Την Τετάρτη το βράδυ που γράφεται το κείμενο αυτό δεν είναι ακόμη γνωστό ποιος θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Μπορούν όμως να διατυπωθούν ορισμένες πρώτες σκέψεις με βάση τα διαθέσιμα μέχρι τώρα δεδομένα.
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι οι Δημοκρατικοί δεν πήγαν τόσο καλά όσο περίμεναν, μάλιστα στην αρχή φαινόταν ότι η μόνη τους αληθινή νίκη θα ήταν η κατάκτηση της Αριζόνα. Αντίθετα, ο Ντόναλντ Τραμπ αποδείχθηκε ένας πολύ ισχυρός και ανταγωνιστικός υποψήφιος και το πρωί της Τετάρτης είχε αποκτήσει ένα προβάδισμα νίκης μετά την επικράτησή του στη Φλόριντα, στο Οχάιο και στην Αϊόβα.
Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι καθοριστικό ρόλο στην επανεκλογή ή όχι του Τραμπ θα παίξει η ψήφος στη «Ζώνη της Σκουριάς» (Rust Belt), δηλαδή στις οικονομικές και γεωγραφικές περιοχές που αποτελούσαν την πρώην βιομηχανική καρδιά των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Οχάϊο ήταν μια από αυτές, το οποίο ήταν όμως πάντοτε ένα «αναποφάσιστο κράτος» (swing state), άλλοτε με τους Δημοκρατικούς άλλοτε με τους Ρεπουμπλικάνους. Η μεγάλη έκπληξη των εκλογών του 2016 ήταν η διείσδυση και η επικράτηση του Τραμπ στις άλλες τρεις περιοχές του Rust Belt, στην Πενσυλβάνια, στο Μίσιγκαν και στο Ουισκόνσιν, ιστορικά προπύργια της αμερικανικής εργατικής τάξης και του Δημοκρατικού Κόμματος. Από τη στιγμή που το Δημοκρατικό Κόμμα εγκατέλειψε ήδη από την εποχή του Κλίντον τη μεταρρυθμιστική πολιτική για τη διανομή του κοινωνικού πλούτου του Ρούζβελτ και του Λύντον Τζόνσον και εστίασε το ενδιαφέρον του στα πολιτισμικά ζητήματα και στη συγκρότηση πολυφυλετικών συμμαχιών, οι οποίες δεν είναι πάντοτε αποτελεσματικές για τη νίκη στις μεμονωμένες Πολιτείες, αλλά μόνο σε εθνικό επίπεδο, άρχισε να κλονίζεται η κυριαρχία του σε αυτές τις περιοχές. Για την λευκή εργατική τάξη του Rust Belt η Χίλαρυ Κλίντον εκπροσωπούσε την παγκοσμιοποίηση, τον κοσμοπολιτισμό και την αποβιομηχάνιση. Αυτό το χάσμα ανάμεσα στην υποψήφια των Δημοκρατικών και στους «ξεχασμένους» των παρηκμασμένων βιομηχανικών περιοχών το κάλυψε επιτήδεια ο Ντόναλντ Τραμπ, προαναγγέλλοντας από το Μίσιγκαν στην τελευταία προεκλογική του ομιλία το 2016 ότι «the American working class is going to strike back». Ο Τζο Μπάιντεν ισορρόπησε κάπως τα πράγματα, κέρδισε το Ουισκόνσιν και το Μίσιγκαν, μπορεί στο τέλος να τα καταφέρει και στην Πενσυλβάνια, αν πάρει το 75% της επιστολικής ψήφου. Ίσως την Πέμπτη το πρωί να φθάσει τους 270 εκλέκτορες και να εκλεγεί Πρόεδρος, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της Πενσυλβάνια. Η απέραντη αμερικανική ενδοχώρα και ιδίως οι αγροτικές περιοχές εξακολουθούν να είναι «κόκκινες», όμως ο Μπάιντεν συνολικά έχει λάβει γύρω στις 3.000.000 ψήφους περισσότερες από τον Τραμπ. Είναι λοιπόν πολύ κοντά σε μια διπλή εκλογική νίκη, τόσο στο επίπεδο των εκλεκτόρων όσο και στο επίπεδο της εθνικής ψήφου, μια νίκη εναντίον του ισχύοντος εκλογικού συστήματος, αδιανόητου για τα ευρωπαϊκά standards, αφού επιτρέπει την εκλογή Προέδρου σε εκείνον που έχει πάρει λιγότερες ψήφους σε εθνικό επίπεδο αλλά έχει κερδίσει τα κρίσιμα swing states, όπως έγινε το 2016. Δεν είναι μια καινούργια συζήτηση, που γίνεται όμως περισσότερο στην Ευρώπη παρά στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τον παρωχημένο και αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του αμερικανικού Συντάγματος, το οποίο, μεταξύ άλλων παρέχει στον Πρόεδρο το δικαίωμα διορισμού ισοβίων συνταγματικών δικαστών, αν διαθέτει την πλειοψηφία της Γερουσίας. Η εμπειρία της προεδρίας Τραμπ επαναφέρει το θέμα αυτό στο προσκήνιο, αλλά οι δυνατότητες εκλογίκευσης του αμερικανικού Συντάγματος είναι σχεδόν ανύπαρκτες, αφού η διαδικασία αναθεώρησής του το καθιστά ουσιαστικά μη αναθεωρήσιμο.