Α. Δημοσιεύθηκαν πρόσφατα (6.3), στην εφημερίδα Καθημερινή, δύο νομικοπολιτικές παρεμβάσεις, των συναδέλφων Α. Μανιτάκη και Β. Βενιζέλου (περιλαμβάνονται και στον φάκελο «Αστυνόμευση των Α.Ε.Ι. και Σύνταγμα» του Constitutionalism.gr), με προφανή στόχο την ενίσχυση της θέσης της κυβέρνησης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εν όψει της συζήτησης (11.3) σχετικής αίτησης ακύρωσης πολλών πανεπιστημιακών συλλόγων, ως προς την αντισυνταγματικότητα της άνευ όρων αστυνόμευσης των Πανεπιστημίων (που εισήγαγε ο νόμος 4777/2021).
Θα αντιπαρέλθω με θλίψη το απαράδεκτο ύφος και ήθος της πρώτης, που αντανακλώνται και στον τίτλο («Οι ιερόσυλοι του ασύλου και οι μωροί υποστηρικτές τους»…). Δράττομαι όμως της ευκαιρίας που μου δίνουν οι σχετικές αντιδράσεις –και η ευπρόσδεκτη πλην ελάχιστα πειστική «Απολογία» του Α. Μανιτάκη– στο Constitutionalism.gr, για μια γενικότερη επισήμανση, «to whom it may concern»:
Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιοι συνάδελφοι θέτουν την «αυθεντία» τους στην υπηρεσία μιας κυβέρνησης. Ωστόσο καλό θα ήταν να έχουν υπ’όψιν ότι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν καλά το πως ενορχηστρώνονται αυτές οι προσπάθειες και τι υπηρετούν. Και επιπλέον, ότι η «αυθεντία» χωρίς επιχειρήματα –πολλώ δε μάλλον με κραυγές και χαρακτηρισμούς– όχι μόνον δεν αρκεί αλλά ίσως να έχει και αντίθετα αποτελέσματα. Αν λοιπόν δεν θέλουν να εκτίθενται, ας φροντίζουν τουλάχιστον είτε να τηρούν τα προσχήματα είτε να διευκρινίζουν ότι διατυπώνουν καθαρά πολιτικές και όχι επιστημονικές απόψεις…
Ας έρθουμε όμως στην ουσία των εν λόγω παρεμβάσεων. Το πρώτο κοινό σημείο τους είναι η πανομοιότυπη και οιονεί αυταποδεικτική επιχειρηματολογία τους (απλουστευτική του πρώτου, με κάποια θεωρητική επεξεργασία του δεύτερου), με την οποία απλώς αναπαράγονται, σε τελευταία ανάλυση, αφ’ενός η αιτιολογική έκθεση του παραπάνω νόμου και αφ’ετέρου οι απόψεις που κατέθεσε στο Συμβούλιο Επικρατείας το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας. Το δεύτερο κοινό σημείο είναι ότι αυτή η επιχειρηματολογία έρχεται σε αντίθεση όχι μόνον με την κρατούσα γνώμη στην θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου αλλά και με τις δικές τους απόψεις, όπως είχαν διατυπωθεί σε ανύποπτο χρόνο. Θα έλεγα δε, μια και έγινε σχετική νύξη από τον Α. Μανιτάκη, ότι το κύριο χαρακτηριστικό των δύο παρεμβάσεων είναι ένας ανενδοίαστος αλλά και ανεπίτρεπτος «αναθεωρητισμός», ο οποίος δυστυχώς δεν χαρακτηρίζει μόνο τον χώρο του διεθνούς δικαίου… Ειδικότερα:
Ποιο είναι το βασικό επιχείρημα των δύο συναδέλφων; Ακριβώς αυτό που επικαλέσθηκε (με την αιτιολογική έκθεση) και εξακολουθεί να επικαλείται σε όλους τους τόνους η κυβέρνηση: ότι είναι άλλο πράγμα η φύλαξη των Πανεπιστημίων, που ανατίθεται από τον νόμο στις αυτοδιοικητικές αρχές τους, και άλλο η τήρηση της δημόσιας ασφάλειας στον χώρο τους, που όχι μόνον αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα και υποχρέωση της αστυνομίας αλλά και ευρίσκεται (ως προς τον τρόπο προληπτικής και κατασταλτικής επιβολής της) στην πλήρη διακριτική της ευχέρεια, χωρίς να νοείται καμία ανάμειξη των πανεπιστημιακών αρχών.
Ωστόσο το επιχείρημα αυτό, το οποίο παρέχει πλήρη δικαιολόγηση της μόνιμης και άνευ όρων εγκατάστασης της αστυνομίας στα Πανεπιστήμια –όπως προβλέπεται από τον παραπάνω νόμο– στηρίζεται εξ υπαρχής σε μια διττή σοφιστεία. Αφ’ενός μεν διότι η φύλαξη των Πανεπιστημίων συνδέεται άρρηκτα με την δημόσια ασφάλεια στο εσωτερικό τους, δεδομένου ότι αν οργανωθεί σωστά μπορεί, με τον έλεγχο των εισερχομένων και με ένα προσεκτικό μείγμα προληπτικών και αποτρεπτικών μέτρων, να αντιμετωπίσει την συντριπτική πλειονότητα των διαπραττόμενων αδικημάτων. Αφ’ετέρου δε διότι η προσέγγιση αυτή αποκρύπτει επιμελώς το ότι η δημόσια ασφάλεια στα Πανεπιστήμια δεν μπορεί να επιβληθεί από την αστυνομία με την παρουσία και εγκατάστασή της στο εσωτερικό τους, κατά το δοκούν, αλλά υπό τους αυστηρούς όρους που θέτει μια συγκεκριμένη και επί τούτω συνταγματική εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας: το πανεπιστημιακό άσυλο. Για να το πούμε απλούστερα, με τα Πανεπιστήμιο ισχύει ό,τι ακριβώς με την κατοικία. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η αστυνομία έχει την αρμοδιότητα –και την υποχρέωση– να αντιμετωπίζει τις ποινικές παραβάσεις στο εσωτερικό της αλλά και κανείς δεν έχει διανοηθεί –έως σήμερα τουλάχιστον…– ότι αυτή η αντιμετώπιση μπορεί να γίνει χωρίς τους όρους που επιβάλλει το άσυλο κατοικίας, ως εγγύηση της προστασίας της ιδιωτικότητας.
Β. Ποια είναι η απάντηση της κυβέρνησης –και εμμέσως των δύο συναδέλφων– σε αυτό; Μα φυσικά το ότι κανένας περιοριστικός όρος δεν ισχύει πλέον, δεδομένου ότι φρόντισε, άμα τη ανόδω της στην εξουσία, να καταργήσει νομοθετικά το πανεπιστημιακό άσυλο. Ωστόσο, η άποψη αυτή είναι εντελώς αστήρικτη και διατυπώνεται ερήμην όχι μόνον των ευρωπαϊκών δεδομένων αλλά και του ίδιου του Συντάγματος. Και τούτο διότι το άσυλο δεν μπορεί ούτε να καθιερωθεί νομοθετικά –παρά μόνον να αναγνωρισθεί– αλλά ούτε και να καταργηθεί, διότι είναι θεσμός συνταγματικής περιωπής. Τη θέση αυτήν εξέφρασε ρητά και κατηγορηματικά ο θεμελιωτής του μεταπολιτευτικού Συνταγματικού Δικαίου στην χώρα μας Αριστόβουλος Μάνεσης, ήδη από το 1977:
«Εκτός από το θέμα της π α ρ ο χ ή ς από το κράτος στα ΑΕΙ των κατάλληλων χώρων για την επιστημονική έρευνα και διδασκαλία, υπάρχει και το θέμα της α π ο χ ή ς της κρατικής εξουσίας από επεμβάσεις σε αυτούς τους χώρους. Πρόκειται για το «π α ν ε π ι σ τ η μ ι α κ ό ά σ υ λ ο». Σύμφωνα με παλιά ευρωπαϊκή παράδοση, η τήρηση της τάξης και της ασφάλειας στο σύνολο των χώρων των προορισμένων για την εξυπηρέτηση της λειτουργίας των Α.Ε.Ι. ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη των αρχών που διοικούν το ίδρυμα. Χωρίς την θέληση της Συγκλήτου τα στυνομικά όργανα δεν μπορούν να εισδύσουν και να επέμβουν παρά μόνο σε περίπτωση που τελείται αξιόποινη πράξη η οποία στρέφεται κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας. Το πανεπιστημιακό άσυλο, προστατεύοντας όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, διδάσκοντες και διδασκομένους, και γενικά όσους βρίσκονται εκεί με την δημοκρατικά εκφρασμένη συναίνεση των αρμόδιων ακαδημαϊκών οργάνων, σ υ ν έ χ ε τ α ι άρρηκτα τόσο με την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας όσο και με την «πλήρη αυτοδιοίκηση» των ΑΕΙ και συνεπώς ε μ π ε ρ ι έ χ ε τ α ι ουσιαστικά στην κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας που ενεργείται με το άρθρο 16 του Συντάγματος» (βλ. Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, Περιοδικό «Ο Πολίτης», τεύχος 6, σ. 16 επ. και σε: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, τ. Ι, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1980, σ. 702-703, οι υπογραμμίσεις δικές του).
Στο ίδιο όμως μήκος κύματος είχε κινηθεί και ο Δημήτρης Τσάτσος, ο οποίος επίσης διαδραμάτισε ιδιαίτερα βαρύνοντα ρόλο, τόσο ως θεωρητικός όσο και ως πολιτικός, στην διαμόρφωση του ελληνικού μεταπολιτευτικού συνταγματισμού:
«Το «άσυλο» γενικά, επομένως και το «πανεπιστημιακό άσυλο» ειδικότερα, είναι μια μορφή εγγύησης της ελευθερίας…. Έχει περιεχόμενο την προστασία του χώρου όπου λειτουργούν οι διαδικασίες της διδασκαλίας και της έρευνας. Έχει την έννοια πως εκεί, χωρίς την θέληση του ΑΕΙ, το κράτος δεν μπορεί να επιβάλει στο χώρο του ιδρύματος τις γενικές περί «τάξεως και ασφαλείας» αντιλήψεις των αρμόδιων αρχών, εκτός αν επικρέμαται κίνδυνος ζωής…. Έτσι κοιταγμένο, το «πανεπιστημιακό άσυλο» είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένο με το άρθρο 16 και ειδικότερα από το συνδυασμό δύο αρχών που περιλαμβάνει: την ελευθερία της επιστήμης, έρευνας και διδασκαλίας και την αντίστοιχη «πλήρη αυτοδιοίκηση» των ΑΕΙ. Ο νομοθέτης που δεσμεύεται από το Σύνταγμα δεν μπορεί έγκυρα με τις ρυθμίσεις του να παραβιάσει καμία απολύτως από τις αρχές αυτές… δεσμεύεται από την ιστορικότητα των εννοιών…». (βλ. Το πανεπιστημιακό άσυλο, σε: Η ελληνική πολιτεία 1974-1997, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998, σ. 460 επ., οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Αλλά και οι ίδιοι οι δύο συνάδελφοι, που τώρα υπεραμύνονται των νομοθετικών επιλογών της κυβέρνησης ερήμην του Συντάγματος, είχαν παλιότερα ακριβώς τις ίδιες απόψεις.
Ο Β. Βενιζέλος, εν πρώτοις, όχι μόνον έγραφε και αυτός ότι: «…ενδεχόμενη κατάργηση των παρ. 4-8 του ν. 1268/1982 [που «αναγνώριζε» το πανεπιστημιακό άσυλο] με νεώτερο νόμο δεν θα επηρέαζε την προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου σε συνταγματικό επίπεδο όπως αυτή συνάγεται από την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πλήρους αυτοδιοίκησης των Α.Ε.Ι….» αλλά προσέθετε, επιπλέον, ότι «…το άρθρο 16Σ και η εκεί προστατευόμενη ακαδημαϊκή ελευθερία και πλήρης αυτοδιοίκηση των Α.Ε.Ι., που περιβάλλονται και με την πρόσθετη εγγύηση του πανεπιστημιακού ασύλου, είναι από τις διατάξεις του συντάγματος που η ισχύς τους δεν αναστέλλεται κατά το άρθρο 48Σ» (βλ. Ο «νόμος-πλαίσιο» για τα Α.Ε.Ι. Ο κοινός νομοθέτης και το άρθρο 16 του Συντάγματος, σε: Μελέτες συνταγματικού δικαίου: 1980-1987, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 293, οι υπογραμμίσεις δικές μου). Δηλαδή υποστήριζε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι όχι μόνον δεν νοείται νομοθετική κατάργηση του ασύλου αλλά ούτε καν αναστολή της προστασίας του σε περίπτωση κήρυξης της χώρας σε «κατάσταση ανάγκης», προφανώς διότι συνδέεται άρρηκτα με την κατοχυρωμένη στο άρθρο 16Σ ακαδημαϊκή ελευθερία…
Όσο δε για τον Α. Μανιτάκη, υπήρξε παλαιότερα, με επανειλημμένες νομικοπολιτικές παρεμβάσεις, διαπρύσιος κήρυκας αυτής της συνταγματικής κατοχύρωσης του πανεπιστημιακού ασύλου, υπό την ειδικότερη εκδοχή του συνταγματικού εθίμου. Έχουν ήδη επισημανθεί, από άλλους συναδέλφους, αυτά που έγραφε στα έργα του «Ερμηνεία του Συντάγματος και λειτουργία του πολιτεύματος» (1996, σ. 175 επ.). και «Συνταγματικό Δίκαιο Ι» (2004, σ. 368). Εγώ θα αρκεσθώ να παραθέσω ένα άλλο κείμενό του, πιο πρόσφατο, το οποίο συνέταξε για την Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Έκθεση 2007, σ. 131-134) και το οποίο αποτελεί την καλύτερη απάντηση στις σημερινές θέσεις του:
«Παρόλο που το πανεπιστημιακό άσυλο δεν υπήρξε ποτέ ρητά συνταγματικά κατοχυρωμένο, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ωστόσο ότι αποτελεί εγγύηση συνταγματικής περιωπής και ισχύος, απόλυτα συνυφασμένη με την ελευθερία της πανεπιστημιακής έρευνας και διδασκαλίας και γενικότερα με την ελεύθερη διακίνηση και πάλη των ιδεών.
Το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί μια συνταγματικά κατοχυρωμένη, θεσμική εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, για χάρη της οποίας υπάρχει. Στηρίζει την αυτοδιοίκηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και στηρίζεται από αυτήν.
Στρέφεται, πρώτα και κύρια, κατά τις κρατικής εξουσίας και αποκλείει κυρίως τις αυθαίρετες –χωρίς άδεια− παρεμβάσεις ή εισβολές των αστυνομικών αρχών στους πανεπιστημιακούς χώρους… » (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Τα ίδια περίπου υποστήριξε και σε άρθρο του στην Καθημερινή, τον Αύγουστο του 2019 («Οι καταχραστές του Ασύλου» – περιλαμβάνεται στον ως άνω φάκελο του Constitutionalism.gr), πλην όμως με μια κρίσιμη αλλοίωση, σε σχέση με την τελευταία προπαρατεθείσα παράγραφο. Το «χωρίς άδεια», που είναι το σωστό γιατί αυτό επιτάσσει το Σύνταγμα, γίνεται απλώς «χωρίς νόμιμο λόγο» (: «Στρέφεται, πρώτα και κύρια, κατά της κρατικής εξουσίας και αποκλείει κυρίως τις αυθαίρετες, χωρίς νόμιμο λόγο, παρεμβάσεις ή εισβολές των αστυνομικών αρχών στους πανεπιστημιακούς χώρους…»). Φαίνεται δε ότι θεώρησε αυτήν την επιτηδευμένη διαφοροποίηση αρκετή για να καταλήξει στο τέλος –εντελώς «ξεκάρφωτα» πάντως και χωρίς καμία επιστημονική επιχειρηματολογία– σε μια αντιφατική υποστήριξη της νομοθετικής «κατάργησης του ασύλου», που είχε κάνει σημαία της η σημερινή κυβέρνηση…
Γ. Και φθάνουμε, τελικά, στην πρόσφατη εν λόγω αρθρογραφία τους, με την οποία οι δύο συνάδελφοι κάνουν πλέον στροφή 180 μοιρών. Χρησιμοποιώντας στην ουσία μόνο πολιτικά επιχειρήματα –δηλαδή επικαλούμενοι απλώς προβληματικές καταστάσεις που όντως υπάρχουν σε κάποια Πανεπιστήμια– και χωρίς έστω να εκφράσουν κάποια «μεταμέλεια» για τις προηγούμενες απόψεις τους ως προς την συνταγματική κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου, φθάνουν εν τέλει, εν τοις πράγμασι, σε θέσεις που σηματοδοτούν την πλήρη ανατροπή του. Και τούτο διότι υπερακοντίζουν, ελαφρά τη καρδία, ως προς την δημιουργία ενός αστυνομικού σώματος (Ο.Π.Π.Ι.) που αναιρεί πλήρως κάθε έννοια πανεπιστημιακού ασύλου, αφού το σώμα αυτό δεν ανήκει στα Πανεπιστήμια αλλά στην ΕΛ.ΑΣ. και μπορεί να παρεμβαίνει στους χώρους τους χωρίς οποιαδήποτε άδεια ή πρόσκληση από τον Πρύτανη (με περιπολίες, με την λήψη προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων για την αντιμετώπιση κάθε αξιόποινης πράξης στο εσωτερικό τους αλλά και με την συστηματική παρακολούθησή τους, μέσω των «Κέντρων Ελέγχου και Λήψης Σημάτων και Εικόνων»).
Ωστόσο, η ως άνω θέση των Μάνεση και Τσάτσου για την συνταγματική κατοχύρωση του ασύλου –την οποία ευτυχώς, όπως δείχνει ο προαναφερθείς φάκελος του Constitutionalism.gr, συμμερίζεται η συντριπτική πλειονότητα των νεότερων συναδέλφων, με αξιοπρόσεκτες παρεμβάσεις στις οποίες και παραπέμπω– δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιους ερμηνευτικούς ερμαφροδιτισμούς, παρά μόνον υπό το πρίσμα ενός αυθαίρετου αναθεωρητισμού. Διότι δυοίν θάτερον: είτε ισχύει το άσυλο ως συνταγματικός θεσμός, οπότε η αστυνομία θα ασκεί τις αρμοδιότητές της υπό τους όρους του, είτε δεν ισχύει, οπότε ας αφήσουμε την αστυνομία να «αλωνίζει» στα Πανεπιστήμια, με την «βούλα» της συνταγματικότητας, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση… Δεν είναι δυνατόν να έχει κανείς «και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο». Πολλώ δε μάλλον δεν είναι δυνατόν να εμφανίζονται σαν δήθεν υπεράσπιση του ασύλου οι νομοθετικές επιλογές που στοχεύουν απροκάλυπτα στην πλήρη κατάλυσή του, με πρόσχημα το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος για τον εν γένει ρόλο του κράτους, ως προς την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή των δικαιωμάτων. Διότι τι θα συμβεί αν η επίκληση μιας τέτοιας γενικής συνταγματικής επιταγής χρησιμοποιείται εφεξής από το κράτος κατά το δοκούν, ώστε να αχρηστεύονται επιτηδευμένα ειδικότερες εγγυήσεις του Συντάγματος, που περιβάλλουν ad hoc συγκεκριμένα δικαιώματα; Δεν θα καταλήξουμε έτσι σε αυθαίρετη κατάργηση επί μέρους πτυχών της προστασίας των δικαιωμάτων, στο όνομά της προστασίας τους;
Στο σημείο αυτό, όμως, θέλω να επιμείνω, διότι είναι εμφανές ότι το διακύβευμα είναι ευρύτερο και αφορά συνολικότερα την σχέση κράτους και ατομικών δικαιωμάτων, όπως μας την δίδαξαν ο Μάνεσης και ο Τσάτσος. Δεν είναι η πρώτη φορά –αλλά ίσως είναι η πλέον χαρακτηριστική– της εμφάνισης μιας νέας αντίληψης για την ερμηνεία των ατομικών δικαιωμάτων, με επίκεντρο την πλήρη μετατόπιση της προστατευτικής τους εμβέλειας, σε σχέση με το κράτος. Όπως είναι γνωστό, τα ατομικά δικαιώματα –και σε αυτά εντάσσονται και τα προστατευόμενα από την ακαδημαϊκή ελευθερία– είναι αμυντικά δικαιώματα, τα οποία προστατεύουν έναν χώρο αυτοκαθορισμού, κατ’αρχήν απέναντι στην κρατική εξουσία, υπό προϋποθέσεις δε και απέναντι στις ιδιωτικές εξουσίες (μέσω, ιδίως, της τριτενέργειας). Παρότι δε η πρόσφατη μετάλλαξη του εξουσιαστικού φαινομένου επιτάσσει έναν αναπροσανατολισμό της άμυνας απέναντι στις ιδιωτικές εξουσίες –και ιδίως απέναντι στις γιγάντιες οικονομικές και επικοινωνιακές εξουσίες, οι οποίες ελάχιστα απασχολούν τους εν λόγω συναδέλφους…– το να αναγορεύονται ξαφνικά αυτές σε μοναδική πηγή διακινδύνευσής των ατομικών δικαιωμάτων και να προβάλλεται πατερναλιστικά η ιδέα ενός κράτους το οποίο δεν αποτελεί επ’ουδενί κίνδυνο αλλά αποκλειστικά και μόνο εγγύησή τους, είναι όχι μόνον ανιστόρητη αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνη. Πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για την ελληνική αστυνομία, η οποία όχι μόνον βαρύνεται –ακόμη και πολύ πρόσφατα – με ουκ ολίγες εξουσιαστικές παρεκτροπές σε βάρος ατομικών δικαιωμάτων αλλά και αποστέλλεται εν προκειμένω, χωρίς περίσκεψη (και δη με νεοσύλλεκτους…) σε έναν χώρο του οποίου δεν γνωρίζει ούτε τις ιδιαιτερότητες ούτε τις πιθανές αντιδράσεις. Ειλικρινά εύχομαι και ελπίζω να μην γίνω μάντης κακών…
Ολοκληρώνοντας αυτήν την θεωρητική προσέγγιση, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ξανά το ότι, με βάση τα ανωτέρω, η ερμηνεία για το άσυλο δεν είναι αποκομμένη από την ερμηνεία για την «πλήρη αυτοδιοίκηση», ως αλληλένδετη θεσμική εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Πράγματι, όπως προκύπτει σαφώς από τα προπαρατεθέντα αποσπάσματα των δύο σημαντικότερων θεωρητικών του Συνταγματικού μας Δικαίου, είναι εν τέλει ο συνδυασμός αυτών των δύο εγγυήσεων που θέτει τελικά εκτός συνταγματικού πλαισίου κάθε απόπειρα εν δυνάμει αστυνομοκρατίας στα Πανεπιστήμια, με παράκαμψη των πανεπιστημιακών αρχών, αλλά και που καθιστά άνευ ενδιαφέροντος την επιχειρηματολογία του Β. Βενιζέλου –αλλά και του Υπουργείου πριν από αυτόν– για καθ’ύλην και όχι για κατά τόπον αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων. Και τούτο διότι η ορθή συνδυαστική ερμηνεία των δύο αυτών θεσμικών εγγυήσεων καταδεικνύει ότι η «πλήρης αυτοδιοίκηση» των Α.Ε.Ι. ναι μεν δεν είναι κατά τόπον, όπως αυτή των Ο.Τ.Α. αλλά αυτό όχι μόνον δεν αποδυναμώνει αλλά ενισχύει εν τέλει τον εγγυητικό της ρόλο. Και τούτο διότι πρώτον έχει κατοχυρωθεί για την διασφάλιση της άσκησης δικαιωμάτων –κάτι που δεν ισχύει παρά μόνον εξ αντανακλάσεως για την τοπική αυτοδιοίκηση– και δεύτερον παρέχει εν τέλει ακόμη ισχυρότερη τοπική προστασία, καθώς εξειδικεύεται, διά του ασύλου, σε κάθε περίκλειστο χώρο στον οποίο διεξάγεται έρευνα και διδασκαλία, αποκλείοντας κατ’αρχήν οποιαδήποτε επέμβαση σε αυτόν χωρίς την άδεια των πανεπιστημιακών αρχών, ως αρμοδίων για την εξειδίκευση της προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας (με την εξαίρεση βέβαια, παραδοσιακά –τόσο για το πανεπιστημιακό όσο και για το οικιακό άσυλο– των αυτόφωρων αδικημάτων, τα οποία πρέπει πάντως να απροσδιορισθούν).
Δ. Μήπως όμως μια τέτοια «εμμονή» στο άσυλο σημαίνει εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας για ένα πράγματι ευνομούμενο Πανεπιστήμιο; Όχι βέβαια. Το μόνο που σημαίνει είναι η εγκατάλειψη της βαθύτατα προβληματικής λογικής «πονάει πόδι κόβει κεφάλι», που χαρακτηρίζει συχνά τόσο τις κυβερνητικές επιλογές όσο και τις προσπάθειες «επιστημονικής» δικαιολόγησής τους. Κατά τα άλλα, η λύση κατά την άποψή μου είναι απλή και έχει ήδη διατυπωθεί σε διάφορες παραλλαγές, και από μένα και από άλλους συναδέλφους. Όπως λοιπόν έχει προταθεί επανειλημμένα (βλ. ενδεικτικά τα σχετικά κείμενα στον προαναφερθέντα φάκελο στο Constitutionalism.gr), τα Πανεπιστήμια, αρχής γενομένης από τα μεγαλύτερα και προβληματικότερα –που δεν είναι πάνω από πέντε– επιβάλλεται να αποκτήσουν, κατά το πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών κρατών, μια «πανεπιστημιακή αστυνομία», με χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της δημοτικής αστυνομίας, η οποία θα υπάγεται απευθείας στον Πρύτανη και θα έχει διπλή αποστολή:
Πρώτον, την φύλαξη των (περίκλειστων) πανεπιστημιακών χώρων –με την εγκατάσταση των αναγκαίων συστημάτων στις εισόδους– ώστε να αποφεύγεται η ασύδοτη είσοδος σε κάθε είδους εξωπανεπιστημιακούς «μπαχαλάκηδες», που καταχρώνται ή/και παραβιάζουν έως τώρα το άσυλο, υπονομεύοντας τον ρόλο και την αξιοπιστία του δημόσιου Πανεπιστημίου (χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πλήρη αποκοπή του Πανεπιστημίου από την κοινωνία, καθώς μια τέτοια δύναμη φύλαξης, όντας μέρος της διοίκησης του Πανεπιστημίου, θα είναι εξοικειωμένη με τις συνθήκες και με τους πραγματικούς κινδύνους αλλά και θα μπορεί να ζητά εγγυήσεις αλλά και ευθύνες από τους εκάστοτε οργανωτές ανοιχτών στο κοινό εκδηλώσεων).
Δεύτερον, την άσκηση μέρους των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Αστυνομίας (την ανάθεση των οποίων, σε αυτήν, θεωρεί σύμφωνη με το Σύνταγμα το ΣτΕ, με την απόφαση 16/2015, σκέψη 23). Η άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων θα αφορά μορφές ήπιας αστυνόμευσης, που θα συνδυάζονται προσεκτικά με την εν ευρεία εννοία φύλαξη και θα μπορούν να πραγματωθούν με την λήψη τόσο προληπτικών –ιδίως– όσο και κατασταλτικών μέσων. Από εκεί και πέρα, για σοβαρά αδικήματα αρμόδια θα είναι η Ελληνική Αστυνομία, η οποία όμως θα επεμβαίνει μόνο αν την καλεί ο Πρύτανης (είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από πρόταση της «πανεπιστημιακής αστυνομίας») ή αν της το επιτρέπει, μετά από εισαγγελική παραγγελία. Αν όμως ο Πρύτανης δεν αναλάβει τις ευθύνες του, θα υπέχει αστική, ποινική και πειθαρχική ευθύνη για ό,τι συμβεί εξαιτίας της απροθυμίας του (κάτι που δυστυχώς λίγοι Πρυτάνεις είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν, προτιμώντας άλλοι «να βγάζουν τα κάστανα από την φωτιά»…). Εννοείται βέβαια ότι θα εξακολουθεί να ισχύει η – προβλεφθείσα ήδη από τον νόμο 1268/1982– αρμοδιότητα της Αστυνομίας να επεμβαίνει χωρίς άδεια (με απόφαση και παρουσία εισαγγελέα), για αυτόφωρα αδικήματα, τα οποία, όπως ήδη επισήμανα, πρέπει να αναπροσδιορισθούν, ώστε να προσαρμοσθούν με ευέλικτο τρόπο στις νέες συνθήκες.
Η ανωτέρω λύση όχι μόνον είναι συμβατή με το Σύνταγμα αλλά είναι βέβαιο ότι θα αποδειχθεί και πολλαπλά προσφορότερη. Αφ’ενός μεν διότι, μέσω της πραγματικής διασφάλισης της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης και του ασύλου, ενεργοποιούνται όλες οι πανεπιστημιακές δυνάμεις, για την ισορροπημένη διασφάλιση τόσο της ακαδημαϊκής ελευθερίας όσο και της ευνομίας στα Πανεπιστήμια (που είναι όντως απαραίτητη για να ανταποκριθούν, επιτέλους, στις προκλήσεις των καιρών). Αφ’ετέρου δε διότι έτσι θα εξοικονομηθούν σημαντικοί πόροι για την ενίσχυση του εκπαιδευτικού έργου των Πανεπιστημίων, δεδομένου ότι δεν θα απαιτηθεί διπλή χρηματοδότηση, ξεχωριστή για δύναμη φύλαξης και διαφορετική για την ειδική αστυνομική δύναμη των Ο.Π.Π.Ι, που είναι πέραν των άλλων εξαιρετικά πολυτελής για μια καθημαγμένη οικονομικά χώρα και για υπολειτουργούντα πολλαπλώς, λόγω οικονομικής δυσπραγίας, Πανεπιστήμια. Ακόμη λοιπόν και υπό αυτήν την οπτική γωνία ανακύπτει θέμα συνταγματικότητας, διότι η επιλεγείσα λύση προσκρούει καταφανώς στην αρχή της αναλογικότητας (ιδίως υπό την εκδοχή της προσφορότητας και της καταλληλότητας) ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που υπηρετεί είναι η πελατειακή αξιοποίηση των προσλήψεων και η επικοινωνιακή προβολή του κομματικού αφηγήματος «νόμος και τάξη» (το οποίο μάλιστα, όπως δείχνουν οι σημερινοί δείκτες εγκληματικότητας, αποδείχθηκε επί της ουσίας «ένα πουκάμισο αδειανό»…).
Ε. Κλείνω με δύο σημαντικές κατά την άποψή μου τελικές παρατηρήσεις:
α. Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση επιχειρεί, εδώ και πολύ καιρό, να παρακάμψει, μέσω μιας πολλαπλά χειραγωγημένης ενημέρωσης, τα συνταγματικώς ισχύοντα ως προς το άσυλο. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει επιστρατευθεί μια σειρά από ισοπεδωτικά «κλισέ», διανθισμένα είτε με απαράδεκτους χαρακτηρισμούς (συχνά χειρότερους και από αυτούς του Α. Μανιτάκη) είτε με οιμωγές που διεκτραγωδούν παραπλανητικά την πραγματικότητα και συκοφαντούν το άσυλο είτε με απαξιωτικές και αφόρητα απλουστευτικές γενικεύσεις (του τύπου: «οι καιροί έχουν αλλάξει και σεις μένετε προσκολλημένοι στο παρελθόν») είτε με δαιμονοποιήσεις (του τύπου «υποστηρίζετε –ή έστω καλύπτετε – αυτούς που χτίζουν γραφεία καθηγητών στα Πανεπιστήμια», «χαϊδεύετε τα αυτιά των ακραίων παρατάξεων και των αντιπολιτευόμενων κομμάτων» και άλλα ηχηρά παρόμοια).
Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν ισχύει, τουλάχιστον ως προς τις λύσεις που προτείνονται σε αυτό το άρθρο. Αυτές απλώς εκφράζουν, από θέση αρχής, τα συνταγματικά δεδομένα, τα οποία βεβαίως δεν αλλάζουν αν οι συνταγματικές ρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται σωστά… Επί πλέον δε φαίνεται να συναντούν και τις αγωνίες και ευαισθησίες πολλών νουνεχών συναδέλφων (που δεν αρκούνται στα κομματικά στερεότυπα και στην λογική του άσπρου μαύρου), αρκετών πανεπιστημιακών αρχών (που αρνούνται την ευθυνοφοβία, τον κομφορμισμό ή/και την συναλλαγή με την κυβέρνηση) αλλά και των ίδιων των εκπροσώπων των αστυνομικών (οι οποίοι έχουν μία πράγματι ρεαλιστική προσέγγιση του θέματος). Αντίθετα δεν υποστηρίζονται, όπως υπαινίχθηκα ήδη, ούτε από τις πλέον μαχητικές ως προς το άσυλο φοιτητικές παρατάξεις (ιδίως ως προς την αναγκαιότητα φύλαξης των Α.Ε.Ι. από ειδικό πανεπιστημιακό σώμα) ούτε από την πλειονότητα των πανεπιστημιακών αρχών (που προτιμούν την πλήρη απέκδυση των ευθυνών τους, δίνοντας γη και ύδωρ στην κυβέρνηση…) αλλά ούτε και από τα αντιπολιτευτικά κόμματα (που κινούνται σε μεγάλο βαθμό είτε πελατειακά είτε πολύ διστακτικά).
β. Δεν αρνούμαι –αντίθετα έχω στιγματίσει επανειλημμένα– την δράση δυναμικών μειοψηφιών, που προσπαθούν να επιβάλουν ετσιθελικά, ενίοτε και με την βία, τις απόψεις τους, αρνούμενες την πεμπτουσία της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας που είναι ο πλουραλισμός. Πέρα όμως από το ότι αυτές οι δυναμικές αυτές μειοψηφίες κατά κανόνα δεν παραβιάζουν αλλά κάνουν κατάχρηση του ασύλου –όπως υποστήριζε παλαιότερα και ο Α. Μανιτάκης, πριν φθάσει στις σημερινές μονομερείς και απλουστευτικές θέσεις του– οφείλω να καταθέσω μια προσωπική μαρτυρία. Είμαι 40 χρόνια στο ελληνικό Πανεπιστήμιο –και δη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών– και ούτε υπέστην προσωπικά αλλά ούτε και είδα γύρω μου κάποιο περιστατικό βίας από τις λεγόμενες «ακραίες παρατάξεις». Έντονες αντιπαραθέσεις ναι, αντεγκλήσεις ναι, αλλά άσκηση βίας όχι (ακόμη και όταν παλαιός συνάδελφος είχε απέναντι στους φοιτητές μια πράγματι προκλητική και άκρως εξοργιστική συμπεριφορά). Θα έλεγα, μάλιστα, ότι τόσο εγώ όσο και η συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων στο Τμήμα μου, βρήκαμε τελικά μαζί τους –έστω και με αρκετές δυσκολίες και με πρόσκαιρες οπισθοδρομήσεις– ένα ανεκτό modus vivendi, χωρίς εκπτώσεις σε ζητήματα αρχής και σε κλίμα αλληλοκατανόησης ως προς τις διαφορετικές αντιλήψεις και προσεγγίσεις.
Το μόνο περιστατικό βίας, που έχει μείνει ανεξίτηλα στην μνήμη μου, είναι η αρπαγή της κάλπης, ενώ διεξάγονταν εκλογές στο Τμήμα, από μεγαλοστέλεχος της ΔΑΠ. Ευτυχώς όμως το κόμμα της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας έδειξε πυγμή και τον τιμώρησε παραδειγματικά: τον έκανε ευρωβουλευτή…