Με τις δίδυμες, ιστορικής σημασίας, αποφάσεις 9-10/2025 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) τρεις βουλευτές του κόμματος «Σπαρτιάτες» εκπίπτουν από τις έδρες τους και αυτές παραμένουν, προς το παρόν, κενές εν αναμονή τυχόν αναπληρωματικών εκλογών.
Το Δικαστήριο είναι καταρχάς αξιέπαινο, διότι τόλμησε το αναγκαίο ερμηνευτικό βήμα και αποφάνθηκε επί της ουσίας, παρά τις αντίθετες νομικές φωνές που το καλούσαν να απορρίψει τις ενστάσεις ως απαράδεκτες, επειδή αφορούσαν ολόκληρο το κόμμα και όχι έναν μεμονωμένο βουλευτή και τα ατομικά του προσόντα. Μια τέτοια απόρριψη θα ερχόταν, όμως, σε αντίθεση όχι μόνον με το άρθρο 58 Σ, που θέλει ένα δικαστήριο να επιτηρεί τη νομιμότητα και να «ελέγχει κάθε παράβαση του δικαίου σχετικά με την ενέργεια» των εκλογών –δηλαδή το σύνολο των διαδικαστικών σταδίων από την προκήρυξή τους μέχρι και την ανακήρυξη των βουλευτών (ΑΕΔ 11/2020)– αλλά και με το δικαίωμα σε δικαστική προστασία, αφού θα κατέληγε σε αρνησιδικία, έλλειψη δηλαδή δικαστικού ελέγχου της διοικητικού χαρακτήρα απόφασης του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου περί ανακήρυξης συνδυασμών και υποψηφίων βουλευτών.
Κατά δεύτερο λόγο, οι αποφάσεις επιβεβαίωσαν τεκμηριωμένα και πειστικά τη μη αντίθεση με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του άρθρου 32§1β΄π.δ.26/2012, όπως αυτό τροποποιήθηκε το 2021 και 2023, και απαγορεύει την ανακήρυξη συνδυασμών κομμάτων που έχουν ως ηγεσία, φανερή ή υποκρυπτόμενη, κάποιον καταδικασμένο, έστω και πρωτοδίκως, για βαριά εγκλήματα, μεταξύ των οποίων και η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Ορθά έκρινε το ΑΕΔ ότι μια τέτοια ηγεσία συνιστά όμως απόδειξη ότι η εν λόγω οργάνωση δεν υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, την οποία απαιτεί ως προϋπόθεση για κάθε κόμμα το άρθρο 29§1Σ. Το τελευταίο δεν καθίσταται έτσι ένα απλό ευχολόγιο, αλλά παράγει, όπως κάθε συνταγματική διάταξη, κανονιστικές συνέπειες. Η δημοκρατία μπορεί να αμύνεται, στο πλαίσιο και με τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, απέναντι σε όσους την υποσκάπτουν με βίαια μέσα. Το Δικαστήριο εξειδίκευσε μάλιστα και τα κριτήρια αποκλεισμού μιας τέτοιας αντιδημοκρατικής οργάνωσης από τις εκλογές.
Ως προς την ειδικότερη τεκμηρίωση της απόφασης, το ΑΕΔστηρίχθηκε στο αδίκημα της «εξαπάτησης ψηφοφόρων», αν και το κόμμα εξαπάτησε μάλλον τον Άρειο Πάγο παρά τους τελευταίους. Πιο πειστική θα ήταν η απόφανση ότι η εκλογική παράβαση συνίσταται στη λανθασμένη υπαγωγή της περίπτωσης των «Σπαρτιατών» στον νόμο από τον Άρειο Πάγο κατά την ανακήρυξη, την οποία το ΑΕΔ διορθώνει με αυτή του την απόφαση.
Σε αυτή την περίπτωση, και μετά από ακρόαση όλων των βουλευτών αλλά και του κόμματος, που θα έπρεπε να νομιμοποιηθεί παθητικά, οι συνέπειες θα μπορούσαν να επεκταθούν, βάσει του άρθρου 32§4 Κώδικα ΑΕΔ, σε όλους τους «Σπαρτιάτες» βουλευτές. Σε κάθε περίπτωση, οι ψήφοι στο κόμμα αυτό θα πρέπει να θεωρηθούν άκυρες, και να γίνει από την Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή ανακατανομή των εδρών με βάση τις υπόλοιπες έγκυρες ψήφους (βάσει του άρθρου 32§3ΚΑΕΔ) χωρίς επαναληπτικές ή αναπληρωματικές εκλογές, κάτι που θα καθρέφτιζε τη βούληση των ψηφοφόρων που ψήφισαν έγκυρα στο κρίσιμο χρονικό σημείο του Ιουνίου του 2023.
Αντίθετα, τυχόν αναπληρωματικές εκλογές στις κρίσιμεςπεριφέρειες, όπως προτείνεται από πολλούς νομικούς, είναι υποχρεωτικές, κατ’άρθρο 104 π.δ.26/2012, αν οι έδρες μείνουν κενές. Αυτές οι εκλογές διαστρεβλώνουν, ωστόσο, την έκφραση της λαϊκής βούλησης, αφού αφενός θα την αποτυπώσουν σήμερα αντί του 2023, όπως στην πλειονότητα των περιφερειών, αφετέρου θα κατανείμουν τις κενές έδρες βάσει ενός εκλογικού συστήματος που θα μετατρεπόταν σε πλειοψηφικό –κάτι που το Σύνταγμα δεν επιτρέπει– με μονοεδρικές (αφού θα ήταν μία μόνον η έδρα που θα έπρεπε να πληρωθεί σε κάθε περιφέρεια), χαρίζοντάς τες όλες στο πρώτο κόμμα ακόμη και με χαμηλό ποσοστό.