Τα κόμματα σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1975 έχουν πλέον συνταγματική κατοχύρωση στη χώρα μας. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1 εδ. ά του Συντάγματος προβλέπεται, πως «Οι Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.» Η ανωτέρω συνταγματική διάταξη ουδόλως μεταβλήθηκε με τις αναθεωρήσεις του 1986, 2001 και 2008.
Με βάση, λοιπόν, αυτήν την συνταγματική διάταξη κατοχυρώνεται το δικαίωμα για τον κάθε Έλληνα πολίτη της ελεύθερης ίδρυσης πολιτικών κομμάτων και της ελεύθερης συμμετοχής σε αυτά. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν μπορεί να εξαρτηθεί από άδεια ή όρους και προϋποθέσεις. Ο εθελοντικός χαρακτήρας επιτρέπει στο κόμμα να λειτουργεί ως έκφραση της κοινωνικής αυτονομίας. Τα πολιτικά κόμματα, τα οποία συνιστούν την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, δεν λογίζονται εκτός του Συντάγματος. Το κράτος, μάλιστα, των κομμάτων λειτουργεί θεσμικά με σκοπό την προώθηση του εκδημοκρατισμού στα διαφορετικά κοινωνικά επίπεδα[1], ενώ η κανονιστική εμβέλεια της εν λόγω συνταγματικής ρήτρας απαιτεί από τα κόμματα την τήρηση του Συντάγματος[2].
Το ισχύον, μάλιστα, Σύνταγμα θέτει ως θεμέλιο του πολιτεύματος, την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Με βάση αυτήν την αρχή αυτή τίθεται η ανόθευτη και ελεύθερη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης υπό την προστασία όλων των λειτουργών. Η πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας προϋποθέτει αφενός την πολιτική οργάνωση του εκλογικού σώματος, αφετέρου ο δημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος είναι συνυφασμένος με τον πολυκομματισμό, την λειτουργία και δράση δηλαδή των πολιτικών κομμάτων[3]. Τα κόμματα ως θεσμοί ικανοποιούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος[4].
Το δικαίωμα ίδρυσης ή συμμετοχής σε πολιτικό κόμμα συνεπάγεται το δικαίωμα συμμετοχής για τον πολίτη μέσω του κόμματος σε πολιτικά και πολιτειακά κρίσιμες διαδικασίες ανάδειξης κρατικών οργάνων (π.χ Βουλή, Κυβέρνηση), καθώς και τη δυνατότητα χάραξης της πολιτικής του κράτους και της άσκησης της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας[5]. Αντικείμενο του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος ίδρυσης πολιτικών κομμάτων δεν καθίσταται απλώς η αποχή του κράτους από επεμβάσεις, όπως συμβαίνει με τα συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά-αμυντικά δικαιώματα, αλλά η διασφάλιση της ενεργούς συμμετοχής του πολίτη στο σχηματισμό της πολιτειακής βούλησης[6]. Η θέληση του λαού είναι κυρίαρχη, όταν μέσω των συνταγματικών θεσμών και διαδικασιών μπορεί να υλοποιείται με κρατικές πράξεις εξουσίας. Οι διάφορες, λοιπόν, ομάδες της κοινωνίας διαμορφώνουν την πολιτική τους βούληση, την εκφράζουν με συγκεκριμένο πρόγραμμα και εφόσον οι πολιτικές συγκυρίες επιτρέψουν, την υλοποιούν μέσων των κομμάτων ως θεσμικών οχημάτων σε πράξεις κρατικών οργάνων. Μέσα στα κόμματα οι άνθρωποι ως μέλη του κοινωνικού συνόλου αντιλαμβάνονται, ότι η οργάνωση και η δράση τους εκφράζει τη δική τους θέληση, ενώ ικανοποιεί τα δικά τους ταξικά, κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα. Το περιεχόμενο της λαϊκής θέλησης, λοιπόν, δεν εξαντλείται μόνο στις συνταγματικές διατάξεις, αλλά αντίθετα, ο λαός να έχει το δικαίωμα να πράξει οτιδήποτε θελήσει[7].
Συνεπώς, καθίσταται προφανές, πως οι πολίτες μπορούν να οργανώνονται σε κόμματα, που πρεσβεύουν οποιεσδήποτε απόψεις και αναπτύσσουν οποιαδήποτε δραστηριότητα, εφόσον τηρείται το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο. Η θεσμικά κατοχυρωμένη ελευθερία ίδρυσης κομμάτων αλλοιώνεται και καθίσταται προνόμιο, αν μεταβληθεί σε ελευθερία ολίγων μόνο κομμάτων[8]. Γι’ αυτό, η ύπαρξη των κομμάτων, η γέννηση και η εξέλιξη τους είναι αναγκαία και απαραίτητη, προκειμένου να υλοποιηθεί η πολιτική ελευθερία στα πλαίσια των αρχών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας[9].
Με άλλα λόγια τα κόμματα λειτουργούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ της κοινωνίας και του κράτους, αλλά και μεταξύ διαφορετικών κρατικών οργάνων όπως του εκλογικού σώματος και της Βουλής. Για να εκπληρώσουν, μάλιστα, αυτόν τον ρόλο τους απολαμβάνουν κρατικής χρηματοδότησης, ενώ το συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο αναθέτει ρητά στα κόμματα καθοριστικό ρόλο για το σχηματισμό της κυβέρνησης μέσα από διατάξεις του, όπως του άρθρου 37 παρ. 2-3. Ρυθμίζονται, ταυτόχρονα, εσωκομματικά ζητήματα, στην περίπτωση, που κάποιο πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να αναλάβει τις σχετικές ευθύνες του λόγω προβλήματος ηγεσίας (άρθρα 37 παρ. 4 και 38 παρ. 2). Από τον συγκερασμό άλλων συνταγματικών διατάξεων, όπως των άρθρων 68 παρ. 3 (σύνθεση επιτροπών και Τμημάτων της Βουλής ανάλογα με τη δύναμη των κομμάτων) και 73 παρ. 4 (ειδικά διαδικαστικά δικαιώματα για τους αρχηγούς ή εκπροσώπους των κομμάτων), προσδιορίζεται ο ρόλος τους στις λειτουργίες και δραστηριότητες του Κοινοβουλίου.
Τα πολιτικά κόμματα, βέβαια, αναλαμβάνουν να επιτελέσουν θεμελιώδη ρόλο στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, καθώς είναι αδιανόητη η διενέργεια βουλευτικών εκλογών χωρίς αυτά[10]. Το σύγχρονο κομματικό κράτος, υποστηρίχθηκε, ότι συνιστά μια εκλογικευμένη μορφή εμφάνισης της άμεσης δημοκρατίας στο εκτενές γεωγραφικά κράτος της εποχής μας. Δεν θα πρέπει ουδέποτε, όμως, να ταυτίσουμε τα κόμματα με το κράτος θεωρώντας, ότι συνιστούν μια μορφή πολιτειακών οργάνων. Μεταξύ της κοινωνίας και του κράτους σύμφωνα με το Σύνταγμα επιτελείται διαμεσολαβητική λειτουργία με το κόμμα να συνιστά μηχανισμό πολιτικής χειραφέτησης και όχι χειραγώγησης[11]. Να διευκρινισθεί, πως τα κόμματα συνιστούν θεσμούς με διττή φύση: αφενός συνιστούν παράγοντες πολιτικής εκπροσώπησης, αφετέρου αποτελούν θεσμούς ελέγχου της εξουσίας, ενώ σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ταυτιστούν με το κράτος, που ελέγχουν.[12].
Άλλωστε και η νομολογία υιοθετεί την γνώμη της θεωρίας ως προς αυτό το ζήτημα. Ενδεικτική είναι η υπ’ αρ. 1282/1992 απόφαση του ΣτΕ[13] όπου κρίθηκε, πως ούτε «από το άρθρο 29 Συντ. ούτε από καμία άλλη διάταξη του Συντάγματος μπορεί να συναχθεί, ότι στα πολιτικά κόμματα επιφυλάσσεται αρμοδιότητα πολιτειακού οργάνου όπως η αρμοδιότητα που επιφυλάσσει το Σύνταγμα στο εκλογικό σώμα», καθώς και η υπ’ αρ. 944/1999 απόφαση του ΣτΕ[14] δια της οποίας το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε, πως «Τα κόμματα είναι πολιτικές οργανώσεις σαφώς διακεκριμένες του κράτους και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι εκφράζουν τη βούληση αυτού.»
Τα πολιτικά κόμματα, συνεπώς, είναι αρμόδια να συμμετάσχουν στην άσκηση της εξουσίας, το οποίο επιτελούν λαμβάνοντας μέρος στην σύμφωνα με το Σύνταγμα εκλογική και κοινοβουλευτική διαδικασία. Η επιδίωξη των κομμάτων να ασκήσουν άμεσα πολιτική εξουσία εκπληρώνει τη συνταγματική τους αποστολή. Τα κόμματα, μάλιστα, που αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση της χώρας είναι εκείνα, που προωθούν ή μεσιτεύουν τα αιτήματα της κοινωνίας έναντι της κρατικής γραφειοκρατίας, αλλά και υλοποιούν τις κρατικές αποφάσεις στην κοινωνία[15]. Εν ολίγοις, λειτουργούν ως μεσίτες για το εκλογικό σώμα, προκειμένου να αναδειχθούν σε διαχειριστές της κυβερνητικής εξουσίας και του κράτους, ενώ δεν παύει να συνιστούν λειτουργικά στοιχεία του κρατικού μηχανισμού στις διάφορες αντιπροσωπευτικές μορφές των σύγχρονων αστικών δημοκρατιών[16].
Ο Ν. Πουλαντζάς γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1970 επισήμανε, πως το «κυρίαρχο μαζικό κόμμα, κόμμα είναι κατεξοχήν κρατικό» μέσω του οποίου εφαρμόζονται οι κρατικές πολιτικές, παρακάμπτονται τόσο οι κοινωνικές πιέσεις, όσο και τα συμφέροντα της κρατικής διοίκησης, ενώ διαδραματίζει το «ρόλο μιας αστυνομίας της διοίκησης, ενός επόπτη και ενός εγγυητή του γραφειοκρατικού μηχανισμού»[17]. Η νέα αυτή διάρθρωση του κόμματος με το κράτος και την κοινωνία αποτυπώνεται στο «κόμμα καρτέλ» (cartel party)[18]. Σταδιακά τα παραδοσιακά μαζικά κόμματα εξελίσσονται σε πολυσυλλεκτικά και στη συνέχεια σε «κόμματα καρτέλ» με σκοπό την εξασφάλιση την πολιτικής τους κυριαρχίας, όχι τόσο ως θεσμού κοινωνικής εκπροσώπησης όσο ως θεσμού της κρατικής εξουσίας[19]. Ειδικότερα, το «κρατικό μαζικό κόμμα» ή «cartel party» συνιστά το κόμμα κοινωνικής αντιπροσώπευσης ή το κόμμα της κοινωνίας των πολιτών[20], που κινείται εντός των ορίων του κράτους και διακρίνεται από την διείσδυση του στο κράτος[21].
Στη μεταπολιτευτική, τέλος, περίοδο στη χώρα μας εμφανίστηκε ο τύπος του «μαζικού κόμματος» αντίστοιχου του ευρωπαϊκού κομματικού τύπου ως βασικού θεσμού της πολιτικής εκπροσώπησης και της κοινωνικής αντιπροσώπευσης[22]. Αυτά τα κόμματα με χαρακτηριστικό παράδειγμα κυβερνητικά κόμματα εξουσίας (Νέα Δημοκρατία-ΠΑΣΟΚ) αποξενώνονται στο κοινωνικό πεδίο, διατηρούν με την κοινωνία χαλαρούς κοινωνικούς δεσμούς, απαγκιστρώνονται στον πυρήνα του κράτους και πολιτικά νομιμοποιούνται ως κόμματα του κράτους[23]. Η αλληλεξάρτηση μεταξύ κράτους και κόμματος αποτέλεσε, ιδιαίτερα, έναν βασικό πυλώνα του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ), που πολιτικά σχημάτισε έναν συνασπισμό αστικών, μικροαστικών και αγροτικών μερίδων υπό την κυριαρχία των πρώτων[24].
Το Μνημόνιο, τέλος, του 2010 συνιστώντας το όχημα του νεοφιλελευθερισμού σηματοδότησε την λήξη της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, που εγκαινιάστηκε το 1974 στην Ελλάδα και την αιτία πρόκλησης, αφενός σημαντικών ανακατατάξεων στη δομή των κοινωνικών τάξεων της, αφετέρου νέων μορφών και συγχωνεύσεων στο πεδίο της πολιτικής αντιπροσώπευσης[25]. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου διαρρήχθηκαν οι δεσμοί της ελληνικής κοινωνίας με τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα με επακόλουθο την εφαρμογή εναλλακτικών τρόπων συμμετοχικής δημοκρατίας, όπως τις πρωτοβουλίες των πολιτών στις πλατείες και γειτονιές, τις διαδηλώσεις στους δρόμους, αλλά και την υιοθέτηση νέων μορφών συμμετοχής στα κοινά, όπως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης[26].
Σήμερα, στην ύστερη «νεωτερικότητα» η κρίση της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας διασταυρώθηκε με την κρίση της πολιτικής με συνέπεια την διαρκή αποδυνάμωση των πολιτικών κομμάτων ως βασικών πολιτικών φορέων αντιπροσώπευσης. Τα κόμματα έπαψαν να συνιστούν βασικούς φορείς αντιπροσώπευσης των κοινωνικών δυνάμεων προς τις οποίες απευθύνονταν λόγω του μετασχηματισμού τους σε κόμματα εξωθεσμικής παρέμβασης στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και λόγω της αδυναμίας τους να αρθρώσουν πολιτικό λόγο. Το κοινοβούλιο δηλ. πλέον δεν επιτελεί την οφειλόμενη κοινοβουλευτική δράση με τις όποιες αποφάσεις να λαμβάνονται ουσιαστικά έξωθεν της σφαίρας δημοσιότητας, με συνέπεια τα τελευταία να μετασχηματίζονται σε απλούς διαμεσολαβητές και διαχειριστές ανάμεσα στο κράτος, στην κοινωνία και στην οικονομία[27]. Ο U. Beck, ιδιαίτερα, επισήμανε την μεταφορά στην εποχή της «νεωτερικότητας» του κέντρου βάρους της πολιτικής από την κεντρική πολιτική σκηνή του κοινοβουλίου και των κομμάτων στην εκτός κέντρων πολιτική «οργάνωση των οργανώσεων» των ίδιων των πολιτών θεωρώντας την ενεργοποίηση της αναστοχαστικότητας ικανής να συμβάλει στην αντιμετώπιση της βαθιάς κρίσης του πολιτισμού της[28].
Στην λεγόμενη, τέλος, «μετά-αντιπροσωπευτική δημοκρατία» ή «μεταδημοκρατία», αν και δεν αναιρείται η παραδοσιακή λειτουργία των παραδοσιακών αντιπροσωπευτικών θεσμών, θεωρείται, πως η πολιτική ουσιαστικά διεξάγεται στον ιδιωτικό και όχι στον δημόσιο χώρο[29], μη υφισταμένης πλέον κατά τον Γερμανό Schmitt C. της σχέσης αντιπροσώπευσης του Κοινοβουλίου με την κοινωνία[30].
[1] Βλ. Βούλγαρη Γ. (2001), Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990. Σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική ιστορία, Αθήνα, Θεμέλιο, σελ. 32.
[2] Βλ. Κουρουνδή Χ. (2018), Το Σύνταγμα και η Αριστερά: από τη βαθεία τομή του 1963 στο Σύνταγμα του 1975, Αθήνα, Νήσος, σελ. 287-288.
[3] Βλ. Βενιζέλο Ε. (2008), Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, σελ. 447.
[4] Βλ. Παπακωνσταντίνου Α., Τα δικαιώματα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα στο Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και την κοινή νομοθεσία, στο: Τσάτσος Δ.-Κοντιάδης Ξ. (επιμ.) (2003), Το Μέλλον των Πολιτικών Κομμάτων, Αθήνα, Παπαζήση, σελ. 274 επ.
[5] Βλ. Δρόσο Γ. (1982), Η Νομική θέση των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, σελ. 198 επ, 275 επ., 301 επ..
[6] Βλ. Τσάτσου Δ. (1992), Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Γ, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, σελ. 242-243.
[7] Βλ. Δρόσο Γ., (1982), ο.π σελ. 216, Μάνεση Α., Η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και το Σύνταγμα στο: Σύγχρονα Θέματα, τευχ. 8, 1980, σελ. 560-561.
[8] Βλ. Δρόσο Γ., (1982), ο.π σελ. 216.
[9] Βλ. Μαυριά Κ. (2002), Συνταγματικό Δίκαιο, 2η εκδ., Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, σελ 159.
[10] Βλ. Χρυσόγονο Κ., Σύνταγμα και Πολιτικά Κόμματα: Όψεις του ελλείμματος Δημοκρατικής Αντιπροσώπευσης στο: Τσάτσος Δ.-Κοντιάδης Ξ. (2003), Το μέλλον των πολιτικών κομμάτων, Αθήνα, Παπαζήση, σελ. 85.
[11] Βλ. Χρυσόγονο Κ. (2003), Σύνταγμα και Πολιτικά Κόμματα: Όψεις του ελλείμματος Δημοκρατικής Αντιπροσώπευσης, στο: Τσάτσος Δ.-Κοντιάδης Ξ (επιμ.) (2003), Το μέλλον των πολιτικών κομμάτων, Αθήνα, Παπαζήση,. σελ. 92.
[12] Βλ. Σπουρδαλάκη Μ. (2003), Το κομματικό φαινόμενο: Εξέλιξη και συγκυρία, στο: Τσάτσος Δ.-Κοντιάδης Ξ. (επιμ.), Το μέλλον των πολιτικών κομμάτων, Αθήνα, Παπαζήση, σελ 39 επ.
[13] Βλ. Χρυσόγονο Κ., (2003), ο.π
[14] Βλ. την απόφαση δημοσιευμένη στο: ΤοΣ 1999 σελ.614 επ, καθώς και στην τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, https://lawdb.intrasoftnet.com/ προσπέλαση 28.8.2024.
[15] Βλ. Σπουρδαλάκη Μ. (2003), Το κομματικό φαινόμενο: Εξέλιξη και συγκυρία, στο: Τσάτσος Δ.-Κοντιάδης Ξ., (επιμ.) Το Μέλλον των πολιτικών Κομμάτων, Αθήνα, Παπαζήση, σελ. 52.
[16] Βλ. Βερναδάκη Χ. (2011), Πολιτικά κόμματα, εκλογές & κομματικό σύστημα, Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, σελ. 189.
[17] Βλ. Πουλαντζά Ν. (1982), Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα, Θεμέλιο, σελ. 189.
[18] Βλ. Ελευθερίου Κ.- Παπαβλασόπουλο Ε. (2010), Λανθάνουσες προσεγγίσεις και σύγχρονες τάσεις στη θεωρία των κομμάτων, στο: Επιστήμη και Κοινωνία 25, σελ. 222-225.
[19] Βλ. Κοντιάδη Ξ. (2023), Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα, Αθήνα, Πόλις, σελ. 116.
[20] Βλ. Katz R.- Mair. P, Changing Models of Party Organization and Party Democracy. The Emergence of the Cartel Party, Party Politics 1 (1), London, SAGE Publications, 1995, σελ. 8.
[21] Βλ. Katz R.- Mair P, (1995), ο.π. σελ. 17, Πουλαντζά Ν., (1982), ο.π. σελ. 334-339.
[22] Βλ. Βερναδάκη Χ., (2011), ο.π. σελ. 191.
[23] Βλ. Σπουρδαλάκη Μ., Το κομματικό φαινόμενο. Εξέλιξη και συγκυρία, (2003), ο.π.
[24] Βλ. Βερναδάκη Χ, (2011) Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, σελ. 89.
[25] Βλ. Βερναδάκη Χ. (2023), Πολιτικά κόμματα, εκλογές & κομματικό σύστημα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, σελ. ΧΧ, ΧΧΙ, ΧΧΙΙ (Πρόλογος).
[26] Βλ. Παππά Τ. (2015), Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα, Αθήνα, Ίκαρος, σελ. 162.
[27] Βλ. Κοντιάδη Ξ. (2023), Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα, Αθήνα, Πόλις, σελ. 93-95.
[28] Βλ. Τάτση Ν., Νεωτερικότητα και κοινωνικά αλλαγή, Νήσος, 2004, σελ. 156, 159, Beck U., Risk Society-Towards a New Modernity, London, Sage, 1992, σελ. 30, 155-185.
[29] Βλ. αναλυτικότερα για το πολιτικό κόμμα στη «Μεταδημοκρατία» στο: Crouch C., Μεταδημοκρατία, Αθήνα, Εκκρεμές, 2006, σελ. 58, 137-147, Γεωργιάδου Β. (2001), Από το κόμμα περιχαρακωμένων μελών στο «κόμμα-δίκτυο»: Όψεις της οργανωτικής ανασυγκρότησης των πολιτικών κομμάτων στην ύστερη νεωτερικότητα, Επιστήμη και Κοινωνία, τχ. 5-6, σελ. 203.
[30] Βλ. Κοντιάδη Ξ., (2023), ο.π. σελ. 95