Πενήντα χρόνια από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και τα συνταγματικά κλισέ κυριαρχούν στις ποικίλες απόπειρες αποτίμησης της πορείας του. Θα μπορούσαν να αποδοθούν σχηματικά ως εξής: «Το Σύνταγμα του 1975 είναι ένα απολύτως επιτυχημένο και ανθεκτικό Σύνταγμα που σφράγισε την εποχή της μεταπολίτευσης. Παρέμεινε αλώβητο απέναντι σε πολλαπλές κρίσεις, καθώς μετά από μικρά διαστήματα αδράνειας πάντα επανερχόταν για να ρυθμίσει τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις. Όμως επειδή άρχισε να παλιώνει, του χρειάζεται ένα γενναίο «λίφτινγκ» για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της νέας εποχής».
Γενικώς, ένα Σύνταγμα θεωρείται «επιτυχημένο» όταν κατορθώνει να ρυθμίσει τις σχέσεις εξουσίας και να κατευθύνει τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις σύμφωνα με τις προθέσεις των εμπνευστών του. Για μια διαδεδομένη αντίληψη, μάλιστα, το μέτρο της «συνταγματικής επιτυχίας» έγκειται στον βαθμό υπακοής που επιδεικνύουν τα κρατικά όργανα έναντι του θεμελιώδους χάρτη. Η ορθή τήρηση του Συντάγματος παραμένει έτσι αενάως εξαρτημένη από την αγαθή βούληση των εφαρμοστών του.
Το Σύνταγμα του 1975, όπως κάθε νεωτερικό Σύνταγμα, εμπνεόταν από την αισιόδοξη προσδοκία, πολλαπλώς ενισχυμένη από τη μεταπολιτευτική ευφορία, για έναν «καλύτερο κόσμο» με βάση τις επιταγές του. Σήμερα, βεβαίως κανείς δεν υποστηρίζει σοβαρά ότι η κοινωνικο-πολιτική ζωή εξελίχθηκε βάσει αυτών των επιταγών. Αναγνωρίζεται, όμως, ευρέως ότι υπό τη σκέπη τους και στο πλαίσιο της «εξελικτικής ερμηνείας» τους επιχειρήθηκε η αρμονική ένταξη της χώρας στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον και η ομαλή προσαρμογή της στις ριζικές ανακατατάξεις της νέας εποχής. Στη θεώρηση αυτή, ωστόσο, είναι η εξελισσόμενη πραγματικότητα που επιδρά στο Σύνταγμα και όχι το αντίστροφο. Πρόκειται, επομένως, για μια μάλλον «εικονική» επιτυχία, αφού το Σύνταγμα δεν προκάλεσε, αλλά επικύρωσε εξελίξεις, οι οποίες ανάγονται σε κέντρα λήψης αποφάσεων και θεσμικών διευθετήσεων που υπερβαίνουν κατά πολύ το ψηφισμένο κείμενο του 1975.
Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα εξελίσσεται ερήμην του Συντάγματος, που έχει πλέον εκφυλιστεί σε «ρετρό» ανάγνωσμα χωρίς πρακτικό αντίκρισμα; Αν και ο χάρτης των σύγχρονων σχέσεων εξουσίας απέχει πολύ από τις εμπνεύσεις των συντακτών του 1975, ο «σκελετός» της πολιτειακής τάξης που θεσπίστηκε στην αυγή της Μεταπολίτευσης δεν έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις. Το τυπικό Σύνταγμα παραμένει, επομένως, καθοριστικό στοιχείο του συστήματος διακυβέρνησης, επειδή συνεχίζει να αποτελεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της θεσμικής μας συνύπαρξης. Εν μέσω πολλαπλών κρίσεων επανέρχεται μάλιστα μια πιο «ρεαλιστική» ματιά για το Σύνταγμα: όχι πλέον σαν άθροισμα παραγράφων, αλλά σαν σύνολο από θεσμούς, όργανα και διαδικασίες που αλληλοεξαρτώνται και συλλειτουργούν. Για το συνταγματικό ιδεώδες του 18ου αιώνα, που κορυφώνεται στο Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787, ένα «καλό Σύνταγμα» ήταν εργαλείο διάπλασης της κοινωνίας, επειδή ασκούσε επιρροή ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της πολιτικής βούλησης των εφαρμοστών του. Ήταν ένα ισορροπημένο σύστημα αντιβάρων και αλληλοελέγχων μεταξύ διαφόρων συνταγματικών «παικτών», που πετύχαινε τους στόχους του χάρη στην εσωτερική του διάρθρωση. Ήταν «το Σύνταγμα που καθόριζε την πραγματικότητα» και όχι «η πραγματικότητα το Σύνταγμα».
Το Σύνταγμα του 1975 ολοφάνερα δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Είναι μεν ένα Σύνταγμα – ορόσημο για την πολιτική μας ιστορία, το οποίο ενσωματώνει, μέσω ευρύτατων συναινέσεων, σημαντικές δημοκρατικές, δικαιοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις, πλην όμως ελάχιστα ανταποκρίνεται στο πρότυπο του «επιδραστικού» Συντάγματος. Δεν επέτυχε ούτε να λειτουργήσει αποτρεπτικά έναντι των επερχόμενων κρίσεων (κατάρρευση δημοσιονομικών) ούτε να αντιμετωπίσει γενετικές παθογένειες ή υστερήσεις του κράτους και του πολιτικού συστήματος (συγκεντρωτισμός, πελατειασμός, διαπλοκή, νεποτισμός). Ούτε η «εξελικτική ερμηνεία» του προσφέρει, όμως, κάποια διέξοδο, όσο πολλαπλασιάζονται οι «διαπλαστικές» προσεγγίσεις που απομειώνουν τα αρχικά επίπεδα συνταγματικής προστασίας. Τέλος, σε αυτό το ελάχιστα ειδυλλιακό τοπίο, η «επιτυχία του Συντάγματος» δεν διασώζεται ούτε με επιθετικές καταγγελίες της αντισυνταγματικότητας, επιτηδευμένες απολογητικές ερμηνείες ή επιδεικτική αγνόηση του συνταγματικού «γράμματος». Δεν αρκεί καν μια νέα αναθεώρηση για να αναταχθεί το κύρος του Συντάγματος. Προτιμότερη θα ήταν μια πιο μετριοπαθής αποτίμηση που θα απέδιδε στο Σύνταγμα του 1975 τον πραγματικό του ρόλο: αυτόν του «σκελετού» της διακυβέρνησης, ήτοι της αφετηριακής βάσης και των ελάχιστων κοινών όρων της θεσμικής μας συνύπαρξης. Οι σύγχρονοι τρόποι άρθρωσης της εξουσίας και οι παράγοντες που τους επηρεάζουν πρέπει να αναζητηθούν εκτός του συνταγματικού κειμένου, σε πεδία όπως το κομματικό σύστημα, η σχέση του με τον εκλογικό νόμο, η διασύνδεση πολιτικής και ιδιωτικής εξουσίας ή η σχέση εθνικής-υπερεθνικής διακυβέρνησης. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να «απομαγευθεί» η έννοια του Συντάγματος και να περιοριστεί η αλόγιστη εργαλειακή χρήση της στον πολιτικό ανταγωνισμό. Και αυτό είναι ένα διόλου αμελητέο όφελος.
Δημοσιεύθηκε το Σάββατο 7 Ιουνίου στο ειδικό αφιέρωμα της εφημερίδας «Τα Νέα» με τίτλο «Τι Σύνταγμα χρειαζόμαστε;».