρίας, ότι είναι συνταγματική η διάταξη 102 παρ. 1 του ν. 5019/2023, που προβλέπει την μη ανακήρυξη των συνδυασμών ενός κόμματος όχι μόνον αν μετέχουν σε αυτούς ή στην ηγεσία του καταδικασμένοι για συγκεκριμένα αδικήματα (κάτι που είναι ευχερώς ελέγξιμο και άρα θεμιτό, όπως πρώτος υποστήριξα το 2013 και εξειδίκευσα το 2020) αλλά και αν πίσω από την (εικονική) ηγεσία της κρύβεται μια άλλη «πραγματική ηγεσία», στην οποία μετέχουν κάποιος ή κάποιοι καταδικασμένοι για συγκεκριμένα αδικήματα. Η διάταξη αυτή, υπονομευμένη εξ υπαρχής από την επικράτηση μικροκομματικών κριτηρίων του κυβερνώντος κόμματος, ενέχει τον τεράστιο κίνδυνο να οδηγήσει σε επιλεκτικούς και σε κάθε περίπτωση υπαγορευμένους αποκλεισμούς κομμάτων και -γενικότερα- σε «κυνήγι μαγισσών», με πιθανή εμπλοκή μηχανισμών που αποδεδειγμένα δεν εμπνέουν καμία εμπιστοσύνη ως προς την σύμφωνη με τους δημοκρατικούς και δικαιοκρατικούς κανόνες λειτουργία τους. Όσο δε για την προηγηθείσα απόφαση του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, που αποφάνθηκε δια μακρών υπέρ της συνταγματικότητας όλων των προβλέψεων του άρθρου 102 παρ. 1 του ν. 5019/2023 (άρα και περί «πραγματικής ηγεσίας»), ναι μεν αποπνέει μια ευπρόσδεκτη δημοκρατική ευαισθησία στην οποία δεν μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια η πολιτική Δικαιοσύνη πλην όμως εξεδόθη αναρμοδίως, διότι σύμφωνα με την πάγια εκλογική νομολογία τα πολιτικά δικαστήρια εν προκειμένω απλώς εφαρμόζουν τον νόμο, ασκώντας διοικητική και όχι δικαστική αρμοδιότητα.

Β. Παρότι το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε συνταγματική (και) την ως άνω πρόβλεψη περί «πραγματικής ηγεσίας», ορθώς ανακήρυξε τους συνδυασμούς των «Σπαρτιατών», διότι με βάση τα δεδομένα που είχε υπ’όψιν του κατά την στιγμή της ανακήρυξης δεν προέκυπτε κανένα σοβαρό και ευχερώς διαπιστώσιμο σχετικό επιβαρυντικό στοιχείο, ούτε καν από τα κόμματα που είχαν καταθέσει σχετικά υπομνήματα σε άλλες παρεμφερείς περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, το Εκλογοδικείο έπρεπε να απορρίψει αμέσως τις σχετικές ενστάσεις, επισημαίνοντας απλώς αυτό που έχει επικαλεσθεί η εκλογική νομολογία και στην περίπτωση των ποσοστώσεων λόγω φύλου, δηλαδή ότι το κρίσιμο χρονικό σημείο για να κριθεί η νομιμότητα της ανακήρυξης δεν μπορεί να είναι άλλο από την στιγμή της ανακήρυξης και άρα ότι η απόφασή του δεν μπορεί να βασισθεί επουδενί σε οψιφανείς ή/και οψιγενείς ισχυρισμούς. Αντί αυτού θεώρησε, απολύτως εσφαλμένα, ότι μπορούσε να προχωρήσει στην επί της ουσίας εκδίκαση της υπόθεσης.

Γ. Τα επόμενα σφάλματα είναι αλληλένδετα και μάλιστα με διαρκώς αυξανόμενη την ερμηνευτική αστοχία:

α. Εν πρώτοις, αντί να συνδέσει την παράβαση νόμου αποκλειστικά με την ανακήρυξη του συνδυασμού των «Σπαρτιατών», όπως όφειλε, ξεκίνησε μεν από την ανακήρυξη αλλά στην συνέχεια, συνειδητοποιώντας ότι αυτό θα οδηγούσε στην ακύρωση της εκλογής όλων των περιλαμβανομένων σε αυτήν (οπότε θα ανέκυπτε θέμα είτε επαναληπτικών εκλογών είτε ανακατανομής τους, επέλεξε να υπεκφύγει με ένα παράδοξο και εντελώς ανερμάτιστο ερμηνευτικό άλμα: εστίασε σε ένα δήθεν εκλογικό αδίκημα («εξαπάτηση εκλογέων»), για το οποίο μάλιστα προσπάθησε –με «προδικαστικό» ερώτημα…– να μεταθέσει το βάρος της απόδειξης της αντικειμενικής υπόστασής του στα πολιτικά Δικαστήρια. Όταν δε εισέπραξε, με την πρωτοβάθμια απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου, την εύλογη απόρριψη, αντί να εγκαταλείψει αυτήν την –πανταχόθεν βαλλόμενη– ατυχή προσπάθεια, αποφάσισε να κάνει αυτό που ποτέ δεν έχει κάνει ποτέ το Εκλογοδικείο έως τώρα: να διαπιστώσει αυθαιρέτως ότι υπήρξε εξαπάτηση των εκλογέων (και όχι του Α1 τμήματος του Αρείου Πάγου…) και μάλιστα σε τέτοια έκταση που να δικαιολογεί την ακύρωση της εκλογής μόνο των βουλευτών των οποίων είχε προσβληθεί η εκλογή, ενώ η υποτιθέμενη «εξαπάτηση» αφορούσε όλους τους βουλευτές και τους αναπληρωματικούς των «Σπαρτιατών».

β. Στην συνέχεια το ερμηνευτικό άλμα έγινε ακόμη μεγαλύτερο. Αντί να διατάξει επαναληπτικές εκλογές, έστω στις τρεις εκλογικές περιφέρειες όπου ακυρώθηκε η εκλογή βουλευτών, όπως ρητά επιτάσσει το άρθρο 32 παρ. 2 του ίδιου του Κώδικα του Εκλογοδικείου (ν. 345/1976), καθώς και το άρθρο 102 του Εκλογικού Νόμου (πδ 26/2012, όπως ισχύει), προτίμησε να αξιοποιήσει την επικουρική επιλογή του άρθρου 3 του ν. 345/1976 αλλά και πάλι προσχηματικά. Διότι ναι μεν έκρινε «περιττή» την επανάληψη της ψηφοφορίας, πλην όμως χωρίς να αιτιολογήσει την απόφασή του και ιδίως χωρίς να επιλέξει την μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στις επαναληπτικές εκλογές, δηλαδή την ανακατανομή των κενωθεισών εδρών των «Σπαρτιατών» στα υπόλοιπα κόμματα, με βάση το ισχύον εκλογικό σύστημα και φυσικά χωρίς τους «Σπαρτιάτες» (των οποίων οι ψήφοι θα θεωρούνταν μεν έγκυρες, άρα θα μετρούσαν ως προς τον υπολογισμό του εκλογικού μέτρου, πλην όμως θα έμεναν χωρίς εκπροσώπηση, όπως ακριβώς οι -πολύ περισσότερες- ψήφοι των κομμάτων που δεν συμπλήρωσαν το 3%).

γ. Ο ερμηνευτικός εκτροχιασμός του Εκλογοδικείου ολοκληρώθηκε με το να αποκλείσει αυθαίρετα –προκαλώντας την ομόθυμη κατακραυγή της θεωρίας αλλά και γενική θυμηδία– και την τελευταία οδό για την πλήρωση των κενών εδρών, που ήταν η προκήρυξη αναπληρωματικών πλέον εκλογών (μιας και δεν υπήρχαν αναπληρωματικοί). Επιστράτευσε δε εν προκειμένω το έωλο επιχείρημα ότι τέτοια αναπληρωματική εκλογή δεν προβλέπεται ειδικά στον νόμο 345/1976 (ΚΑΕΔ), παρακάμπτοντας προκλητικά την σχετική διάταξη του άρθρου 104 του εκλογικού νόμου (πδ 26/2012, όπως ισχύει), που εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση κένωσης εδρών, εφ’όσον αυτές δεν καλυφθούν με έναν από τους δύο άλλους δυνατούς από την εκλογική νομοθεσία τρόπους (επαναληπτική εκλογή μετά από ακύρωση εκλογής βουλευτή ή ανακατανομή εδρών υπό προϋποθέσεις).

δ. Υπενθυμίζω, κλείνοντας, ότι όλες αυτές οι ανερμάτιστες επιλογές του Εκλογοδικείου δεν βρίσκονται απλώς σε αντίθεση με την εκλογική νομοθεσία. Κονταροχτυπιούνται, ταυτόχρονα, και με την δική του – αποσιωπηθείσα…– παλαιότερη νομολογία (ΑΕΔ 21, 22 και 32/1994), η οποία σε ανύποπτο χρόνο είχε κρίνει κατηγορηματικά ότι δεν νοείται ακύρωση εκλογής χωρίς να επιλεγεί είτε η επαναληπτική εκλογή είτε η διαφορετική κάλυψη των κενών εδρών…

Δ. Παραμένει βέβαια ανοιχτό το ερώτημα: γιατί το Εκλογοδικείο επέλεξε να εκτεθεί τόσο πολύ με μια τέτοια απόφαση; Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή, όπως πχ αυτή για την υπόθεση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Εκεί, αφ’ενός μεν το πολιτικοοικονομικό διακύβευμα για την Κυβέρνηση ήταν γνωστό και η διαπλοκή συμφερόντων δεδομένη αφ’ετέρου δε οι ποικίλες μεθοδεύσεις ήταν οφθαλμοφανείς (τουλάχιστον για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ…), τόσο ως προς την «θεωρητική» (γνωμοδοτική) προετοιμασία του εδάφους όσο και ως προς την δικαστική «κάλυψη» από το ΣτΕ. Στην περίπτωση όμως του Εκλογοδικείου (τα πράγματα δεν είναι τόσο προφανή. Πράγματι, παρότι η όλη υπόθεση φαίνεται να συνδέεται επίσης με κυβερνητικές μεθοδεύσεις για την εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, ξεκινώντας από την ίδια την ψήφιση της επίμαχης διάταξης και φθάνοντας μέχρι την ποικιλότροπη πολιτική αξιοποίηση της απόφασης του Εκλογοδικείου (ΑΕΔ) από την κυβερνητική πλειοψηφία42, δυσκολεύομαι να δεχθώ ότι το Δικαστήριο κινήθηκε απλώς προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε η Κυβέρνηση. Εξ άλλου, αν κατέληγε στην -θεμιτή κατά τα ανωτέρω- ανακατανομή όλων των εδρών των «Σπαρτιατών» όχι μόνον θα ικανοποιούσε περισσότερο την κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία θα αυξανόταν κατά έξι τουλάχιστον βουλευτές, αλλά και θα ήταν πολύ λιγότερο εκτεθειμένη.

Εκτός λοιπόν από το δεδομένο, πλέον, για τα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας, ευήκοον ούς προς τις κυβερνητικές υποδείξεις, μου φαίνεται ότι εν προκειμένω σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ένας ιδιότυπος δικαστικός βολονταρισμός, βασισμένος σε συγκεκριμένες προερμηνευτικές επιλογές και σε συνακόλουθα ερμηνευτικά τεχνάσματα. Θεωρώ δηλαδή πολύ πιθανόν το Εκλογοδικείο να προσπάθησε να πατήσει ταυτόχρονα σε πολλές βάρκες (δηλαδή να σταθμίσει, πέρα από τις δεδομένες κυβερνητικές επιδιώξεις, και ζητήματα όπως η επίδειξη δημοκρατικής ευαισθησίας, η ικανοποίηση της κοινής γνώμης και η αποφυγή λύσεων που θα προκαλούσαν σοβαρές αναταράξεις ή/και αναδιατάξεις ή/και ανατροπές πολιτικών συσχετισμών), με αποτέλεσμα όμως, αντί της ερμηνευτικής εξισορρόπησης, να καταλήξει στο νερό, δηλαδή σε μία απόφαση που όχι μόνον δεν έπεισε κανέναν αλλά και επέτεινε δραματικά την κρίση αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης

 

Αντί επιλόγου:
K
αι όμως το Εκλογοδικείο δεν δικαιούται
να απαγορεύσει τις αναπληρωματικές εκλογές

Και μία τελευταία αλλά κρίσιμη κατά την άποψή μου επισήμανση. Το Εκλογοδικείο με την απόφασή του αυτήν δεν διέπραξε απλώς κραυγαλέα και ασυγχώρητα λάθη. Στην πραγματικότητα υπερέβη εμφανώς και την αρμοδιότητά του, επιτάσσοντας την μη πλήρωση των εδρών. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να το κάνει μόνο αν θεωρούσε την ισχύουσα γενική ρύθμιση για τις αναπληρωματικές εκλογές αντισυνταγματική. Από την στιγμή όμως που δεν το έπραξε (και δεν θα μπορούσε άλλωστε, αλλά πλέον όλα να τα περιμένει κανείς…) δεν έχει καμία δικαιοδοσία να μην επιτρέψει την εφαρμογή του εκλογικού νόμου, μόνο και μόνο γιατί έκρινε, αυθαίρετα και αναιτιολόγητα, ότι απαιτείται ειδικός νόμος για την συγκεκριμένη περίπτωση. Πρόκειται για μία περίπτωση ευθείας σύγκρουσης της δικαστικής με την νομοθετική εξουσία, η οποία με έναν μόνο τρόπο μπορεί να επιλυθεί: με την πλήρη αγνόηση του μέρους αυτού της απόφασης, ως υπερβαίνοντος καταφανώς την αρμοδιότητα του Εκλογοδικείου (ΑΕΔ) και άρα ως στερουμένου δεσμευτικότητας43, και με την προκήρυξη αναπληρωματικών εκλογών στις τρεις εκλογικές περιφέρειες, σύμφωνα με την σχετική ρύθμιση του άρθρου 104 παρ. 3 του εκλογικού νόμου (πδ 26/2012)44, δηλ. με προεδρικό διάταγμα (μετά από πρωτοβουλία και) με προσυπογραφή του Υπουργικού Συμβουλίου45. Αν λοιπόν η κυβέρνηση θέλει να πείσει ότι η απόφαση αυτή ελήφθη μόνο λόγω της –τόσο έκδηλης– ερμηνευτικής αστοχίας των δικαστών και όχι λόγω (και) των δικών της πιέσεων ή/και μεθοδεύσεων, «ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα»… Διαφορετικά, τόσο η άρνηση όσο και η (σιωπηρή) παράλειψη νόμιμης ενέργειας αφήνουν ανοιχτό τον δρόμο για δικαστικές διεκδικήσεις, ως προς την κάλυψη των κενών εδρών, μέσω του Συμβουλίου Επικρατείας, με εξαίρεση βεβαίως των μελών του που συμμετείχαν στην σύνθεση του Εκλογοδικείου…

 

1 Την θέση αυτήν διατύπωσα στις 14.10.2013, σε ομιλία μου σε σχετική εκδήλωση της ΔΗΜΑΡ με τίτλο «Αναζητώντας τις άμυνες της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της», η οποία δημοσιεύθηκε, σε εμπλουτισμένη μορφή, στο Constitutionalism.gr στις 22.1.2014. Ακολούθησαν στην συνέχεια και άλλες σχετικές δημοσιεύσεις στον Τύπο και συνεντεύξεις στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, από τις οποίες ξεχωρίζω την σχετική παρέμβασή μου «[Ναι] Η δημοκρατία είναι ανεκτική, εκτός εάν…» (Τα Νέα, 17.1.2014), στην οποία συνόψισα τη θέση μου ως εξής:.

«Η χειρότερη πολιτική επίπτωση της κρίσης είναι αναμφίβολα η ενδυνάμωση της Χρυσής Αυγής, δηλαδή ενός ιδιότυπου και ακραίου αντιδημοκρατικού μορφώματος στο οποίο, με βάση τα έως τώρα δεδομένα, συνυπάρχουν ποικίλες μορφές εγκληματικής οργάνωσης και δράσης με όλες τις γνωστές ιδεολογικοπολιτικές εκδοχές του εγχώριου και διεθνούς ακροδεξιού ολοκληρωτισμού.

Το ερώτημα λοιπόν είναι εύλογο: μπορεί η δημοκρατία να αμυνθεί απέναντι σε μια τέτοια απειλή;

Η απάντηση απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, διότι το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της δημοκρατίας είναι η ανεκτικότητά της απέναντι σε κάθε κριτική, ακόμη και την πλέον ριζοσπαστική ή ανατρεπτική. Η δημοκρατία δεν ποινικοποιεί και δεν διώκει τις αντίθετες απόψεις και φωνές αλλά και δεν περιχαρακώνεται αυτάρεσκα σε κατεστημένες αρχές και αντιλήψεις. Πολύ δε περισσότερο αυτό επιβάλλεται σήμερα, που η κρίση έχει κλονίσει συθέμελα όλες σε παγιωμένες βεβαιότητες, επιβάλλοντας αναστοχασμό και περισυλλογή.

Ωστόσο, η δημοκρατία δεν είναι, και δεν πρέπει να είναι, ασθενές πολίτευμα. Η αμφισβήτηση και η κριτική έχουν ορισμένα απαρέγκλιτα όρια, που αφορούν την ίδια την αυτοπροστασία της απέναντι στους εχθρούς της. Όταν λοιπόν οι προκλήσεις απέναντί της αγγίζουν αυτόν τον σκληρό πυρήνα η δημοκρατία μπορεί και οφείλει να απαντήσει. Και έχει τη δύναμη, πρώτον διότι διαθέτει, αποδεδειγμένα πλέον, ένα ισχυρότατο θεσμικό οπλοστάσιο και δεύτερον διότι μπορεί να το ανανεώνει διαρκώς, ώστε να αντιστοιχείται με τις εκάστοτε εμφανιζόμενες προκλήσεις. Αρκεί, βέβαια, να μην αρνείται τον εαυτό της και τα στοιχεία που συνιστούν την πεμπτουσία της, σε κάθε δε περίπτωση με απαρέγκλιτη τήρηση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου.

Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:

Με βάση το ισχύον Σύνταγμα, δεν νοείται απαγόρευση της λειτουργίας κόμματος με απόφαση δικαστηρίου, όπως ισχύει σε άλλες έννομες τάξεις. Αρα η σχετική συζήτηση έχει νόημα μόνον ενόψει της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης. Διαφορετικά όμως τίθεται το ζήτημα ως προς την κάθοδο σε εκλογές, καθώς το άρθρο 29 του Συντάγματος θέτει ως προϋπόθεση για τη συνταγματική λειτουργία ενός κόμματος το «να εξυπηρετεί… με την οργάνωση και τη δράση του… την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».

Ως εκ τούτου, τίποτε δεν εμποδίζει, κατά την άποψή μου, τον νομοθέτη να εξειδικεύσει συγκεκριμένα αυτή τη διάταξη, εξαρτώντας την ανακήρυξη των κομμάτων από τη συνδρομή των ακόλουθων δύο προϋποθέσεων:

Πρώτον, το να δηλώνουν ρητά και απερίφραστα ότι δεν αποσκοπούν στην κατάλυση της έννομης τάξης και στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως προέβλεπε, έως το 2002, το νομοθετικό διάταγμα 59/1974 (κάτι σαν «δήλωση δημοκρατικών φρονημάτων»…).

Δεύτερον, το να μην ενέχονται αποδεδειγμένα (ή και με ισχυρές ενδείξεις) ηγετικά στελέχη και υποψήφιοι βουλευτές τους σε συγκεκριμένα κακουργήματα, όπως η σύσταση και η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 ΠΚ) και η προσβολή του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρα 134 επ. ΠΚ), δηλαδή να μην υπάρχει σχετικό παραπεμπτικό βούλευμα, πολύ δε περισσότερο καταδικαστική απόφαση».

2 Βλ. ενδεικτικά Ιφ. Καμτσίδου, Το κόμμα – εγκληματική οργάνωση και το Σύνταγμα, Constitutionalism.gr, 18.10.2013, Της ίδιας, Η διάλυση της Χρυσής Αυγής δεν θα αποτρέψει την ίδρυση νέου κόμματος, Αυγή 9.4.2014, Α. Τάκη, Καμία ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας; constitutionalism.gr 9.10.2013, ενώ και ο Ν. Αλιβιζάτος δήλωνε κατηγορηματικά: «Έχω κου­ρα­στεί εδώ και μή­νες να υπο­στη­ρί­ζω ότι, για να αντι­με­τω­πι­στεί η Χρυσή Αυγή, δεν χρειά­ζε­ται να τε­θεί εκτός νό­μου, ούτε να ψη­φι­στούν νέοι νό­μοι· αρ­κεί να εφαρ­μο­στούν οι ισχύ­ο­ντες» («Ηρθε η ώρα των δικαστών», Constitutionalism.gr, 22.9.2013, πρβλ. και Του ίδιου, Επιτρέπεται η απαγόρευση πολιτικού κόμματος; Η Καθημερινή, 23-09-2012).

3 Βλ. το παρατιθέμενο στην υποσημ. 1 απόσπασμα.

4 Βλ. πχ την σχετική -προδήλως contra constitutionem– θέση της Λ. Παπαδοπούλου, Μπορεί μια εγκληματική οργάνωση να είναι κόμμα; Constitutionalism.gr, 10.10.2013, και την –προσεκτικότερη και πιο ισορροπημένη– προσέγγιση του Χ. Ανθόπουλου, Πολιτικά κόμματα και Δημοκρατία. Στοιχεία για μια επανερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 Συντ., Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου 2015 (2), σ. 157 επ. (πρβλ. και Του ίδιου, Άρθρο 29. Στο Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης (επιμ.), ΣΥΝΤΑΓΜΑ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλας – Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 773 επ.).

5 Για τo πως εξελίχθηκε η σχετική συζήτηση, βλ. γενικά Χ. Κουρουνδή, Από την υπέρβαση του μετεμφυλιακού τραύματος στη φασιστική απειλή. Παλιές και νέες ερμηνείες του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, Constitutionalism.gr, 9.11.2023, Ν. Σταθοπούλου, Η συνταγματική προβληματική της απαγόρευσης ανακήρυξης υποψηφίων συνδυασμών στις βουλευτικές εκλογές σύμφωνα με την ισχύουσα εκλογική νομοθεσία (Διπλωματική Εργασία), Αθήνα Σεπτέμβριος 2023, σ. 24 επ. Βλ. ειδικότερα, με χρονολογική σειρά, Γ. Σωτηρέλη, Ο αγώνας κατά του νεοναζισμού συνεχίζεται, Constitutionalism.gr, 10.10.2020, Χ. Ανθόπουλου, Χρυσή Αυγή: Οι συνταγματικές συνέπειες της καταδικαστικής απόφασης Constitutionalism.gr., 10.10.2020· Γ. Σωτηρέλη, Η επόμενη μέρα στην καταπολέμηση του νεοναζισμού: Η αναγκαία θεσμική θωράκιση της Δημοκρατίας μέσω του Εκλογικού Δικαίου, Constitutionalism.gr, 27.10.2020· Ν. Αλιβιζάτου, Στη δημοκρατία οι ιδέες δεν διώκονται, διώκεται όμως η βία, Τα Νέα Σαββατοκύριακο 31.10-1.11.2020, Σπ. Βλαχόπουλου, Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων εντός και εκτός της τρέχουσας ιστορικής συγκυρίας, Τα Νέα Σαββατοκύριακο 31.10-1.11.2020, Ευ. Βενιζέλου, Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη Χρυσή Αυγή, Τα Νέα Σαββατοκύριακο 31.10-1.11.2020, Του ίδιου, Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη «Χρυσή Αυγή» στο πεδίο του Συνταγματικού Δικαίου – Τα πολιτικά δικαιώματα των καταδικασθέντων και οι συνταγματικοί φραγμοί στην εικονική «πολιτική»  δράση εγκληματικών οργανώσεων, ΘΠΔΔ 12/2020, Γ. Δρόσου, Χρυσή Αυγή, ποινικός νόμος και Σύνταγμα – Οι συνταγματικές περιπέτειες μίας ποινικής υπόθεσης, ΘΠΔΔ 12/2020, Γ. Τασόπουλου, Η δημοκρατία αντιμέτωπη με τους εχθρούς της – Η ωριμότητα του ελληνικού συνταγματισμού, ΘΠΔΔ 12/2020, Θ. Ξηρού, Η διεύθυνση και η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Η πρωτόδικη ποινική καταδίκη της ηγεσίας πολιτικού κόμματος και τα εκλογικά της επέκεινα, ΘΠΔΔ 12/2020.

6 Βλ. «Η επόμενη μέρα στην καταπολέμηση του νεοναζισμού: η αναγκαία θεσμική θωράκιση της Δημοκρατίας μέσω του Εκλογικού Δικαίου», Constitutionalism.gr, 27.10.2020, όπου υποστήριξα μεταξύ άλλων τα εξής:

«Με την ιστορικής σημασίας καταδίκη τόσο της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, όσο και των εκτελεστικών βραχιόνων της, έκλεισε ένα σημαντικό κεφάλαιο στον αγώνα κατά του νεοναζισμού, το φάντασμα του οποίου επλανάτο εφιαλτικά πάνω από τον ουρανό της χώρας μας μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.

Ωστόσο, όπως ήδη έχω επισημάνει και σε προηγούμενο άρθρο, ο αγώνας αυτός δεν τελείωσε. Η Δημοκρατία μας πρέπει να αποδείξει ότι όχι μόνον είναι σε θέση να αντιμετωπίσει δικαστικά όσους εγκληματούν εις βάρος αυτής και των αξιών της -και προεχόντως εις βάρος της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας- αλλά και ότι μπορεί να θωρακισθεί θεσμικά και πολιτισμικά, τόσο απέναντι στον νεοναζισμό, που αποτελεί σήμερα την μείζονα απειλή εναντίον της, όσο και απέναντι σε κάθε είδους ολοκληρωτισμό…

Όταν αναφερόμαστε, βέβαια, σε νομοθετικές πρωτοβουλίες, αυτές προφανώς δεν θα αφορούν μια συνολική και ασφυκτική ρύθμιση της λειτουργίας των κομμάτων, δεδομένου του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους ως ιδιότυπου διφυούς διαμεσολαβητικού πολιτικού θεσμού, που συνδέεται τόσο με την κοινωνία των πολιτών όσο και με το συνταγματικό κράτος. Τίποτε όμως δεν εμποδίζει τον νομοθέτη αφενός μεν να θέσει ορισμένες γενικές αρχές, που θα δίνουν συγκεκριμένο περιεχόμενο στην σχετική επιταγή του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, για οργάνωση και δράση των πολιτικών κομμάτων που θα εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος, αφ’ετέρου δε για να διασφαλίσει ότι στις εκλογές δεν θα ανακηρύσσονται από το αρμόδιο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου οι συνδυασμοί εκείνων των πολιτικών κομμάτων, τα οποία αποδεδειγμένα πλέον, με βάση δικαστική απόφαση, δεν πληρούν πράγματι τις ως άνω συνταγματικές προδιαγραφές…

Ειδικότερα, και συνοψίζοντας πλέον, η προστασία της Δημοκρατίας επιτάσσει να αναληφθεί μια πρόσθετη νομοθετική πρωτοβουλία, που θα συμπληρώσει αυτήν για την στέρηση των εκλογικών δικαιωμάτων και θα ολοκληρώσει έτσι την θεσμική θωράκισή της μέσω του Εκλογικού Δικαίου. Με βάση δε αυτήν, το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου, που θα είναι πλέον αρμόδιο για τον έλεγχο της συνδρομής των ως άνω συνταγματικών προϋποθέσεων του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, τόσο όταν ιδρύεται ένα κόμμα όσο και όταν ανακηρύσσονται οι συνδυασμοί του, δεν θα επιτρέπει την κάθοδο στις εκλογές και δεν θα προβαίνει σε ανακήρυξη, αντίστοιχα, εκείνων των κομμάτων που η οργάνωση και η δράση τους αποδεδειγμένα -βάσει δικαστικής απόφασης- δεν εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος. Και τέτοια κόμματα, προεχόντως, πρέπει κατά την άποψή μου να θεωρούνται αυτά των οποίων η ηγεσία και οι υποψήφιοι έχουν καταδικασθεί για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης ή οργάνωσης που αποσκοπεί στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτό δε ισχύει, βεβαίως, όχι μόνον όταν το κόμμα ταυτίζεται κατ’ουσίαν, με την εγκληματική οργάνωση αλλά και όταν πρόκειται για φαινομενικά νέο κόμμα, στην ηγεσία και στους συνδυασμούς του οποίου μετέχουν οι ως άνω καταδικασθέντες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, η προστασία της Δημοκρατίας επιβάλλει να αρκεσθούμε ακόμη και σε απλώς οριστική απόφαση, δεδομένου ότι το άρθρο 29 δεν περιέχει καμία πρόβλεψη περί αμετάκλητης καταδίκης, όπως το άρθρο 51 παρ. 3, που αφορά αποκλειστικά και μόνον τους υποψηφίους. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί βέβαια ότι έτσι εισάγεται στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι από το παράθυρο, μέσω της ρύθμισης της ανακήρυξης των κομμάτων. Ωστόσο αυτό ουδόλως ευσταθεί, διότι τίποτε δεν αποκλείει οι καταδικασθέντες να κατέρχονται στις εκλογές ως μεμονωμένοι υποψήφιοι, ακόμη και με βελτίωση, δυνητικά, των σχετικών προϋποθέσεων του εκλογικού συστήματος.

Εν κατακλείδι, η Δημοκρατία πρέπει να είναι ανεκτική αλλά δεν πρέπει να είναι αφελής και επιπόλαιη. Πολλώ δε μάλλον δεν πρέπει να υποκύπτει σε έναν «μη μου άπτου» νομικό φιλελευθερισμό, που βλέπει το δένδρο -τα δικαιώματα των καταδικασθέντων και των εγκληματικών τους οργανώσεων που παριστάνουν τα πολιτικά κόμματα- αλλά χάνει το δάσος, δηλαδή την απόπειρα ανατροπής των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών θεμελίων του πολιτεύματος με βίαιες εγκληματικές ενέργειες. Το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής μπορεί όντως να βρίσκεται σε πολιτική αποδρομή. Τίποτε όμως δεν αποκλείει, εν όψει και των τεράστιων οικονομικών δυσκολιών που θα αντιμετωπίσουμε και στο μέλλον -αλλά και εν όψει της «ιδεολογίας του εσωτερικού εχθρού» που συνεχίζουν δυστυχώς να καλλιεργούν τα δύο μεγάλα κόμματα- να μας προκύψει ένα νέο νεοναζιστικό μόρφωμα, που θα οργανώσει νέα τάγματα εφόδου και νέα δολοφονικά πογκρόμ, προβάλλοντας σαν ήρωες τους εγκληματίες και σαν πολιτική δίωξη την καταδίκη τους.

Και είναι αλήθεια βέβαια ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι νομοθετικές παρεμβάσεις από μόνες τους δεν αρκούν. Τουλάχιστον όμως η Δημοκρατία μας δεν πρέπει να δώσει την χαρά σε ένα τέτοιο μόρφωμα να συμπεριλάβει στην ηγεσία του και στους συνδυασμούς του αυτούς που διηύθυναν χωρίς κανέναν ενδοιασμό μια τόσο αδίστακτη εγκληματική οργάνωση, όπως η Χρυσή Αυγή, και επομένως διαθέτουν κατά κόρον το “know how”, ώστε να το επαναλάβουν…»

7 Όπως ορθώς επισημαίνουν, στο σημείο αυτό, οι Χ. Ανθόπουλος («Στέρηση εκλογικών δικαιωμάτων και αποκλεισμός κομμάτων από τις εκλογές», Τα Νέα Σαββατοκύριακο 8-9.10.2022, και Ν. Αλιβιζάτος («Και όμως πρέπει να αποκλειστούν», Τα Νέα Σαββατοκύριακο, 1-2.10.2022, «Δύο ανεπίτρεπτες εκκρεμότητες του εκλογικού νόμου», Καθημερινή, 9.1.2023).

8 Βλ. πχ την σχετική μαχητική αρθρογραφία του X. Aνθόπουλου («Αποκλεισμός κομμάτων από τις εκλογές και Σύνταγμα», Constitutionalism.gr, 8.02.2023, «Εκλογική απαγόρευση κομμάτων. Το άρθρο 102 του ν. 5019/2023 και η αντιμετώπιση της καταστρατήγησής του», Constitutionalism.gr, 28.3.2023, «Αυτοματισμοί και τεκμήρια κατά την εφαρμογή της εκλογικής απαγόρευσης», Constitutionalism.gr, 6.4.2023) · την ευρισκόμενη πλέον στον αντίποδα των αρχικών του θέσεων (βλ. υποσημ. 2) θερμή συνηγορία του Ν. Αλιβιζάτου («O αποκλεισμός δεν αντίκειται ούτε στο Σύνταγμα ούτε στην ΕΣΔΑ», Καθημερινή, 18.04.2023, «Αστερίσκοι σε μια σπουδαία απόφαση», Η Καθημερινή, 16.6.2025)· την ανάλογη στάση των Λ. Παπαδοπούλου («Το γενναίο αλλά μετέωρο βήμα του ΑΕΔ», Το Βήμα, 3.8.2025), Ν. Παπασπύρου («Η θωράκιση του Κοινοβουλίου», Τα Νέα, 1.7.2023, «Πώς μπορεί η Βουλή να αντιμετωπίσει τους «Σπαρτιάτες», Liberal.gr, 28.6.2023) και Γ. Δελλή («Ο σκοτεινός ιππότης και ο δύσκολος αποκλεισμός του», Η Καθημερινή, 11.4.2023 και ιδίως «Δημοκρατική άμυνα και θεσμική δυσπιστία», Η Καθημερινή, 16.6.2025) · την θετική κατ’αρχήν τοποθέτηση των Ευ. Βενιζέλου («Από τη φοβική, στη μαχόμενη δημοκρατία», Η Καθημερινή 23.1.2023) και Γ. Τασόπουλου («Η πραγματική ηγεσία ενός κόμματος μπορεί να είναι και συλλογική», Constitutionalism.gr 7.4.2023) και την -με πολλές επιφυλάξεις έστω- αποδοχή της συνταγματικότητας της διάταξης από τον Αντ. Μανιτάκη (“Συνταγματικά θεμιτή, αν και κομματικά υστερόβουλη και δικαιοπολιτικά αμφιλεγόμενη”, Constitutionalism.gr, 7.2.2023).

9 Πράγματι στην θέση αυτή έχουν πλέον συγκλίνει:

Πρώτον, αυτοί που εξ αρχής τάχθηκαν κατά της νομοθετικής εξειδίκευσης του άρθρου 29 του Συντάγματος, όπως οι Ιφ. Καμτσίδου («Το κόμμα – εγκληματική οργάνωση και το Σύνταγμα», Constitutionalism.gr, 18.10.2013, «Η διάλυση της Χρυσής Αυγής δεν θα αποτρέψει την ίδρυση νέου κόμματος», Αυγή 9.4.2014), Γ. Δρόσος («Χρυσή Αυγή, ποινικός νόμος και Σύνταγμα – Οι συνταγματικές περιπέτειες μίας ποινικής υπόθεσης», ΘΠΔΔ 12/2020), Κ. Χρυσόγονος («Στο εκλογικό σώμα η ευθύνη να τεθεί το αντιδημοκρατικό κόμμα εκτός Βουλής», Τα Νέα Σαββατοκύριακο 8-9.10.2022), Π. Μαντζούφας («Το κράτος δικαίου αντιμέτωπο με τους αρνητές του», Constitutionalism.gr, 05-02-2023, «Κυνηγώντας ακροδεξιές μάγισσες», Constitutionalism.gr, 02-07-2023, Σπ. Βλαχόπουλος («Αρκεί ο Ποινικός Κώδιξ», Το Βήμα, 23.1.2023, «Πολιτικά κόμματα και εκλογές. Απαγορεύσεις και δημοκρατία», Syntagma Watch, 14.9.2023), Αλ. Κεσσόπουλος («Η τόλμη της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της», Constitutionalism.gr, 9.2.2023), Θ. Ξηρός («Η αποστέρηση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών. Ο αποκλεισμός πολιτικού κόμματος από τiς εκλογές και το Σύνταγμα», ΔτΑ 96 (2023), Χ. Τσιλιώτης (“Σπαρτιατών συνέχεια και έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα – SyntagmaWatch 29.6.2023, «Ο Άρειος Πάγος και το δράμα της συμμετοχής του “κόμματος Κασιδιάρη” στις εκλογές. Μία ακόμα πράξη μέχρι την τελική κάθαρση;», SyntagmaWatch 11-04-2023, «Το Δίκαιο υπερισχύει της σκοπιμότητας και όχι το αντίθετο. Συνταγματικοί προβληματισμοί της απαγόρευσης συμμετοχής κόμματος σε εκλογές με αφορμή το «κόμμα Κασιδιάρη», SyntagmaWatch 24.1.2023, «Η ultravires οριστική απόφαση του ΑΕΔ για τους Σπαρτιάτες ή αλλιώς πώς ένα Ανώτατο Δικαστήριο υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του», SyntagmaWatch, 11.6.2025), Γ. Καραβοκύρης, («Η δημοκρατία και οι εχθροί της», Η Καθημερινή 5.2.2023), καθώς και ο πρώην Πρόεδρος του ΣτΕ Σ. Ρίζος (“Το συνταγματικό πρόβλημα των εκλογών”, Η Καθημερινή 24.4.2023).

Δεύτερον, αυτοί που έχουν υποστηρίξει, όπως και ο γράφων (βλ. Γ. Σωτηρέλη, 50 χρόνια μετά. Η δραματική οπισθοδρόμηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, Constitutionalism.gr 21.11.2023), ότι είναι συνταγματικά θεμιτό να ληφθούν μέτρα στο πεδίο του εκλογικού δικαίου, πλην όμως αυτά δε είναι δυνατόν να υπερβαίνουν τα όρια τόσο της κανονιστικής εμβέλειας του άρθρου 29 όσο και της ασφάλειας δικαίου (βλ. Ξ. Κοντιάδη, Η τελική ρύθμιση για τον εκλογικό αποκλεισμό πολιτικών κομμάτων, SyntagmaWatch 9.2.2023, Του ίδιου, Αποκλεισμός της συμμετοχής κομμάτων στις εκλογές – Συνταγματικά και πολιτικά διλήμματα, SyntagmaWatch 1.2.2023, Χ. Κουρουνδή, Από την υπέρβαση του μετεμφυλιακού τραύματος στη φασιστική απειλή. Παλιές και νέες ερμηνείες του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, Constitutionalism.gr 9.11.2023, Του ίδιου, Πολλαπλώς προβληματική η απόφαση του ΑΕΔ για τους «Σπαρτιάτες, ΑlterΤhess.gr, 10.6.2025, Θ. Καμπαγιάννη, Για τη συνταγματικότητα του αποκλεισμού εκλογικών συνδυασμών των καταδικασμένων διευθυντών της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης “Χρυσή Αυγή”, Constitutionalism.gr 2.5.2023).

10 Βλ. «Αναζητώντας τις άμυνες της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της», Constitutionalism.gr, 22-01-2014 και, αναλυτικότερα, «Η επόμενη μέρα στην καταπολέμηση του νεοναζισμού: Η αναγκαία θεσμική θωράκιση της Δημοκρατίας μέσω του Εκλογικού Δικαίου», Constitutionalism.gr, 27.10.2020, όπου είχα υποστηρίξει τα εξής:

«Όπως είναι γνωστό, το άρθρο 29 του Συντάγματος περιέχει, ως προς τα πολιτικά κόμματα, μια ρητή επιταγή, σύμφωνα με την οποία «η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος». Είναι αλήθεια ότι η επιταγή αυτή δεν συνοδεύεται, με συνειδητή επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη, από κάποια συγκεκριμένη πρόβλεψη, ως προς την δυνατότητα διάλυσης πολιτικών κομμάτων ή θέσης τους εκτός νόμου. Από αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν συνάγεται ότι το άρθρο 29 δεν επιτρέπει νομοθετική παρέμβαση, στο πεδίο του Εκλογικού Δικαίου, ως προς πολιτικά κόμματα που δεν πληρούν την ως άνω συνταγματική προϋπόθεση. Η θέση αυτή, που προβάλλεται μετ’επιτάσεως κατά καιρούς, με το ειδικότερο επιχείρημα ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 29 είναι «κανονιστικά ατελής» και έχει απλώς «παιδαγωγικό χαρακτήρα», κατά την άποψή μου ουδόλως ευσταθεί. Και τούτο διότι μια τέτοια προσέγγιση υποβαθμίζει πλήρως την εν λόγω διάταξη, όχι μόνον υποτάσσοντάς την πλήρως στην προεκτεθείσα λογική του άσπρου μαύρου (: είτε απαγόρευση είτε καμία νομοθετική παρέμβαση) αλλά και διότι παραβλέπει, παραδόξως, το ότι έχουν ήδη υπάρξει αλλά και εξακολουθούν να υπάρχουν νομοθετικές ρυθμίσεις που την εξειδικεύουν…. Διότι τι άλλο ήταν η ρύθμιση της παρ. 2 του νδ 59/1974 σύμφωνα με την οποία «Τα πολιτικά κόμματα, υφιστάμενα ή εφεξής ιδρυόμενα, υποχρεούνται όπως προ της αναλήψεως οιασδήποτε δραστηριότητος καταθέσουν εις τον Εισαγγελέα του Άρειου Πάγου δήλωσίν του Αρχηγού της Διοικούσης Επιτροπής αυτών περιλαμβάνουσαν ότι αι αρχαί του κόμματος αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βίκατάληψιν τς εξουσίας ή την ανατροπν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος»; Δεν είναι, στην πραγματικότητα, ρύθμιση εκτελεστικού νόμου, αφού το νδ 59/1974 θεσπίσθηκε μεν πριν από την ψήφιση του Συντάγματος αλλά όχι μόνον ίσχυσε έως το 2002 αλλά και αποτέλεσε την βάση για την απαγόρευση, από το αρμόδιο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου, της καθόδου συγκεκριμένων κομμάτων στις εκλογές; Αλλά και η επακολουθήσασα νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 29 παρ. 1 του ν. 3023/2002, που επιτάσσει τα κόμματα να δηλώνουν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι η οργάνωση και η δράση τους εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν αποτελεί νομοθετική εξειδίκευση του άρθρου 29 του Συντάγματος, το οποίο πουθενά δεν αναφέρεται σε τέτοια δήλωση ούτε εξουσιοδοτεί ρητά τον νομοθέτη να την προβλέψει; Πολλώ δε μάλλον όταν και αυτή η διάταξη εφαρμόσθηκε στην πράξη -δηλαδή δεν παρέμεινε “lex imperfecta”- και οδήγησε επίσης στην απαγόρευση εντέλει της καθόδου στις εκλογές συγκεκριμένου «νεοφασιστικού» κόμματος…

Όταν λοιπόν θεωρούνται σύμφωνες με το άρθρο 29 του Συντάγματος νομοθετικές εξειδικεύσεις των επιταγών του -αλλά και οι συνακόλουθες μη ανακηρύξεις κομμάτων που απλώς απέφυγαν να κάνουν την σχετική δήλωση ή επέλεξαν όνομα που υπονοούσε μη εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του πολιτεύματός- δεν είναι φαρισαϊσμός να ισχυρίζεται κανείς ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να αναλάβει και άλλες ανάλογες νομοθετικές πρωτοβουλίες, μέσω του Εκλογικού Δικαίου;….

Με βάση τα ανωτέρω, είναι νομίζω καιρός πρώτον να ξεφύγουμε από αυτές τις ερμηνευτικές αγκυλώσεις (τις οποίες αν προεκτείνει κανείς θα μπορούσε να ισχυρισθεί, ελαφρά τη καρδία, ότι ούτε καν η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1, περί σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, δεν θα μπορούσε να εξειδικευθεί νομοθετικά, καθώς ούτε εκεί προβλέπεται επιφύλαξη του νόμου…) και δεύτερον να συνειδητοποιήσουμε ότι οι επιβαλλόμενες νομοθετικές παρεμβάσεις, μέσω του Εκλογικού Δικαίου, δεν αναφέρονται επουδενί στην ιδεολογία ενός κόμματος, όσο αντιδημοκρατική και αν είναι, διότι τότε θα επρόκειτο για «κυνήγι μαγισσών». Αναφέρονται αντίθετα σε «οργάνωση και δράση», δηλαδή σε προετοιμασία και εκτέλεση βίαιων και εγκληματικών πράξεων κατά της Δημοκρατίας.

11 Διότι ο όρος αυτός, παρότι είναι επί της ουσίας ευπρόσδεκτος από όποιον υπερασπίζεται το δημοκρατικό πολίτευμα, θα μπορούσε, συνειρμικά, να οδηγήσει σε παρανοήσεις ως προς το ότι το Σύνταγμά μας αφήνει περιθώρια ερμηνείας υπό το πρίσμα της «αμυνόμενης δημοκρατίας» (πρβλ και Γ. Τασόπουλου, Η απόφαση ΑΠ 8/2023 και η πάγια ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος απέναντι στον νεοναζισμό» e–politeia2023 (7), σ. 411 επ.,) παρότι αυτή η εκδοχή όχι μόνον έχει απορριφθεί συνειδητά κατά τις συζητήσεις του Συντάγματος του 1975 και της αναθεώρησής του (βλ. Χ. Κουρουνδή, Από την υπέρβαση του μετεμφυλιακού τραύματος στη φασιστική απειλή. Παλιές και νέες ερμηνείες του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, Constitutionalism.gr 9.11.2023) αλλά και μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι θα λύσει (πρβλ. και Ξ. Κοντιάδη, Αποκλεισμός της συμμετοχής κομμάτων στις εκλογές. Συνταγματικά και πολιτικά διλήμματα, SyntagmaWatch 1.2.2023).

12 Βλ. ενδεικτικά ΑΕΔ 3/2005 και ΣτΕ 2910/2003, 3237/2007, με περαιτέρω παραπομπές στην πάγια εκλογική νομολογία.

13 Όλες οι σχετικές αποφάσεις επισημαίνουν ορθά –και κατηγορηματικά– ότι «Η ανακήρυξη των υποψηφίων συνδυασμών έχει ανατεθεί στα πολιτικά δικαστήρια ως αρμοδιότητα διοικητικής φύσης σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 4 Συντ. και οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που ανακηρύσσουν τους υποψήφιους συνδυασμούς έχουν χαρακτήρα διοικητικών πράξεων». Εξ ου και δεν ισχύουν, de lege lata, ούτε τα περί «φυσικού δικαστή της ανακήρυξης υποψηφίων» που υποστήριξε ο Ν. Αλιβιζάτος («Ο αποκλεισμός δεν αντίκειται ούτε στο Σύνταγμα ούτε στην ΕΣΔΑ», Καθημερινή, 18.04.2023) αλλά ούτε και τα περί «δικαστικής κρίσης» στο πλαίσιο μιας διαδικασίας «εκούσιας δικαιοδοσίας», που υποστηρίζει ο Ευ. Βενιζέλος («Από τη φοβική, στη μαχόμενη δημοκρατία», Η Καθημερινή 23.1.2023).

14 Πρβλ και Γ. Τασόπουλου, Η απόφαση ΑΠ 8/2023 και η πάγια ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος απέναντι στον νεοναζισμό»,  e–politeia 2023 (7), σ. 411 επ., Γ. Καραβοκύρη, Άρθρο 29 , σε: Σ. Βλαχόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Τασόπουλος (επιμ.), Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο (σ. 1-38). Ηλεκτρονική έκδοση: Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, 2023.

15 Βλ. αντί άλλων την πρόσφατη συνοπτική παρουσίαση των σχετικών αντικρουόμενων προσεγγίσεων από τον Β. Τσιγαρίδα, Διοικητικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων. Σχόλιο με αφορμή τις αποφάσεις ΣτΕ 293/2024 και ΣτΕ 662/2024, Nomarchia.gr, 7.2.2025

16 Βλ. ιδίως Αικ. Παπανικολάου, ΕΔΔΑ: H ανάγκη για «ενεργητική» προάσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος, SyntagmaWatch 20.10.2020, Ν. Σταθοπούλου, Η συνταγματική προβληματική της απαγόρευσης ανακήρυξης υποψηφίων συνδυασμών στις βουλευτικές εκλογές σύμφωνα με την ισχύουσα εκλογική νομοθεσία (Διπλωματική Εργασία), Αθήνα, Σεπτέμβριος 2023, σ. 57 επ.

17 Βλ. σχετικά και Ιφ. Καμτσίδου, Η Δημοκρατία και οι άλλοι. Η ψήφος των μεταναστών, των αποδήμων και των γυναικών, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024, σ. 89 επ.

18 Όπως επισημαίνει ορθά ο Χρ. Γεραρής («Το Εκλογοδικείο θα αποφασίσει για το “κόμμα Κασιδιάρη”», Τα Νέα (και In.gr), 15.4.2023), «Κατά την πάγια νομολογία του ΑΕΔ η νομιμότητα της απόφασης του Πρώτου Τμήματος του Αρείου Πάγου που ανακηρύσσει τους υποψήφιους βουλευτές, ως αναγόμενη στην εκλογική προδικασία ελέγχεται από το ΑΕΔ (Αποφάσεις: 52/1985, 48/1989, 10/2000, 25/2001). Η ερμηνεία αυτή έχει γίνει δεκτή και από το ΣτΕ, το οποίο έκρινε ότι αποκλειστικώς αρμόδιο για τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως του Πρώτου Τμήματος του Αρείου Πάγου είναι το ΑΕΔ (ΣτΕ 213/2004)». Την άποψη αυτή υιοθετούν σχεδόν όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το θέμα. «Αμφισβητούμενη» θεωρεί την θέση αυτήν ο Σπ. Βλαχόπουλος, ενώ αντίθετη άποψη εκφράζει ο Ακρ. Καϊδατζής, Αναρμόδιο το εκλογοδικείο να ελέγξει την ηγεσία κοινοβουλευτικού κόμματος, Constitutionalism.gr, 3.7.2023. Σε αμφότερους δίνει πειστική απάντηση (έμμεση στον πρώτο και άμεση στον δεύτερο), ο Κ. Μποτόπουλος, Διάλογος με το Συνάδελφο Ακρίτα Καϊδαϊτζή, Constitutionalism.gr, 2.8.2023, με περαιτέρω παραπομπές.

19 Αυτό συνάγεται εμμέσως από την απόφαση αλλά κρατάω μία επιφύλαξη διότι δεν έχω δει τα δικόγραφα.

20 Χαρακτηριστική είναι πχ η σχετική δήλωση του Ν. Αλιβιζάτου, «Υπάρχει κώλυμα. Εμείς το λέμε αυτό “κώλυμα εκλογιμότητας”. Δεν μπορούν να εκλεγούν. Αυτό μπορεί να το απαγγείλει το εκλογοδικείο, στο οποίο, εξ όσων γνωρίζω υπάρχουν αυτή τη στιγμή αρκετές προσφυγές υποψήφιων βουλευτών…» (βλ. «Σπαρτιάτες – Αλιβιζάτος: Θα εκπέσουν αν κριθεί ότι πίσω από το κόμμα κρύβεται η Χρυσή Αυγή», Πρώτο Θέμα, 4.9.2023). Ανάλογες αναφορές σε κώλυμα εκλογιμότητας βρίσκουμε και σε σχετικές τοποθετήσεις των Γ. Δελλή, («Ο σκοτεινός ιππότης και ο δύσκολος αποκλεισμός του», Η Καθημερινή, 11.4.2023»), Ν. Παπασπύρου (««Σπαρτιάτες» – Τι εκτιμά ο καθηγητής Ν. Παπασπύρου για τα σενάρια ανακατανομής εδρών, κενών εδρών ή «καραμπόλας» – ertnews.gr, 5.4.2024»). Πρέπει να επισημανθεί πάντως ότι κανένας από τους προαναφερθέντες δεν επέμεινε ιδιαίτερα σε αυτήν την τοποθέτηση.

21 Βλ. την υποσημ. 19 και πρβλ. Χ. Τσιλιώτη, Οι αποφάσεις του ΑΕΔ για την ακύρωση της εκλογής 3 «Σπαρτιατών» βουλευτών. Άλλη μια δοκιμασία του Συντάγματος από την δικαστική εξουσία, SyntagmaWatch, 25.7.2025.

22 Για την εννοιολογική οριοθέτηση των κωλυμάτων εκλογιμότητας βλ. γενικά Γ.Σωτηρέλη, Κωλύματα εκλογιμότητας και ασυμβίβαστα βουλευτών, Εδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006, σ. 7 επ.

23 Πρβλ. πχ Χ. Ανθόπουλου, «Η απόφαση του ΑΕΔ: λάμψεις και σκιές», Τα Νέα 3.9.2025 καθώς και τα άλλα προαναφερθέντα σχετικά άρθρα του (υποσημ. 7).

24 Όπως επισημαίνει εύστοχα ο Θ. Ξηρός (Οι «Σπαρτιάτες» στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ακύρωση ανακήρυξης βουλευτών, πλήρης και ελλείπουσα σύνθεση της Βουλής, επανάληψη της ψηφοφορίας και αναπληρωματική εκλογή, Constitutionalism.gr, 20.6.2025):

«Ο οργανικός του νόμος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υποχρεώνει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο να απαγγείλει με την απόφασή του τις έννομες συνέπειες που επιφέρει η ακύρωση, με την αποδοχή ένστασης σε βασική εκλογική περιφέρεια, της ανακήρυξης βουλευτών και αναπληρωματικών και σε άλλες βασικές εκλογικές περιφέρειες της χώρας. Εν προκειμένω, η εκλογική διαφορά δεν εντοπίζεται αποκλειστικά μεταξύ των διαδίκων στη δίκη που ανοίγεται με την υποβολή της ένστασης, αλλά διευρύνεται, καταλαμβάνοντας και άλλους, εκείνους στους οποίους διαχέονται οι έννομες συνέπειες της ετυμηγορίας. Ο εισηγητής της υπόθεσης οφείλει τότε να μεριμνήσει για να κοινοποιήσει και σε αυτούς αντίγραφό της (ένστασης) πριν από την ορισμένη δικάσιμο ή, υπό τους ίδιους όρους, μετά τη συζήτησή της και έως έκδοση της οριστικής απόφασης.

Η παράνομη ανακήρυξη συνδυασμού, επειδή κρίνεται ότι δεν πληρούσε μία από τις τασσόμενες νομοθετικά προϋποθέσεις, δεν μπορεί να παράγει τις έννομες συνέπειές της αποκλειστικά μεταξύ του ενιστάμενου και του καθού ή των καθών η ένσταση. Η παράβαση της εκλογικής νομοθεσίας κατά την ενέργεια προπαρασκευαστικής πράξης των εκλογών καταλαμβάνει οριζόντια την εκλογική διαδικασία. Όταν πρόκειται για την κατάρτιση και την ανακήρυξη συνδυασμών δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στις επίδικες βασικές εκλογικές περιφέρειες. Αφορά το σύνολο της Επικράτειας και όλες τις χωρικές εκλογικές ενότητες, στις οποίες υποψήφιος του συνδυασμού ανακηρύχθηκε βουλευτής».

25 Σχεδόν αυτονόητη θεωρούν αυτήν την άποψη σχεδόν όλοι όσοι αρθρογράφησαν για το θέμα και συγκεκριμένα, πέρα από τον Θ. Ξηρό (ό.π.), οι Χρ. Γεραρής, («Το Εκλογοδικείο θα αποφασίσει για το “κόμμα Κασιδιάρη”», Τα Νέα (και In.gr), 15.4.2023), Ν. Αλιβιζάτος («Αστερίσκοι σε μια σπουδαία απόφαση», Η Καθημερινή, 16.6.2025, «Σπαρτιάτες – Θα εκπέσουν αν κριθεί ότι πίσω από το κόμμα κρύβεται η Χρυσή Αυγή», Θέμα, 4.9.2023), Κ. Χρυσόγονος («Οι δυνατότητες του εκλογοδικείου», Constitutionalism.gr, 2.7.2023, «Όλα τα σενάρια για τις έδρες των Σπαρτιατών», Liberal.gr 5.4.2024), Χ. Ανθόπουλος («Η απόφαση του ΑΕΔ: λάμψεις και σκιές», Τα Νέα 3.9.2025), Λ. Παπαδοπούλου («Το γενναίο αλλά μετέωρο βήμα του ΑΕΔ», Το Βήμα, 3.8.2025), Ν. Παπασπύρου («Η θωράκιση του Κοινοβουλίου», Τα Νέα, 1.7.2023, Πώς μπορεί η Βουλή να αντιμετωπίσει τους «Σπαρτιάτες», Liberal.gr, 28.6.2023), Χ. Κουρουνδής, Πολλαπλώς προβληματική η απόφαση του ΑΕΔ για τους «Σπαρτιάτες», ΑlterΤhess.gr, 10.6.2025. Αντίθετη άποψη εξέφρασαν οι Χ. Τσιλιώτης («Οι αποφάσεις του ΑΕΔ για την ακύρωση της εκλογής 3 «Σπαρτιατών» βουλευτών. Άλλη μια δοκιμασία του Συντάγματος από την δικαστική εξουσία», Syntagma Watch, 25.7.2025, και Π. Λαζαράτος («Τι ισχύει για ΑΕΔ και Σπαρτιάτες – Η ανατομία μιας απόφασης», dikastiko.gr, 11.6.2025), ο οποίος, γενικότερα, φαίνεται να είναι ο μόνος που συμφωνεί πλήρως με την απόφαση του ΑΕΔ.

26 Βλ. σχετικά αποσπάσματα της νομολογίας σε: Σ. Κωνσταντίνου/ Γ. Φλίγγου, Η εκλογική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Νομαρχιακές – Δημοτικές – Κοινοτικές Εκλογές 2006, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, σ. 15 επ., Μ. Πικραμένου/Δ. Μαυροπόδη, Η εκλογική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Νομαρχιακές – Δημοτικές – Κοινοτικές Εκλογές 2002, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σ. 15 επ.

27 Πρβλ. ΣτΕ 2910/2003, και 3237/2007.

28 Στην περίπτωση αυτήν πρέπει να επισημανθεί ότι η ακύρωση της εκλογής όλων των βουλευτών ενός κόμματος δεν προϋποθέτει και την παθητική νομιμοποίηση του ίδιου του κόμματος στην εκλογική δίκη, η οποία σύμφωνα με την νομολογία του ΑΕΔ (βλ. ενδεικτικά ΑΕΔ 22/1994) δεν είναι επιτρεπτή, με εξαίρεση την δυνατότητα άσκησης πρόσθετης παρέμβασης). Η εκλογική δίκη είναι μεν προσωποκεντρική (καθώς αφορά μόνο την ακύρωση της εκλογής βουλευτών) πλην όμως είναι ταυτόχρονα και δίκη που σχετίζεται ευθέως με τον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος . Άρα θα ήταν άτοπο να περιορισθεί η επίπτωση μιας εκλογικής παράβασης που αφορά την ίδια την ανακήρυξη των συνδυασμών του κόμματος, που γίνεται πλέον κεντρικά από τον Α.Π., μόνο σε όσους βουλευτές ή/και αναπληρωματικούς είχαν την ατυχία να δεχθούν ένσταση. Πολλώ δε μάλλον αν αναλογισθούμε:

Πρώτον, ότι δικαίωμα υποβολής ένστασης έχουν και εκλογείς (actio popularis) οι οποίοι, προβάλλοντας εκλογικές επιπτώσεις στην εκλογική τους περιφέρεια, ενδέχεται να αποβλέπουν από την αρχή στην ακύρωση της εκλογής όλων των βουλευτών και των αναπληρωματικών που περιλήφθηκαν στους συνδυασμούς ενός κόμματος, για λόγους που άπτονται της εφαρμογής του ίδιου του Συντάγματος.

Δεύτερον, ότι αν υπήρχαν ενστάσεις σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες που εκλέχθηκαν «Σπαρτιάτες» θα ακυρώνονταν ούτως ή άλλως, η εκλογή όλων των βουλευτών του κόμματος και των αναπληρωματικών τους.

Γιατί λοιπόν να δεχθούμε ότι αν δεν υπάρξει μία συντονισμένη κίνηση από πολίτες σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες θα αφεθεί στην τύχη η πραγμάτωση ενός συνταγματικού σκοπού, ενώ η εκλογική νομοθεσία δίνει, κατά τα ανωτέρω, σαφή και αναμφισβήτητη διέξοδο;

29 Βλ. αναλυτικά και ορθώς επικριτικά Χ. Τσιλιώτη, Η αθωωτική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πλημμαλημάτων Αθηνών για τους «Σπαρτιάτες» Βουλευτές – Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα, SyntagmaWatch.gr, 20.5.2025.

30 Βλ. Ξ. Κοντιάδη, Τα σφάλματα της απόφασης για τους Σπαρτιάτες, DNews 10.6.2025, Θ. Ξηρού, Οι «Σπαρτιάτες» στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ακύρωση ανακήρυξης βουλευτών, πλήρης και ελλείπουσα σύνθεση της Βουλής, επανάληψη της ψηφοφορίας και αναπληρωματική εκλογή, Constitutionalism.gr/20.06.2025, Χ. Ανθόπουλου, Υποχρεωτικές οι αναπληρωματικές εκλογές, Constitutionalism.gr, 19.6.2025, Λ. Παπαδοπούλου, Το γενναίο αλλά μετέωρο βήμα του ΑΕΔ, Το Βήμα, 3.8.2025, Σπ. Βλαχόπουλου, Κοινοβούλιο με κενές έδρες_ Η προδιαγεγραμμένη κατάληξη μιας αδιέξοδης πορείας, in.gr, 15.6.2025, Χ. Τσιλιώτη, Οι αποφάσεις του ΑΕΔ για την ακύρωση της εκλογής 3 «Σπαρτιατών» βουλευτών. Άλλη μια δοκιμασία του Συντάγματος από την δικαστική εξουσία, SyntagmaWatch, 25.7.2025, Π. Μαντζούφα, «Σπαρτιάτες: Πόσο είναι συμβατό με τη λαϊκή κυριαρχία να κατανέμεις τις έδρες τους στα άλλα κόμματα;» Συνέντευξη στο anatropinews.gr., 6.4.2024.

31 Βλ. αναλυτικά Θ. Ξηρού, Οι «Σπαρτιάτες» στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ακύρωση ανακήρυξης βουλευτών, πλήρης και ελλείπουσα σύνθεση της Βουλής, επανάληψη της ψηφοφορίας και αναπληρωματική εκλογή, Constitutionalism.gr, 20.6.2025 και Κ. Παπανικολάου, Υποχρεωτικές οι επαναληπτικές εκλογές μετά την απόφαση του ΑΕΔ – Syntagma Watch, 19.6.2025, ο οποίος, με ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία -πριν δημοσιευθεί η απόφαση- επιχειρηματολογεί εμπεριστατωμένα υπέρ των επαναληπτικών εκλογών, πλην όμως καταλήγει, σε αντίθεση με τα εδώ υποστηριζόμενα, στο ότι αυτές είναι η μόνη επιβαλλόμενη από το εκλογικό μας δίκαιο συνέπεια της απόφασης του ΑΕΔ σε περίπτωση ακύρωσης εκλογών (όπως εν προκειμένω αυτών των οποίων προσεβλήθη η εκλογή), ασχέτως του αν η απόφαση κρίνει διαφορετικά.

32 Βλ. πχ Χρ. Γεραρή, Το Εκλογοδικείο θα αποφασίσει για το “κόμμα Κασιδιάρη”, Τα Νέα (και In.gr) 15.4.2023, Κ. Μποτόπουλου, Τα βασικά περί «Σπαρτιατών», Syntagma Watch, 29.6.2023, Χ. Τσιλιώτη, Οι αποφάσεις του ΑΕΔ για την ακύρωση της εκλογής 3 «Σπαρτιατών» βουλευτών. Άλλη μια δοκιμασία του Συντάγματος από την δικαστική εξουσία – Syntagma Watch, 25.7.2025, Α. Καραμπατζού, Ανακατανομή εδρών ερήμην της δημοκρατικής αρχής, Τα Νέα 11.4.2024, οι οποίοι θεωρούν ότι μία από τις ενδεχόμενες λύσεις μπορεί να είναι οι επαναληπτικές εκλογές σε όλη την επικράτεια.

33 Βλ. Αθ. Ράικου, Δικονομικόν Εκλογικόν Δίκαιον, Αθήναι 1982 (11η έκδ.), σ. 145.

34 Την δυνατότητα αυτήν υποστηρίζουν πολλοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το θέμα, όπως οι Χρ. Γεραρής («Το Εκλογοδικείο θα αποφασίσει για το “κόμμα Κασιδιάρη”, Τα Νέα (και In.gr) 15.4.2023), Ν. Αλιβιζάτος («Αστερίσκοι σε μια σπουδαία απόφαση», Η Καθημερινή, 16.6.2025, «Σπαρτιάτες – Θα εκπέσουν αν κριθεί ότι πίσω από το κόμμα κρύβεται η Χρυσή Αυγή», Θέμα, 4.9.2023), Κ. Χρυσόγονος («Όλα τα σενάρια για τις έδρες των Σπαρτιατών», Liberal, 5.4.2024, «Οι δυνατότητες του εκλογοδικείου» Constitutionalism.gr, 2.7.2023) Λ. Παπαδοπούλου, Το γενναίο αλλά μετέωρο βήμα του ΑΕΔ, Το Βήμα, 3.8.2025, Ιφ. Καμτσίδου, “Μόνο θεωρητικά μπορεί να ακυρωθεί η είσοδος των Σπαρτιατών στη Βουλή – Ποια τα εμπόδια”, ertnews.gr, 28/06/23.

Αντίθετοι, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιχειρηματολογία, οι Γ. Δελλής («Δημοκρατική άμυνα και θεσμική δυσπιστία», Η Καθημερινή, 16.6.2025) και Π. Λαζαράτος («Τι ισχύει για ΑΕΔ και Σπαρτιάτες – Η ανατομία μιας απόφασης», dikastiko.gr, 11.6.2025), ενώ οι Σπ. Βλαχόπουλος («Πολιτικά κόμματα και εκλογές. Απαγορεύσεις και δημοκρατία, Syntagma Watch 14.9.2023) Π. Μαντζούφας («Σπαρτιάτες: Πόσο είναι συμβατό με τη λαϊκή κυριαρχία να κατανέμεις τις έδρες τους στα άλλα κόμματα; Συνέντευξη στο anatropinews.gr., 6.4.2024) και Α. Καραμπατζός («Ανακατανομή εδρών ερήμην της δημοκρατικής αρχής», Τα Νέα 11.4.2024), θεωρούν – υπερβάλλοντας, κατά την άποψή μου, την οποία θα αναπτύξω στη συνέχεια– ότι η ανακατανομή παραβιάζει την δημοκρατική αρχή.

35 Πρόκειται για τις αποφάσεις και 58-67/1985, για τις οποίες βλ. Αθ. Ράικου, Ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών της 2ας Ιουνίου 1985 και η κρίση περί της εκπτώσεως των βουλευτών, Γ΄ Συμπλήρωμα του Δικονομικού Εκλογικού Δικαίου, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1988, σ. 14 επ.

36 Πρόκειται δηλαδή για «μη εκφρασμένες ψήφους». Βλ. σχετικά Γ. Σωτηρέλη, Το δικαίωμα της λευκής ψήφου κατά το Σύνταγμα και την εκλογική νομοθεσία, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1988, σ. 26 επ.

37 Για τις υπόλοιπες δύο κενωθείσες έδρες, μία στην απόφαση 9 και μία στην απόφαση 10/2025, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν αναπληρωματικοί.

38 Αθ. Ράικου, Ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών και ευρωβουλευτικών εκλογών. Ε΄ Συμπλήρωμα του Δικονομικού Εκλογικού Δικαίου, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1996, σ. 29 επ.

39 Βλ. αναλυτικά Θ. Ξηρού, Άρθρο 53, σε: Σπ. Βλαχόπουλου/Ξ. Κοντιάδη/Γ. Τασόπουλου, Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο (Ηλεκτρονική Έκδοση ελεύθερης πρόσβασης), Οκτώβριος 2023, §42.

40 Πρβλ. και Κ. Παπανικολάου, Υποχρεωτικές οι επαναληπτικές εκλογές μετά την απόφαση του ΑΕΔ – Syntagma Watch, 19.6.2025.

41 Βλ. τις σχετικές έντονες επικρίσεις των Χ. Ανθόπουλου, Υποχρεωτικές οι αναπληρωματικές εκλογές, Τα Νέα, 17.6.2025, Του ίδιου, Η απόφαση του ΑΕΔ: λάμψεις και σκιές, Τα Νέα 3.9.2025, Ξ. Κοντιάδη, Τα σφάλματα της απόφασης για τους Σπαρτιάτες, DNews 10.6.2025, Του ίδιου, Οι πλειοψηφίες στη Βουλή των 297 – Syntagma Watch 17.6.2025, Χ. Τσιλιώτη, Η ultravires οριστική απόφαση του ΑΕΔ για τους Σπαρτιάτες ή αλλιώς πώς ένα Ανώτατο Δικαστήριο υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του, www.syntagma watch.gr/11.06.2025, Του ίδιου, Οι αποφάσεις του ΑΕΔ για την ακύρωση της εκλογής 3 «Σπαρτιατών» βουλευτών. Άλλη μια δοκιμασία του Συντάγματος από την δικαστική εξουσία, Syntagma Watch, 25.7.2025, Θ. Ξηρού, Οι «Σπαρτιάτες» στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ακύρωση ανακήρυξης βουλευτών, πλήρης και ελλείπουσα σύνθεση της Βουλής, επανάληψη της ψηφοφορίας και αναπληρωματική εκλογή Constitutionalism.gr 20.06.2025, Σπ. Βλαχόπουλου, Κοινοβούλιο με κενές έδρες, Η προδιαγεγραμμένη κατάληξη μιας αδιέξοδης πορείας, in.gr, 15.6.2025, Κ. Παπανικολάου, Υποχρεωτικές οι επαναληπτικές εκλογές μετά την απόφαση του ΑΕΔ – Syntagma Watch, 19.6.2025, Γ. Κατρούγκαλου, Φραγμός στην Ακροδεξιά, αλλά με σεβασμό στο Σύνταγμα – Dnews, 12.06.2025, Χ. Κουρουνδή, Πολλαπλώς προβληματική η απόφαση του ΑΕΔ για τους «Σπαρτιάτες», ΑlterΤhess.gr 10.6.2025,  Αντ. Καραμπατζού, Η δημοκρατική αρχή σε δοκιμασία, Τα Νέα 14-15.6.2025, Α. Καρίπογλου, Το Σύνταγμα ως σαβούρα, Τα Νέα 6/9/2025. Πρβλ. και τις -χλιαρές πάντως- διαφωνίες των Ν. Αλιβιζάτου, Αστερίσκοι σε μια σπουδαία απόφαση», Η Καθημερινή, 16.6.2025, Γ. Δελλή, Δημοκρατική άμυνα και θεσμική δυσπιστία, Η Καθημερινή, 16.06.2025, και εξ αντιδιαστολής Ν. Παπασπύρου, «Σπαρτιάτες: Πόσο είναι συμβατό με τη λαϊκή κυριαρχία να κατανέμεις τις έδρες τους στα άλλα κόμματα;», Συνέντευξη στο anatropinews.gr., 6.4.2024.

Μικρή παραφωνία οι δύο υποστηρικτικές τοποθετήσεις των Π. Λαζαράτου, Τι ισχύει για ΑΕΔ και Σπαρτιάτες – Η ανατομία μιας απόφασης, dikastiko.gr, 11.6.2025 και Λ. Παπαδοπούλου, Το γενναίο αλλά μετέωρο βήμα του ΑΕΔ, Το Βήμα, 3.8.2025.

42 Βλ. Ενδεικτικά Ξ. Κοντιάδη, Τα σφάλματα της απόφασης για τους Σπαρτιάτες, DNews 10.6.2025 και πρβλ. Δ. Ελευθεράτου, Όταν ένα Δικαστήριο θεωρεί «περιττές» τις επαναληπτικές εκλογές, KOMMON 10.6.2025 (επισημαίνω πάντως ότι η κυβερνητική επιδίωξη να εκμαιεύσει από την απόφαση ακόμη και αλλαγή της απόλυτης πλειοψηφίας της Βουλής, λόγω μείωσης του αριθμού των βουλευτών, κάηκε εν τη γενέσει της, λόγω έντονων αντιδράσεων της επιστημονικής κοινότητας και των πολιτικών κομμάτων…).

43  «Επομένως, η αναφορά σε «περιττή» επανάληψη της ψηφοφορίας  κείται εκτός του αντικειμένου της διαφοράς και των συνεπεία της ακυρωτικής επιλύσεως αυτής δυναμένων να εξενεχθούν θετικών διατάξεων του κατά νόμον αντικειμένου της δικαστικής αποφάσεως, οπότε δεν μπορεί παρά να αποτελεί obiter dictum και, επομένως, δεν αποτελεί ούτε δεδικασμένο ούτε άλλως πως αντικείμενο της παραγομένης εκ της αποφάσεως του ΑΕΔ δεσμεύσεως…», επισημαίνει ορθά ο Κ. Παπανικολάου, Υποχρεωτικές οι επαναληπτικές εκλογές μετά την απόφαση του ΑΕΔ – Syntagma Watch, 19.6.2025

44 «3. Σε περίπτωση αναπληρωματικής εκλογής εφαρμόζονται ανάλογα όλες οι διατάξεις των Α` και Β` τμημάτων του δεύτερου βιβλίου του παρόντος, που αναφέρονται στην προκήρυξη και ενέργεια των εκλογών. Στο συνδυασμό μπορεί να περιληφθεί ο αριθμός υποψηφίων μέχρι του αριθμού των κενών βουλευτικών εδρών, προσαυξανόμενος κατά ένα, και εφόσον η κενή βουλευτική έδρα είναι μία, ανακηρύσσεται βουλευτής ο πρώτος κατά σειρά των ψήφων προτίμησης υποψήφιος του συνδυασμού, που πήρε τη σχετική πλειοψηφία στο σύνολο των έγκυρων ψηφοδελτίων».

45 Βλ. αναλυτικότερα, στην ίδια κατεύθυνση, Θ. Ξηρού, Οι «Σπαρτιάτες» στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ακύρωση ανακήρυξης βουλευτών, πλήρης και ελλείπουσα σύνθεση της Βουλής, επανάληψη της ψηφοφορίας και αναπληρωματική εκλογή, Constitutionalism.gr, 20.6.2025 κα Χ. Τσιλιώτη, Οι αποφάσεις του ΑΕΔ για την ακύρωση της εκλογής 3 «Σπαρτιατών» βουλευτών. Άλλη μια δοκιμασία του Συντάγματος από την δικαστική εξουσία, Syntagma Watch, 25.7.2025. Ο τελευταίος μάλιστα επισήμανε επιπλέον ότι «μη διεξαγωγή των αναπληρωματικών εκλογών μπορεί να θεωρηθεί παραβίαση του άρθρου 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου τόσο ως προς το δικαίωμα του εκλέγεσθαι υποψηφίων που στις τελευταίες εκλογές είχαν εκτεθεί με τα λοιπά κόμματα και αναμένεται να είναι εκ νέου υποψήφιοι, ιδιαίτερα όσοι βρίσκονταν σε θέσεις επιλαχόντων ή αναπληρωματικών όσο και το δικαίωμα του εκλέγειν των εκλογέων των εκλογικών περιφερειών στις οποίες θα πρέπει να διεξαχθούν οι αναπληρωματικές εκλογές», κάτι που φαίνεται πλέον πολύ πιθανόν μετά από πρόσφατη παρεμφερή απόφαση Τμήματος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Γεώργιος Παπαδόπουλος κατά Κύπρου (αριθ. αίτησης 21454/21), που καταδίκασε την Κύπρο για έλλειψη ειδικής νομοθετικής ρύθμισης ως προς την κάλυψη κενών εδρών (βλ. «ΕΔΔΑ Γεώργιος Παπαδόπουλος κατά Κύπρου της 09.10.2025 (προσφ. αριθ. 21454/21)» σε  www.ddikastes.gr, καθώς και το σχετικό δημοσίευμα «Δικαιώθηκε από ΕΔΑΔ ο Παπαδόπουλος για την βουλευτική έδρα», Η Καθημερινή 9.10,2025).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

sixteen − eleven =