Η Βουλή δεν επιτρέπεται να λειτουργεί με ελλιπή νόμιμη συγκρότηση, δηλαδή με λιγότερους από τριακόσιους βουλευτές, εκτός εάν βρισκόμαστε στο τελευταίο έτος της τετραετούς κοινοβουλευτικής περιόδου και οι κενές βουλευτικές έδρες δεν είναι περισσότερες από εξήντα (άρθρο 53 παρ. 2 Συντ).
Από την άποψη αυτή, είναι λανθασμένο και αντισυνταγματικό το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η απόφαση του ΑΕΔ για το κόμμα «Σπαρτιάτες», δηλαδή ότι είναι «περιττή» η διενέργεια αναπληρωματικών εκλογών για τη συμπλήρωση των βουλευτικών εδρών των «Σπαρτιατών» που κενώθηκαν μετά την ακύρωση της εκλογής των τριών βουλευτών τους, εναντίον των οποίων υποβλήθηκαν ενστάσεις ακυρώσεως της ανακήρυξής τους.
Οι «Σπαρτιάτες» εξαρχής δεν ήταν έναν εκλόγιμο κόμμα, όχι επειδή δήθεν εξαπάτησαν τους εκλογείς τους, ένα φανταστικό αδίκημα για το οποίο όπως ήταν φυσικό αθωώθηκαν από το Μονομελές Εφετείο, αλλά γιατί ενέπιπταν στην εκλογική απαγόρευση του άρθρου 102 του ν. 5019/2023, το οποίο αποστέρησε το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών στις βουλευτικές εκλογές σε κόμματα με υποκρυπτόμενο πολιτικό αρχηγό, καταδικασθέντα σε οποιονδήποτε βαθμό για ορισμένα αδικήματα με ιδιαίτερη πολιτειακή απαξία. Το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου στην απόφαση του 1/2024 για την ανακήρυξη των συνδυασμών στις ευρωεκλογές του 2024, τεκμηρίωσε πλήρως τη συνδρομή του εν λόγω κωλύματος εκλογιμότητας στο κόμμα των «Σπαρτιατών», το οποίο είχε διαφύγει του ελέγχου αυτού στις βουλευτικές εκλογές του 2023. Το ΑΕΔ δεν αμφισβήτησε τη συνταγματικότητα του κωλύματος, την οποία είχε ήδη αποδείξει με ορθή ερμηνεία του άρθρου 29 παρ.1 Συντ. το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου στην ιστορική απόφασή του 8/2023, που έβγαλε τη διάταξη αυτή από την κατάσταση της lex imperfecta.
Υπό τα ως άνω πραγματικά και νομικά δεδομένα, η εκλογή των τριών βουλευτών των «Σπαρτιατών» θα έπρεπε να ακυρωθεί για έλλειψη προσόντων εκλογιμότητάς τους, ως επακόλουθο της μη εκλογιμότητας του κόμματός τους. Για τον λόγο αυτόν το ΑΕΔ δεν είχε αρμοδιότητα να κρίνει ως «περιττή» την αναπληρωματική εκλογή, αφού στην περίπτωση συνδρομής κωλύματος εκλογιμότητας η δικαιοδοσία του εξαντλείται στην ακύρωση της εκλογής (βλ. το άρθρο 32 παρ.1 του Κώδικα ΑΕΔ). Και επειδή το συγκεκριμένο κώλυμα εκλογιμότητας ισχύει και για τους αναπληρωματικούς των βουλευτών, είναι υποχρεωτική η διεξαγωγή αναπληρωματικών εκλογών, αναγκαστικά με πλειοψηφικό σύστημα, αφού σε καθεμία από τις τρεις εκλογικές περιφέρειες, στις οποίες συνέτρεχε το κώλυμα, κενώθηκε μία έδρα. Όπως συνέβη μετά την παραίτηση των αναπληρωματικών των βουλευτών στην αναπληρωματική εκλογή για μία έδρα στη Β΄ Αθήνας το 1992.
Το άρθρο 104 παρ.2 του ισχύοντος εκλογικού νόμου προβλέπει ρητά τον θεσμό της αναπληρωματικής εκλογής αν δεν υπάρχουν, για οποιονδήποτε λόγο, αναπληρωματικοί, και το άρθρο 53 παρ. 2 Συντ. καθιστά την αναπληρωματική εκλογή υποχρεωτική, αν δεν συντρέχει η διπλή προϋπόθεση για τη μη εφαρμογή του.