Σύνταγμα χωρίς έδαφος

Νικόλαος Παρασκευόπουλος, ομ. καθηγητής ΑΠΘ

1. Ο μετανάστης που επιστρέφει  και φιλά το χώμα της πατρίδας του δεν συμβολίζει τον εθνικισμό, αλλά τη δημοκρατία: Η ταυτότητα ενός έθνους μπορεί να προσδιορίζεται μεταξύ άλλων και με βάση την ομογένεια, η ταυτότητα της δημοκρατίας όμως όχι χωρίς έδαφος.  Επομένως το ερώτημα που απασχολεί σήμερα, αν η ανώτατη εκπαίδευση  στην Ελλάδα ως προς τα θεμελιακά της ζητήματα θα πρέπει σε περίπτωση  αντίθεσης να ρυθμίζεται από τα καταστατικά  κείμενα  της Ευρωπαϊκής Ένωσης έστω και contra constitutionem  δεν έχει μόνο κανονιστική διάσταση: Αφορά επίσης την ιστορία, την κοινωνία, την πολιτική επιστήμη, αλλά κατεξοχήν και την δημοκρατική  ταυτότητα.

Αν τα παραπάνω έχουν κάποια σημασία τότε βαραίνει επίσης οπωσδήποτε, και μάλιστα ως  προεπιλογή, και η μεθοδολογική διάσταση:  Σε περίπτωση απορίας για το νόημα, ορίζει άραγε ο κανόνας  την πραγματικότητα, ή το αντίστροφο, ή μήπως η σχέση αυτή είναι διαδραστική; Ο Αριστοτέλης, θεωρώντας την πόλη ως φυσική βάση της νόησης  και τον άνθρωπο ως πολιτικό και κοινωνικό ον, προέτασσε κανονιστικά την πραγματικότητα[1], ενώ η κυρίαρχη θετικιστική  μεθοδολογία βρίσκεται σήμερα πιο κοντά στο κλίμα της καντιανής φιλοσοφίας   προτάσσοντας την  ισχύ του κανόνα.

Η ανάγκη να προσέχει  η δημοκρατία το γεωγραφικό πλαίσιο αναφοράς της δεν έχει ξεπεραστεί. [2]  Γι’ αυτό μια  παγκόσμια δημοκρατική  διακυβέρνηση δεν είναι ορατή στον ορίζοντα. Ίσως ακόμη χρειάζεται να θυμόμαστε ως και τον Κλεισθένη, που στήριξε στο κριτήριο του  κοινού τόπου την ίδρυση του δήμου και της δημοκρατίας με τους νόμους και τα δικαστήριά της. Καταλαβαίνω βέβαια ότι  παλαιά κείμενα ή παμπάλαιοι θεσμοί  δεν αποτελούν ακλόνητο  επιχείρημα. Γι’ αυτό συνοψίζω κάτι σύγχρονο: Οι βασικές δημοκρατικές λειτουργίες (συμμετοχή, λογοδοσία, ακόμη και ψήφος με γνώση της ικανότητας των υποψηφίων να αντιπροσωπεύσουν τους πολίτες) χωρίς ορισμένο έδαφος αναφοράς γίνονται αδύνατες. Ακόμη και η διαβούλευση, ο διάλογος, υστερεί ποιοτικά όταν διεξάγεται ηλεκτρονικά, χωρίς κοινό τόπο και συνδηλώσεις του περιβάλλοντος, χωρίς ενσυναίσθηση ή  άμεση εγκεφαλική – αισθητηριακή αλληλενέργεια των συμμετεχόντων. Ας μην ξεχνούμε ότι η διαλεκτική διερώτηση επιζητεί την αλήθεια[3], τη στιγμή που  η παγκοσμιοποιημένη τεχνητή νοημοσύνη παράγει σκέψεις με συνειρμούς και συλλογισμούς και είναι ευάλωτη στην προπαγάνδα[4], ενώ και η οθόνη δυσχεραίνει με πολλούς τρόπους. Σωστά λέγεται ότι η έλλειψη συνεκτικής κοινότητας οδηγεί ακόμη και σε γνωστική αποσύνθεση (epistemic disintegration)[5].

Για όσους αποδέχονται τα παραπάνω ως συζητήσιμα, η επαύξηση  ή συρρίκνωση της  κανονιστικής εμβέλειας ενός Συντάγματος,  όχι απλώς  με  ερμηνευτικά εργαλεία  (πράγμα φυσικά απολύτως θεμιτό) αλλά με  καταστροφικές νοήματος [6]  contra constitutionem  παρεμβάσεις, προϋποθέτει  αντίστοιχη επαύξηση ή συρρίκνωση του εδάφους και αντίστοιχα της λαϊκής κυριαρχίας.[7]

 

  1. Με βάση τα παραπάνω θεωρώ εύλογο το γεγονός ότι, όπως διαβάζω από ειδικούς[8], η παιδεία στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ είναι ένα θέμα προσδιοριστικό της εθνικής και φυσικά και πολιτιστικής ταυτότητας και γι’ αυτό επαφίεται καταρχήν στις εθνικές δικαιοταξίες.  Για μια ήδη συγκροτημένη κοινωνία η παιδεία αποτελεί όργανο και όρο  της κοινωνικής ευρυθμίας.  Ιδίως το οικοδόμημα της  κλασικής ελληνικής παιδείας έχει διαρκή πολιτιστική αντοχή. Στον Πρόλογό του στο ογκώδες τρίτομο έργο του  «Παιδεία»  ο Γερμανός φιλόλογος Werner Jaeger απευθυνόμενος ευρύτερα σημείωνε ότι η γνώση της ουσίας του ελληνικού μορφωτικού φαινομένου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύγχρονη (έγραφε την α’ έκδοση το 1959) αγωγή.

Γενικά  η παιδεία είναι ο κοινός ζωτικός και δημιουργικός δρόμος για την ανάπτυξη της επιστήμης και της πολιτικής. Η καλλιέργειά της επιτελείται με ιστορικά βήματα και πολιτιστικές συνδηλώσεις και εισφέρει  βασική υποδομή για το μέλλον, γι’ αυτό απευθύνεται κυρίως στους νέους και επενδύεται με ελπίδες. Η απότομη μετάβαση ωστόσο από ένα σύστημα δημόσιας ανώτατης  εκπαίδευσης σε ένα αντίστοιχο ιδιωτικό  χωρίς διευρυμένη αναθεωρητική διαβούλευση αποτελεί κλειστή και επικίνδυνη  στροφή: Η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση  είναι πιθανό να προωθεί  την ανταγωνιστική – ιδιωτική καλλιέργεια της γνώσης  σε πεδία  της κοινής ωφέλειας, να περιορίζει βασικές έρευνες που αφήνουν αδιάφορη ή επιβαρύνουν την αγορά, ή να περιορίζει με οικονομικά κριτήρια την πρόσβαση πολλών στην προηγμένη γνώση. Είναι πιθανό να προτάξει μια  πρόοδο μέσω των αρίστων στη θέση της προόδου μέσω της εκπαίδευσης των πολλών, παρά τις ισχυρές διαχρονικές ενδείξεις υπέρ της δεύτερης μεθόδου.[9] Είναι ευνόητο ότι οι παραπάνω κρίσιμοι ουσιαστικοί παράγοντες  διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Ασφαλώς, είτε χαρακτηριστούν ουσία είτε μια  δυναμική  της πραγματικότητας, πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά με ευρύ ακαδημαϊκό διάλογο και εντέλει με διαφανή και χρονοβόρα αναθεωρητική συζήτηση.  Μια δικαστική τους αξιολόγηση με δικανική επιλογή  θα καταναλώσει εφάπαξ την ελευθερία της επιστήμης όντας διαδικαστικά ασθενική και απρόσφορη.

  1. Το κείμενο που ακολουθεί στη συνέχεια με επουσιώδεις διαφορές έχει ήδη δημοσιευθεί [10].  Εδώ ο τίτλος είναι νέος, επειδή το κέντρο βάρους των σκέψεων βρίσκεται πλέον στις παραπάνω  πρόσθετες παραγράφους, που αναφέρονται στην εδαφική  βάση  του Συντάγματος.

Όπως είναι γνωστό, το ενδιαφέρον για το άρθρο 16 του Συντάγματος και  τις ρυθμίσεις του για το πανεπιστήμιο είναι πανελλήνιο, όχι μόνο λόγω των ευνόητων κοινωνικών και ακαδημαϊκών του διαστάσεων, αλλά και πολιτικά:  Κατά τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος των ετών 2001, 2008 και 2019  αποκρούστηκε ρητά και συγκρουσιακά η πρόταση το άρθρο  να  αναθεωρηθεί. Κατά τις εργασίες της Α’ Επιτροπής για την τελευταία Αναθεώρηση του Συντάγματος[11] στο Κοινοβούλιο ο σημερινός Πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης  δήλωνε από το βήμα ότι τα κορυφαία για το κόμμα του  ζητούμενα  αναθεώρησης αφορούν ακριβώς το άρθρο 16 και το άρθρο 24 (προστασία φυσικού πολιτιστικού περιβάλλοντος, χωροταξία, πολεοδομία) του Συντάγματος. Η Βουλή  τότε καταψήφισε την πρόταση, τέχνες, επιστήμες, παιδεία, αθλητισμός, περιβάλλον παρέμειναν με τις ως τότε ισχύουσες συνταγματικές  εγγυήσεις άθικτες.

Όμως το θέμα έγινε  ακόμη ευρύτερο: Το να αντικρούει  κάθετα ένα από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας το γράμμα του Συντάγματος, λέγοντας «το άσπρο – μαύρο», αφορά τον ορθό λόγο, τον καθένα πολίτη και το πολίτευμα γενικά. Σαφής στην  κατεύθυνση της αντισυνταγματικότητας ήταν η γνώμη της ισχυρής μειοψηφίας των 8 μελών (που αναφέρονται σε πρόδηλη αντίθεση) στις ίδιες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ. Μνημονεύω επίσης κάποιες από τις τεκμηριωμένες  αντιρρήσεις που ως τώρα διατυπώθηκαν:  Ο επίτιμος καθηγητής και ακαδημαϊκός Μ. Σταθόπουλος αναφέρθηκε  σε αβίαστα προκύπτουσα αντισυνταγματικότητα, ο Δ.  Πετρούλιας, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ. σε έκδηλη αντισυνταγματικότητα,  σε  άρθρο του καθηγητή Σπ. Βλαχόπουλου γίνεται λόγος για α-κειμενικά εξαγόμενα (atextual outcomes), σε αντίστοιχο του καθ. Κ. Γιαννακόπουλου αντίστοιχα για «ερμηνευτική αποκένωση»  (κατά το αγγλικό  hollowing of the State)[12].  Φαίνεται καθαρό πως με την κρίση της πλειοψηφίας το κείμενο του Συντάγματος δεν αλλοιώνεται απλώς, δεν πρόκειται δηλαδή  για εισαγωγή εξαίρεσης[13], ούτε μόνο για στρέβλωση νοήματος[14],  παρά απομένει  γράμμα τελείως κενό, δεκτικό για οποιαδήποτε αλλαγή, ακόμη και με μορφή αντιστροφής.

Ο σεβασμός της γραμματικής  διατύπωσης του συντάγματος έχει πρώτιστα κοινωνική και πολιτιστική αξία. Διασφαλίζει την εμπιστοσύνη του πολίτη στους θεσμούς και μέσω αυτής την κοινωνική συνοχή και την ασφάλεια του δικαίου. Διαφορετικά, παραβιάζεται η συστατική του  κράτους δικαίου αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς χωρεί μια  ανεπίτρεπτη υποκατάσταση του δικαστή στη θέση του συντακτικού  νομοθέτη. Παραβιάζεται επίσης η δημοκρατική αρχή, θεμέλιο της οποίας είναι και η παραγωγή των νόμων και του Συντάγματος  από τη λαϊκή αντιπροσωπεία, αντίστοιχα με νομοθετικές ή αναθεωρητικές εργασίες. Αυτό τώρα συμβαίνει μάλιστα σε μια περίπτωση όπου η λαϊκή βούληση έχει εκφραστεί κατ’ επανάληψη και με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο («αποκλειστικά», «απαγορεύεται»). Εξάλλου, με την απόκρουση   μιας σαφούς συνταγματικής ρύθμισης, ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου και για ανάλογες  παρεμβάσεις.  Τέλος, με την τροπή του «αποκλειστικά» σε «μερικά» και του «απαγορεύεται» σε «επιτρέπεται» εγκαταλείπεται η λογική, τυπική ή κοινή.

Τα παραπάνω αποτελούν διαφωνίες εν μέσω διαλόγου ακαδημαϊκά ανοιχτού, κι όχι βέβαια καταγγελίες. Αναλογίζομαι πάντως, ότι πολλοί  θα αισθάνονται θλίψη που ένα τόσο σοβαρό  πλήγμα στην ουσία και  στο γράμμα του Συντάγματος το έχει επιφέρει η πλειοψηφία της ολομέλειας  του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου μας.

 

[1] W.Kullmann, H πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη, μτφρ.Α. Ρεγκάκος, ΜΙΕΤ, 1996, σ. 40 κ.ε.

[2] Ν. Παρασκευόπουλος, Η δημοκρατία και η δικαιοσύνη της, εκδ. ΕΝΑ, 2020, σ. 41 κ.ε.

[3] T. Hamalainen, “Aristotle on Arbitration, Forgiveness and Rational Dialogue’, in Aristotle on Truth, Dialogue, Justice and Decision, Springer, 2023, σ. 122 – 123.

[4] Α, Χατζηστεφάνου, Προπαγάνδα και παραπληροφόρηση στο ίντερνετ, Τόπος, 2025, σ. 47 κε.

[5] M Coeckelberg, Why AI undermines democracy, Cambridge, Polity, 2024, σ.118.

[6] Λ. Παπαδοπούλου, Η «δημιουργική αυτοκαταστροφή» του ελληνικού Συντάγματος βάσει του άρθρου 28 αυτού, constitutionalism.gr, 29/11/2025.

 

[7] Σχετικά  Ιφ. Καμτσίδου, Η δημοκρατία και οι άλλοι. Η ψήφος των μεταναστών, των αποδήμων και των γυναικών, εκδ. Σάκκουλα, σ. 25 κ.ε.

[8] Βλ. πχ  Α. Καραμπατζός, Οι λέξεις του Συντάγματος και η βαρύτητά τους, constitutionalism.gr 16/11/2025,   Α. Μεταξάς, Κίνδυνος επιλεκτικής «αυξομείωσης» της κανονιστικής εμβέλειας του ενωσιακού δικαίου. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΣτΕ (Ολ.) 1918/2025 για τα μη κρατικά ΑΕΙ, constitutionalism.gr 4/12/2025.

[9] Με διαφορά υπερδισχιλιετή, μια αρχαία και μια σύγχρονη συνηγορία υπέρ της παραγωγής της αλήθειας μέσω των πολλών: Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά Α έλαττον,  993a 30 – 993b4  «Η περί της αληθείας θεωρία τη μεν χαλεπή, τη δε ραδία. Σημείον δε το μητ’ αξίως μηδένα δύνασθαι θιγείν αυτής μήτε πάντας αποτυγχάνειν, αλλ’ έκαστον λέγειν τι περί της φύσεως και καθένα  ή μηθέν ή μικρόν επιβάλλειν αυτή, εκ πάντων δε συναθροιζομένων γίγνεσθαί τι μέγεθος.»  Και η σύγχρονη, στηριγμένη στα έργα των J. Surowiecki περί συλλογικής νοημοσύνης και A. Pentland περί κοινωνικής φυσικής και σοφίας του πλήθους (crowd wisdom), από A. Pentland, Social Physics. Scribe, 2014, σ.28.

[10] https://www.news247.gr/gnomes/adeiano-sintagma/

[11] Περίοδος ΙΖ’, Σύνοδος Δ’, 2019.

[12] Βλ. αντίστοιχα:  Δ. Πετρούλιας,  «Μη κρατικά πανεπιστήμια..», constitutionalism.gr, 28/5/2025 (κατά τον οποίο κάθε ερμηνεία του Συντάγματος με την υπέρβαση των ορίων παύει να είναι ερμηνεία), Μ. Σταθόπουλος, «Το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια», constitutionalism.gr, 2/7/2025, Σπ. Βλαχόπουλος, «Οι λέξεις και το Σύνταγμα..», constitutionalism.gr, 27/10/2025, K. Γιαννακόπουλος, «Η ερμηνευτική αποκένωση του Συντάγματος», nomarchia.gr, 28/11/2025.   Ήδη από 9/2/2024 οκτώ ακόμη καθηγητές συνταγματικού δικαίου είχαν αποφανθεί με κοινό τους κείμενο στην ιστοσελίδα constitutionalism.gr  υπέρ της αντισυνταγματικότητας του νέου νόμου.

[13] Επισήμανση Α. Καϊδατζής, Αντίστροφος οριτζιναλισμός… nomarchia.gr, 7/11/2025.

[14] Πρβλ. Κ. Πισπιρίγκος, Το επιμύθιον, nomarchia.gr, 31/10/2025.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

four × one =