Η Γνωμοδότηση 2/2022 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα θέτει το μόνο συμβατό με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση εγγυητικό πλαίσιο για την απαλλαγή από το κατηχητικό και αναχρονιστικό μάθημα των θρησκευτικών
Οι πρόσφατες επιθέσεις φανατικών και σκοταδιστικών κύκλων στην πρόσφατη γνωμοδότηση 2/2022 της της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), επανέφεραν στο προσκήνιο μια μόνιμη παθογένεια της ελληνικής συνταγματικής πραγματικότητας: την συνεχή προσπάθεια των ποικίλων δυνάμεων του θρησκευτικού φονταμενταλισμού να επιβάλουν στην ελληνική εκπαίδευση τον υποχρεωτικό «ελληνοχριστιανικό» κατηχητισμό, παρά το ότι τόσο το ελληνικό Σύνταγμα όσο και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κατοχυρώνουν ρητά την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (βλ. αναλυτικά την μελέτη μου Θρησκεία και Εκπαίδευση κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία, εκδ. Σάκκουλα, τρίτη έκδοση, 1998).
Ωστόσο, μια προσεκτική ανάγνωση της εν λόγω γνωμοδότησης δείχνει ότι η Αρχή απλώς επανέλαβε, με μια αξιοπρόσεκτη επιχειρηματολογία, τα αυτονόητα, αυτά δηλαδή που ισχύουν εδώ και πολλά χρόνια στον ευρωπαϊκό χώρο ως προς το μάθημα των θρησκευτικών. Ειδικότερα:
Στις δημοκρατικά προηγμένες χώρες της Ευρώπης το μοντέλο του υποχρεωτικού κατηχητισμού έχει εγκαταλειφθεί από καιρό, ακόμη και στις χώρες με θρησκευτική ομοιογένεια ανάλογη ή και μεγαλύτερη από αυτήν της χώρας μας. Απέναντι σε αυτό το αντιδημοκρατικό και αναχρονιστικό μοντέλο προκρίθηκαν δύο εναλλακτικές λύσεις (για τις οποίες βλ. αναλυτικά την προαναφερθείσα μελέτη μου, σ. 309 επ.).
Πολλές χώρες, ιδίως αυτές στις οποίες κυριαρχεί το καθολικό δόγμα (πχ. Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Αυστρία) ή συνυπάρχει το καθολικό με το προτεσταντικό δόγμα (πχ Βέλγιο και ορισμένα ομόσπονδα κράτη Γερμανίας) επέλεξαν το «προαιρετικό μοντέλο», σύμφωνα με το οποίο παρέχεται μεν από την δημόσια εκπαίδευση ένα ομολογιακό (αλλά μη κατηχητικό…) μάθημα πλην όμως οποιοσδήποτε μαθητής (ο ίδιος ή μέσω των γονέων του αν δεν έχει στοιχειώδη ηλικιακή ωριμότητα) μπορεί να επιλέξει, με απλή δήλωση, είτε την απαλλαγή του είτε άλλο μάθημα με ευρύτερο φιλοσοφικό/κοσμοθεωρητικό προβληματισμό (ενίοτε δε και ένα τα δύο, όπως στην Ιταλία, μετά από απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της). Στην Πορτογαλία, μάλιστα, το Συνταγματικό της Δικαστήριο επέβαλε, για λόγους πλήρους προστασίας της συνείδησης των απαλλασσομένων, την δήλωση να την υπογράφουν οι μαθητές που θέλουν να παρακολουθήσουν το μάθημα και όχι αυτοί που θέλουν να απαλλαγούν…
Υπάρχουν όμως και κάποιες χώρες, ιδίως δε αυτές στις οποίες υπήρχε μια μορφή «επικρατούσας θρησκείας», όπως στην χώρα μας (πχ. Αγγλία, Σουηδία, Νορβηγία), που επέλεξαν το «θρησκειολογικό μοντέλο», δηλαδή ένα μάθημα που παρέχει ολοκληρωμένη ενημέρωση για το θρησκευτικό φαινόμενο και τις επί μέρους εκφάνσεις του, χωρίς προπαγανδιστική/κατηχητική στόχευση αλλά με πολύ μεγαλύτερη έμφαση, ποσοτικά, στα (προτεσταντικά) δόγματα που επικρατούν εκεί. Τα μαθήματα στο μοντέλο αυτό συνήθως είναι υποχρεωτικά αλλά ενίοτε προβλέπεται και δυνατότητα απαλλαγής (πχ Νορβηγία).
Προς την κατεύθυνση αυτήν είχε κινηθεί, από τις αρχές του νέου αιώνα, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, καταφέρνοντας, σταδιακά, να περιορίσει τα ομολογιακά και να αυξήσει τα ενημερωτικά στοιχεία του μαθήματος, εξαλείφοντας ταυτόχρονα τον παλαιότερο φανατικό και προπαγανδιστικό χαρακτήρα του. Δυστυχώς όμως η πορεία αυτή ανατράπηκε τελικά (μετά και την συντηρητική αναδίπλωση της επίσημης Εκκλησίας…) από το Συμβούλιο Επικρατείας, στο οποίο, μετά το φωτεινό διάλειμμα της περιόδου των ταυτοτήτων, επικράτησαν ξανά -όπως και στην περίπτωση της απονομής της ελληνικής ιθαγένειας- οι λογικές ενός στείρου και άκρως συντηρητικού «εθνολαϊκσμού». Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν δεκτά τα θεοκρατικά αιτήματα του χώρου που εμφορείται από το χουντικό σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και να εκδοθούν τελικά κάποιες ανερμάτιστες αποφάσεις (που λήφθηκαν πάντως από μια μεθοδευμένα συρρικνωμένη Ολομέλεια και με ισχυρή μειοψηφία…) σύμφωνα με τις οποίες το Σύνταγμά μας δεν επιτάσσει μια ελεύθερη αλλά μια πολλαπλά χειραγωγημένη «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης», που αποσκοπεί στην δογματική επιβολή της «επικρατούσας θρησκείας» (βλ. αναλυτικά το άρθρο μου Θεοκρατικός κατηχητισμός η δημοκρατική πολυφωνία; Το «όπισθεν ολοταχώς» της απόφασης 660/2018 της «Ολομέλειας» του ΣτΕ, Constitutionalism.gr, 27-05-2018).
Είναι δεδομένο, βέβαια, ότι οι αποφάσεις αυτές όχι μόνον πόρρω απέχουν από αντίστοιχες ευρωπαϊκών Συνταγματικών Δικαστηρίων αλλά και κονταροχτυπιούνται με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), οι οποίες θεωρούν απαράδεκτο τον δογματικό κατηχητισμό (“indoctrination”) αλλά και επιβάλλουν η θρησκευτική εκπαίδευση να παρέχεται, σε κάθε περίπτωση, «με κριτικό, αντικειμενικό και πλουραλιστικό τρόπο» ( “in a critical, objective and pluralistic manner”). Πέρα από αυτό, όμως, είναι οι ίδιες αυτές αποφάσεις που οδηγούν αναπόφευκτα στην υιοθέτηση του «προαιρετικού μοντέλου», ως προς το μάθημα των θρησκευτικών, διότι εν προκειμένω δεν έχουμε απλώς ένα ομολογιακό αλλά ένα απροκάλυπτα κατηχητικό μάθημα. Απέναντι λοιπόν σε ένα τέτοιο μάθημα πρέπει όχι απλώς να επιτρέπεται αλλά και να διευκολύνεται η απαλλαγή (πχ όπως στην Πορτογαλία) για οποιονδήποτε μαθητή το επιθυμεί, προκειμένου να διασφαλίσει την αχειραγώγητη διαμόρφωση της συνείδησής του.
Υπό το πρίσμα αυτό, το ότι η γνωμοδότηση 2/2022 της ΑΠΔΠΧ αρκείται σε απλή επίκληση λόγων συνείδησης (δηλαδή κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατή η αποκάλυψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων των -νηπιοβαπτισθέντων ούτως ή άλλως…- μαθητών), όχι μόνον είναι απολύτως σύμφωνο με το «προαιρετικό μοντέλο», που ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και εναρμονίζεται πλήρως με πρόσφατη επί τούτω απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Παπαγεωργίου κ.α. κατά Ελλάδος, 31.10.2019). Η απόφαση αυτή, την οποία οι σήμερα αντιδρώντες αγνοούν επιδεικτικά, καταδίκασε ρητά την χώρα μας επειδή η παλαιότερα προβλεπόμενη απαλλαγή από το μάθημα ίσχυε αποκλειστικά για λόγους διαφορετικής θρησκευτικής συνείδησης που έπρεπε να αποκαλυφθεί (δηλ. για ετερόθρησκους, ετερόδοξους και άθεους…) και όχι για λόγους αχειραγώγητης ανάπτυξης της κοσμοθεωρητικής συνείδησης, γενικώς (όπως την προσδιορίζει, άλλωστε και ο αείμνηστος Δάσκαλός μου Αριστόβουλος Μάνεσης, Ατομικές Ελευθερίες, α΄, 1979, σ. 250-251).
Αυτή λοιπόν την διπλή συμφωνία της γνωμοδότησης 2/2022, με τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά και νομολογιακά δεδομένα, καλό θα ήταν να την λάβουν σοβαρά υπόψη της όλοι όσοι ξιφουλκούν εναντίον της, για να μην εκτίθενται με στείρο καταγγελτισμό και ευφάνταστες θεωρίες συνωμοσίας. Ιδίως δε πρέπει να την συνειδητοποιήσει η Υπουργός Παιδείας, ώστε να μην εκτεθεί -ξανά- με πελατειακούς ακροβατισμούς αλλά να προχωρήσει στην μόνη ενδεικνυόμενη ρύθμιση για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών.
Δεν αντέχω πάντως στον πειρασμό, κλείνοντας, να προχωρήσω τον προβληματισμό μου λίγο παραπέρα και να προτρέψω, επί της ουσίας πλέον, τους μαθητές (και τους γονείς) να αντιδράσουν συντονισμένα και έμπρακτα σε μονοφωνικές και κατηχητικές νοοτροπίες και πρακτικές. Να δηλώσουν δηλαδή μαζικά, στην νέα σχολική χρονιά, την απαλλαγή τους από ένα μάθημα που όχι μόνον προσβάλλει την νοημοσύνη τους και βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους αλλά και αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει το ότι ο πλουραλισμός είναι απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την οικοδόμηση μιας ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας. Μόνο μια τέτοια στάση μπορεί να οδηγήσει σε ένα πράγματι συμβατό με την ελευθερία της συνείδησης μάθημα θρησκευτικών αλλά και γενικότερα στην εγκατάλειψη των κατηχητικών εμμονών και ελληνοχριστιανικών ψυχώσεων του «βαθέος κράτους», οι οποίες στην χώρα μας ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένες με αντιδημοκρατικές ιδεολογίες και με αυταρχικά καθεστώτα…
Δημοσιεύθηκε στο ieidiseis.gr, 31.8.2022
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών