Η οικονομία στον καμβά του Συντάγματος: Από τα άρθρα στις αγορές

Γιώργος Γούλας, Δικηγόρος - Αρχισυντάκτης του NOMIKI BIBLIOTHIKI Daily

Συνταγματολόγοι μιλούν για την οικονομία και οικονομολόγοι για το Σύνταγμα. Με αυτό τον ευφάνταστο και επιστημονικά γόνιμο τρόπο έριξε την αυλαία των συζητήσεων η διαΝΕΟσις στον διάλογο που άνοιξε πριν κάποιους μήνες, συγκεκριμένα στις αρχές του τρέχοντος έτους, για τις αλλαγές που χρειάζεται το συνταγματικό μας κείμενο, ενόψει της συζήτησης για την αναθεώρηση η οποία ολοένα και φουντώνει.

Υπό τον συντονισμό του Γιώργου Δελλή, Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, που έχει εντρυφήσει στον χώρο των οικονομικών, πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 1 Ιουλίου η καταληκτική συζήτηση για την αναθεώρηση, με επίκεντρο την οικονομία.

Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Παναγιώτης Μαντζούφας, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ο Νίκος Σημαντήρας, Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και ιδίως Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, η Κατερίνα Ηλιάδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και μέλος της ΑΠΔΠΧ, η Κατερίνα Πέρρου, Επίκουρη Καθηγήτρια Δημοσίου Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, ο Γεώργιος Γιαννόπουλος, Καθηγητής Νομικής Πληροφορικής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, η Κωνσταντίνα Γεωργάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και ο Δημήτρης Κυριαζής, Επίκουρος Καθηγητής στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

Στο πάνελ συζήτησης που ακολούθησε συμμετείχαν ο Μιχαήλ Παπαγεωργίου, Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ, ο Κωνσταντίνος Καρτάλης, Καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος και Κλίματος στο ΕΚΠΑ και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή, η Χρυσοβαλάντου-Βασιλική Μήλλιου, Καθηγήτρια Οικονομικών στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του ΟΠΑ και τακτικό μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ο Δημήτρης Λιάκος, Οικονομολόγος και Σύμβουλος Διοίκησης της Eurobank και ο Ακρίτας Καϊδατζής, Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

Στο στρογγυλό τραπέζι συμμετείχαν ο Τάσος Γιαννίτσης, Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο ΟΠΑ, ο Μάρκος Βερέμης, Συνιδρυτής και Πρόεδρος του ΔΣ της Upstream, Εταίρος στην BigPi Ventures Capital και Πρόεδρος της Επιτροπής Καινοτομίας του ΣΕΒ, και ο Αντώνης Παπαγιαννίδης, δημοσιογράφος-νομικός.

Γιώργος Δελλής, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ

«Ενώ έχουμε αλλάξει πάρα πολλές συνταγματικές διατάξεις, σχεδόν καμία δεν έχουμε αλλάξει που να έχει σχέση με την οικονομία. Η αντίφαση συνίσταται στο ότι, στο πιο ευμετάβλητο αντικείμενο της ζωής μας, που είναι οι οικονομικές σχέσεις, ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον»

Στις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τη συνταγματική θέσμιση της οικονομίας στην Ελλάδα αναφέρθηκε ο Γιώργος Δελλής, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, επισημαίνοντας ότι «προσπαθούμε να βάλουμε το τζίνι της οικονομίας σε ένα συνταγματικό λυχνάρι που θα το χαϊδεύουμε, θα βγαίνει και θα μας υπηρετεί». Όπως τόνισε, αυτή αποτελεί την πρώτη και θεμελιώδη αντίφαση.

Ο ίδιος χαρακτήρισε το Σύνταγμα του 1975 ως το πιο πετυχημένο της ελληνικής ιστορίας. Ωστόσο, όπως ανέφερε, «ενώ μιλάμε για ένα πολύ πετυχημένο Σύνταγμα, συζητάμε για την αναθεώρησή του», γεγονός που συνιστά μια ακόμη αντίφαση.

Στη συνέχεια, υπογράμμισε ότι οι διατάξεις για την οικονομία υπήρξαν διαχρονικά οι πιο ανθεκτικές, επισημαίνοντας πως «ενώ έχουμε αλλάξει πάρα πολλές συνταγματικές διατάξεις, σχεδόν καμία δεν έχουμε αλλάξει που να έχει σχέση με την οικονομία». Σύμφωνα με τον ίδιο, «η αντίφαση συνίσταται στο ότι, στο πιο ευμετάβλητο αντικείμενο της ζωής μας, που είναι οι οικονομικές σχέσεις, ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον».

Μιλώντας για το πνεύμα της εποχής, ο κ. Δελλής επισήμανε ότι οι διατάξεις του 1975 «εκπέμπουν έναν κρατισμό», κάτι που, όπως είπε, ήταν λογικό για την εποχή. Παρ’ όλα αυτά, όπως σημείωσε, «η εφαρμογή των διατάξεων υπήρξε προς την άλλη κατεύθυνση, ήταν πιο φιλική προς την αγορά».

Ο Καθηγητής ανέλυσε και τις τρεις περιόδους που διακρίνουν, κατά την άποψή του, την εφαρμογή του οικονομικού Συντάγματος στην Ελλάδα. Όπως ανέφερε, η πρώτη περίοδος εκτείνεται από το 1975 μέχρι το 1990, με χαρακτηριστικά τον κρατισμό και τη μειωμένη διασυνοριακότητα της οικονομίας. Η δεύτερη περίοδος περιλαμβάνει τα έτη 1990 έως 2010, περίοδο κατά την οποία παρατηρείται «μια απελευθέρωση της οικονομίας». Η τρίτη περίοδος, από το 2010 μέχρι το 2025, συνδέεται, σύμφωνα με τον ίδιο, πέρα από την κρίση, «με μια επιβεβαίωση της ευρωπαϊκής πορείας της οικονομίας, επιβεβαίωση του μοντέλου της ανοιχτής αγοράς και τη σημασία της δημοσιονομικής σταθερότητας της χώρας».

Τέλος, ο κ. Δελλής αναφέρθηκε σε μία ακόμη αντίφαση, υπογραμμίζοντας ότι «υποτίθεται πως η οργάνωση της εθνικής οικονομίας είναι κομμάτι του σκληρού πυρήνα του κράτους». Ωστόσο, όπως διευκρίνισε, «το οικονομικό Σύνταγμά μας είναι το πιο ευάλωτο στην ανάγνωση, ερμηνεία και εφαρμογή υπό το φως του ευρωπαϊκού δικαίου και το κανονιστικό του περιεχόμενο έχει μεταβληθεί».

Παναγιώτης Μαντζούφας, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

«Η ιστορία και η σύγχρονη παρατήρηση των πολιτευμάτων παγκοσμίως έχει δείξει ότι οι περισσότερες οικονομικά αναπτυγμένες χώρες άνθισαν κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά εντός φιλελεύθερων και δημοκρατικών καθεστώτων. Αυτό το επίτευγμα πραγματοποιήθηκε διότι η δημοκρατία, προκειμένου να επιβιώσει, έπρεπε να εξασφαλίσει ότι ο οικονομικός πλούτος θα είναι διαχωρισμένος από την άσκηση της πολιτικής εξουσίας, αλλά και το αντίστροφο»

Στις λεπτές ισορροπίες που καλείται να διαχειριστεί η χώρα μετά τη Μεταπολίτευση και την καθιέρωση του Συντάγματος του 1975 αναφέρθηκε ο Παναγιώτης Μαντζούφας, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Όπως επισήμανε, «από τη στιγμή που η χώρα με τη Μεταπολίτευση και το Σύνταγμα του 1975 τοποθετήθηκε αμετάκλητα στις δυτικές δημοκρατίες και υιοθέτησε την οικονομία της αγοράς, ενώ απέκτησε τα θεσμικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας, είναι αναγκασμένη να τηρεί λεπτές ισορροπίες». Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτές οι ισορροπίες αφορούν «την εθνική ταυτότητα και τις παγκόσμιες τάσεις, τις ατομικές επιδιώξεις και το δημόσιο συμφέρον, τις δυνάμεις της αγοράς και την πολιτική της διαχείριση».

Ο κ. Μαντζούφας υπογράμμισε ότι η λειτουργία της οικονομίας της αγοράς «προϋποθέτει τη σταθερότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας», σημειώνοντας πως σήμερα, σε πολλές χώρες του πλανήτη, η σταθερότητα αυτή κλυδωνίζεται. Όπως ανέφερε, «η ιστορία και η σύγχρονη παρατήρηση των πολιτευμάτων παγκοσμίως έχει δείξει ότι οι περισσότερες οικονομικά αναπτυγμένες χώρες άνθισαν κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, εντός φιλελεύθερων και δημοκρατικών καθεστώτων». Κατά την άποψή του, αυτό το επίτευγμα πραγματοποιήθηκε «διότι η δημοκρατία, προκειμένου να επιβιώσει, έπρεπε να εξασφαλίσει ότι ο οικονομικός πλούτος θα είναι διαχωρισμένος από την άσκηση της πολιτικής εξουσίας, αλλά και το αντίστροφο».

Στη συνέχεια, εξήγησε ότι «συνταγματικοί κανόνες και ανεξάρτητες αρχές που εγγυώνται πλουραλιστικές και αδιάβλητες εκλογές, πάταξη της διαφθοράς, λογοδοσία και ανεξάρτητες λειτουργίες όπως η δικαιοσύνη, προστατεύουν το πολιτικό σύστημα από την επιρροή των οικονομικών παραγόντων». Όπως διευκρίνισε, «αντίστοιχα, ανεξάρτητες αρχές που προστατεύουν τον ανταγωνισμό στην αγορά και τα κατοχυρωμένα δικαιώματα της ελευθερίας, της οικονομικής δραστηριότητας και της ιδιοκτησίας, εγγυώνται την ελεύθερη οικονομία και αποτρέπουν τις τυχόν στρεβλώσεις που μπορεί να προκαλέσει η κρατική παρέμβαση, όταν η τελευταία ασκείται διεφθαρμένη με οικονομική δραστηριότητα ή εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα, αλλά όχι το δημόσιο συμφέρον».

Αναφερόμενος ειδικότερα στο Σύνταγμα, ο καθηγητής σημείωσε ότι «το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 106 τυποποιεί το φαινόμενο του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία», προσθέτοντας ότι «δικαιολογούσε ιδίως τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του τόσο μέτρα ολικής ή μερικής κρατικοποίησης επιχειρήσεων όσο και μέτρα εποπτείας της οικονομικής δραστηριότητας προς χάριν του γενικού συμφέροντος και της οικονομικής και της κοινωνικής ειρήνης». Όπως υπογράμμισε, «το άρθρο 106, παράγραφος 2, ουσιαστικά αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες των αγορών, θεμελιώνει την κρατική μέριμνα για διαρκή παρέμβαση προκειμένου να διορθώνονται ή και κατά το δυνατόν να περιορίζονται οι αρνητικές συνέπειες από τις δυσλειτουργίες των αγορών πάνω στα δικαιώματα των πολιτών και στη συνολική λειτουργία της εθνικής οικονομίας».

Ο κ. Μαντζούφας ανέλυσε επίσης τη δυνατότητα που το Σύνταγμα αναγνωρίζει στο κράτος «να εξαγοράσει υποχρεωτικά μια επιχείρηση ή να συμμετέχει αναγκαστικά σε αυτήν», διευκρινίζοντας ότι η παρέμβαση εξαρτάται, σύμφωνα με την παράγραφο 3, από τρία κριτήρια: «Η επιχείρηση αυτή θα πρέπει να έχει μονοπωλιακό χαρακτήρα, να εμφανίζει ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των εθνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και να έχει ως κύριο στόχο την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο». Όπως είπε, «τα κριτήρια αυτά μπορούν να συντρέχουν εναλλακτικά και να δικαιολογούν παρέμβαση του κράτους με σκοπό την κρατικοποίηση, εκτός αν η επιχείρηση εμπίπτει στο καθεστώς των κεφαλαίων προστασίας εξωτερικού σύμφωνα με το άρθρο 107».

Αναφερόμενος στη νομολογία, επισήμανε ότι «τα δικαστήρια δέχθηκαν, ιδίως στο παρελθόν, ως συνταγματικά δικαιολογημένες ευρείες παρεμβάσεις στην οικονομία, που έφταναν μέχρι τη δημιουργία δημόσιων μονοπωλίων ή ακόμα και παραχώρηση μονοπωλιακής θέσης σε ιδιωτικές επιχειρήσεις». Όπως υπενθύμισε, «το διάστημα από το ’74 έως το 1990 η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία ήταν ριζική στον τομέα των τραπεζών». Στη συνέχεια, ανέφερε ότι «τις δεκαετίες του ’90 και του 2000 οι αποκρατικοποιήσεις οδήγησαν στη μετατροπή των δημόσιων επιχειρήσεων σε ανώνυμες εταιρείες του ιδιωτικού δικαίου υπό τον έλεγχο του κράτους και στη σταδιακή ένταξη των τομέων κοινής ωφελείας στον ελεύθερο ανταγωνισμό». Όπως πρόσθεσε, «την περίοδο της οικονομικής κρίσης άλλαξαν εντελώς τα δεδομένα και στο πλαίσιο της υλοποίησης των μνημονιακών υποχρεώσεων υλοποιήθηκε η αποκρατικοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου, προκειμένου να αντληθούν έσοδα και μέσω αυτών να αποπληρωθεί μέρος του δημόσιου χρέους».

Σχετικά με το ενδεχόμενο αναθεώρησης του Συντάγματος, ο καθηγητής έθεσε το ερώτημα «αν υπάρχουν περιθώρια αναθεώρησης του Συντάγματος και ιδίως του άρθρου 106, προκειμένου να διευκολυνθεί περαιτέρω η λειτουργία μιας ανοιχτής οικονομίας, η οποία πρέπει παράλληλα να εξυπηρετεί και το δημόσιο συμφέρον και τις βασικές ανάγκες των πολιτών». Ειδικότερα για το άρθρο 106, παράγραφος 3, υπογράμμισε ότι «πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της επικουρικότητας, δηλαδή να δικαιολογείται η κρατικοποίηση μόνο όταν η ιδιωτική επιχείρηση δεν εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες, τις οποίες κατ’ αρχήν εξυπηρετεί κατά αποδοτικότερο τρόπο από το δημόσιο η λειτουργία της αγοράς». Όπως σημείωσε, «αυτό το πνεύμα απορρέει με σαφήνεια από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Καταλήγοντας, ο κ. Μαντζούφας τόνισε: «Εγώ θα έλεγα ότι ίσως θα ήταν σκόπιμο, όχι όμως και απολύτως αναγκαίο, στο πλαίσιο μιας αναθεωρητικής διαδικασίας, να γίνει ρητή αναφορά στο θεσμό και στην ορθή λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, ώστε να αποσαφηνιστεί ότι κατ’ αρχήν μέσω αυτής θα μπορούσε να προαχθεί το γενικό συμφέρον, ώστε η κρατική παρέμβαση να δικαιολογείται μόνο όταν η ελεύθερη αγορά αδυνατεί να υπηρετήσει και κοινωνικούς σκοπούς αναγνωρισμένους από το Σύνταγμα».

Νίκος Σημαντήρας, Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και ιδίως Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ

«Σε σχέση με τον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων δεν απαιτείται κάποια αλλαγή σε συνταγματικό επίπεδο. Δεν χρειαζόμαστε αναθεώρηση του Συντάγματος. Περισσότερο, νομίζω, χρειάζεται μια αναθεώρηση της νοοτροπίας σχετικά με τον ρόλο του κράτους στην οικονομία»

Στην ανοιχτή στάση που επιδεικνύει το Σύνταγμα απέναντι στις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και στα όρια που θέτει η συνταγματική τάξη στις αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας, αναφέρθηκε ο Νίκος Σημαντήρας, Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου και Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ. Όπως επισήμανε, «το Σύνταγμα παρέχει ένα πλαίσιο ανοιχτό προς τις ιδιωτικοποιήσεις, καθορίζοντας όμως κάποια όρια στις αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας». Σύμφωνα με τον ίδιο, «τα ζητήματα αυτά δεν αφορούν συνταγματικές, αλλά πολιτικές επιλογές και αποφάσεις οικονομικής πολιτικής, τις οποίες το Σύνταγμα δεν ρυθμίζει αυστηρά».

Όπως υπενθύμισε, αυτό έγινε φανερό ιδίως κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, όταν πραγματοποιήθηκαν σημαντικές εξελίξεις στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων. «Η συντριπτική πλειονότητα των αποφάσεων που ελήφθησαν θεωρήθηκαν συνταγματικά ανεκτές», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως αυτό επιβεβαιώνει ότι «το Σύνταγμα λειτουργεί στον τομέα της οικονομικής πολιτικής ως ρυθμιστής ενός γενικού πλαισίου και όχι ως εκ των προτέρων διαμορφωτής της πολιτικής χάραξης».

Ωστόσο, ο κ. Σημαντήρας παρατήρησε ότι οι εξελίξεις αυτές έχουν και συνταγματικό ενδιαφέρον, «καθώς φανερώνουν σημαντικές αλλαγές στη γενικότερη αντίληψη περί ιδιωτικοποιήσεων, μια αντίληψη που συνδέεται και με θεσμικές διαστάσεις».

Σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις, εντόπισε δύο βασικές εξελίξεις. Όπως σημείωσε, «πρώτον, η ίδια η έννοια των ιδιωτικοποιήσεων έχει διευρυνθεί σημαντικά». Παραδοσιακά, όπως εξήγησε, «η έννοια ήταν συνδεδεμένη κυρίως με την πώληση δημοσίων επιχειρήσεων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων». Σήμερα, ωστόσο, «έχουν αναπτυχθεί νέες μορφές συνεργασίας μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος με όρους ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας».

Όπως επισήμανε, «όλα αυτά έχουν κριθεί από τη νομολογία ως συμβατά με το Σύνταγμα, με μία εξαίρεση: την πώληση της πλειοψηφίας των μετοχών της ΕΥΔΑΠ». Αναφερόμενος στη σχετική απόφαση, διευκρίνισε ότι «το Συμβούλιο Επικρατείας έκρινε ότι προκαλείται κίνδυνος για τα θεμελιώδη δικαιώματα, και ειδικότερα για την προστασία του δικαιώματος υγείας των καταναλωτών». Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, «δεν διασφαλίζεται σε επαρκή βαθμό η συντήρηση του δικτύου και η παροχή ύδατος υψηλής ποιότητας στους καταναλωτές από ιδιώτες, οι οποίοι αποσκοπούν στο κέρδος». Ο ίδιος χαρακτήρισε την υπόθεση ως «μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι οι ιδιωτικοποιήσεις κρίνονται γενικά ως συνταγματικά ανεκτές».

Η δεύτερη παρατήρησή του αφορούσε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Όπως σημείωσε, «στις ιδιωτικοποιήσεις φαίνεται ότι κατά την τελευταία δεκαπενταετία έχει σταδιακά αποκρατικοποιηθεί η ίδια η διαδικασία και οι διοικήσεις των αποφάσεων περί ιδιωτικοποιήσεων». Κατά την άποψή του, αυτό οφείλεται κυρίως «σε μια δυσπιστία απέναντι στην πολιτική εξουσία, λόγω της διαχρονικής απροθυμίας να προταχθεί η οικονομική λογική στις αποφάσεις της».

Όπως ανέφερε, «επί δεκαετίες παρατηρείται μια απροθυμία της πολιτικής εξουσίας να προβεί σε τολμηρές αποφάσεις σχετικά με την ιδιωτικοποίηση ακόμα και ελλειμματικών επιχειρήσεων, οι οποίες φαίνεται να χρησιμοποιούνται περισσότερο ως εκλογικό λάφυρο παρά ως μορφή αποτελεσματικής δράσης του κράτους και παροχής υψηλών υπηρεσιών στους καταναλωτές».

Στη συνέχεια, υπενθύμισε ότι «στα πρώτα χρόνια της κρίσης χρέους παρουσιάστηκε ένα υπερβολικά φιλόδοξο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο θα μπορούσε να αποφέρει έως και 50 δισ. ευρώ έσοδα στο κράτος». Όπως παρατήρησε, «σύντομα όμως κατέστη σαφές ότι τα πράγματα προχωρούσαν αργά και μάλλον αναποτελεσματικά», με αποτέλεσμα «την αποκρατικοποίηση της διοίκησης στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων».

Προχωρώντας σε συμπερασματικές σκέψεις, ο κ. Σημαντήρας ανέφερε πρώτον ότι «είτε μέσω της ταμειοποίησης είτε μέσω της ιδιωτικοποίησης, το κράτος δεν εξαφανίζεται, απλώς αλλάζει μορφή». Όπως υπογράμμισε, «μετατρέπεται από πάροχος υπηρεσιών σε ρυθμιστή και επόπτη της αντίστοιχης αγοράς, με αυξημένες όμως απαιτήσεις αμεροληψίας και ανεξαρτησίας».

Δεύτερον, σύμφωνα με τον ίδιο, «από τη σκοπιά του Συντάγματος, η ιδιωτικοποίηση εμφανίζεται ως πολιτικό ζήτημα αρνητικά, υπό την έννοια ότι η απόφαση για τον τρόπο εκμετάλλευσης δημόσιας περιουσίας κατ’ αρχήν δεν είναι νομικό ζήτημα». Όπως διευκρίνισε, «αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η διαχείριση της περιουσίας πρέπει να παραμείνει απαραιτήτως στα χέρια της πολιτικής εξουσίας». Αντιθέτως, «η αποπολιτικοποίηση της διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας θα μπορούσε να επιτρέψει οι επιλογές να υπακούουν σε μια οικονομική λογική, να αποδίδουν και να εξυπηρετούν πράγματι το δημόσιο συμφέρον». Όπως συμπλήρωσε, «η αποπολιτικοποίηση αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή και, μακροπρόθεσμα, μάλλον ευπρόσδεκτη συνταγματικά και οικονομικά».

Τρίτον, κατέληξε ότι «καθίσταται εμφανές ότι σε σχέση με τον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων δεν απαιτείται κάποια αλλαγή σε συνταγματικό επίπεδο». Όπως είπε, «δεν χρειαζόμαστε αναθεώρηση του Συντάγματος», προσθέτοντας ότι «περισσότερο, νομίζω, χρειάζεται μια αναθεώρηση της νοοτροπίας σχετικά με τον ρόλο του κράτους στην οικονομία».

Κατερίνα Ηλιάδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, Μέλος της ΑΠΔΠΧ

«Η συνταγματική προβληματική βασίζεται σε μια αρνητική προσέγγιση, δηλαδή όλη η συζήτηση επικεντρώνεται στην ανάγκη να βάλουμε έναν φραγμό, να θέσουμε ένα όριο. Αυτή η νοοτροπία αντιστοιχεί σε μια οικονομία με χαμηλή αναπτυξιακή δυνατότητα, όπως η οικονομία της δεκαετίας του 1970, η οποία προφανώς προέρχεται από μια κατάσταση ανασφάλειας, με μεγάλη πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα»

Στη διαχρονική πορεία και τα χαρακτηριστικά της δημόσιας επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα αναφέρθηκε η Κατερίνα Ηλιάδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και μέλος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Όπως επισήμανε, «αν πάμε πίσω στο χρόνο, με αφετηρία τη δεκαετία του 1950, βλέπουμε επιχειρήσεις που αναφέρονται σε αγορές που περιλαμβάνουν προϊόντα με χαρακτηριστικά δημοσίου συμφέροντος».

Η ίδια ανέφερε χαρακτηριστικά «τον τομέα της ενέργειας», ενώ, όπως σημείωσε, «αργότερα έρχονται οι επικοινωνίες, το νερό, η αποχέτευση, η άμυνα». Όλες αυτές, σύμφωνα με την ίδια, είναι «αγορές οι οποίες έχουν διαστάσεις σημαντικές για το δημόσιο συμφέρον».

Περιγράφοντας τον δεύτερο άξονα της δημόσιας επιχειρηματικής δραστηριότητας, τόνισε ότι αφορά «τη διαχείριση στρατηγικών τομέων της βιομηχανίας», φέρνοντας ως παράδειγμα «τα ναυπηγεία ή τα μέταλλα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη ΛΑΡΚΟ».

Όπως πρόσθεσε, «ένας τρίτος τομέας αφορά, ασφαλώς, την οικονομία, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το τραπεζικό σύστημα».

Η κ. Ηλιάδου ανέλυσε τα χαρακτηριστικά αυτής της δημόσιας επιχειρηματικής δραστηριότητας, υπογραμμίζοντας ότι «περιλαμβάνουν την καθετοποίηση, καθώς καταλαμβάνει ολόκληρους τομείς της οικονομίας, δημιουργώντας μια συνολική δομή που ελέγχει πλήρως ή σε μεγάλο βαθμό τη συγκεκριμένη αγορά». Σύμφωνα με την ίδια, «η μονοπωλιακή οργάνωση δίνει τη δυνατότητα στο κράτος να αναπτύσσεται με μεγαλύτερη ευχέρεια, εκμεταλλευόμενο οικονομίες κλίμακος, γεγονός που οδηγεί σε καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα». Όπως εξήγησε, «αυτά τα πλεονεκτήματα εξυπηρετούν την αναπτυξιακή προοπτική και προσφέρουν οφέλη στο κοινωνικό σύνολο, καθώς το κράτος αναλαμβάνει το ρόλο του εγγυητή των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, διασφαλίζοντας την ισότιμη πρόσβαση και την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών».

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην εξέλιξη του ρόλου του κράτους μετά το 1975, επισημαίνοντας ότι «το κράτος έχει εξελιχθεί σε ρυθμιστή». Όπως υπενθύμισε, «με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1990 ξεκινά η εφαρμογή δύο βασικών πολιτικών: πρώτον, της απελευθέρωσης των αγορών, όπου ανοίγουν νέες δραστηριότητες στον ανταγωνισμό και μπαίνει η ιδιωτική πρωτοβουλία, και δεύτερον, της σύστασης ρυθμιστικών αρχών».

Η κ. Ηλιάδου διευκρίνισε ότι «οι ρυθμιστικές αρχές, όμως, έχουν περιορισμένο εύρος αρμοδιοτήτων, καθώς η ρύθμιση που ασκούν αφορά κυρίως το μονοπώλιο, δηλαδή τις δικτυακές υποδομές που συνήθως περιλαμβάνουν αγορές για τις οποίες θεσπίζεται η αρμοδιότητά τους».

Σχολιάζοντας το πλαίσιο της συνταγματικής προβληματικής, σημείωσε ότι «βασίζεται σε μια αρνητική προσέγγιση», διευκρινίζοντας ότι «όλη η συζήτηση επικεντρώνεται στην ανάγκη να βάλουμε έναν φραγμό, να θέσουμε ένα όριο». Όπως παρατήρησε, «αυτή η νοοτροπία αντιστοιχεί σε μια οικονομία με χαμηλή αναπτυξιακή δυνατότητα, όπως η οικονομία της δεκαετίας του 1970, η οποία προφανώς προέρχεται από μια κατάσταση ανασφάλειας, με μεγάλη πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα».

Συνεχίζοντας, τόνισε ότι «με αυτά τα δεδομένα, φαίνεται ότι η ανάγκη παρέμβασης του κράτους στην οικονομία πρέπει να είναι διαρκώς παρούσα, ιδίως σε μια σύγχρονη εποχή, όπου τα δεδομένα αλλάζουν και ο σκοπός της παρέμβασης μοιάζει να διαφοροποιείται».

Απαντώντας στο ερώτημα αν χρειάζεται αλλαγή στο Σύνταγμα σε σχέση με το πεδίο της οικονομίας, η κ. Ηλιάδου ήταν σαφής: «η απάντηση είναι καταφατική». Όπως υπογράμμισε, «το κράτος πρέπει να γίνει αποτελεσματικός ρυθμιστής της οικονομικής ανάπτυξης και να επιτρέψει την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών».

Καταλήγοντας, επισήμανε ότι «το δεύτερο σημείο στο οποίο πρέπει να γίνει μια προσθήκη είναι η ανάγκη σαφούς ρύθμισης της δημόσιας επιχειρηματικής δραστηριότητας με θετικό τρόπο».

Κατερίνα Πέρρου, Επίκουρη Καθηγήτρια Δημοσίου Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ

«Ένα φορολογικό σύστημα ή γενικά μια φορολογική πολιτική είναι τόσο καλή όσο καλή είναι η φορολογική διοίκηση που καλείται να την εφαρμόσει»

Στο ζήτημα της φορολογικής πολιτικής και την ανάγκη θεμελίωσης ενός βιώσιμου και προβλέψιμου συστήματος αναφέρθηκε η Κατερίνα Πέρρου, Επίκουρη Καθηγήτρια Δημοσίου Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ. Όπως υπογράμμισε, «μία από τις βεβαιότητες της ζωής μας είναι η ύπαρξη των φόρων και βεβαίως το σύστημα εντός του οποίου καλούμαστε να επιχειρήσουμε και να δημιουργήσουμε αξία για εμάς και για την κοινωνία μας».

Η ίδια διευκρίνισε ότι «μιλάμε για ένα φορολογικό σύστημα το οποίο είναι χαρακτηριστικό κάθε κράτους και του δίνει μια εικόνα και μια θέση στο παγκόσμιο φορολογικό σύστημα». Όπως επισήμανε, «αναφέρομαι στη διεθνή διάσταση, καθώς βλέπουμε τελευταία τις εξελίξεις που γίνονται σε διάφορα επίπεδα».

Η κ. Πέρρου σημείωσε ότι «το πόσο το διεθνές περιβάλλον επηρεάζει τα εθνικά φορολογικά συστήματα, τους περιορισμούς που επιβάλλονται είτε από το διεθνές περιβάλλον είτε από το ενωσιακό δίκαιο, έχει ως αποτέλεσμα αυτό που θεωρούσαμε περιοχή κατεξοχήν έκφρασης της εθνικής κρατικής κυριαρχίας, σιγά σιγά να δέχεται πιέσεις».

Αναφερόμενη στη χώρα μας, τόνισε ότι «η φορολογία καλείται να παίξει τον παραδοσιακό της ρόλο ως εργαλείο για την ανάπτυξη, χωρίς να θίγει ή να εμποδίζει αυτή την ανάπτυξη». Όπως παρατήρησε, «το ζητούμενο, πάρα πολλές φορές στην Ελλάδα, είναι η συζήτηση για ένα σταθερό φορολογικό σύστημα». Έθεσε όμως το ερώτημα: «σε ένα ευμετάβλητο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, μπορούμε να ζητάμε πραγματικά σταθερό φορολογικό σύστημα; Ή μήπως με τον όρο “σταθερότητα” εννοούμε κάτι διαφορετικό;»

Η ίδια διερωτήθηκε αν «θέλουμε διαφάνεια ή εννοούμε προβλεψιμότητα» και επεσήμανε ότι «όλα αυτά συνδυασμένα, μαζί με τις αρχές που έχουν ήδη διαμορφωθεί από τη νομολογία, θα έπρεπε να αποσκοπούν στο να δημιουργήσουμε ένα βιώσιμο φορολογικό σύστημα, γιατί αυτό πρέπει να είναι το ζητούμενο και η κατεύθυνση μας».

Περιγράφοντας τι θα σήμαινε ένα βιώσιμο φορολογικό σύστημα, η κ. Πέρρου εξήγησε ότι «θα σημαίνει ένα σύστημα που θα παρέχει μία σταθερή βάση εσόδων, διασφαλίζοντας δημοσιονομική σταθερότητα ως προς το σκέλος των εσόδων». Όπως είπε, «επίσης, θα προωθεί την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ευημερία, τόσο για τις σύγχρονες όσο και για τις μελλοντικές γενιές».

Σύμφωνα με την ίδια, «η ανάγκη για κρατικά έσοδα πάντα θα υπάρχει, αλλά αυτή πρέπει να εξισορροπείται με άλλους σκοπούς που πρέπει να επιτυγχάνει η φορολογία». Επισήμανε δε ότι «βιώσιμα φορολογικά συστήματα απαιτούν, προφανώς, διαφανείς και υπεύθυνες δομές διακυβέρνησης».

Όπως τόνισε, «απαραίτητη είναι επίσης μια αποτελεσματική και αποδοτική φορολογική διοίκηση, η οποία να διασφαλίζει σωστή εφαρμογή των πολιτικών με αποπολιτικοποιημένο τρόπο». Πρόσθεσε ότι «κρίνεται αναγκαίος ο συντονισμός των πολιτικών, ώστε να αποφεύγονται αντικρουόμενα αποτελέσματα και να επιτυγχάνεται συνοχή στην εφαρμογή τους».

Η κ. Πέρρου χαρακτήρισε τη συνταγματική αναθεώρηση ως «μια ευκαιρία», εξηγώντας ότι «σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, με τις περιορισμένες δυνατότητες που έχουν τα κράτη στο πεδίο της φορολογικής τους πολιτικής, ιδιαίτερα όσον αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, μπορεί να αναδείξει μέσω της αναθεώρησης, με κάποιες τροποποιήσεις, τη ισχυρή δέσμευση της χώρας για ένα βιώσιμο, σταθερό και προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, το οποίο θα χαρακτηρίζεται από διαφάνεια».

Ειδικότερα, αναφερόμενη στο άρθρο 78, επισήμανε το ζήτημα της αναδρομικότητας. Όπως είπε, «δεν νομίζω ότι βρισκόμαστε πλέον στην εποχή της δεκαετίας του ’70, όταν είχε επιβληθεί η αναγνώριση αυτής της εξαιρετικής περίστασης, η οποία, ας μην γελιόμαστε, οδήγησε σε σημαντικές ανατροπές».

Η ίδια υπενθύμισε ότι «η αναδρομική επιβολή ενός φορολογικού βάρους, σε εκείνη την εξαιρετική περίπτωση, είχε πολύ συγκεκριμένους λόγους και ιστορικά παραδείγματα που δικαιολογούσαν τη θεσμοθέτηση και τη συνταγματική αναγνώριση αυτής της αρχής», για να προσθέσει όμως ότι «δεν νομίζω ότι σήμερα βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση».

Παράλληλα, έθιξε και το θέμα της παραγραφής, το οποίο, όπως ανέφερε, «έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις». Όπως υπενθύμισε, «ήδη έχουμε τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, και είναι σημαντικό να έχουμε και συνταγματική κατοχύρωση».

Εξηγώντας το σκεπτικό της, σημείωσε ότι «αυτά τα ζητήματα αποδεικνύουν τη βούληση της χώρας να διατηρήσει σταθερές παραμέτρους που δεν θα εξαρτώνται από τις μεταβολές της νομοθεσίας». Κατά την ίδια, «στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης στους επενδυτές, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας, ενισχύοντας τη σαφήνεια και την προβλεψιμότητα του φορολογικού συστήματος».

Κωνσταντίνα Γεωργάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

«Σήμερα, μετά από 50 χρόνια εφαρμογής του Συντάγματος του 1975 και σχεδόν 80 χρόνια από την ψήφιση του νομοθετικού διατάγματος για την προστασία των κεφαλαίων του εξωτερικού, έχουμε μια χρυσή ευκαιρία να επικαιροποιήσουμε το διάταγμα και να το προσαρμόσουμε στις σύγχρονες εξελίξεις, ενισχύοντας την αποδοτικότητα και την ανταγωνιστικότητα της χώρας»

Στην ιστορική διαδρομή και το περιεχόμενο του άρθρου 107 του Συντάγματος, που ρυθμίζει το καθεστώς των κεφαλαίων εξωτερικού, αναφέρθηκε η Κωνσταντίνα Γεωργάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Όπως σημείωσε, «μια πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή είναι απαραίτητη για να δούμε για ποιο λόγο ψηφίστηκε το άρθρο 107 και τι συνέβαινε τότε».

Η ίδια υπενθύμισε ότι «η πρώτη συνταγματική αναφορά σε κεφάλαια και σε κεφάλαια εξωτερικού ήρθε στο Σύνταγμα του 1952». Όπως επισήμανε, «το άρθρο 107 του Συντάγματος παραπέμπει στο ν.δ. 2687/1953, το οποίο καθόριζε ως παραγωγική επένδυση οποιαδήποτε επένδυση από κεφάλαια εξωτερικού, εφόσον τοποθετούνταν σε τομείς που θα ενίσχυαν την εθνική παραγωγή ή θα συνέβαλλαν στην ενίσχυση της εθνικής οικονομίας».

Η κ. Γεωργάκη ανέφερε ότι το διάταγμα του 1953 «περιλάμβανε μια σειρά από κίνητρα, όπως τη φορολογική σταθερότητα και τη ρήτρα διαιτησίας», υπογραμμίζοντας ότι «ήταν κάτι πολύ καινοτόμο για την εποχή».

Περιγράφοντας τις πολιτικές επιλογές που υπήρχαν μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, τόνισε ότι «υπήρχαν δύο πολιτικές επιλογές». Όπως εξήγησε, «η πρώτη ήταν η ακύρωση όλων των συμβάσεων και διοικητικών πράξεων που είχαν εκδοθεί κατά την περίοδο της χούντας, ώστε να διασφαλιστεί ότι αυτές οι συναλλαγές, πολλές από τις οποίες ήταν ηθικά αμφισβητούμενες, δεν θα έπαιρναν μέτρα προστασίας σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος».

Παράλληλα, επισήμανε ότι «η δεύτερη επιλογή ήταν η ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου, διατηρώντας την αυξημένη προστασία των επενδύσεων, κατ’ επιλογή του νομοθέτη του 1975».

Η κ. Γεωργάκη παρατήρησε ότι «ως αποτέλεσμα, το νομοθετικό διάταγμα του 1953 ισχύει αναλλοίωτο μέχρι και σήμερα, καθώς οποιαδήποτε αλλαγή απαιτεί συνταγματική αναθεώρηση».

Καταλήγοντας, υπογράμμισε ότι «σήμερα, μετά από 50 χρόνια εφαρμογής του Συντάγματος του 1975 και σχεδόν 80 χρόνια από την ψήφιση του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, έχουμε μια χρυσή ευκαιρία να επικαιροποιήσουμε το διάταγμα και να το προσαρμόσουμε στις σύγχρονες εξελίξεις, ενισχύοντας την αποδοτικότητα και την ανταγωνιστικότητα της χώρας».

Δημήτρης Κυριαζής, Επίκουρος Καθηγητής στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

«Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι το ελληνικό οικονομικό Σύνταγμα, και ιδίως οι διατάξεις των άρθρων 5, 17, 106 και 80, έχει επανακαθοριστεί μέσω του ενωσιακού δικαίου. Θεωρώ ότι, εάν υπάρχει ενδεχόμενο συνταγματικής αναθεώρησης, θα ήταν σκόπιμο να επανεξετάσουμε αυτές τις διατάξεις και να δούμε πού μπορούμε να τις επικαιροποιήσουμε»

Στη σχέση του ενωσιακού δικαίου με το Ελληνικό Οικονομικό Σύνταγμα εστίασε την εισήγησή του ο Δημήτρης Κυριαζής, Επίκουρος Καθηγητής στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως ανέφερε, «τα συμπεράσματα είναι τα εξής: πρώτον, το ελληνικό οικονομικό Σύνταγμα έχει επανακαθοριστεί μέσω του ενωσιακού δικαίου».

Ο ίδιος υπογράμμισε ότι «το ελληνικό Σύνταγμα είναι ξεπερασμένο ως προς το γράμμα του, κάτι που είναι λογικό δεδομένων των εξελίξεων στο ενωσιακό δίκαιο». Όπως παρατήρησε, «ο κορμός του Συντάγματός μας βασίζεται στο Σύνταγμα του 1975, ενώ η Ελλάδα μπήκε σε ευρωπαϊκή τροχιά το 1981».

Σχολιάζοντας το ρόλο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επισήμανε ότι «η νομολογία του έχει διαμορφώσει έννοιες που προσδίδουν δυναμισμό στο ενωσιακό δίκαιο», ενώ «πολλές διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος έχουν πλέον ξεπεραστεί».

Στη συνέχεια, ο κ. Κυριαζής τόνισε ότι «το ελληνικό οικονομικό Σύνταγμα επιβιώνει λόγω της ανθεκτικότητάς του», θέτοντας όμως το ερώτημα «μήπως θα έπρεπε να επιδιώκουμε ένα βέλτιστο Σύνταγμα και όχι απλώς ένα ανθεκτικό;».

Όπως εξήγησε, «το Σύνταγμα αυτό επιβιώνει επίσης λόγω της δημιουργικής ερμηνείας από τους Έλληνες δικαστές και, ενίοτε, λόγω του έμμεσου ή άμεσου παραμερισμού του από το υπέρτερο ενωσιακό δίκαιο».

Αναφερόμενος στο ενδεχόμενο συνταγματικής αναθεώρησης, υπογράμμισε ότι «αν έχουμε την ευκαιρία, πρέπει να την εκμεταλλευτούμε για να επικαιροποιήσουμε το Σύνταγμα». Όπως διευκρίνισε, «χωρίς μεγάλες τομές, αλλά με προσαρμογές που να το καθιστούν πιο συμβατό με τις σύγχρονες ανάγκες, χωρίς να το φοβόμαστε».

Καταλήγοντας, επισήμανε ότι «το ελληνικό οικονομικό Σύνταγμα, και ιδίως οι διατάξεις των άρθρων 5, 17, 106 και 80, έχει επανακαθοριστεί μέσω του ενωσιακού δικαίου». Όπως είπε, «θεωρώ ότι, εάν υπάρχει ενδεχόμενο συνταγματικής αναθεώρησης, θα ήταν σκόπιμο να επανεξετάσουμε αυτές τις διατάξεις και να δούμε πού μπορούμε να τις επικαιροποιήσουμε».

Όπως τέλος υπογράμμισε, «σκοπός θα πρέπει να είναι η αποφυγή της ανάγκης για δημιουργικές ερμηνείες και να εξασφαλίσουμε ότι στο μέλλον δεν θα απαιτηθεί κάποιος παραμερισμός τους από το ενωσιακό δίκαιο».

Γεώργιος Γιαννόπουλος, Καθηγητής Νομικής Πληροφορικής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ

«Μιλάμε για ένα νέο, παγκόσμιο μέσο, το ίντερνετ, το οποίο δεν γνωρίζει σύνορα και όπου οι αντιλήψεις διαφέρουν σε κάθε γωνιά του κόσμου. Επομένως, το δικό μου συμπέρασμα είναι ότι αυτό που λέμε “πληροφοριακό Σύνταγμα” στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Θα μπορέσουμε να έχουμε ψηφιακό προσανατολισμό στο Σύνταγμα όταν αλλάξουμε νοοτροπία και προσαρμοστούμε στις απαιτήσεις της ψηφιακής εποχής»

Στην πρόκληση της προσαρμογής του Συντάγματος και των θεσμών στην ψηφιακή εποχή αναφέρθηκε ο Γεώργιος Γιαννόπουλος, Καθηγητής Νομικής Πληροφορικής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ. Όπως εξήγησε, «ας διευκρινίσουμε πόσο χρόνο χρειάζεται για να μεταδοθεί ένα μήνυμα από τη μία άκρη της γης στην άλλη, να διατρέξει όλη την υφήλιο».

Ο ίδιος παρατήρησε ότι «τα μαθηματικά είναι εύκολα: η ταχύτητα του φωτός είναι γνωστή και τα δεδομένα εκτοξεύονται με αυτή την ταχύτητα». Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε, «εάν χρησιμοποιούμε οπτική ίνα, ο χρόνος είναι περίπου 0,43 δευτερόλεπτα, ενώ με το παλιό καλώδιο χαλκού ο χρόνος αυξάνεται στα 0,22 δευτερόλεπτα».

Όπως επισήμανε, «η επικοινωνία περιορίζεται μόνο στο διάστημα από το σημείο Α στο σημείο Β, δηλαδή τα 0,23 δευτερόλεπτα». Ωστόσο, υπογράμμισε ότι «πέρα από αυτό το διάστημα, δεν υπάρχει προστασία του απορρήτου, καθώς τα δεδομένα θεωρούνται στατικά».

Η διαπίστωση αυτή, κατά τον κ. Γιαννόπουλο, «οδηγεί στην ανάγκη παρέμβασης της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων». Όπως ανέφερε, «αυτό καταδεικνύει την ανάγκη να εναρμονιστεί η όλη κατάσταση, καθώς η νομολογία του ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι η προστασία των δεδομένων πρέπει να επεκτείνεται και στο διαδίκτυο, στα ΜΜΕ και στις τεχνικές υποδομές».

Σύμφωνα με τον ίδιο, «η μεταγωγή δεδομένων, δηλαδή η διαδοχική αντιγραφή και διαχείρισή τους, δημιουργεί νέες προκλήσεις στην προστασία της ιδιωτικότητας και απαιτεί έναν εκσυγχρονισμό και συντονισμό των αρμόδιων αρχών για την αποτελεσματική διασφάλιση των προσωπικών δεδομένων στην ψηφιακή εποχή».

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στο συνταγματικό πλαίσιο, επισημαίνοντας ότι «το άρθρο 14 του Συντάγματος είναι πιο φιλελεύθερο, ενώ το άρθρο 15 επιβάλλει ασφυκτική προστασία στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα». Όπως διευκρίνισε, «η λογική του άρθρου 14 είναι ότι τα άσεμνα δημοσιεύματα αφαιρούνται, ενώ η λογική του άρθρου 15 υπογραμμίζει την ύπαρξη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, το οποίο ελέγχει και επιβάλλει κυρώσεις».

Ο κ. Γιαννόπουλος σημείωσε, ωστόσο, ότι «αυτές οι λογικές δεν μπορούν να σταθούν στον ψηφιακό κόσμο». Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «η λογική του χαρτιού και της καταστολής είναι ασύμβατη με τις ανάγκες του ψηφιακού περιβάλλοντος».

Συμπεραίνοντας, τόνισε ότι «μιλάμε για ένα νέο, παγκόσμιο μέσο, το ίντερνετ, το οποίο δεν γνωρίζει σύνορα και όπου οι αντιλήψεις διαφέρουν σε κάθε γωνιά του κόσμου». Κατά την άποψή του, «αυτό που λέμε “πληροφοριακό Σύνταγμα” στην πραγματικότητα δεν υπάρχει».

Όπως κατέληξε, «θα μπορέσουμε να έχουμε ψηφιακό προσανατολισμό στο Σύνταγμα όταν αλλάξουμε νοοτροπία και προσαρμοστούμε στις απαιτήσεις της ψηφιακής εποχής».

Μιχαήλ Παπαγεωργίου, Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ

«Ίσως λοιπόν να αξίζει να σκεφτούμε την ένταξη μιας γενικής συνταγματικής ρήτρας που θα θέτει τη βιωσιμότητα ως συνταγματικό σκοπό, με οριζόντιο χαρακτήρα»

Στη δυναμική σχέση μεταξύ περιβάλλοντος, οικονομίας και συνταγματικής προστασίας αναφέρθηκε ο Μιχαήλ Παπαγεωργίου, Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Όπως επεσήμανε, «ενώ το άρθρο 24 του Συντάγματος θεωρείται εγγενές στοιχείο στη μάχη για την προστασία του περιβάλλοντος, παράλληλα παρατηρούμε τη θεώρηση της διεμβόλησής του από μια οικονομικοκεντρική προσέγγιση, η οποία επικεντρώνεται περισσότερο στην ανάπτυξη παρά στην προστασία του περιβάλλοντος».

Ο ίδιος υπενθύμισε ότι «η αναθεώρηση του 2001, καθώς και οι ζυμώσεις και οι εξελίξεις στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας από το 1975 μέχρι σήμερα, έδειξαν ότι η έννοια της βιωσιμότητας και οι όροι και τα όρια της βιώσιμης ανάπτυξης είναι πολύ πιο πολυδιάστατα από την κανονιστική πυκνότητα που προσέδωσε το άρθρο 24». Όπως σημείωσε, «αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για μια πιο ολοκληρωμένη και ισχυρή προσέγγιση στην ισορροπία μεταξύ περιβαλλοντικής προστασίας και οικονομικής ανάπτυξης».

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στο πλαίσιο που διαμορφώνεται σήμερα, τονίζοντας ότι «αυτό που αποκαλούμε περιβαλλοντικό Σύνταγμα συνδυάζεται σήμερα με το Οικονομικό και το Κοινωνικό Σύνταγμα, διαμορφώνοντας έτσι ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο». Κατά την άποψή του, «το νέο αυτό κοινωνικό συμβόλαιο προκύπτει από την ανάγκη να συνδυαστούν οι διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης με μια πιο οριοθετημένη αντίληψη του δημοσίου συμφέροντος».

Όπως εξήγησε, «από τη μία πλευρά, έχουμε τη διατύπωση ενός πιο οριοθετημένου Δημοσίου συμφέροντος, ενώ από την άλλη, παρατηρούμε την ανάπτυξη έννομων αποδόσεων και εκτιμήσεων ελευθεριών και δικαιωμάτων, οι οποίες είναι σαφώς πιο εναρμονισμένες και συγκεντρωμένες».

Ο κ. Παπαγεωργίου υπογράμμισε ότι «δεν αναγκαζόμαστε να μπούμε σε σταθμιστικά διλήμματα, αλλά επικεντρωνόμαστε στην εκτίμηση της βέλτιστης παρουσίασης αυτών των δικαιωμάτων και ελευθεριών, με στόχο τη βελτίωση της ισορροπίας μεταξύ των κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών στόχων».

Όπως παρατήρησε, «αυτό στην ουσία μας καλλιεργεί την προοπτική της βιωσιμότητας του ίδιου του Συντάγματος». Ειδικότερα, ανέφερε ότι «όταν μέσα από αυτές τις εκτιμήσεις μιλάμε για την ενότητα του συνταγματικού κειμένου, για την τυπική ισοδυναμία των διατάξεων χωρίς ιεράρχηση μεταξύ τους, για την κανονιστική ισχύ τους, για την εναρμονιστική προσέγγιση και την πολυεπίπεδη διάστασή της, κατανοούμε ότι δεν αναφερόμαστε μόνο στη σχέση μεταξύ δικαιωμάτων και δημοσίου συμφέροντος, αλλά και στην αλληλεπίδραση μεταξύ διαφορετικών εννόμων τάξεων».

Συμπληρώνοντας, επεσήμανε ότι «εξετάζοντας και τα πρακτικά ζητήματα, καταλαβαίνουμε πόσο χρήσιμο εργαλείο είναι η ρήτρα της βιωσιμότητας μέσα στο Σύνταγμά μας».

Κατά την άποψή του, «σε αυτή τη νέα διατύπωση και σε πολυεπίπεδες εκτιμήσεις, αναζητούμε ουσιαστικά τη βιωσιμότητα του ίδιου του κράτους δικαίου, μέσω ελέγχων που διασφαλίζουν την ενότητα και την αποτελεσματικότητα των εννόμων σχέσεων και αγαθών». Όπως ανέφερε, «η ισορροπία μεταξύ δημοσίου συμφέροντος, το οποίο πλέον είναι πιο προσδιορίσιμο, και των δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει να είναι δίκαιη και βιώσιμη».

Ολοκληρώνοντας την εισήγησή του, σημείωσε ότι «αυτή η αντίληψη δημιουργεί τη βάση για μια νέα αντίληψη του συνταγματικού δικαίου, που δεν περιορίζεται μόνο στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά εξασφαλίζει και μια ισχυρή και βιώσιμη λειτουργία του κράτους δικαίου». Όπως τόνισε, «ίσως λοιπόν να αξίζει να σκεφτούμε την ένταξη μιας γενικής συνταγματικής ρήτρας που θα θέτει τη βιωσιμότητα ως συνταγματικό σκοπό, με οριζόντιο χαρακτήρα».

Κωνσταντίνος Καρτάλης, Καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος και Κλίματος στο ΕΚΠΑ, μέλος Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή

«Το Σύνταγμα θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί την ισορροπία μεταξύ της έντασης και της έκτασης του προβλήματος της περιβαλλοντικής κρίσης»

Στη διάσταση της κλιματικής κρίσης και την ανάγκη αναπροσαρμογής του Συντάγματος ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις αναφέρθηκε ο Κωνσταντίνος Καρτάλης, Καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος και Κλίματος στο ΕΚΠΑ και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή. Όπως υπογράμμισε, «το άρθρο 24 του Συντάγματος δίνει ιδιαίτερο βάρος και προστασία στο περιβάλλον, τόσο το φυσικό όσο και το ανθρωπογενές».

Ωστόσο, επισήμανε ότι «ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 και ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 δεν είχαν λάβει υπόψη τους την κλιματική κρίση, η οποία ξεπερνά την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης και αφορά τη βιωσιμότητα του πλανήτη στο σύνολό του».

Ο κ. Καρτάλης τόνισε ότι «το Σύνταγμα θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί την ισορροπία μεταξύ της έντασης και της έκτασης του προβλήματος της περιβαλλοντικής κρίσης». Όπως σημείωσε, «ο νομοθέτης, λοιπόν, θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της κλιματικής αλλαγής».

Αναφερόμενος στη δεύτερη μεγάλη διάσταση που αφορά την κλιματική κρίση, επεσήμανε ότι «είναι ο χρόνος». Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο χρόνος της κλιματικής αλλαγής, και κατ’ επέκταση της κρίσης, ξεπερνά τον ιστορικό χρόνο, όπως τον καταλαβαίνουμε συνήθως, και προσαρμόζεται στον γεωφυσικό ή ακόμα και στον γεωγραφικό χρόνο».

Χρυσοβαλάντου-Βασιλική Μήλλιου, Καθηγήτρια Οικονομικών στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του ΟΠΑ, Τακτικό μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού

«Η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού, αν και ανεξάρτητη αρχή, δεν είναι αρμόδια για θέματα αισχροκέρδειας, για τις τηλεπικοινωνίες και τα ταχυδρομεία, καθώς και για τις κρατικές ενισχύσεις. Παρά το γεγονός ότι η ανεξαρτησία της προκύπτει από τον νόμο, δεν είναι ρητά κατοχυρωμένη στο Σύνταγμά μας»

Στη θεμελιώδη σημασία της ελευθερίας του ανταγωνισμού και τον ρόλο των θεσμών για τη διασφάλισή της αναφέρθηκε η Χρυσοβαλάντου-Βασιλική Μήλλιου, Καθηγήτρια Οικονομικών στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και τακτικό μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Όπως υπογράμμισε, «η ελευθερία του ανταγωνισμού κατοχυρώνεται συνταγματικά μέσω της οικονομικής ελευθερίας, αλλά όχι ως αυτοτελές δικαίωμα».

Η ίδια εξήγησε γιατί η ελευθερία του ανταγωνισμού είναι τόσο κρίσιμη, σημειώνοντας ότι «πρέπει να συμφωνήσουμε σε ποιον ακριβώς ανταγωνισμό αναφερόμαστε». Όπως διευκρίνισε, «ανταγωνισμός σε οικονομικούς όρους είναι η διαδικασία αντιπαλότητας μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά, όπου κάθε επιχείρηση προσπαθεί να προσελκύσει καταναλωτές, προσφέροντας προϊόντα ή υπηρεσίες που είναι πιο ελκυστικές από αυτές των ανταγωνιστών της».

Η κ. Μήλλιου τόνισε ότι «ο ανταγωνισμός ωθεί τις επιχειρήσεις να βελτιώνονται συνεχώς, προσφέροντας καλύτερα προϊόντα και καλύτερες προσφορές». Όπως είπε, «η συνέπεια αυτής της διαδικασίας είναι ότι η ελευθερία του ανταγωνισμού μπορεί να επιφέρει μια σειρά από θετικές επιδράσεις για τους καταναλωτές, όπως χαμηλότερες τιμές, καλύτερη ποιότητα προϊόντων, μεγαλύτερη ποικιλία και την εμφάνιση καινοτόμων προϊόντων και νέων μεθόδων παραγωγής».

Ωστόσο, επισήμανε ότι «ο ελεύθερος ανταγωνισμός έχει και μια ενδογενή παθολογία: παρέχει τα μέσα στους ανταγωνιστές να τον περιορίσουν». Όπως παρατήρησε, «υπονομεύεται από τους ίδιους τους ανταγωνιστές στην αγορά, που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το σύστημα προς όφελός τους, και μερικές φορές και από δημόσιους φορείς».

Η ίδια εξήγησε ότι «οι επιχειρήσεις, επιδιώκοντας να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, συχνά έχουν κίνητρο να περιορίσουν τον ανταγωνισμό και να ακολουθήσουν πρακτικές που είναι αντι-ανταγωνιστικές». Όπως σημείωσε, «με αυτόν τον τρόπο, ενδέχεται να περιορίζουν την ικανότητα των καταναλωτών να απολαύσουν τα πλήρη οφέλη του ανταγωνισμού».

Σύμφωνα με την κ. Μήλλιου, «αυτό το πλαίσιο απαιτεί, λοιπόν, προστασία του ανταγωνισμού, ώστε να διασφαλιστεί η ακεραιότητα της αγοράς και τα συμφέροντα των καταναλωτών».

Αναλύοντας τον ρόλο της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, επισήμανε ότι «είναι ο κύριος φορέας εφαρμογής του δικαίου Ανταγωνισμού στην Ελλάδα, η οποία έχει στη διάθεσή της μια σειρά από εργαλεία για να προστατεύσει τον ανταγωνισμό στην αγορά».

Όπως ανέφερε, «το πρώτο εργαλείο είναι η καταστολή των αντί-ανταγωνιστικών συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων, όπως τα καρτέλ, αλλά και κάποιες φορές των κάθετων συμπράξεων». Διευκρίνισε ότι «αυτές οι συμπράξεις μειώνουν τον ανταγωνισμό στην αγορά και δημιουργούν συνθήκες που ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις εις βάρος των καταναλωτών και άλλων επιχειρήσεων».

«Το δεύτερο εργαλείο είναι η καταστολή των λεγόμενων πρακτικών κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης», συνέχισε. Όπως εξήγησε, «αυτό αφορά επιχειρήσεις που κατέχουν μεγάλη ισχύ στην αγορά και εφαρμόζουν πρακτικές που αποκλείουν ανταγωνιστές από την αγορά». Ανέφερε χαρακτηριστικά «ρήτρες αποκλειστικότητας σε συμβόλαια με λιανέμπορους, άρνηση προμήθειας εισροών σε άλλες επιχειρήσεις και άλλες πρακτικές που μπορούν να αποκλείσουν όχι μόνο υπάρχοντες ανταγωνιστές, αλλά και δυνητικούς ανταγωνιστές — επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να εισέλθουν στην αγορά».

Σημείωσε επίσης ότι «σε λιγότερο συχνές περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρέμβει και σε εκμεταλλευτικές πρακτικές τιμολόγησης, όπου οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται τη δεσπόζουσα θέση τους για να επιβάλλουν αδικαιολόγητα υψηλές τιμές στους καταναλωτές».

Το τρίτο εργαλείο, όπως ανέφερε, «είναι ο προληπτικός έλεγχος των συγκεντρώσεων των επιχειρήσεων».

Η κ. Μήλλιου διευκρίνισε ότι «η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού, αν και ανεξάρτητη αρχή, δεν είναι αρμόδια για θέματα αισχροκέρδειας, για τις τηλεπικοινωνίες και τα ταχυδρομεία, καθώς και για τις κρατικές ενισχύσεις». Όπως σημείωσε, «παρά το γεγονός ότι η ανεξαρτησία της προκύπτει από τον νόμο, δεν είναι ρητά κατοχυρωμένη στο Σύνταγμά μας».

Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι «η ανεξαρτησία της αρχής έχει ενισχυθεί και κατοχυρωθεί πρόσφατα μέσω της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κανόνων του ενωσιακού δικαίου, που υπογραμμίζουν τη σημασία της διασφάλισης της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών αρχών στον τομέα του ανταγωνισμού».

Καταλήγοντας, τόνισε ότι «ο ανταγωνισμός στην αγορά είναι ελεύθερος ανταγωνισμός, ο οποίος προάγει την ευημερία των καταναλωτών και της κοινωνίας». Όπως επεσήμανε, «η ύπαρξή του δεν είναι αυτονόητη. Απαιτεί συνεχή εποπτεία, αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων από ανεξάρτητες αρχές και θεσμική εγρήγορση».

Δημήτρης Λιάκος, Οικονομολόγος, Σύμβουλος Διοίκησης Eurobank

«Με το Νόμπελ Οικονομίας που απέσπασαν οι Ατζέµογλου, Τζόνσον και Ρόμπινσον, αναδείχθηκε ότι προϋπόθεση για να έχεις ισχυρούς και διαρκώς αυξανόμενους ρυθμούς ανάπτυξης είναι να διαθέτεις ένα ισχυρό και ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο. Ένα τέτοιο πλαίσιο επιτρέπει στη χώρα να εισέλθει σε μια διαδικασία που της επιτρέπει να ανταπεξέλθει στις συνεχώς μεταβαλλόμενες προκλήσεις που ανακύπτουν»

Στην ιστορική εξέλιξη της απορρύθμισης της αγοράς και τον ρόλο του κράτους στην οικονομία αναφέρθηκε ο Δημήτρης Λιάκος, Οικονομολόγος και Σύμβουλος Διοίκησης της Eurobank. Όπως υπογράμμισε, «η απορρύθμιση της αγοράς είναι ένα βαθιά πολιτικό και ιδεολογικό ζήτημα, το οποίο έχει τις ρίζες του στην εποχή μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και σχετίζεται με τον ρόλο του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα».

Ο ίδιος εξήγησε ότι «αυτή η περίοδος σηματοδοτεί τη στιγμή που ο ρόλος του κράτους δεν περιορίζεται μόνο στη ρύθμιση και την εποπτεία της αγοράς, αλλά επεκτείνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και στην επιχειρηματική δραστηριότητα». Όπως σημείωσε, «το κράτος αναλαμβάνει όχι μόνο τον ρόλο του ρυθμιστή και θεματοφύλακα των κανόνων, αλλά και αυτόν του επιχειρηματία, επενδύοντας και συμμετέχοντας ενεργά στην οικονομία».

Ο κ. Λιάκος ανέφερε ότι «αυτό το μοντέλο συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του ’80», οπότε παρατηρήθηκε μια αλλαγή με την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, «κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία». Όπως παρατήρησε, «όσον αφορά την Ευρώπη, διατηρείται ένα πιο ρυθμισμένο μοντέλο, αλλά αρχίζει να επηρεάζεται από τις νέες τάσεις και να εμφανίζεται η απορρύθμιση, με τη μειωμένη ρύθμιση της αγοράς».

Σύμφωνα με τον ίδιο, «η απορρύθμιση αυτή είχε τόσο ισχυρό αντίκτυπο που επηρέασε σημαντικά και τα κόμματα που θεωρούνται προοδευτικά, δηλαδή τα σοσιαλιστικά, εργατικά και αριστερά κόμματα, τα οποία, κάποια από αυτά, άρχισαν να υιοθετούν στοιχεία αυτής της πολιτικής».

«Ξαφνικά, το 2008, ήρθε η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, μια συστημική κρίση που απείλησε το σύστημα παγκοσμίως», ανέφερε χαρακτηριστικά. Όπως είπε, «εκείνη την εποχή, ως άνθρωπος του τομέα, έζησα από πρώτο χέρι τις συνέπειες αυτής της κρίσης».

Ο κ. Λιάκος τόνισε ότι «αυτή η κρίση οδήγησε σε μια σημαντική αλλαγή στην αντίληψη που είχαμε για τον ρόλο του κράτους, και κυρίως για τον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα». Ανέφερε, ωστόσο, ότι «αν και δεν είχαμε επανακρατικοποιήσεις, παρατηρήθηκε αύξηση του ρόλου του κράτους στην αγορά, κάτι που αποτέλεσε μια σημαντική στροφή».

Εστιάζοντας στην ευρωπαϊκή διάσταση, επισήμανε ότι «παρατηρούμε ένα παράδοξο». Όπως εξήγησε, «για πρώτη φορά, και πρέπει να το παραδεχτούμε, έχουμε μια εκδήλωση της επιβολής του ισχυρού, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα».

Ο ίδιος υπενθύμισε ότι «αν και είχαμε κοινούς ευρωπαϊκούς κανόνες, ειδικά στα δημοσιονομικά, οι πρώτοι που παραβίασαν αυτούς τους κανόνες ήταν η Γερμανία και η Γαλλία». Όπως σημείωσε, «παρά την παραβίαση, ουδέποτε τιμωρήθηκαν». Πρόσθεσε ότι «η Γερμανία συνέχισε να παραβιάζει τους κανόνες, ξεπερνώντας τα όρια του εμπορικού ισοζυγίου, χωρίς συνέπειες».

«Την ίδια στιγμή, όμως», όπως τόνισε, «υπήρχε μια τιμωρητική διάθεση προς άλλες χώρες, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου ζήσαμε αυτή την αυστηρότητα μέσω των μνημονιακών συνθηκών». Όπως είπε, «αυτό το παράδοξο συνεχίζεται και σήμερα».

Ο κ. Λιάκος επισήμανε ότι για τους οικονομολόγους, «αυτό το ζήτημα λύθηκε ως ερώτημα και θεωρήθηκε κάτι το απαραίτητο και χρήσιμο». Όπως ανέφερε, «με το Νόμπελ Οικονομίας που απέσπασαν οι Ατζέμογλου, Τζόνσον και Ρόμπινσον, αναδείχθηκε ότι προϋπόθεση για να έχεις ισχυρούς και διαρκώς αυξανόμενους ρυθμούς ανάπτυξης είναι να διαθέτεις ένα ισχυρό και ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο».

Καταλήγοντας, σημείωσε ότι «ένα τέτοιο πλαίσιο επιτρέπει στη χώρα να εισέλθει σε μια διαδικασία που της επιτρέπει να ανταπεξέλθει στις συνεχώς μεταβαλλόμενες προκλήσεις που ανακύπτουν».

Ακρίτας Καϊδατζής, Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

«Ποιο είναι το μεγάλο μας πρόβλημα; Το λέω σχηματικά και καθ’ υπερβολή, αλλά το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε ελεύθερη οικονομία, έχουμε κρατικοδίαιτη οικονομία. Δεν έχουμε ελεύθερο ανταγωνισμό, αλλά κρατικά αποδεδειγμένα προνόμια. Έχουμε απευθείας αναθέσεις και μια σειρά από ανισότητες στην αγορά. Αυτά τα προβλήματα δεν λύνονται με συνταγματικές αναθεωρήσεις. Χρειάζεται πολιτική βούληση για να εφαρμοστούν οι κατάλληλες πολιτικές και να γίνει πραγματική αλλαγή στην οικονομία»

Την κατηγορηματική αντίθεσή του στο ενδεχόμενο μιας νέας συνταγματικής αναθεώρησης εξέφρασε ο Ακρίτας Καϊδατζής, Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Όπως τόνισε, «πιστεύω με πάθος ότι όχι, δεν χρειάζεται, ότι δεν πρέπει να γίνει συνταγματική αναθεώρηση. Είναι επικίνδυνο».

Ο ίδιος υπογράμμισε ότι «το πρόβλημα σήμερα είναι ότι μεγάλο μέρος από αυτά που γράφει το Σύνταγμα δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Είναι λόγια πάνω στο χαρτί». Όπως επισήμανε, «το μέρος αυτό του Συντάγματος που δεν σημαίνει τίποτα, έχει μπει στο Σύνταγμα με αναθεωρήσεις».

Σύμφωνα με τον κ. Καϊδατζή, «μια νέα αναθεώρηση θα προσθέσει κι άλλα πράγματα που δεν θα έχουν πραγματικό αντίκρισμα και θα συμβάλει και αυτή, όπως συνέβη και με προηγούμενες αναθεωρήσεις, στον ευτελισμό του Συντάγματος ή, για να το πω πιο ευγενικά, στην απομείωση της κανονιστικότητάς του».

Όπως ανέφερε, «προσωπικά αρνούμαι να θεωρήσω ειλικρινή και άρα σοβαρή οποιαδήποτε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που περιορίζεται στο να αλλάξουμε απλώς τις λέξεις του, αν δεν συνοδεύεται από έναν πλήρη οδικό χάρτη για το πώς αυτά που λέμε ότι θέλουμε να αλλάξουν στο κείμενο του Συντάγματος θα νομιμοποιηθούν με συγκεκριμένα μέτρα». Όπως σημείωσε, «οι αλλαγές δεν έρχονται από το Σύνταγμα αλλά με νόμους».

Ειδικά για το κομμάτι του Συντάγματος που αναφέρεται στην οικονομία, υπογράμμισε ότι «όλα όσα είπα για την επικινδυνότητα και την αναγκαιότητα της αναθεώρησης ισχύουν σε υπερθετικό βαθμό». Κατά την άποψή του, «η οικονομία δεν χρειάζεται συνταγματικές ρυθμίσεις».

Ο κ. Καϊδατζής ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «δεν χρειάζεται να πειράξουμε τίποτα στο Σύνταγμα». Όπως διευκρίνισε, «δεν υπάρχει τίποτα στο Σύνταγμα που να εμποδίζει την οικονομική δραστηριότητα». Αντιθέτως, όπως είπε, «το Σύνταγμα παρέχει το πλαίσιο που διασφαλίζει τη λειτουργία της οικονομίας, χωρίς να την περιορίζει».

Σημείωσε ότι «δεν λείπει τίποτα από το Σύνταγμα που να είναι απαραίτητο για την οικονομική ανάπτυξη». Όπως ανέφερε, «οι οικονομικές πολιτικές και οι ρυθμίσεις μπορούν να εφαρμοστούν μέσω των νόμων, χωρίς να απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση για να ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα».

Εξηγώντας ποιο θεωρεί το μεγάλο πρόβλημα, δήλωσε ότι «το λέω σχηματικά και καθ’ υπερβολή, αλλά το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε ελεύθερη οικονομία, έχουμε κρατικοδίαιτη οικονομία».

Όπως πρόσθεσε, «δεν έχουμε ελεύθερο ανταγωνισμό, αλλά κρατικά αποδεδειγμένα προνόμια. Έχουμε απευθείας αναθέσεις και μια σειρά από ανισότητες στην αγορά».

Κατά την άποψή του, «αυτά τα προβλήματα δεν λύνονται με συνταγματικές αναθεωρήσεις». Όπως κατέληξε, «χρειάζεται πολιτική βούληση για να εφαρμοστούν οι κατάλληλες πολιτικές και να γίνει πραγματική αλλαγή στην οικονομία».

Τάσος Γιαννίτσης, Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ

«Θεωρώ ότι η συγκυρία μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς, καθιστά σκόπιμο έναν στοχασμό για τις σχέσεις αιτιότητας μεταξύ δημοκρατικών θεσμών και οικονομικής εξέλιξης της χώρας»

Στο σύνθετο ζήτημα των σχέσεων κράτους και αγοράς και στις προκλήσεις που ανακύπτουν για τους θεσμούς και το Σύνταγμα αναφέρθηκε ο Τάσος Γιαννίτσης, Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ. Όπως τόνισε, «οι σχέσεις κράτους και αγοράς είναι ένα ζήτημα που δεν έχει σαφή απάντηση», εξηγώντας ότι αυτό «εξαρτάται από την ποιότητα της παρέμβασης του κράτους και από τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς».

Ο ίδιος επισήμανε ότι «εξαρτάται επίσης από τις οικονομικές και άλλες συνθήκες κάθε εποχής και κάθε χώρας», ενώ ανέφερε ότι «η ευθύνη του πολιτικού συστήματος είναι κυρίως το πώς χειρίζεται τις σχέσεις κράτους και αγοράς σε κάθε δεδομένη στιγμή και συνθήκη, και κυρίως το πού οδηγεί το σύστημα».

Αναφερόμενος στους θεσμούς, παρατήρησε ότι «η βαθμολόγηση της χώρας μας ως προς τους θεσμούς και το θεσμικό της σύστημα, περιλαμβάνοντας επιμέρους θεσμικούς δείκτες όπως το κράτος δικαίου, την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, τη διαφθορά και άλλους, δείχνει σημαντική πτώση από το 2005 μέχρι σήμερα». Όπως σημείωσε, «με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η χώρα μας βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερη θέση σε σχέση με πολλές άλλες χώρες με τις οποίες συγκρινόμαστε, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και άλλες».

Ο κ. Γιαννίτσης τόνισε ότι «η οικονομία εκπροσωπείται πολύ λίγο στο Σύνταγμα», διευκρινίζοντας ότι «το ‘πολύ λίγο’ είναι σχετικό και οι αναφορές περιορίζονται σε γενικόλογες αρχές με περιορισμένη αξία». Όπως εξήγησε, «η ερμηνεία και εφαρμογή αυτών των αρχών καλύπτουν ένα απίστευτο εύρος».

Φέρνοντας παραδείγματα, ανέφερε ότι «το άρθρο 4 προβλέπει ότι οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, δηλαδή το εισόδημα και την περιουσιακή τους κατάσταση, και ίσως κάποια άλλα κριτήρια», ενώ «το άρθρο 24 προβλέπει ότι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι υποχρέωση του κράτους». Όπως υπογράμμισε, «όμως, τι σχέση έχουν οι διατάξεις αυτές με την πραγματικότητα που ζούμε, όταν όλοι γνωρίζουμε πόσο αυτές οι ρυθμίσεις παραποιήθηκαν ή παρακάμφθηκαν στην πράξη;».

Ο ίδιος παρατήρησε ότι «η συγκυρία μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς, καθιστά σκόπιμο έναν στοχασμό για τις σχέσεις αιτιότητας μεταξύ δημοκρατικών θεσμών και οικονομικής εξέλιξης της χώρας».

Προχωρώντας σε προτάσεις, ανέφερε ότι «στο νέο Σύνταγμα υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, ανάγκη για τις εξής τέσσερις προσθήκες, ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά».

Πρώτον, «η ανάδειξη του στοιχείου της αποτελεσματικότητας ως παράγοντα που επηρεάζει την ποιότητα της δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την κοινωνική πολιτική και την κοινωνική στήριξη». Όπως παρατήρησε, «δεν είναι μόνο η αποτελεσματικότητα το κριτήριο». Εξήγησε ότι «βλέπουμε πως η κρίση, η διαφθορά και η αναποτελεσματικότητα στη λειτουργία του κράτους έχουν φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, που προκαλούν αμφισβήτηση της δημοκρατίας σε πολλές κοινωνίες».

«Το ζήσαμε και στη χώρα μας», σημείωσε, προσθέτοντας ότι «σε δύσκολες εποχές, εγκαταλείπεται η λογική και ο πραγματισμός, και αναδεικνύονται η δαιμονολογία, το παράλογο και άλλες ακραίες πρακτικές». Όπως είπε, «η ικανότητα του δημόσιου δικαίου και των θεσμών να λειτουργήσουν ως ανάχωμα απέναντι σε αυτές τις διαβρωτικές διαδικασίες έχει τεθεί σε αμφισβήτηση».

Η δεύτερη πρότασή του αφορά «την ανάδειξη της σημασίας του δημόσιου αγαθού για το ευρύτερο συλλογικό συμφέρον». Όπως επισήμανε, «η έννοια του συλλογικού συμφέροντος, δηλαδή του δημόσιου αγαθού, έχει περιθωριοποιηθεί στην κοινωνία μας, ενώ μεταξύ του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας διαγράφεται ένα σοβαρό ρήγμα». Κατά την άποψή του, «σήμερα, είμαστε αντιμέτωποι με ισχυρούς συλλογικούς κινδύνους που απαιτούν πολιτική και κοινωνική συνεννόηση, καθώς και μορφές σύγκλισης, ώστε να αποφύγουμε την επανεμφάνιση διαφορετικών μορφών κρίσης και παρακμής».

Η τρίτη πρότασή του αφορά «την αναφορά στην αξιοκρατία ως μια γενική αρχή, έστω και αν παραβιάζεται, όπως τόσες άλλες».

Η τέταρτη πρόταση, όπως είπε, είναι «η ανάδειξη της αρχής προνοητικότητας στην κρατική πολιτική, δηλαδή της έγκαιρης λήψης προστατευτικών μέτρων απέναντι σε απειλές που διαγράφονται στον ορίζοντα».

Ο κ. Γιαννίτσης κατέληξε λέγοντας ότι «όλες αυτές οι απαντήσεις, και πάρα πολλές άλλες, που αφορούν τα θεμελιώδη αλλά δύσκολα ζητήματα, δεν νομίζω ότι μπορούν να απαντηθούν μεμονωμένα από νομικούς, οικονομολόγους ή πολιτικούς επιστήμονες ή άλλες πολιτικές και επιστημονικές κοινότητες». Όπως σημείωσε, «νομίζω ότι απαιτείται μια μεγάλη σύνθεση και μια μεγάλη υπέρβαση, την οποία το σημερινό σύστημα δεν είναι ικανό να επιτελέσει».

Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο ΟΠΑ

«Δεν είναι λογικό, ακόμα και αν οι εξωτερικές αγορές μας δανείζουν, να υπερχρεώνουμε τις επόμενες γενιές. Αυτό είναι κάτι που το Σύνταγμα θα έπρεπε να εκφράζει. Το Σύνταγμα δεν θα έπρεπε να εκφράζει μόνο τους σημερινούς Έλληνες και Ελληνίδες, αλλά κάτι ευρύτερο, που να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της χώρας και για τις μελλοντικές γενιές»

Στη σχέση ελευθερίας, θεσμικού πλαισίου και οικονομικής ανάπτυξης αναφέρθηκε ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όπως επεσήμανε, «ο τρόπος με τον οποίο παράγεται οικονομική αξία είναι μέσω της ελευθερίας: της ελευθερίας των ατόμων, των συλλογικών εκφράσεών τους και των επιχειρήσεων».

Όπως σημείωσε, «σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτή η ελευθερία διασφαλίζεται από το Σύνταγμα, όμως δεν είναι αυτό το οποίο αντανακλάται στην οικονομική πραγματικότητα».

Αναφερόμενος στα δημόσια οικονομικά, ο κ. Βέττας υπογράμμισε ότι «το ζήτημα αφορά το πόσο μπορούμε να ξεπληρώνουμε το δημόσιο ταμείο δημιουργώντας ελλείμματα και, τελικά, χρέη». Όπως εξήγησε, «αυτό δεν είναι κάτι που αφορά μόνο εμάς, αλλά και τα παιδιά των παιδιών μας».

«Και επειδή αφορά τις μελλοντικές γενιές, τέτοιες αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με αυξημένες πλειοψηφίες και με πλήρη τεκμηρίωση», ανέφερε, επισημαίνοντας ότι «αυτό συμβαίνει θεσμικά στις Ηνωμένες Πολιτείες και συνέβαινε στη Γερμανία».

Όπως παρατήρησε, «δεν είναι λογικό, ακόμα και αν οι εξωτερικές αγορές μας δανείζουν, να υπερχρεώνουμε τις επόμενες γενιές». Κατά την άποψή του, «αυτό είναι κάτι που το Σύνταγμα θα έπρεπε να εκφράζει».

Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, «το Σύνταγμα δεν θα έπρεπε να εκφράζει μόνο τους σημερινούς Έλληνες και Ελληνίδες, αλλά κάτι ευρύτερο, που να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της χώρας και για τις μελλοντικές γενιές».

Ο κ. Βέττας επεσήμανε ότι «εάν δούμε την κατάσταση στη χώρα μας, φαίνεται ότι έχει υπάρξει μια σημαντική αύξηση της νομοθετικής πυκνότητας». Όπως εξήγησε, «ο αριθμός των ρυθμίσεων έχει αυξηθεί σημαντικά και πλέον απαιτείται συνεχής παρακολούθηση των εξελίξεων».

Ωστόσο, όπως προειδοποίησε, «κατά την άποψή μου, αυτή η τάση ενδέχεται να είναι αντιπαραγωγική για την οικονομική ανάπτυξη». Όπως παρατήρησε, «ειδικά σε μια χώρα που προσπαθεί να ενισχύσει την οικονομία της, η υπερβολική ρύθμιση μπορεί να περιορίσει την ελευθερία και την καινοτομία που απαιτούνται για την ανάπτυξη».

«Εάν η χώρα είχε ακολουθήσει άλλη πορεία ανάπτυξης τα τελευταία 20 χρόνια, ίσως να μην το θεωρούσα τόσο έντονο», σημείωσε, «αλλά στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα, πιστεύω ότι είναι προτιμότερο να επιτρέπεται σχεδόν τα πάντα, εκτός από όσα ρητά απαγορεύονται, παρά να επιτρέπονται μόνο αυτά που ο νομοθέτης υπονοεί ότι επιτρέπονται».

Ολοκληρώνοντας, τόνισε ότι «παρά την εκάστοτε σοφία του νομοθέτη, ενόψει της αναθεώρησης του Συντάγματος, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε το πλήρες πλαίσιο, από το Σύνταγμα έως την εφαρμογή του στην καθημερινή ζωή». Όπως υπογράμμισε, «αν δεν γίνει αυτή η συνολική προσέγγιση, η ιδέα ότι θα μπορέσουμε να προσθέσουμε μία λέξη ή φράση στο Σύνταγμα και με αυτόν τον τρόπο να ενισχύσουμε την οικονομική ανάπτυξη θα είναι απλώς μια ψευδαίσθηση».

Όπως κατέληξε, «θα νομίζουμε ότι κάτι κάνουμε χωρίς στην πραγματικότητα να το έχουμε πετύχει». Διευκρίνισε, πάντως, ότι «αυτό δεν σημαίνει ότι ειδικές και στοχευμένες παρεμβάσεις δεν μπορούν να είναι χρήσιμες, αλλά χρειάζεται μια ουσιαστική και ολοκληρωμένη στρατηγική για να επιτευχθούν πραγματικά αποτελέσματα».

Μάρκος Βερέμης, Συνιδρυτής και Πρόεδρος του ΔΣ της Upstream, Εταίρος στην BigPi Ventures Capital, Πρόεδρος της Επιτροπής Καινοτομίας του ΣΕΒ

«Η ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης είναι πλέον ένα σοβαρό ζήτημα για νέους επενδυτές, καθώς και για την αίσθηση δικαίου και ασφάλειας μέσα στη χώρα»

Στα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις, όπως αυτά καταγράφονται μέσα από τη δράση και τις έρευνες του ΣΕΒ, αναφέρθηκε ο Μάρκος Βερέμης, Συνιδρυτής και Πρόεδρος του ΔΣ της Upstream, Εταίρος στην BigPi Ventures Capital και Πρόεδρος της Επιτροπής Καινοτομίας του ΣΕΒ. Όπως ανέφερε, «θα σας μεταφέρω κάποια πράγματα που εμείς στο ΣΕΒ έχουμε δει μέσα από έρευνες, οι οποίες δείχνουν ποια είναι τα πιο σημαντικά προβλήματα που έχουν αυτή τη στιγμή οι Έλληνες επιχειρηματίες».

Ο ίδιος υπογράμμισε ότι «δεν είναι αμελητέο το δείγμα. Ο ΣΕΒ έχει 817 μέλη που εκπροσωπούν το 50% του ελληνικού ΑΕΠ, άρα είναι ένα καλό δείγμα για το τι συμβαίνει στη χώρα».

Όπως επισήμανε, «το νούμερο 1 θέμα, που μπορεί να σας εκπλήξει, είναι το ταλέντο». Ειδικότερα, ανέφερε ότι «οι άνθρωποι που θα στελεχώσουν τις ελληνικές επιχειρήσεις για το μέλλον της χώρας μας και οι δεξιότητες που περιμένουν και χρειάζονται οι εταιρείες, ιδιαίτερα στον τομέα της υγείας, υπάρχει πολύ σοβαρή έλλειψη».

«Όταν ξεκινάς με αυτό, ακουμπάς πολλά ζητήματα», σημείωσε χαρακτηριστικά, διευκρινίζοντας ότι «το πρώτο που ακουμπάς είναι η εκπαίδευση. Το δεύτερο που ακουμπάς είναι οι μετανάστες».

Το δεύτερο ζήτημα που ανέδειξε αφορά «το θέμα του κατακερματισμού της οικονομίας». Όπως είπε, «νομίζω ότι υπάρχουν και κάποια πρακτικά κίνητρα, τα οποία ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε πιο θετικά». Κατά την άποψή του, «πρέπει να δώσουμε έμφαση στις συνενώσεις και να δημιουργηθεί μια κοινή συνείδηση γύρω από αυτό, μέσα από επιτυχημένα παραδείγματα».

«Η ισχύς εν τη ενώσει ισχύει και συμφέρει», τόνισε, «και αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό αν δούμε τα οφέλη που προκύπτουν από τη συνεργασία και την ένωση δυνάμεων».

Ως τρίτο ζήτημα, ο κ. Βερέμης αναφέρθηκε στην κρατική διαστρέβλωση. Όπως σημείωσε, «η Ελλάδα έχει δει επανειλημμένα το κράτος να παρεμβαίνει στην αγορά με τρόπους που υπονομεύουν την αξιοκρατία της».

Όπως ανέφερε, «παρά τις καλές προθέσεις, οι κρατικές παρεμβάσεις συχνά διαταράσσουν τη φυσική αξιοκρατία της αγοράς, η οποία επιτρέπει στις πιο ικανές και αποδοτικές επιχειρήσεις να επικρατήσουν». Σύμφωνα με τον ίδιο, «όταν το κράτος επεμβαίνει με διαστρεβλωτικούς τρόπους, αποθαρρύνει την ελεύθερη ανταγωνιστικότητα και την ικανότητα της αγοράς να λειτουργεί δικαίως και αποτελεσματικά».

Τέλος, υπογράμμισε ότι «η ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης είναι πλέον ένα σοβαρό ζήτημα για νέους επενδυτές, καθώς και για την αίσθηση δικαίου και ασφάλειας μέσα στη χώρα».

Όπως τόνισε, «η καθυστέρηση στη δικαστική διαδικασία δημιουργεί αβεβαιότητα και αποτρέπει τις επενδύσεις, κάτι που είναι κρίσιμο για την ανάπτυξη και την ευημερία της οικονομίας».

Αντώνης Παπαγιαννίδης, δημοσιογράφος-νομικός

«Για να υπάρξει μια δημόσια συζήτηση ουσίας, η οποία να περνάει μέσα από τον τύπο και εν συνεχεία στους λήπτες της πληροφορίας, πρέπει όλη η συζήτηση περί συνταγματικής αναθεώρησης να γίνει πιο ελκυστική και να απομακρυνθεί από φορμαλιστικές προσεγγίσεις»

Την κριτική του για τη λειτουργία και τις προθέσεις των συνταγματικών αναθεωρήσεων εξέφρασε ο Αντώνης Παπαγιαννίδης, δημοσιογράφος και νομικός. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «η συνταγματική αναθεώρηση, επιτρέψτε μου να το πω, είναι ένα πολιτικό παιχνιδάκι».

Όπως διευκρίνισε, «όχι ακριβώς ένα πολιτικό παίγνιο, αλλά πολιτικό “παιχνιδάκι”», αναφερόμενος σε δύο συγκεκριμένες αναθεωρήσεις. Σύμφωνα με τον ίδιο, «μία από τις σημαντικότερες ήταν αυτή που αφορούσε το ξήλωμα των προεδρικών υπερεξουσιών και της κακής μνήμης του πολιτικού συστήματος, με την αδρανοποίηση των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου». Όπως σημείωσε, «αυτή η διαδικασία ήταν μια βαριά πολιτική κίνηση».

Αναφερόμενος στην αναθεώρηση του 2001, σχολίασε ότι «ήταν για μένα ένα “ροζ όνειρο”, όπως είχα πει στον Βαγγέλη Βενιζέλο, ο οποίος το πιστώνεται». Όπως εξήγησε, «ενώ η ιδέα ήταν να έχουμε μια νέα, συναινετική αναθεώρηση, πιο ευρεία και ευρωπαϊκή, αυτό που βγήκε τελικά ήταν κάτι που για μένα είναι πολύ φλύαρο και λιγότερο χρήσιμο για την ουσία του Συντάγματος».

Ο κ. Παπαγιαννίδης πρόσθεσε ένα δεύτερο σχόλιο, σημειώνοντας «τη χιουμοριστική διάθεση γύρω από τη χρήση της αναθεώρησης, η οποία πιθανότατα θα φανεί στην επόμενη, αν προλάβουμε να την ξεκινήσουμε». Όπως είπε χαρακτηριστικά, «εκεί θα μάθουμε όλοι ότι θα γίνει υποχρεωτική η αξιολόγηση και θα γραφτεί στο συνταγματικό κείμενο».

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη σημασία της δημόσιας συζήτησης για το θέμα, επισημαίνοντας ότι «για να υπάρξει μια δημόσια συζήτηση ουσίας, η οποία να περνάει μέσα από τον τύπο και εν συνεχεία στους λήπτες της πληροφορίας, πρέπει όλη η συζήτηση περί συνταγματικής αναθεώρησης να γίνει πιο ελκυστική και να απομακρυνθεί από φορμαλιστικές προσεγγίσεις».

Όπως υπογράμμισε, «η συζήτηση πρέπει να επικεντρωθεί στις ουσιαστικές αλλαγές που θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή των πολιτών». Κατά την άποψή του, «τα θέματα πρέπει να παρουσιάζονται με κατανοητό και προσιτό τρόπο, ώστε να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει την κοινωνία να συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία».

Μιχάλης Πικραμένος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ

«Ο επιστημονικός λόγος έχει εν πολλοίς αλλοιωθεί από ιδεολογικά χαρακτηριστικά»

Στην ανάγκη οικοδόμησης εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη και στον σεβασμό των κανόνων δικαίου αναφέρθηκε ο Μιχάλης Πικραμένος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. Όπως επεσήμανε, «στο Συμβούλιο της Επικρατείας πλέον κινούμαστε με τρόπο ώστε οι αποφάσεις μας να δημοσιεύονται με ταχύτητα». Όπως υπογράμμισε, «αυτό αποδεικνύεται από πρόσφατες αποφάσεις, όπως εκείνη για τον ΝΟΚ, για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και για τα μη κρατικά πανεπιστήμια».

Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι «υπήρξε μερίδα πανεπιστημιακών που μας κατηγόρησαν για το ότι “βιαζόμαστε”, ότι κάνουμε γρήγορα τις διασκέψεις».

Ο κ. Πικραμένος αναφέρθηκε και στο ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η δικαιοσύνη, σημειώνοντας ότι «ζούμε σε μια πολύ δύσκολη χώρα, με έναν δημόσιο λόγο που συχνά είναι υπεραπλουστευτικός και συνθηματολογικός, ο οποίος δεν μπαίνει σε επιχειρήματα και δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στη δημόσια εμπιστοσύνη προς τη δικαιοσύνη».

Όπως υπογράμμισε, «για μένα, οι δημοσκοπήσεις που αφορούν τη δημόσια εμπιστοσύνη έχουν κάποια προβλήματα, καθώς η δημόσια εμπιστοσύνη καταστρέφεται ή οικοδομείται από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, οι οποίοι είναι κυρίως νομικοί και ορισμένοι άλλοι επιστήμονες».

Ο ίδιος διευκρίνισε ότι «το πρόβλημα που εντοπίζω δεν είναι στη σχέση του Έλληνα με το Σύνταγμα». Όπως ανέφερε, «είναι το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας με τους κανόνες δικαίου».

Αναφερόμενος σε προσωπικά του αναγνώσματα, είπε ότι «διαβάζοντας τελευταία βιογραφίες του Μαυροκορδάτου, του Τρικούπη, του Βενιζέλου, ανθρώπων που προσπάθησαν να πάνε τη χώρα μπροστά, κατάλαβα πόση μεγάλη μοναξιά έχουν οι εκσυγχρονιστές».

Σύμφωνα με τον κ. Πικραμένο, «ο κανόνας δικαίου για τον μέσο Έλληνα, για τον μέσο πολίτη, είναι πολλές φορές ένα εμπόδιο».

Όπως τόνισε, «η ψήφος, που είναι η μεγάλη δύναμη της δημοκρατίας, είναι ταυτόχρονα και μια αδυναμία της, γιατί πολλές φορές χρησιμοποιείται ως όχημα για να διαλύονται δημόσιες πολιτικές».

Καταλήγοντας, παρατήρησε ότι «χωρίς οικονομικά δεν ερμηνεύεις καλά τον κανόνα δικαίου».

* Το παρόν πρωτοδημοσιεύτηκε στο NOMIKI BIBLIOTHIKI Daily.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

fifteen − nine =