Στόχος της παρούσας εισήγησης είναι να αναδείξει την σημασία της πρώτης ελληνικής κοινοβουλευτικής παράδοσης, η οποία εκκινεί από την ψήφιση του Συντάγματος του 1864 –του πλέον προοδευτικού ευρωπαϊκού Συντάγματος στην εποχή του– και ουσιαστικά τελειώνει με τον πρώτο μεγάλο ελληνικό διχασμό, το 1915. Η σημασία αυτής της παράδοσης υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη των κοινοβουλευτικών αλλά και γενικότερα των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα μας, όχι μόνον διότι αποδείχθηκε η μακροβιότερη, έως τώρα, αλλά και διότι κατατάσσει την χώρα μας, τόσο σε επίπεδο συνταγματικού δέοντος όσο και σε επίπεδο συνταγματικής πραγματικότητας, στην εμπροσθοφυλακή του ευρωπαϊκού συνταγματισμού του 19ου αιώνα. Ειδικότερα :
Α. Για πολλά χρόνια υπήρχε μια διάχυτη αντίληψη ότι η εξέλιξη του συνταγματισμού στη χώρα μας βρίσκεται σε εμφανή απόκλιση από τον μέσο όρο των δημοκρατικά προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών. Πρέπει δε να παραδεχθώ ότι και εμένα αυτή ήταν η πρώτη προσέγγισή μου όταν ξεκίνησα, το μακρινό 1983, την διατριβή μου για την καθολική ψηφοφορία υπό το Σύνταγμα του 1864[1], υπό την επήρεια μάλιστα της θεωρίας «Μητρόπολη-Περιφέρεια», που κυριαρχούσε τότε τόσο σε επιστημονικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, όταν άρχισα να εμβαθύνω στις ιστορικές πηγές, ιδίως δε στα Πρακτικά της Βουλής και στον Τύπο της εποχής, κατάλαβα ότι είχα να κάνω με μια εντελώς αστήρικτη προκατάληψη, όχι μόνον στο επίπεδο του συνταγματικού δέοντος, δηλαδή των συνταγματικών κανόνων, αλλά και στο επίπεδο της συνταγματικής πραγματικότητας, δηλαδή της διαλεκτικής σύνθεσης των κανόνων αυτών με την πολιτική πραγματικότητα. Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο συγκεκριμένα:
α. Ως προς το Σύνταγμα του 1864, εν πρώτοις, δεν υπήρχε κατ’αρχήν καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για ένα Σύνταγμα που σηματοδοτεί το πέρασμα από την συνταγματική μοναρχία στην βασιλευόμενη δημοκρατία. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή από μόνη της δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Δεν επρόκειτο απλώς για μια βελτιωμένη εκδοχή του Συντάγματος του 1844 αλλά για ένα νέο και βαθύτατα δημοκρατικό Σύνταγμα, το οποίο ήταν αναμφισβήτητα το πλέον προωθημένο στην εποχή του, σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο[2]. Αυτό βέβαια δεν ήταν διόλου συμπτωματικό, δεδομένου ότι αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας επανάστασης η οποία, αν και ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1862 (εξ ού και αποκλήθηκε -πολύ πριν από το 1917…- «Οκτωβριανή Επανάστασις») ήταν στην πραγματικότητα το δικό μας καθυστερημένο 1848, καθώς διαπνεόταν από τις ίδιες ρηξικέλευθες δημοκρατικές και κοινοβουλευτικές αρχές, με εμπροσθοφυλακή την «Χρυσή Νεολαία» και τον Τύπο της εποχής[3].
Με αυτά δε τα χαρακτηριστικά, η επανάσταση του 1862 έκλεισε το διάλειμμα του επείσακτου αυταρχικού μοναρχισμού της περιόδου 1833-1862 (τόσο υπό την εκδοχή της απόλυτης όσο και υπό την εκδοχή της συνταγματικής μοναρχίας) και επανασυνέδεσε τον ελληνικό συνταγματισμό αφ’ενός μεν με τις αξιακές παρακαταθήκες του ελληνικού διαφωτισμού και της Επανάστασης του 1821 αφ’ετέρου δε με τα αιτήματα και τα προτάγματα του ευρωπαϊκού δημοκρατικού κινήματος, που είχε ήδη επιφέρει εκτεταμένες και ριζικές συνταγματικές ανατροπές σε όλα σχεδόν τα κράτη, μετά την (πανευρωπαϊκή) Επανάσταση του 1848.
β. Ωστόσο, ακόμη και όταν αναγνωριζόταν ο προωθημένος χαρακτήρας του Συντάγματος του 1864, ακολουθούσαν μια σειρά από ποικίλες ενστάσεις, που απέτρεπαν ή/και ανέτρεπαν εν τέλει μια συνολικά θετική αξιολόγησή του. Οι ενστάσεις αυτές επικεντρώνονταν άλλοτε στο ότι ήταν την πράξη ανεφάρμοστο, όπως τα Συντάγματα του Αγώνα, άλλοτε ότι περιείχε δάνειους θεσμούς που έμειναν αναξιοποίητοι, άλλοτε ότι υφίστατο συχνά παραβιάσεις ή παρακάμψεις των κανόνων του και άλλοτε ότι η δημοκρατικότητά του ακυρωνόταν στην πράξη από τον πελατειασμό και τις αθέμιτες πολιτικές συναλλαγές.
Η εικόνα αυτή όμως είναι εντελώς παραπλανητική. Αν εντρυφήσει κανείς στην συνταγματική πραγματικότητα αυτής της περιόδου, με βάση τις ιστορικές πηγές, αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το Σύνταγμα του 1864, που συμπληρώθηκε επιτυχώς με την αναθεώρηση του 1911[4], δεν ήταν μόνο στα χαρτιά ένα καλό και προοδευτικό Σύνταγμα. Ήταν ταυτόχρονα ένα Σύνταγμα που εφαρμόσθηκε χωρίς προβλήματα[5] για πάνω από μισόν αιώνα (1864-1915), κατέχοντας το ρεκόρ, μεταξύ των ελληνικών Συνταγμάτων, τόσο ως προς την μακροβιότητα όσο και ως προς την διασφάλιση της δημοκρατικής ομαλότητας (ξεπερνώντας, προς το παρόν, ακόμη και το ισχύον Σύνταγμα). Αυτό δε συνέβη διότι το Σύνταγμα αυτό, πέρα από δημοκρατικό, ήταν ταυτόχρονα και προσαρμοσμένο πλήρως στην ελληνική πραγματικότητα.
Καθοριστική, στο σημείο αυτό, ήταν η συμβολή της Β’ εν Αθήναις Εθνικής Συνέλευσης[6], η οποία υπήρξε η πρώτη –και η μόνη έως τώρα– στην οποία εκπροσωπήθηκε σύμπας ο Ελληνισμός της εποχής, σε όποια ήπειρο και σε όποιο κράτος και αν βρισκόταν εκείνη την εποχή. Πρόκειται για μια Συνέλευση η οποία σφράγισε κυριολεκτικά την πορεία της χώρας μας, τόσο λόγω των προωθημένων δημοκρατικών αντιλήψεων που κυριάρχησαν σε αυτήν –με την αποφασιστική συμβολή, από ένα σημείο και μετά, και των Επτανησίων ριζοσπαστών βουλευτών– όσο και διότι περιέλαβε στους κόλπους της ισχυρές κοινοβουλευτικές προσωπικότητες, με εξαιρετική πολιτική συγκρότηση και ρεαλιστική ανάγνωση των κοινωνικών δεδομένων. Ανάμεσα δε σε αυτές συναντούμε όλους τους μετέπειτα πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα (Κουμουνδούρος, Βούλγαρης, Δεληγιώργης, Ζαΐμης, Τρικούπης, Λομβάρδος, Δηλιγιάννης), που διακρίθηκαν, στην συντριπτική τους πλειονότητα, για την κρίσιμη συμβολή τους ως προς τον εκδημοκρατισμό και τον εκσυγχρονισμό των πολιτικών μας θεσμών. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η Β΄ Εθνική Συνέλευση αποτέλεσε τον συλλογικό διανοούμενο του οικουμενικού Ελληνισμού εκείνης της εποχής: ανέλυσε ενδελεχώς τον τότε διεθνή και εσωτερικό συσχετισμό πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων –με εποικοδομητικό διάλογο αλλά και με εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των ιδεολογικοπολιτικών πτερύγων της, που αντικατέστησαν, επιτέλους, τα προηγούμενα ετεροκαθοριζόμενα κόμματα– και κατέληξε στην επιλογή θεσμών που συνδύαζαν αρμονικά, για τα τότε δεδομένα, την δημοκρατία με τον πολιτικό φιλελευθερισμό και τον προοδευτικό εκσυγχρονισμό με την επικρατούσα κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Δεν είναι λοιπόν διόλου συμπτωματικό το ότι αυτοί οι θεσμοί λειτούργησαν απρόσκοπτα και διαμόρφωσαν την πρώτη μακρόχρονη δημοκρατική και κοινοβουλευτική μας παράδοση.
Β. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, είναι η συνεχής βελτίωση που παρατηρήθηκε –ιδίως μετά την καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης[7] (ως συνθήκης του πολιτεύματος) το 1875 και την ψήφιση του εκλογικού νόμου του 1877[8]– ως προς την εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών που διείπαν την λειτουργία του πολιτεύματος που εγκαθίδρυσε το Σύνταγμα του 1864. Πράγματι, αφού η πολιτική ζωή της χώρας δοκιμάσθηκε για κάποιο μεταβατικό διάστημα (1865-1875), λόγω της απειρίας του νέου μονάρχη Γεωργίου του Α΄ και της εν μέρει επιβίωσης παλαιών νοοτροπιών και πρακτικών (ιδίως όταν αναλάμβανε την πρωθυπουργία ο Βούλγαρης), οι παραπάνω θεσμικές τομές ολοκλήρωσαν με ιδιαίτερα πρόσφορο τρόπο το συνταγματικό πλαίσιο και δρομολόγησαν, εν συνόλω πλέον, μια πορεία διαρκούς και ολοένα βελτιούμενης πολιτικής ομαλότητας, με κύρια χαρακτηριστικά:
α. Την ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα (αρχή της δεδηλωμένης) αλλά και με ολοκληρωμένη εφαρμογή του κοινοβουλευτικού συστήματος σε όλα τα στάδια της λειτουργίας μιας κυβέρνησης. Πράγματι, ο θεσμός της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την Κυβέρνηση εφαρμόσθηκε απαρέγκλιτα όλο αυτό το διάστημα και συνδέθηκε, από ένα σημείο και μετά –λόγω και της πρόωρης εξόδου από την πολιτική ζωή σπουδαίων πολιτικών προσωπικοτήτων– με ένα ιδιότυπο δικομματισμό, στον οποίο πρωταγωνίστησαν κόμματα αρχών, με διακριτές πολιτικές διαφορές, που επιβίωσαν και πέρα από τους ιδρυτές τους.
β. Την αξιοπρόσεκτη λειτουργία των αρχών της διάκρισης των λειτουργιών και του κράτους δικαίου, με ιδιαίτερα ικανοποιητική την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, όχι μόνον αυτών του κλασικού καταλόγου (προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, ιδιωτικότητα) αλλά και όσων προστέθηκαν στο πλαίσιο του ευρύτερου εκδημοκρατισμού του κράτους, αποτελώντας την αναγκαία βιόσφαιρα και για την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων (ελευθερία του Τύπου, δικαιώματα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι). Πρέπει δε να εξαρθεί ιδιαίτερα ο ρόλος του Τύπου, με εφημερίδες υψηλού επιπέδου τόσο στην ενημέρωση όσο και στην αρθρογραφία, αλλά και η κριτική στάση του νομικού κόσμου απέναντι στις προσπάθειες (από τότε…) για προνομιακή επιβολή της επικρατούσας θρησκείας.
γ. Την διασφάλιση της απρόσκοπτης εφαρμογής της αρχής της καθολικής ψηφοφορίας, που καθιερώθηκε για πρώτη φορά συνταγματικά στην Ευρώπη με το Σύνταγμα του 1864, με αξιοπρόσεκτη την τήρηση των επιταγών και της μυστικής ψηφοφορίας, χάρη και στην συνταγματική καθιέρωση του σφαιριδίου ως μέσου ψηφοφορίας (μετά από πρόταση των επτανήσιων βουλευτών), η οποία θωράκισε εγγυητικά την ψήφο των αναλφάβητων[9]. Είναι δε εντυπωσιακό το ότι γνησιότητα των εκλογικών αποτελεσμάτων είναι πλέον αδιάλειπτη και αναμφισβήτητη μετά το 1875, με καθοριστικό τον ρόλο του θεσμού των δικαστικών αντιπροσώπων αλλά και με εμφανή την εξημέρωση των πολιτικών ηθών, που αντανακλά και στην σταδιακή εξάλειψη του φατριασμού κατά τον έλεγχο του κύρους των εκλογών (που γινόταν τότε από την ίδια την Βουλή, ως Εκλογοδικείο)[10].
Η εκλογική αυτή πραγματικότητα, μάλιστα, εμπεριέχει και ένα στοιχείο το οποίο είναι η καλύτερη απάντηση σε αυτούς που υπερτονίζουν τον ρόλο του πελατειακού συστήματος προκειμένου να υποβαθμίσουν την ποιότητα του τότε δημοκρατικού πολιτεύματος. Και το στοιχείο αυτό είναι ότι, σε αντίθεση με την περίοδο 1844-1862, ο κανόνας είναι πλέον (ιδίως μετά το 1875) ότι η κυβέρνηση που διεξάγει τις εκλογές τις χάνει[11]. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπήρχαν ισχυρές πελατειακές επιρροές στην βούληση των ψηφοφόρων (αυτό άλλωστε ισχύει και σήμερα…). Πλην όμως, οι επιρροές αυτές δεν ήταν εν τέλει καθοριστικές. Όταν μια κυβέρνηση, που έχει όλα τα πελατειακά δίκτυα στα χέρια της –με δεδομένο και τον υπερδιογκωμένο τότε οικονομικό ρόλο του κράτους– δεν μπορεί να επιβάλει μια συγκεκριμένη εκλογική προτίμηση αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος του πελατειακού συστήματος δεν ήταν καθοριστικός και ότι υπήρχαν άλλοι παράγοντες, με πολιτικοϊδεολογική χροιά, οι οποίοι επηρέαζαν αποφασιστικότερα τις πολιτικές εξελίξεις.
Γ. Με αυτά τα δεδομένα, αν αναλογισθεί κανείς τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στον ευρωπαϊκό χώρο, καταλήγει ευχερώς στο συμπέρασμα ότι ο ελληνικός συνταγματισμός της περιόδου 1864-1915 όχι μόνον δεν υστερούσε αλλά αντίθετα βρισκόταν σαφώς πάνω από τον μέσο όρο των τότε ευρωπαϊκών κρατών, όχι μόνον ως προς τις συνταγματικές διατάξεις καθεαυτές αλλά και ως προς την εφαρμογή τους, και μάλιστα τόσο από την άποψη της χρονικής διάρκειας όσο και από την άποψη της λειτουργίας του πολιτεύματος. Ειδικότερα:
α. Όσο και αν φαίνεται παράξενο σε πολλούς που περιφρονούν ή υποτιμούν την πρώτη αυτή μακρόχρονη δημοκρατική και κοινοβουλευτική μας παράδοση, η χώρα μας υπερτερούσε όχι μόνο ως προς το εύρος των δημοκρατικών θεσμών (ιδίως δε ως προς την καθολική ψηφοφορία, τόσο στις βουλευτικές όσο και στις δημοτικές εκλογές, που ήταν ακόμη η εξαίρεση στην Ευρώπη)[12] αλλά και ως προς την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία τους. Πράγματι, αν εξαιρέσει κανείς την Αγγλία, την Ελβετία (με εντελώς ιδιότυπο, ακόμη και σήμερα, πολίτευμα), τις κάτω χώρες (Ολλανδία, Βέλγιο) και τις σκανδιναβικές χώρες (και εκεί με αποχρώσεις), όλες οι άλλες εκείνη την εποχή είτε δοκιμάζονται από συνεχείς ανατροπές της δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής ομαλότητας (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Γαλλία) είτε βρίσκονται ακόμη υπό καθεστώς συνταγματικής μοναρχίας, με έντονα στοιχεία αυταρχισμού (κράτη που ανήκαν ή επηρεάζονταν από την γερμανική και την αυστροουγγρική αυτοκρατορία) είτε θυμίζουν έντονα την άκρως προβληματική περίοδο του Όθωνα (βαλκανικές χώρες).
β. Με βάση λοιπόν αυτήν την περιδιάβαση, είναι νομίζω καιρός να θέσουμε στις σωστές της διαστάσεις αλλά και να αναδείξουμε τον ρόλο και την σημασία του ελληνικού δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού του 19ου αιώνα, συνειδητοποιώντας, για παράδειγμα, ότι χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία (και πολλές άλλες) υπολείπονται, ως προς την πρώτη καθιέρωση και εφαρμογή δημοκρατικών θεσμών, τουλάχιστον μισόν αιώνα… Παράλληλα δε πρέπει να αναδείξουμε και την επιρροή που άσκησε αυτή η δημοκρατική και κοινοβουλευτική μας παράδοση στους μετέπειτα συνταγματικούς μας θεσμούς (οι οποίοι επιτέλους καταστάλαξαν, μετά την μεταπολίτευση –πρόκειται ακριβώς για το ίδιο όρο που χρησιμοποιήθηκε και το 1862…– σε μια ανάλογη πολιτική ομαλότητα). Η επιρροή δε αυτή ανιχνεύεται τόσο στις διατάξεις των επόμενων Συνταγμάτων, του σημερινού συμπεριλαμβανομένου, που επαναλαμβάνουν αρκετές διατυπώσεις του Συντάγματος του 1864 /1911, όσο και στην συνταγματική μας πραγματικότητα, με την επιβίωση θεσμών που τότε πρωτοκαθιερώθηκαν (πχ δικαστικοί αντιπρόσωποι) ή εκφράσεων που σχετίζονται με την λειτουργία στην πράξη των εκλογικών διαδικασιών (πχ οι εκφράσεις «τον μαύρισε» και «ψήφισε δαγκωτό» που σχετίζονται με την εφαρμογή, έως το 1926, του σφαιριδίου).
Συμπερασματικά, η ενδελεχής και απροκατάληπτη μελέτη του ελληνικού συνταγματισμού αποδεικνύει νομίζω εναργώς ότι η χώρα μας μπορεί να υπερηφανεύεται για την πορεία και τις κατακτήσεις του, μετά από την Επανάσταση του 1862. Παρά την βαριά κληρονομιά της μακραίωνης οθωμανικής κατοχής αλλά και την ιδιαιτερότητα των συνθηκών που επικράτησαν μετά την εθνική απελευθέρωση, ο ελληνικός συνταγματισμός χρειάσθηκε μόλις τριάντα χρόνια για να απορρίψει τον συνταγματικό μιμητισμό, να ανατρέψει τους επείσακτους και εντελώς εκτός τόπου και χρόνου θεσμούς, που μας επιβλήθηκαν μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, και να βαδίσει ξανά τον δρόμο του πολιτικού αυτοπροσδιορισμού, που χάραξαν οι πρωταγωνιστές του Αγώνα. Και αυτό το έκανε με εμπνευστή και πρωταγωνιστή την Β΄ Εθνοσυνέλευση, που μπόρεσε να συνθέσει υποδειγματικά, παρά τις αντιθέσεις της, τα προτάγματα και τις αγωνίες του τότε Ελληνισμού –ο οποίος για πρώτη και τελευταία φορά εκπροσωπήθηκε στο σύνολό του σε ένα τέτοιας σημασίας αντιπροσωπευτικό σώμα– και να καταλήξει ένα Σύνταγμα που όχι μόνο ήταν πρωτοποριακό για τον ευρωπαϊκό συνταγματισμό[13] αλλά και αποδείχθηκε απολύτως προσαρμοσμένο στην τότε ελληνική κοινωνική πραγματικότητα, που διέφερε ουσιωδώς από τις περισσότερες ευρωπαϊκές με αντίστοιχους θεσμούς. Έτσι ο ελληνικός συνταγματισμός κατάφερε να χαράξει μια πορεία «πολιτικού συγχρονισμού»[14] με μακροπρόθεσμη προοπτική, που εγκοίτωσε σταδιακά τα διάχυτα δημοκρατικά αιτήματα σε έναν ισορροπημένο και ώριμο δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό και διασφάλισε συνεχή και αδιατάρακτη, για πάνω από μισόν αιώνα, πολιτική ομαλότητα. Πρόκειται αναμφίβολα για μια μείζονα πολιτική και θεσμική κατάκτηση, η οποία εξασφαλίζει αναμφισβήτητα στη χώρα μας μια ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη εκείνης της εποχής. Και αυτό δεν πρέπει ούτε να παραγνωρίζεται ούτε να υποτιμάται.
* Το κείμενο αυτό αποτελεί επεξεργασμένη μορφή ομότιτλης εισήγησης στο Συνέδριο «Ελληνικός Κοινοβουλευτισμός: αφετηρίες, εξέλιξη, προοπτικές», που διοργάνωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 20-21 Φεβρουαρίου 2020, στο Αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης.
[1] Στην διατριβή αυτήν (με επιβλέποντα τον Αριστόβουλο Μάνεση και με τίτλο: Σύνταγμα και Εκλογές στην Ελλάδα 1864-1909. Ιδεολογία και πράξη της καθολικής ψηφοφορίας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1991/2003)», καθώς και στις εκεί παρατιθέμενες πηγές και βιβλιογραφία, παραπέμπω γενικά (πέρα από κάποιες επί μέρους υποσημειώσεις) για την επιστημονική τεκμηρίωση της ανά χείρας εισήγησής μου.
[2] Βλ. γενικά Αρ. Μάνεση, Η Δημοκρατική Αρχή εις το Σύνταγμα του 1864, σε: Του ίδιου, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, Ι (Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1980), 65 κ.εξ., Ν. Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία 1800-2010 (Αθήνα 2011), 107 κ.εξ. και αναλυτικότερα Γ. Σωτηρέλη (1), 150 κ.εξ. (με τις εκεί παραπομπές)
[3] Βλ. σχετικά Γ. Σωτηρέλη (1), 104 κ.εξ., με τις εκεί παραπομπές.
[4] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Η Συνταγματική Αναθεώρηση του 1911. Μια γενική αποτίμηση, περιοδικό Ιστορικά (Ελευθεροτυπία), 19.7.2001.
[5] Με μόνη πρόσκαιρη εξαίρεση την εξέγερση του Στρατιωτικού Συνδέσμου στου Γουδή, το 1909, που οδήγησε όμως, εν τέλει, στην θεσμική ενίσχυση και βελτίωση του Συντάγματος του 1864, με την αναθεώρηση του 1911. Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Ιστορικά, ό.π., καθώς και το σύνολο του σχετικού αφιερώματος (Βενιζέλος. Ο παράκλητος του 1910 και το Σύνταγμα).
[6] Βλ. αναλυτικά Γ. Σωτηρέλη (1), 112 κ.εξ. (με τις εκεί παραπομπές).
[7] Βλ. Αρ. Μάνεση (2), 93 κ.εξ., Γ. Σωτηρέλη (1) 147 κ.εξ., 162 (με τις εκεί παραπομπές), Ν. Αλιβιζάτου (2) 128 κ.εξ.
[8] Βλ. Γ. Σωτηρέλη (1) 163 κ.εξ. (με τις εκεί παραπομπές).
[9] Βλ. Γ. Σωτηρέλη (1) 72 κ.εξ. (με τις εκεί παραπομπές).
[10] Βλ. Γ. Σωτηρέλη (1) 325 κ.εξ. (με τις εκεί παραπομπές).
[11] Βλ. Γ. Σωτηρέλη (1) 334 κ.εξ. (με τις εκεί παραπομπές).
[12] Βλ. Γ. Σωτηρέλη (1) 78 κ.εξ. (με τις εκεί παραπομπές).
[13] Όπως έγραφε ο ανταποκριτής των Times εκείνης της εποχής «Το Σύνταγμα της Ελλάδος παριστάνει καταφανέστερον τάσεις τινας εν τη ηπείρω Ευρώπη και συνταράσσει το πνεύμα των φοβουμένων την δημοκρατίαν ως ανέλεγκτον δύναμιν. Το αυτό Σύνταγμα προαγγέλλει διάφορα πράγματα μέλλοντα να συμβώσι μετ’ ου πολύ εν ταις μεγάλαις μοναρχίαις και εν ταις αυτοκρατορίαις της Ευρώπης» (βλ. την εφημερίδα Κλειώ της Τεργέστης, φύλλα 6/18 και 13/25 Απριλίου 1868, όπου και εκτενή αποσπάσματα του άρθρου).
[14] Βλ. Γ. Σκληρού, Τα Σύγχρονα Προβλήματα του Ελληνισμού (Αθήνα 1970 2η εκδ.), 149.