Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις για την επαναφορά των κομματικών προϊσταμένων στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις φανερώνουν ότι η ιδέα της «αποπολιτικοποιημένης διοίκησης» στη χώρα μας είχε τελικά την ίδια μοίρα με όλα τα υπόλοιπα εισαγόμενα «εκσυγχρονιστικά» δόγματα. Είναι η μοίρα μιας «διπλής ζωής», όπου όλοι επισήμως διακηρύσσουν την προσήλωσή τους σε ορισμένες αρχές, ενώ στην πράξη -ή στο ημίφως των άτυπων πρακτικών- πασχίζουν παντοειδώς να τις ακυρώσουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι παράλληλα με την τάση της αποπολιτικοποίησης αναπτύσσονται συνεχώς αντίρροπες δυνάμεις κομματικής χειραγώγησης της διοίκησης που φανερώνουν την ανθεκτικότητα του παραδοσιακού τρόπου κρατικής λειτουργίας, όπου κυριαρχούν ο πληθωρισμός των δομών, τα πελατειακά δίκτυα επιρροής και η «υπερ-πολιτικοποίηση» των επιτελικών θέσεων.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το αίτημα του φιλελεύθερου Κράτους Δικαίου για πολιτικά και κομματικά ουδέτερη διοίκηση, εξελίσσεται σταδιακά σε συστατικό στοιχείο της βεμπεριανής γραφειοκρατίας που συνδυάζει την αποτελεσματικότητα με την αξιοκρατική επιλογή και τον επαγγελματισμό των στελεχών. Στη δε σύγχρονη διοίκηση, η απαλλαγή της διοικητικής λειτουργίας από δυσμενείς πολιτικές επιρροές σημαίνει ότι αφαιρείται «πολιτική ύλη» από το αντιπροσωπευτικό σύστημα προκειμένου να διασωθεί η συνολική ρυθμιστική ικανότητα του Κράτους.
Στη χώρα μας, η «αποπολιτικοποίηση», ως μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, συνδέθηκε πρωτίστως με την αποκομματικοποίηση της διοικητικής δράσης, καθώς η παθογένεια της «κομματοκρατίας» είχε προσλάβει ενδημικές διαστάσεις, όπως επισημαίνεται από τις δεκαετίες του ’80 και του’90 σε όλες τις εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων. Η σύνδεση «αποπολιτικοποίησης» και διοικητικής αναβάθμισης του Κράτους προβάλλει εξίσου εμφατικά στις συστάσεις των διεθνών και ενωσιακών θεσμών εν όψει ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης, αλλά και στα ίδια τα κείμενα των Μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων. Στο Νόμο του 3ου Μνημονίου, μάλιστα, περιλαμβάνονται ειδικές αναφορές σε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα «αποπολιτικοποίησης της ελληνικής Διοίκησης», με έμφαση στην «αποσύνδεση της τεχνικής εφαρμογής από τις πολιτικές αποφάσεις» και την «ορθή εκχώρηση εξουσιών» στη λειτουργία της Διοίκησης.
Προκρίνεται έτσι η γενικευμένη εφαρμογή μεθόδων τεχνοκρατικής διοίκησης και αξιοκρατικής επιλογής των επιτελικών στελεχών, ενώ αμφισβητούνται έντονα οι πρακτικές κατάληψης υψηλόβαθμων θέσεων από μετακλητούς υπαλλήλους. Οι ισορροπίες μεταξύ ευκαιριακών συνεργατών και τυπικής Δημόσιας Διοίκησης επανεξετάζονται και προβάλλεται η επαγγελματική επάρκεια των υψηλόβαθμων διοικητικών στελεχών στα οποία εκχωρούνται κρίσιμες λειτουργίες στρατηγικού σχεδιασμού και ορθολογικής διαχείρισης.
Σε αυτό το πλαίσιο, επιλέγεται προσωρινά, ήδη από τον Ιανουάριο του 2015, η λύση της αντικατάστασης των πολιτικά διορισμένων Γενικών Γραμματέων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων από υπηρεσιακά στελέχη, ενώ στη συνέχεια θεσμοθετείται η αξιοκρατική επιλογή τους από το ΑΣΕΠ, με αποτέλεσμα να τοποθετηθούν ως Συντονιστές 7 διακεκριμένα διοικητικά στελέχη. Περιέργως, αυτή η ιδιαίτερα σημαντική θεσμική τομή, που ανέτρεπε μια κομματοκρατική παράδοση τουλάχιστον 150 χρόνων στη λειτουργία του αποκεντρωτικού συστήματος, αναδείχθηκε ελάχιστα τόσο από την κυβερνώσα παράταξη, που βασανιζόταν από ενοχικά σύνδρομα αναφορικά με τη δημοκρατική νομιμοποίηση του θεσμού, όσο και τους μελετητές της διοίκησης που δεν αξιολόγησαν επαρκώς το θεσμικό εγχείρημα ή την εξαετή συμβολή των Συντονιστών στην ενίσχυση του διοικητικού υποσυστήματος.
Κατόπιν όλων αυτών, η πρόσφατη θεσμοθέτηση, με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, της επιστροφής των μετακλητών επικεφαλής των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, ως πολιτικών προϊσταμένων των υπηρεσιακών 7 Συντονιστών, στο πλαίσιο ενός παράδοξου «διπλού συστήματος» διοίκησης, περισσότερο προδίδει ευκαιριακή προσέγγιση και χειραγωγικές διαθέσεις, εν όψει μακράς προεκλογικής περιόδου, παρά εγγράφεται σε μια συνεπή μεταρρυθμιστική λογική.
Μοιραία προβάλλουν τα εξής ερωτήματα: Πόθεν προκύπτει ότι η επιστροφή των μετακλητών συμβάλλει στην εμπέδωση του «επιτελικού κράτους» ή «την αναβάθμιση των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων», όταν σε όλα τα ανεπτυγμένα διοικητικά συστήματα του κόσμου η έννοια της «επιτελικότητας» συνδέεται με την αξιοποίηση ικανών υπηρεσιακών παραγόντων στις υψηλές διοικητικές θέσεις; Για ποιο λόγο ένα αξιοκρατικά τοποθετημένο υπηρεσιακό στέλεχος δεν μπορεί να αναλάβει τον «επιτελικό σχεδιασμό» των αποκεντρωμένων δράσεων και τη «στοχοθεσία των υπηρεσιών» και μοιάζει πιο κατάλληλος γι’ αυτό ένας κομματικά έμπιστος γκαουλάιτερ που μπορεί να μην διαθέτει την παραμικρή τεχνογνωσία ή εκπαίδευση για ένα τέτοιο καθήκον; Και γιατί άραγε αποτελεί «δυσλειτουργία» η επιλογή των επικεφαλής των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων από στελέχη με βαθμό Γενικού Διευθυντή; Η επιλογή από το ΑΣΕΠ Υπηρεσιακών Γραμματέων στα Υπουργεία, που διαχειρίζονται το πορτοφόλι και το προσωπικό των Υπουργείων, αποτελεί κι αυτό «δυσλειτουργία»; Από πού και ως πού, επίσης, η αποδοτική λειτουργία των αποκεντρωμένων δομών στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κυβερνητικού σχεδίου, που εκφράζεται μέσα από καθορισμένες νομοθετικές και διοικητικές πράξεις, είναι υπόθεση των κομματικών γραφείων του κυβερνώντος κόμματος; Τέλος, γιατί ένα τοποθετημένο «πολιτικό πρόσωπο» είναι καταλληλότερο να αναλάβει την ευθύνη της διοικητικής εφαρμογής των πολιτικών ή της λειτουργίας μιας υπηρεσιακής μονάδας, αντί για ένα έμπειρο και ικανό δημόσιο στέλεχος, όπως ο Συντονιστής, στο οποίο ούτως ή άλλως παραμένει το κύριο λειτουργικό διοικητικό βάρος; Τι παραπάνω διαθέτει ένα τέτοιο πρόσωπο, πέρα από τη σχέση κομματικής εξάρτησης με την πολιτική ηγεσία, που τον καθιστά μεν πειθήνιο τοποτηρητή και πρόθυμο διεκπεραιωτή των κάθε λογής κυβερνητικών «επιθυμιών», αλλά σε καμία περίπτωση αποτελεσματικό διαχειριστή της επίσημης κυβερνητικής πολιτικής.
Αυτή όμως είναι η μοίρα της «αποπολιτικοποίησης» στη χώρα μας. Όσο περνάει ο καιρός, λιγότερο θυμίζει μεταρρυθμιστικό πρόταγμα και περισσότερο τη «διπλή ζωή της Βερόνικα»…
Δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 21.07.2022