Το πολιτικό σύστημα διανύει παρατεταμένο μεταβατικό στάδιο. Εδώ και μια δεκαπενταετία, εξελίσσεται διαδικασία μετασχηματισμού του μεταπολιτευτικού πολιτικού παραδείγματος, αντανακλώντας υποκείμενες κοινωνικές διεργασίες. Ενδιάμεσο στάδιο είναι το σημερινό, του κυρίαρχου κόμματος. Η μετάβαση από τον ισχυρό δικομματισμό της μεταπολίτευσης σε μια νέα, σταθερή ισορροπία, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Η τρέχουσα συγκυρία είναι η «επώδυνη κυοφορία μιας άλλης εποχής».
Βιώνουμε την απομάκρυνση των γραφειοκρατικών μηχανισμών και του κομματικού προσωπικού από τη ζώσα κοινωνία. Τα πολιτικά κόμματα δεν λειτουργούν ως αποτελεσματικοί θεσμοί εκπροσώπησης της κοινωνίας. Αυτό υποδηλώνουν τόσο ο κομματικός κατακερματισμός όσο και η μεγάλη και αυξανόμενη αποχή σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Ωστόσο, ο κατακερματισμός των κοινοβουλευτικών ομάδων και o περιορισμένος αριθμός εδρών της αξιωματικής αντιπολίτευσης συμβαδίζουν με την ενδυνάμωση του ελεγκτικού ρόλου της αντιπολίτευσης. Ο κομματικός κατακερματισμός δεν έχει υποσκάψει το θεσμό του κοινοβουλευτικού ελέγχου ως δημοκρατικού αντίβαρου στην κυβερνώσα πλειοψηφία. Με την έννοια αυτή, δεν συνιστά δυσλειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Αυτό είναι ένα από τα βασικά ευρήματα υπό δημοσίευση μελέτης της υπογράφουσας στη νομική επιθεώρηση «Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου» (τεύχος 6, Μάρτιος 2025) για τις κοινοβουλευτικές επιπτώσεις του κομματικού κατακερματισμού.
Η μελέτη, επίσης, τεκμηριώνει ότι, η αριθμητική αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εκκινήσει κρίσιμες ειδικές διαδικασίες, όπως είναι η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, δημιουργεί, κατ’ αρχήν, την ανάγκη για πολιτική συνεννόηση και συνεργασία, χωρίς να αναιρεί, όμως, τις κλασσικές, ιδεολογικές και πολιτικές διαιρετικές τομές ανάμεσα στη συντήρηση και την πρόοδο, ούτε να αναστέλλει τον κομματικό ανταγωνισμό.
Η ένταση του κοινοβουλευτικού ελέγχου, αλλά και οι ad hoc συνεργασίες επί του πεδίου, είναι σαφής πολιτική επιλογή και όχι αντανακλαστική αριθμητική ανάγκη. Ωστόσο, ο κατακερματισμός του κομματικού συστήματος έχει ως συνέπεια την απουσία ισχυρής κοινοβουλευτικής ομάδας στην αντιπολίτευση, οι παρεμβάσεις της οποίας θα διαμόρφωναν πολιτικές εξελίξεις.
Ενδεικτική είναι η απουσία σταθερής συνεργασίας ανάμεσα στις κοινοβουλευτικές ομάδες της αντιπολίτευσης και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος. Για παράδειγμα, δεν υπήρξε συνεργασία στις πέντε προτάσεις για σύσταση εξεταστικών επιτροπών που υπέβαλε η Ελληνική Λύση (2023-2024). Και αυτό διότι οι ιδεολογικές και πολιτικές διαχωριστικές γραμμές επικαθορίζουν τις συνεργασίες.
Παράλληλα, πρόσφατο παράδειγμα κομματικού ανταγωνισμού στην προοδευτική αντιπολίτευση, αποτελεί η πρόταση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ στις 31.01.2025 για «κοινή πρωτοβουλία των προοδευτικών κομμάτων για την υποβολή πρότασης μομφής στην κυβέρνηση, με τους πενήντα βουλευτές που απαιτούνται». Η πρότασή του δεν έχει ευοδωθεί μέχρι στιγμής. Αντίθετα, το Μάρτιο του 2024, είχε άμεσο αποτέλεσμα η πρωτοβουλία του αρχηγού του τότε τρίτου κόμματος (ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ) για την κοινή υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, μαζί με άλλες τρεις κοινοβουλευτικές ομάδες της προοδευτικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, Νέα Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας).
Τότε, η αριθμητική αδυναμία είχε, πράγματι, λειτουργήσει ως κίνητρο συνεργασίας. Εν γένει, όμως, ακόμα και όταν ο κοινοβουλευτικός στόχος είναι κοινός, ο πολιτικός ανταγωνισμός καθιστά την πολιτική συνεργασία μη δεδομένη.
Στο οργανωτικό ερώτημα της μελέτης, εάν έχει επηρεάσει την ένταση του κοινοβουλευτικού ελέγχου ο κατακερματισμός των κοινοβουλευτικών ομάδων και η αποδυνάμωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Α’ σύνοδο της Κ’ τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου (2023-2024), η απάντηση είναι αρνητική. Δεν μειώθηκε, αντίθετα, ενδυναμώθηκε ο ελεγκτικός ρόλος της αντιπολίτευσης. Και αυτό, διότι αυξήθηκαν ο αριθμός, η συχνότητα και η αξιοποίηση των εργαλείων κοινοβουλευτικού ελέγχου που συνιστούν την «επιθετική» άσκηση αντιπολίτευσης. Αυξήθηκε, η κοινοβουλευτική πίεση της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση, δηλαδή, η «ένταση» του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Η «ένταση» αυτή ορίζεται με βάση τα εξής τρία κριτήρια: α). τον αριθμό και τη συχνότητα προσφυγής της αντιπολίτευσης στα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου και στις ειδικές διαδικασίες, β). την αξιοποίηση των μέσων και των διαδικασιών που προσδιορίζουν την «επιθετική» άσκηση της αντιπολίτευσης, και γ). τη στόχευση της θεματολογίας των εργαλείων «επιθετικής» αντιπολίτευσης: δηλαδή, κατά πόσο η αντιπολίτευση αναδεικνύει κοινοβουλευτικά τυχόν ευθύνες για πράξεις ή παραλείψεις της κυβέρνησης.
Την «επιθετική» αντιπολίτευση συνθέτουν η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης ή μέλους της, οι επερωτήσεις και οι επίκαιρες επερωτήσεις, οι προτάσεις για σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης («προανακριτική επιτροπή»), οι προτάσεις για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής, οι επίκαιρες ερωτήσεις προς τον Πρωθυπουργό («Ώρα του Πρωθυπουργού») και οι προ ημερησίας διατάξεως συζητήσεις.
Η ανάλυση των εμπειρικών ευρημάτων της μελέτης τεκμηριώνει ότι ο καθοριστικός παράγοντας για την άσκηση του αντιπολιτευτικού έργου δεν είναι ο κατακερματισμός και ο μικρός αριθμός των βουλευτών μιας κοινοβουλευτικής ομάδας. Και αυτό διότι, στην πρώτη σύνοδο της τρέχουσας βουλευτικής περιόδου, τα εργαλεία «επιθετικής» αντιπολίτευσης με την υψηλότερη πολιτική ορατότητα και πολιτική βαρύτητα ήταν αυξημένα σε σχέση με τις άλλες τρεις εξεταζόμενες πρώτες συνόδους (2007-2008, 2015-2016 και 2019-2020), στις οποίες ο δικομματισμός ήταν ισχυρότερος και η αποχή μικρότερη. Εξαίρεση αποτελεί η φθίνουσα πορεία των επερωτήσεων για λόγους όμως δομικούς και όχι συγκυριακούς λόγω του κατακερματισμού.
Ειδικότερα, ήταν περισσότερα από κάθε άλλη εξεταζόμενη περίοδο τα προφορικά μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου – κυρίως οι επίκαιρες ερωτήσεις. Αναλογικά εντατικότερη είναι η αξιοποίηση των προφορικών μέσων κοινοβουλευτικού ελέγχου σε σχέση με τα γραπτά από τις μικρότερες σε δύναμη κοινοβουλευτικές ομάδες. Ιδιαίτερα, αυξημένες ήταν οι επίκαιρες ερωτήσεις προς τον Πρωθυπουργό («Ώρα Πρωθυπουργού») αλλά και τα αιτήματα για προ ημερησίας διατάξεως συζητήσεις, καθώς και οι προτάσεις για σύσταση εξεταστικών επιτροπών με το διευρυμένο δικαίωμα της αντιπολίτευσης.
Επίσης, συνεκτιμώντας προηγούμενο εύρημα της περιόδου 2019-2023, η μελέτη συμπεραίνει ότι η ισορροπία των «εργαλείων» του κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι πολιτικά πιο αποδοτική για την αξιωματική αντιπολίτευση από την ασύμμετρη εστίαση σε ένα προσωποκεντρικό μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου με υψηλή ορατότητα, όπως είναι οι επίκαιρες ερωτήσεις προς τον Πρωθυπουργό («Ώρα του Πρωθυπουργού»).
Ενδεικτικοί της υψηλής αντιπολιτευτικής έντασης στην Α’ σύνοδο της τρέχουσας βουλευτικής περιόδου είναι οι παρακάτω τρεις συγκριτικοί πίνακες:
Πίνακας 1
Ο μεγάλος όγκος των επίκαιρων ερωτήσεων προς τον Πρωθυπουργό που έχουν κατατεθεί στην Α’ σύνοδο (2023-2024) της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου, οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, σε επανακαταθέσεις. Αλλά και η συνεχής επανακατάθεση είναι ένδειξη «επιθετικής» – και όχι «ήπιας» –αντιπολίτευσης. Και αποδεικνύει ότι η άσκηση «επιθετικής» αντιπολίτευσης είναι σαφής πολιτική επιλογή και όχι διεκπεραιωτικό καθήκον
Πίνακας 2
Έχουν αυξηθεί σημαντικά στην τρέχουσα περίοδο οι προτάσεις για σύσταση εξεταστικών επιτροπών με το διευρυμένο δικαίωμα της μειοψηφίας. Έως την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2019, η κοινοβουλευτική μειοψηφία δεν διέθετε είτε τον απαιτούμενο αριθμό των, κατ’ ελάχιστον, 60 βουλευτών για την υποβολή προτάσεων για τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών είτε την απαιτούμενη πλειοψηφία για τη σύστασή τους. Λόγω αδυναμίας συγκέντρωσης του ελάχιστου απαιτούμενου αριθμού βουλευτών για υποβολή πρότασης από την ελάσσονα αντιπολίτευση, δεν συζητήθηκαν δύο προτάσεις της στην Α’ σύνοδο της ΙΖ’ κοινοβουλευτικής περιόδου (από τον Οκτώβριο του 2015 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2016).
Μετά το 2020, όμως, όταν δόθηκε η «ευχέρεια» στη μειοψηφία για τη σύσταση δύο εξεταστικών επιτροπών ανά κοινοβουλευτική περίοδο (τετραετία), αυξήθηκε ο αριθμός των σχετικών προτάσεων.
Ωστόσο, δεν εισάγονται όλες οι προτάσεις για συζήτηση και ψήφιση. Όταν ο αριθμός των προτάσεων που κατατίθενται είναι μεγάλος, ο Πρόεδρος της Βουλής εγγράφει στην ημερήσια διάταξη των εργασιών της τις προτάσεις που, κατ’ εκτίμηση, θα συγκεντρώσουν την απαιτούμενη πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι το συνταγματικό δικαίωμα της μειοψηφίας τίθεται στη διακριτική ευχέρεια του Προέδρου της Βουλής, ο οποίος προέρχεται από την πλειοψηφία.
Η επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος δίνει τη δυνατότητα, αξιολογώντας την εμπειρία εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης, να διευρύνει και να κατοχυρώσει πληρέστερα τα δικαιώματα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, έτσι ώστε να μην αντιστρέφεται στην πράξη σε «ευχέρεια» της εκάστοτε πλειοψηφίας η νομοθετημένη «ευχέρεια» της αντιπολίτευσης. Τα δικαιώματα της αντιπολίτευσης κατά τη σύσταση, συγκρότηση και λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών είναι ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας, όχι μόνον της Βουλής, αλλά και του πολιτικού συστήματος.
Πίνακας 3
Ο πίνακας 3 αποτυπώνει ίδιο αριθμό προτάσεων δυσπιστίας σε δύο ποιοτικά εκ διαμέτρου αντίθετες κοινοβουλευτικές περιόδους: το 2008, όταν το ΠΑΣΟΚ ήταν ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση με 102 έδρες, και την τρέχουσα περίοδο, όταν, για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση, η αξιωματική αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και, από το Νοέμβριο του 2024, ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ) δεν πληροί την αριθμητική προϋπόθεση των 50 βουλευτών για να ασκήσει αυτοτελώς τη συγκεκριμένη, κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία. Όπως έχουμε προαναφέρει, η αδυναμία αυτή λειτουργεί ως «κίνητρο διπλής όψεως», είτε για συνεργασία είτε για ανταγωνισμό ανάμεσα στις κοινοβουλευτικές ομάδες της προοδευτικής αντιπολίτευσης.
Αναδημοσίευση άρθρου, το οποίο αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr στις 4 Μαρτίου 2025