Το ζήτημα του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των Ανεξάρτητων Αρχών επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, καθώς η πρωτοβουλία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ για αλλαγές στη διαδικασία επιλογής συνάντησε αίφνης τα ευήκοα ώτα του Πρωθυπουργού. Η αλήθεια είναι ότι η επιστολή Ανδρουλάκη στον Πρόεδρο της Βουλής έρχεται σε μία περίοδο που τουλάχιστον τρεις από αυτές αντιμετωπίζουν σχεδόν υπαρξιακό πρόβλημα λειτουργίας. Θυμίζουμε ότι έχει ήδη παραιτηθεί ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος, ενώ και στην ΑΠΔΠΧ ο Πρόεδρος Κώστας Μενουδάκος έχει υποβάλει την παραίτησή του, χωρίς να έχει ακόμη εκδοθεί η σχετική διαπιστωτική πράξη. Η δε θητεία του Συνηγόρου του Πολίτη έχει λήξει εδώ και 2 χρόνια, με την αντικατάστασή του να παραπέμπεται διαρκώς στο άδηλο μέλλον. Την ίδια στιγμή και οι 5 συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές αντιμετωπίζουν μείζον θέμα με τη λήξη της συνταγματικά ορισμένης θητείας αρκετών μελών τους, μεταξύ των οποίων και οι 2 Αντιπρόεδροι του ΑΣΕΠ.
Οι προοπτικές επίλυσης της θεσμικής αυτής εκκρεμότητας μόνο ευοίωνες δεν είναι με τους παρόντες κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, καθώς η κυβέρνηση αδυνατεί να συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία των 3/5 της Διάσκεψης των Προέδρων για την επιλογή νέων μελών, ενώ δεν δείχνει πλέον πρόθυμη να επαναλάβει τη «δημιουργική λογιστική» των 2,9/5 που οδήγησε στην επιλογή της ηγεσίας του ΕΣΡ και του Αντιπροέδρου της ΑΔΑΕ.
Στο πλαίσιο αυτό, η «πρόταση Ανδρουλάκη» για επιλογή των Προέδρων μέσω μιας ανοικτής διαδικασίας πρόσκλησης ενδιαφέροντος, τύπου open gov (που θα ορίζει τυπικά και ουσιαστικά προσόντα επιλογής, καθώς και διαδικασία ουσιαστικής αξιολόγησης υποψηφιοτήτων), ταράζει αναμφίβολα τα λιμνάζοντα ύδατα των Ανεξάρτητων Αρχών και προκαλεί μια ενδιαφέρουσα νέα κινητικότητα, στο πλαίσιο της συνταγματικής πρόνοιας για αυξημένη πλειοψηφία στη Διάσκεψη των Προέδρων. Η πρόταση αυτή συγκλίνει μάλιστα με τη συνταγματική επιταγή για επίτευξη ευρείας συναίνεσης («επιδίωξη ομοφωνίας») ως προς τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν τις Αρχές, τα οποία πρέπει να διαθέτουν υψηλού επιπέδου «ανάλογα προσόντα» που θα λειτουργούν παράλληλα και ως εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους.
Εκ πρώτης όψης, δεν πρόκειται για πρόταση αλλαγής του εκτελεστικού νόμου σχετικά με την επιλογή των Μελών των Ανεξάρτητων Αρχών, αλλά για άτυπη διαδικασία προεπιλογής, που θα συντονιστεί από συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις και θα καταλήξει στην πολιτική αυτοδέσμευσή τους να προτείνουν και επισήμως στη Διάσκεψη των Προέδρων τα πρόσωπα που θα έχουν προκριθεί μέσω opengov.
Θυμίζουμε ότι αντίστοιχη διαδικασία opengov είχε εφαρμοστεί επί θητείας Γιώργου Παπανδρέου για την ανάληψη κρατικών αξιωμάτων, με υποβολή βιογραφικών μετά από πρόσκληση ενδιαφέροντος και αξιολόγηση υποψηφιοτήτων από τις ομάδες του opengov που συντονίζονταν από το γραφείο του Πρωθυπουργού, ενώ και οι Υπουργοί δεσμεύονταν ότι θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης.
Η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με τη σειρά της, προέβλεψε με ειδικό νόμο (ν.4325/2015) ότι για την επιλογή των Μελών του ΑΣΕΠ και του Συνηγόρου του Πολίτη υποβάλλουν εισήγηση οι Ενώσεις των Δικαστικών Λειτουργών, η Ένωση Μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι Σύγκλητοι των Πανεπιστημίων και οι Συνελεύσεις των ΤΕΙ, η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων και η ΑΔΕΔΥ. Επρόκειτο για χαλαρή διαδικασία κοινωνικής διαβούλευσης, χωρίς φιλοδοξίες πολιτικής αυτοδέσμευσης και γι’ αυτό με περιορισμένο πρακτικό αντίκτυπο στη Διάσκεψη των Προέδρων.
Υπάρχει, επομένως, ιστορικό και θεσμικό προηγούμενο για ανοικτές διαδικασίες αξιολόγησης κρατικών αξιωματούχων, ανεξάρτητα από το εάν αυτές όντως συνέβαλαν σε πιο δίκαιες και αξιοκρατικές επιλογές. Η «πρόταση Ανδρουλάκη» στην πραγματικότητα αποκτά νόημα ως κίνηση ηθικο-πολιτικής αυτορρύθμισης, εάν η σχετική συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων συνδυαστεί με σοβαρές διαδικαστικές εγγυήσεις αξιοκρατικής επιλογής, δηλαδή με αξιόπιστες διαδικασίες κοινωνικής διαβούλευσης και ανεξάρτητες επιτροπές αξιολόγησης των υποψηφιοτήτων, ώστε να αποτραπεί η κομματική συναλλαγή και να ενισχυθεί η διακομματική εμπιστοσύνη στις Αρχές. Όπερ σημαίνει ότι η όλη διαδικασία πρέπει να οργανωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα πρόσωπα που θα προταθούν από κοινού να μην εξυπηρετούν απλώς την κομματική αριθμητική, εσωκομματικές διευθετήσεις ή άλλες πολιτικές σκοπιμότητες, ξένες προς τη συνταγματική αποστολή των Αρχών. Στην παρούσα φάση είναι ανάγκη να επιλεγούν μόνον όσες και όσοι διαθέτουν αποδεδειγμένα το γνωστικό υπόβαθρο, το κύρος και την προσωπικότητα να υπηρετήσουν το έργο των Ανεξάρτητων Αρχών για την προάσπιση θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και την αντιστάθμιση της αυθαιρεσίας (κυβερνητικής ή ευρύτερα κρατικής).
Καθώς είναι νωπά ακόμη τα ίχνη της κυβερνητικής αμφισβήτησης στις απερχόμενες ηγεσίες των Αρχών για τον τρόπο που αυτές διαχειρίστηκαν ευαίσθητες υποθέσεις, όπως οι υποκλοπές, η διαρροή δεδομένων ψηφοφόρων ή το ναυάγιο της Πύλου, μόνο μια ισχυρή ένεση συναινετικής λειτουργίας και διακομματικής εμπιστοσύνης, ως αντίδοτο σε ελεγχόμενες κομματικές επιλογές, μπορεί να ξαναφέρει τη χαμένη λάμψη των Αρχών για το καλό και του διοικητικού και του πολιτικού μας συστήματος.