Jean-Fabien Spitz, Γιατί πρέπει να αγωνιζόμαστε κατά των ανισοτήτων; Εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2015, 154 σελ.

Βιβλιοκρισία: Παναγιώτης Μαντζούφας, Aν, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ

[Η βιβλιοκρισία έχει δημοσιευτεί και στο περιοδικό «The Books’ journal» τεύχος 60, Νοέμβριος 2015]

Το δοκίμιο του Jean-Fabien Spitz(εφεξής J-F.S) εντάσσεται στα έργα της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας τα οποία μετέχουν στον πολύ εκτεταμένο και ενδιαφέροντα διάλογο που εγκαινιάστηκε με το έργο του J.Rawls «Theory of Justice»[1] και τις αντιπαραθέσεις που προκάλεσε το έργο αυτό κυρίως στον Αγγλοσαξωνικό χώρο, ενώ παρόμοιες συζητήσεις, εδώ και τρις δεκαετίες, διεξάγονται σε Γερμανία και Γαλλία. Ο παραπάνω διάλογος αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια κυρίως με την συμμετοχή οικονομολόγων, όπως ο T.Piketty[2], οι οποίοι έδωσαν ένα ιστορικό βάθος στη μελέτη των σύγχρονων ανισοτήτων, οι οποίες παραμένουν ισχυρές, παρά την σημαντική παγκόσμια άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Για να γίνει κατανοητό το επιχείρημα του J-F.S θα πρέπει να μελετήσουμε τις ιδεολογικές μεταλλάξεις που έχουν υποστεί οι αντιλήψεις περί ισότητας ήδη από το 18 αιώνα, οπότε και πρωτοδιατυπώθηκαν ως θεμελιώδη κοινωνικά αιτήματα των νεωτερικών κοινωνιών. Η συζήτηση βέβαια είναι τεράστια, ωστόσο αδρομερώς μπορεί να διαγράψει κανείς τα στάδια της νοηματικής εξέλιξης της έννοιας της ισότητας και των αντιπαραθέσεων που προκάλεσε μέχρι να καθιερωθεί ως έννοια σύμβολο στο κοινωνικό φαντασιακό.

Μετά την αρχική υποχώρηση της συντηρητικής ιδεολογίας(η οποία μεταλλάχθηκε και επανήλθε τον 20ο αιώνα σε άλλα κοινωνικά συμφραζόμενα) από το προσκήνιο των ιδεολογικών συγκρούσεων, -εδώ εννοούμαι ως συντηρητική ιδεολογία τα διανοητικά σχήματα που επέκριναν τη Γαλλική επανάσταση και θεωρούσαν ότι οι ανισότητες αποτελούν φυσικές καταστάσεις επικυρωμένες από το θεό, ενώ η ισότητα αποτελεί ευθεία αμφισβήτηση της κοινωνικής ισορροπίας- η επιδίωξη της ισότητας αποτέλεσε κεντρικό στόχο αλλά και θεμέλιο τόσο των φιλελεύθερων όσο και των σοσιαλιστικών ιδεολογιών στις διάφορες εκδοχές τους.

Η βασική αντίληψη που διέτρεχε το πνεύμα της ισότητας όπως αυτό αναδύθηκε στην Αμερικάνικη και Γαλλική επανάσταση αντιλαμβανόταν την ισότητα ως ένα κοινωνικό δεσμό μεταξύ των ανθρώπων και μια νέα κοινωνική ταυτότητα που αντιπαρατείθoνταν στις νομοκατεστημένες τάξεις του ancient regime. Οι βιολογικές θεωρίες του 18ου αιώνα περί φυσικής ομοιότητας των ανθρώπων και οι χριστιανικές αρχές περί ισότητας των πολιτών ενώπιον του θεού αποτέλεσαν, για την εποχή, μια διανοητική επανάσταση καθιστώντας δυνατό έναν επαναπροσδιορισμό της σχέσης μεταξύ των ανθρώπων ως σχέση ισότητας. Αυτή η ισότητα-ομοιότητα ενισχύθηκε από τις θεωρίες του φυσικού δικαίου περί αξιοπρέπειας και αυτονομίας του προσώπου που απέρριπταν οποιασδήποτε μορφής προσωπικές εξαρτήσεις των πολιτών(π.χ το καθεστώς της δουλείας) και ολοκληρώθηκε με την έννοια της ισότητας–συμμετοχής με την θέσπιση του καθολικού εκλογικού δικαιώματος. Απέναντι στις νέες αυτές μορφές ισότητας(ομοιότητα, αυτονομία, συμμετοχή) και στο εξισωτικό ιδεώδες που επαγγέλλονταν, υπήρξαν έντονες κοινωνικές αντιστάσεις που επενδύθηκαν με ιδεολογικές θέσεις, οι οποίες νομιμοποιούσαν τις ανισότητες που παρήγαγε η βιομηχανική επανάσταση. Ειδικότερα η φυσικοποίηση της κοινωνικής ανισότητας λόγω υποτιθέμενης έλλειψης αρετών και ταλέντων των εργαζομένων ήταν ένα από τα ιδεολογικά σχήματα με τα οποία καταγγέλλονταν οι τελευταίοι ως αποκλειστικά υπεύθυνοι για την φτώχεια τους. Επίσης οι φυλετικές θεωρίες του ναζισμού αλλά και ορισμένες ακραίες εκδοχές του εθνικισμού αποτέλεσαν μορφές αμφισβήτηση της ισότητας μέσα στον 20ο αιώνα. Ένα βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή την υποτυπώδη αναφορά στις θεωρητικές αρχές της ισότητας είναι ότι αυτή αρχικά δεν γινόταν αντιληπτή ως ένας τρόπος ανακατανομής του πλούτου, ούτε συνδεόταν με αυτό που ονομάστηκε με την βιομηχανική επανάσταση κοινωνικό ζήτημα, δηλαδή την δίκαια διανομή του παραγόμενου προϊόντος, αλλά ως μια σχέση που εγκαθίδρυε ένα νέο κοινωνικό δεσμό μεταξύ ισοτίμων πολιτών που αλληλοαναγνωρίζονται ως τέτοιοι.

Μέσα στο 20ο αιώνα στο επίκεντρο της ισότητας τέθηκε πλέον η κοινωνική αναδιανομή του πλούτου με το κράτος ως εγγυητή και την προοδευτική φορολογία ως βασικό εργαλείο περιορισμού των ανισοτήτων. Με την κοινωνική συναίνεση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα στην δυτική Ευρώπη, φάνηκε να υποχωρούν οι έντονες ανισότητες κυρίως με τους πόρους που διέθεταν οι θεσμοί του κράτους πρόνοιας. Ωστόσο, η κρίση του κράτους πρόνοιας -μετά το ξέσπασμα της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 1970- πυροδότησε ένα νέο κύκλο οικονομικής στασιμότητας που έφτασε στην κορύφωσή του με τις νομισματικές κρίσεις της δεκαετίας του 1990 και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η αναζωπύρωση των προσεγγίσεων που έχουν την ισότητα στο επίκεντρο προήλθε από την διαπίστωση ότι παρόλη την συνολική άνοδο του παγκόσμιου ΑΕΠ, οι οικονομικές ανισότητες στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών -ιδίως στις ΗΠΑ- αυξάνουν εντυπωσιακά. Οι εξελίξεις αυτές ενισχύθηκαν και από μια εξασθένιση των θεσμών αλληλεγγύης την οποία ο P.Rosanvallon[3] αποδίδει στο γεγονός ότι ««τα φαινόμενα του αποκλεισμού και της μακροχρόνιας ανεργίας μετέτρεψαν ξανά την φτώχεια σε μια πραγματική συνθήκη, η οποία καθορίζεται, εν πολλοίς,  κοινωνικά και επηρεάζει με σταθερό τρόπο και διαρκή τρόπο ορισμένους πληθυσμούς…»(σ. 235)κατά τέτοιο τρόπο όμως ώστε οι πολίτες να θεωρούν ότι οι καταστάσεις αυτές συνδέονται με ατομικές συμπεριφορές και επιλογές.     

Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ στο βαθμό που το αναδιανεμητικό κράτος πρόνοιας απονομιμοποιείται, ως μηχανισμός αναδιανομής του πλούτου, στο ίδιο βαθμό αμβλύνεται το κοινωνικό αίσθημα της αλληλεγγύης καθώς η δυστυχία και η φτώχεια αντιμετωπίζονται αποκλειστικά ως αποτέλεσμα ατομικών επιλογών και όχι κοινωνικών συνθηκών, σαν να αναβιώνουν εκ νέου οι συντηρητικοί αμφισβητίες της ισότητας του 19ου αιώνα. Οι απόψεις αυτές παραγνωρίζουν ότι οι ανισότητες βιώνονται πάντοτε συλλογικά και δεν επηρεάζουν μόνο τους λιγότερο προνομιούχους, αλλά παράγουν επιζήμιες συνέπειες για όλη την κοινωνία, διαβρώνοντας τη συνοχή της.

 Μέσα σε αυτό το διανοητικό περιβάλλον έρχεται το δοκίμιο του J-F.S να θέσει το ζήτημα της ανισότητας ως ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί εντός μιας θεσμικής και κοινωνικής δομής που πρέπει να είναι δίκαιη. Προτού περιγράψει τις δυσκολίες ως προς τα βασικά γνωρίσματα αυτής της θεσμικής δομής ορίζει το κυρίαρχο υπόδειγμα των σύγχρονων εξισωτικών κοινωνιών: αυτό είναι η κατάκτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης μέσω της επίτευξης ισότητας στις ευκαιρίες, επίτευγμα με το οποίο αποσκοπείτε να μειωθεί η επιρροή που ασκεί η κοινωνική καταγωγή και ότι αυτή συνεπάγεται(υλικό πλούτο, πολιτιστικές και άλλες συμβολικές αξίες, πρόσβαση σε θέσεις ισχύος) στην μοίρα των ανθρώπων. Για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα αυτό αποτέλεσε το βασικό ιδανικό, και μεθόδευσε την κατάκτησή του με την βοήθεια μιας αμερόληπτης δημόσιας διοίκησης, ενός καθολικού εκπαιδευτικού συστήματος που δεν θα ενίσχυε τις διαφορές που προκύπτουν από την κοινωνική καταγωγή των μαθητών και μηχανισμών πρόνοιας που θα εξασφάλιζαν μια στοιχειώδη ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Επί την βάση αυτών των βασικών προϋποθέσεων, η σοσιαλδημοκρατία επεδίωκε να εξασφαλίσει ότι η διανομή των υλικών και συμβολικών πόρων δεν θα πραγματοποιούνταν σύμφωνα με την κοινωνική καταγωγή του καθενός, αλλά με βάση μια κοινωνική δομή που θα γινόταν αποδεκτή ως δίκαια από όλους καθώς οι πόροι θα διανέμονταν με βάση το ατομικό ταλέντο και την προσπάθεια του καθενός. Έτσι σημειώνει ο J-F.S «Δεν πρόκειται, λοιπόν, για την εκρίζωση όλων των ανισοτήτων, αλλά για την εξάλειψη όσων είναι θεμελιωμένες  σε αδικαιολόγητα κληροδοτήματα και σε προνόμια, με σκοπό να αντικατασταθούν από άλλες, πιο θεμιτές αλλά και πιο ενθαρρυντικές, που να θεμελιώνονται στο ταλέντο, την ενεργητικότητα και τις επιλογές»(σ. 25-26).

Ωστόσο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στο σοσιαλδημοκρατικό παράδειγμα, ο αγώνας κατά των κληρονομημένων ανισοτήτων, συνοδεύτηκε από την πλευρά της αριστεράς, με μια αδιαφορία για τις ατομικές ανισότητες που προέρχονται από την φύση(ταλέντο) και τις προτιμήσεις του καθενός, με την έννοια ότι η σοσιαλδημοκρατική αριστερά αναγνώριζε ως μοναδική πηγή των ανισοτήτων την κοινωνική αδικία και όχι τα διαφοροποιημένα ταλέντα και τις επιτυχημένες ή μη επιλογές και προσπάθειες. Με άλλα λόγια, η σοσιαλδημοκρατία έδειχνε να υποστηρίζει ότι οι προσωπικές διαφορές μεταξύ των ατόμων δεν επηρεάζουν καθοριστικά τις κοινωνικές ανισότητες καθώς οι τελευταίες έχουν ως πρωταρχική αιτία τις διακρίσεις κοινωνικής προέλευσης(σ. 37)

Αυτή η αντίληψη, κατά τον J-F.S, δημιούργησε ένα αναδιανεμητικό κράτος, το οποίο μέσω της προοδευτικής φορολογίας, διανέμει πόρους χωρίς να είναι ικανό να διακρίνει μεταξύ εκείνων που η ευημερία τους προήλθε από φυσικά ταλέντα, σωστές επιλογές και σκληρή εργασία και εκείνων οι οποίοι μολονότι δεν αδικήθηκαν από την κοινωνική τους προέλευση, κατασπατάλησαν τις ευκαιρίες που τους παρείχε το κράτος. Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι όλες οι ανισότητες δεν οφείλονται στις διαφορές στις αρχικές θέσεις εκκίνησης, μολονότι αναγνωρίζει ότι συχνά οι κοινωνικές μεταβιβάσεις αποτυγχάνουν στο να καταστήσουν πιο ίσες τις αρχικές ευκαιρίες(σ. 43)

Ο J-F.S θεωρεί ότι η κρίση του κράτους πρόνοιας δεν οφείλεται μόνο στην αδυναμία χρηματοδότησης των προγραμμάτων του λόγω οικονομικής κρίσης, αλλά και στο γεγονός ότι εγκατέστησε ένα μηχανισμό αναδιανομής πλούτου  που δεν περιλάμβανε τις ηθικές αξίες της επιβράβευσης της εργασίας και της αναγνώρισης της ατομικής ευθύνης για τις επιλογές μας(σ. 45).

Επομένως, θεωρεί ότι χρειάζεται να επεξεργαστούμε ένα προοδευτικό μοντέλο που να διαφοροποιείται από το σοσιαλδημοκρατικό καθώς είμαστε υποχρεωμένοι να δίνουμε απαντήσεις στο ερώτημα του πως μια κοινωνία που επιδιώκει να μειώσει τις ανισότητες θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα ταλέντα και τις ικανότητες που φέρουν τα άτομα. Ουσιαστικά, ο J-F.S αντιλαμβάνεται ως δίκαιη την κοινωνία που εξισώνει τις περιστάσεις(δηλαδή κατοχυρώνει την ισότητα ευκαιριών και  αίρει τις κοινωνικές ανισότητες) και αναλαμβάνει από κοινού το βάρος της τυχαιότητας των συνθηκών(αποζημιώνοντας και ενισχύοντας όσους έπεσαν θύματά της) αλλά καθιστώντας παράλληλα υπεύθυνους τους πολίτες για τις συνέπειες των επιλογών που εξαρτώνται από τους ίδιους.

Κατ’ επέκταση σε ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας πρέπει να αιτιολογούνται -με κριτήρια ακριβοδικίας και ευθύνης- οι λόγοι για τους οποίους αφαιρούνται πόροι από μια κατηγορία πολιτών και μεταβιβάζονται σε μια άλλη, καθώς οι πρώτοι πρέπει να αποδέχονται ότι δικαιολογείται η μείωση του εισοδήματός τους που απέκτησαν λόγω κοινωνικής τυχαιότητας και οι δεύτεροι να αξιώνουν αυτή τη μεταβίβαση πόρων διότι θεωρείται ότι δεν ευθύνονται για την κατάστασή τους. Απλούστερα, όσοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες για τις οποίες δεν ευθύνονται ή δεν έχουν τις δυνάμεις από μόνοι τους να ανταποκριθούν σε αυτές, δικαιούνται να απαιτήσουν από την κοινωνία να τους μεταβιβάσει πόρους, ενώ αντίθετα όσοι έχουν ευνοηθεί από την τύχη δεν μπορούν να απαιτούν να «επωφελούνται άνευ όρων από αυτή»(σ. 69)

Η τυχαιότητα με βάση αυτή την οπτική είναι ένας ουδέτερος όρος που γίνεται άδικη και χρήζει αποκατάστασης όταν προσβάλει τις αρχές μιας εξισωτικής κοινωνίας. Θεωρούμε ότι η θέση αυτή του συγγραφέα προσπαθεί να εμπλουτίσει τις αντιλήψεις περί ισότητας των ευκαιριών που αντλούνται από το έργο των J.Rawls και R.Dworkin οι οποίοι δεν θεωρούν τα ζητήματα ηθικής ευθύνης των ατόμων ως στοιχεία μιας θεωρίας της δικαιοσύνης.

Είναι χαρακτηριστική η διατύπωση του J-F.S  όταν ισχυρίζεται  ότι «Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο για τον κοινωνικό δεσμό από την υποψία ότι κάποιοι μπαίνουν στο τρένο για να ταξιδεύσουν τζάμπα, ενώ αυτοί που καλούνται να συμβάλουν στο να προχωρήσουν οι συρμοί είναι όσοι εργάζονται σκληρά ή όσοι έχουν τύχη.»(σ. 59)[4]

Ωστόσο, όσοι είναι ευνοημένοι μιας κοινωνίας χωρίς να είναι «κληρονόμοι» ή να έχουν αποκτήσει αρχικά πλεονεκτήματα λόγω προνομιούχου κοινωνικής προέλευσης ή να είναι μέλη μιας κυρίαρχης τάξης προς την οποία οι οικονομικοί θεσμοί κατευθύνουν τους πόρους, έχουν ευθύνη και οφείλουν να συμβάλλουν στους θεσμούς κοινωνικής αλληλεγγύης, όχι διότι τα πλεονεκτήματα που διαθέτουν είναι προϊόν αδικίας, αλλά διότι ως μέλη της ίδιας κοινότητας δεσμεύονται να συνεισφέρουν στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών των λιγότερο ευνοημένων από την τύχη. Σε αυτή την πρόταση θα μπορούσε να συμπυκνωθεί το επιχείρημα του J-F.S, ανοίγοντας έτσι μια συζήτηση στην οποία πρωτίστως η αριστερά οφείλει να συμμετάσχει εγκαταλείποντας αντιλήψεις κοινωνικού ντετερμινισμού που αντιλαμβάνεται τους πολίτες ως αποκλειστικά «θύματα» της κοινωνικής τους καταγωγής αλλά όχι και των επιλογών τους.

Πρόκειται για ένα έργο, από το οποίο μπορεί να ωφεληθεί σημαντικά η συζήτηση στην χώρα μας, δεδομένου ότι με βάση τις υποχρεώσεις που επιβάλουν τα μνημόνια, οι κυβερνώντες καλούνται να κατανείμουν βάρη σε ποικίλες κοινωνικές ομάδες με αποκλειστικό στόχο την ποσοτική αύξηση των πόρων του κράτους και με βασικό κριτήριο, κατά τα φαινόμενα, την ευκολία είσπραξης, παρά την δικαιοσύνη. Ωστόσο, τόσο το ασφαλιστικό, όσο και η φορολογία αποτελούν κατεξοχήν ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης για την προσέγγιση της οποίας το δοκίμιο του J-F.S παρέχει χρήσιμα ερμηνευτικά εργαλεία και πλούσιους προβληματισμούς.

 

 

 

 


[1] John Rawls, Θεωρία της δικαιοσύνης, ΠΟΛΙΣ, 2001

 

 

 

[2] T.Piketty, Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2014

 

 

 

[3] P.Rosanvallon, Η κοινωνία των ίσων, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2014

 

 

 

[4] Το μεγαλύτερο μέρος του δοκιμίου του J-F.S το διατρέχει ο διάλογος που έχει ανοίξει με τις απόψεις του γνωστού πολιτικού φιλοσόφου W.Kymlicka, Left-liberalism revisited στον τόμο C.Sypnovitch, The Egalitarian Conscience, Essays in Honor of G.A.Cohen, Oxford, 2006

 

 

 

Καταχώρηση: 16-11-2015     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

1 + two =