«Στην αναθεώρηση του Συντάγματος, αν τελικά προχωρήσει, το καταστροφικότερο σενάριο θα ήταν να επιτραπεί η άνευ όρων ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, χωρίς ταυτόχρονα να καταργηθούν τα δεσμά που το σημερινό άρθρο 16 επιβάλλει στη λειτουργία του δημοσίου πανεπιστημίου».
Αυτά γράφει το 2007, σε μια εποχή ακόμη που η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος θεωρούνταν εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για την λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, ο Νίκος Αλιβιζάτος, από τους πρώτους που συνηγορούσαν υπέρ αυτής της λύσης (Πέρα από το 16 τα πριν και τα μετά).
Τελικά, αυτό δυστυχώς συνέβη. Χωρίς αναθεώρηση μάλιστα. Τα μεν δημόσια πανεπιστήμια συνεχίζουν να ποδηγετούνται από τις συγκυριακές επιλογές της εκάστοτε ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, ενώ τα «μη κερδοσκοπικά» πανεπιστήμια έρχονται. Θα έλεγε ο θιασώτης τους, «μα δεν είναι ιδιωτικά, είναι μη κερδοσκοπικά», ωστόσο το επιχείρημά του δεν θα μπορούσε να πείσει ακόμη και τον πιο καλοπροαίρετο υπερασπιστή τους. Οι ελάχιστοι που βάζουν χρήμα για να το δωρίσουν και όχι για να το αυξήσουν θα μπορούσαν να το κάνουν πρωτίστως στο δημόσιο πανεπιστήμιο, όπως γίνεται παντού στον κόσμο (και στην Ελλάδα παλαιότερα από τους εθνικούς ευεργέτες). Το να θεωρήσει κανείς ότι σήμερα η συζήτηση για τα «μη κερδοσκοπικά ιδρύματα» στην Ελλάδα γίνεται προς άγραν εθνικών ευεργετών είναι γραφική αφέλεια. Αυτά έρχονται για να τελειώσει ο «αναχρονισμός» του 16Σ.
Αν τη στιγμή της ίδρυσης της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, η συντηρητική παράταξη, σε άλλους κοινωνικοϊδεολογικούς συσχετισμούς, όντως εννοούσε ότι «η Ανώτατη Παιδεία είναι και οφείλει να είναι μόνον κρατική δια τον φόβον του μπίζινες » (έτσι υποστήριζε στην κοινοβουλευτική αγόρευσή του ο βουλευτής Δ. Νιάνιας τον Γενάρη του 1975 και μας θύμισε ο Κ. Γιαννακόπουλος σε μια εξαιρετική μελέτη (https://nomarchia.gr/i-apaksiosi-tou-syntagmatos/#_ftn8 ) εδώ και αρκετά χρόνια, και σίγουρα προ της πεντηκονταετίας της, πλέον η θέση της Δεξιάς και του φιλελεύθερου κέντρου είναι ότι συνιστά ανωμαλία στον καπιταλισμό να εξαιρείται η πανεπιστημιακή εκπαίδευση από την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Εδώ όντως έχουμε έναν υποδειγματικό πόλεμο θέσεων: κάποιοι πιστεύουν ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση οφείλει να συνιστά αγαθό εκτός αγοράς, κάποιοι εντός αγοράς, ενώ κάποιοι βρίσκονται ανάμεσα, θεωρώντας ότι η πανεπιστημιακή μόρφωση είναι δημόσια υπόθεση κατά κύριο λόγο, αλλά –γιατί όχι – και ιδιωτική. Η ελληνική κυβέρνηση και οι υπερασπιστές της προτεινόμενης ρύθμισης ταλαντεύονται ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη θέση.
Οι δύο πρώτες θέσεις μιλάνε από μόνες τους. Την τρίτη θέση ωστόσο –οφείλουμε να την ερμηνεύσουμε στα συμφραζόμενα της συγκυρίας. Μπορεί να υλοποιηθεί ή de facto θα ολισθήσει προς τη δεύτερη, κατά την πραγμάτωσή της;
Η πολιτική απάντηση στην οποία καταλήγω είναι ότι αν τυχόν εμπιστευθεί κανείς στη συγκεκριμένη κυβέρνηση που νιώθει ειλικρινή αλλεργία απέναντι σε οτιδήποτε δημόσιο, την ιδιωτικοποίηση πανεπιστημίων έστω και επικουρικά ως προς το δημόσιο, θα οδηγηθούμε σε μια κατάσταση όπου οι ρόλοι θα αντιστραφούν: κάποια επιλεγμένα δημόσια ιδρύματα (αυτά που οι ιδιώτες δεν θα θελήσουν να ανοίξουν, διότι είναι ακριβά) θα στέκονται επαρκώς δίπλα στα ιδιωτικά, ενώ τα υπόλοιπα δημόσια σταδιακά θα μαραζώνουν.
Με δυο λόγια η αντίθεσή μου στα «μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια» είναι διπλή. Πρώτον, αντίθεση αρχών, διότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση πρέπει να είναι εκτός αγοράς. Δεύτερον, αντίθεση με βάση την πολιτική εκτίμηση, καθώς δεν εμπιστεύομαι ότι αυτή η κυβέρνηση δύναται να εφαρμόσει ένα σχέδιο όπου το δημόσιο πανεπιστήμιο θα συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του με το όποιο κύρος διαθέτει, παρόντων των ιδιωτικών.
Η Νέα Δημοκρατία θα υλοποιήσει την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων, υποβαθμίζοντας περαιτέρω το κύρος του δημοσίου. Έχει δώσει, άλλωστε, επαρκή δείγματα στην κατεύθυνση αυτή σε πλείστους άλλους τομείς δημοσίων πολιτικών.
Εξάλλου, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν έρχονται στην Ελλάδα προκειμένου η αστική τάξη να στέλνει τα παιδιά της να σπουδάζουν σε ιδρύματα κύρους εντός επικράτειας, αλλά προκειμένου οι Έλληνες μικρομεσαίοι των οποίων τα παιδιών δεν περάσανε στις πανελλήνιες να μην τα στέλνουν στην Κύπρο. Εξ ου και ο Έλληνας πρωθυπουργός, βρήκε, απ’ όλες τις χώρες του πλανήτη, ως παράδειγμα προς μίμηση, το κυπριακό μοντέλο. Βέβαια, ο ίδιος δεν υπάρχει περίπτωση να έστελνε ποτέ τα παιδιά του σε κυπριακό πανεπιστήμιο…
Ούτε όμως σε ελληνικό.
Η κυβέρνηση αυτή αποστρέφεται εμμονικά το δημόσιο πανεπιστήμιο, το θεωρεί εστία ανομίας, τεμπελιάς και μετριότητας και για τον λόγο αυτό θέλει να πάρει μια υπαρξιακή ιδεολογική ρεβάνς για τα πενηντάχρονα της Μεταπολίτευσης. Μια ρεβάνς που ταιριάζει στο κυβερνητικό αφήγημα ότι για όλα φταίει ο μεταπολιτευτικός «δικαιωματισμός» και ο «λαϊκισμός». Το να αφήσεις όμως την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να διαφυλάξει το κύρος των δημοσιών πανεπιστημίων δια της ίδρυσης ιδιωτικών «μη κερδοσκοπικών» είναι σαν να αφήσεις μια ομάδα αντιεξουσιαστών του μαύρου μπλοκ να προστατέψουν ένα αστυνομικό τμήμα κατά τη διάρκεια πορείας διαμαρτυρίας για την αστυνομική βία.
Υπάρχουν όμως και οι δικές μας ευθύνες
Με δεδομένα τα παραπάνω, Η άποψή μου ωστόσο είναι ότι δεν αρκεί η βουλιμία της μιας πλευράς για να δημιουργηθεί αυτός ο συσχετισμός σε βάρος των δημοσίων πανεπιστημίων. Χρειάζεται και η αδράνεια εκείνης που υπερασπίζεται το δημόσιο.
Με τον όρο αδράνεια εννοώ δύο πράγματα.
Πρώτον υπό το καθεστώς του μπαμπούλα της ιδιωτικοποίησης των ΑΕΙ αλλά και για λόγους συντεχνιακής φύσης ανεχθήκαμε για χρόνια ένα αδιανόητο κρατικό πατερναλισμό και μια ευθεία εξάρτηση από τις εκάστοτε ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας, μια εξάρτηση που ανατροφοδοτούνταν κάθε φορά επιχειρούνταν να ξεπεραστεί με νέους κρατικούς σχεδιασμούς άνωθεν εκπορευομένους. Δεν εναντιωθήκαμε πειστικά σε έναν ασφυκτικό εναγκαλισμό των ΑΕΙ με το κράτος που νεκρώνει την ίδια την έννοια του αυτοδιοίκητου.
Τα ελληνικό πανεπιστήμιο λοιπόν όχι μόνο υπόκειται –και ορθώς βέβαια–στον νόμο, όπως οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία, αλλά δεν μπορεί να δεσμεύσει τον νομοθέτη ούτε για θέματα που εμπίπτουν στο κατεξοχήν πεδίο της αρμοδιότητάς του: ούτε καν τον αριθμό των εισακτέων στα τμήματά μας δεν μπορούμε να καθορίσουμε.
Τελώντας «υπό την εποπτεία του κράτους», όπως λέει το 16 παρ. 5 του Συντάγματος;, υποκείμεθα σε έναν εξαντλητικό έλεγχο νομιμότητας, με αποτέλεσμα μια αδιανόητη γραφειοκρατικοποίηση. Το δημόσιο πανεπιστήμιο λοιπόν υπάγεται, όπως οποιαδήποτε άλλη δημόσια υπηρεσία, στο δημόσιο λογιστικό και φυσικά στην αρχή της νομιμότητας που επιτάσσει πως όλα απαγορεύονται εκτός αν επιτρέπονται ρητά.
Κοινώς, υπό το φόβο της ιδιωτικοποιημένης ασυδοσίας, αποδεχθήκαμε εν τη αδρανεία μας, την πλήρη ρύθμιση ενός πανεπιστήμιου κατ’ όνομα αυτοδιοικούμενου, ανηλίκου ωστόσο στην πράξη.
Όσο πιο εμμονική εναντίον του δημοσίου πανεπιστημίου είναι μια κυβέρνηση –και η παρούσα είναι κατεξοχήν– τόσο περισσότερο κρατικό το καθιστά, απονεκρώνοντας τη δημιουργικότητα και την αυτονομία του, αρνούμενη ουσιαστικά την ενδυνάμωσή του. Η εγκαθίδρυση προσωποπαγών οργάνων αυταρχικής διοίκησης που στοχεύουν στην απόλυτη ευθυγράμμιση τυχόν «κακοτεχνιών» με τη βούληση του υπουργείου, εκεί ακριβώς στοχεύει. Ο 500 σχεδόν άρθρων διαβόητος νόμος Κεραμέως αυτό ακριβώς επιχειρεί.
Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, έχει φυσικά συμβεί και με την κατώτερη και μέση εκπαίδευση, όπου φτιάξαμε ένα σχολείο ερμητικά κλειστό στην ίδια την κοινωνία. Και αυτό το αποδεχθήκαμε και η κοινωνία και οι υπέρμαχοι του δημόσιου, οι εκπαιδευτικοί κλπ. Δεν λέω ότι μας ενθουσιάζει, πάντως αγώνα εναντίον του δεν κάναμε, ούτε κάνουμε. Τα αποτελέσματα πλέον είναι προφανή: το λύκειο απονεκρώθηκε, η μέση εκπαίδευση φροντιστηριοποιήθηκε, η βαθμοθηρία έγινε εθισμός, το ψυχικό και οικονομικό κόστος στην οικογένεια είναι αδιανόητο, η παραπαιδεία ανθεί, η παπαγαλία έγινε εξάρτηση, οι λεγόμενες «δραστηριότητες» των παιδιών καθορίζουν καθολικά την ζωή των περισσότερων ελληνικών οικογενειών. Το πιο καθοριστικό, τέλος, ο τρόπος εισαγωγής στο πανεπιστήμιο: η κρεατομηχανή των – όντως αδιάβλητων– πανελληνίων που αποτελεί τον απόλυτο τροχονόμο εισαγωγής στα ΑΕΙ.
Όλοι γνωρίζουμε ότι με την εξαίρεση των σχολών υψηλής ζήτησης, η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών περνάει σε πανεπιστήμια που δεν επιθυμεί. Να μια αδιανόητη ελληνική ιδιαιτερότητα που έχει βολέψει το σύστημα – και μας μαζί– απονεκρώνοντας τη δημιουργικότητα και διάθεση για δουλειά των νέων ανθρώπων.
Πιστεύω πως οποιαδήποτε προσπάθεια ανασυγκρότησης της δημόσιας εκπαίδευσης πρέπει να ξεκινάει κυρίως από τα κάτω. Μας αρέσει λοιπόν αυτό το σκουριασμένο σχολείο που στέλνουμε τα παιδιά μας; Δεν θα έπρεπε να σκεφτούμε σταδιακά την απαλλαγή από τον Μολώχ των πανελληνίων, τουλάχιστον για τις σχολές χαμηλής ή μεσαίας ζήτησης; Αυτό από μόνο του θα στερούσε πολλά επιχειρήματα από τους απολογητές του ιδιωτικού πανεπιστημίου που απλώς διερωτώνται γιατί τα παιδιά να βγαίνουν στο εξωτερικό να σπουδάζουν, ενώ θα μπορούσαν να σπουδάζουν εδώ.
Τέτοιες προτάσεις είχαν κατατεθεί στα «Πορίσματα του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία» το 2016 και είχανε περίπου την τύχη που είχε ο υπουργός που τα έβαλε με την Εκκλησία, ενώ οι όποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση αυτή λίγο αργότερα δεν πραγματώθηκαν.
Κοινώς, όταν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα απελευθερώσουν τη δύναμη και τη ζωτικότητα ενός ολόκληρου κοινωνικού πεδίου δεν υλοποιούνται όταν πρέπει, όταν κοινώς διστάζεις να κάνεις τα δέοντα και εφησυχάζεις σε μια συντεχνιακή αδράνεια υπό ένα κράτος που ποδηγετεί πατερναλιστικά την εκπαίδευση, τότε ο αντίπαλος βρίσκει ευκολότερα στρωμένο δρόμο για τις δικές του αντι-μεταρρυθμίσεις.
Ας αναγνωρίσουμε, ακόμη κι αν διαφωνούμε στις αποχρώσεις, ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει τώρα με τα «μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια».