Σε συνέντευξη που είχε δώσει στον κ. Σταύρο Θεοδωράκη και η οποία μεταδόθηκε τηλεοπτικά το Μάρτιο του 2023, ο πρωθυπουργός διαβεβαίωνε, «κατηγορηματικά», εμφατικά, ότι η εμπορική αμαξοστοιχία στην υπόθεση των Τεμπών δεν μετέφερε μη δηλωθέν εύφλεκτο φορτίο . Μάλιστα, μίλησε για «θεωρίες συνωμοσίας», αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι υποψίες περί εύφλεκτου φορτίου ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Ο κ. Θεοδωράκης, από την πλευρά του, χαρακτήρισε τις υποψίες «παραφιλολογία», δείχνοντας σε όλους τι σημαίνει ελεγκτική δημοσιογραφία. Με την πρωθυπουργική διαβεβαίωση συντάχθηκαν (όπως συνηθίζουν να πράττουν επί παντός επιστητού) πολλοί άλλοι συντονιστές ενημερωτικών τηλεοπτικών εκπομπών, όπως και οι συντάκτες μεγάλης μερίδας διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης. Με δεδομένη τη μηντιακή παντοδυναμία της κυβέρνησης και των αφηγημάτων της, όσοι διατύπωναν αμφιβολίες για το φορτίο της αμαξοστοιχίας εκείνο το διάστημα δεν θα μπορούσαν παρά να είναι θύματα ή και θύτες θεωριών συνωμοσίας, όπως βέβαια και φορείς λαϊκισμού.
Η παντοδύναμη βεβαιότητα του πρωθυπουργού και η σύγκριση της αντίθετης άποψης με θεωρίες συνωμοσίας, με όλα όσα η φράση αυτή συνδηλώνει (λ.χ. την άποψη ότι η γη είναι επίπεδη ή τους «αντι-εμβολιαστές» και τους εν γένει «ψεκασμένους»), είχαν πολύ επιβλαβείς επιπτώσεις στην ικανότητά μας να μάθουμε σήμερα, με βεβαιότητα και με πληρότητα, τι ακριβώς μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία και, αν όντως μετέφερε εύφλεκτο υλικό, ποιοι εμπλέκονται στην παράνομη μεταφορά και ποιοι επιδίωξαν την απόκρυψη του γεγονότος. Ασφαλώς, την επαύριο της πρωθυπουργικής βεβαιότητας δεν θα ανέμενε κανείς από τους υφισταμένους του πρωθυπουργού (πυροσβεστική υπηρεσία, Γενικό Χημείο, κ.ά.) να φανούν ότι προσχωρούν σε θεωρίες συνωμοσίας, διερευνώντας τέτοιο ενδεχόμενο. Στην πάμφτωχη ελληνική δημόσια σφαίρα, κάποια έλαια σιλικόνης κατόρθωσαν να πείσουν ή να «πείσουν», ειδικούς και αδαείς, ότι αυτά ευθύνονται για τις εκρήξεις. Η συνεπαγόμενη αδράνεια των ιθυνόντων να αναζητήσουν στοιχεία προς άλλη κατεύθυνση κατέστρεψε, ίσως οριστικά, τη δυνατότητα να γνωρίσουμε κάποια στιγμή την αλήθεια στην πληρότητά της.
Πάντως, με δεδομένο ότι το «μπάζωμα» είχε ήδη λάβει χώρα, άρα ακλόνητα στοιχεία δεν μπορούσαν ούτως ή άλλως να αντληθούν από το χώρο του δυστυχήματος, με δεδομένη επίσης την τάση των δημοσίων υπηρεσιών και του απλού τηλεθεατή να συγχέουν τη νομιμότητα με την πραγματικότητα (αφού ήταν παράνομο για την εμπορική αμαξοστοιχία να μεταφέρει μη δηλωθέν εύφλεκτο υλικό, δεν μετέφερε τέτοιο υλικό), με δεδομένη, από την άλλη πλευρά, την παντοδυναμία του μπλοκ μηντιακής εξουσίας που στήριζε και στηρίζει τον πρωθυπουργό, σε συνδυασμό με τις εκλογικές αναμετρήσεις εκείνης της εποχής (φανταστείτε να πρόκυπταν αμφιβολίες για την αλήθεια πρωθυπουργικών ισχυρισμών την παραμονή των εκλογών …), θα ήταν μάλλον αυτοκτονικό για οποιονδήποτε δημόσιο υπάλληλο να κινηθεί τότε αντίθετα προς την κοφτερή, κατηγορηματική διαβεβαίωση του πρωθυπουργού. Εξάλλου, η αναίρεση δηλωθείσας πεποίθησης, εδραίας ή κατ’ ανάγκη διατυπωθείσας, καθίσταται πιο δύσκολη όσο περνά ο χρόνος. Αυτό ισχύει για τους περισσότερους από εμάς και, βέβαια, για τις δημόσιες υπηρεσίες και για τους πολιτικούς.
Οι ίδιες συνθήκες φαίνεται να αφορούν και τους δικαστικούς λειτουργούς που ανέλαβαν ανακριτικό έργο στην υπόθεση. Ενδέχεται δηλαδή να αισθάνθηκαν ότι τυχόν εντατική έρευνα για το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας προς την κατεύθυνση της υπόθεσης περί εύφλεκτου φορτίου θα επέσυρε τη μήνιν των κυβερνώντων και του μηντιακού μπλοκ εξουσίας, με δυσμενείς συνέπειες για τη μελλοντική τους πορεία στο δικαστικό σώμα, ιδίως αν η έρευνά τους απόβαινε τελικά άκαρπη –κάτι που κανείς τότε δεν θα μπορούσε να αποκλείσει. Το ότι η ηγεσία της δικαιοσύνης διορίζεται από την κυβέρνηση δεν βοηθά καθόλου την αντίθετη εντύπωση. Το ενδεχόμενο και μόνο δικαστικής αδράνειας για τη συλλογή κάποιων και μόνο στοιχείων αρκεί για να διαγνωστεί πλήγμα στη δικαιοσύνη. Πάντως, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι ακόμη και δικαστές ενδέχεται να καταστούν όμηροι προγενέστερης πεποίθησής τους, επιμένοντας σε αυτήν επί μακρόν, ακόμη κι όταν εμφανιστούν στοιχεία που θα έπρεπε κανονικά να την κλονίσουν.
Το θεσμικό ζητούμενο, βέβαια, τότε και τώρα, ήταν η έρευνα, και αυτή δεν θα πρέπει, υπό κανονικές συνθήκες, να ενοχλεί, να προβληματίζει ή να ενοχοποιεί κανέναν. Όμως, κανονικές συνθήκες, δηλαδή συνθήκες στις οποίες κυριαρχεί η λογική, η οποία πεισματικά λέει ότι μία δικαστική έρευνα δεν ισοδυναμεί με πόρισμα, δεν υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια στον τόπο μας –αυτό φάνηκε και σε άλλες περιπτώσεις, λ.χ. στην υπόθεση της Novartis. Έρευνα στην ελληνική δημόσια σφαίρα ισοδυναμεί με ενοχή. Οι δικαστές το γνωρίζουν αυτό καλά και δεν μπορεί, υποψιάζεται κανείς, παρά να πράττουν αναλόγως. Ίσως βέβαια οι υποψίες να είναι αβάσιμες.
Η πρωθυπουργική διαβεβαίωση την επαύριο του δυστυχήματος, σε συνδυασμό με όσα «θεσμικά» ακολούθησαν (βλ. τη σκανδαλώδη στάση της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, από την οποία η πλειοψηφία έφθασε να αποκλείσει ακόμη και μάρτυρες, «αναγκάζοντας» ακόμη και τον ίδιο τον πρωθυπουργό να κάνει λόγο πριν λίγες μέρες για κακή στιγμή της Βουλής, χωρίς πάντως να διευκρινίσει τι έκανε ο ίδιος τότε για να μεταβάλλει την επιβλαβή στάση των βουλευτών του κόμματός του), υπέθαλψε εσφαλμένες πεποιθήσεις, πεισματικές αδράνειες και αποσιωπήσεις, απόπειρες «δολοφονίας χαρακτήρα», ακόμη και εγκληματικές παραλείψεις (όπως λ.χ. αυτές των υπεύθυνων για τον εντοπισμό των βίντεο που θα έπρεπε να απεικονίζουν τη φόρτωση της εμπορικής αμαξοστοιχίας). Οι συνθήκες αυτές ενδέχεται να επηρέασαν την ανακριτική διαδικασία. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, τη στιγμή της εκφοράς τους, οι πρωθυπουργικές διαβεβαιώσεις περί απουσίας εύφλεκτού υλικού συνιστούσαν, αντικειμενικά, προσβολή της δικαστικής ανεξαρτησίας, εφόσον απαξίωναν δραστικά (λόγω και της έμφασης με την οποία διατυπώθηκαν, λόγω και της διασύνδεσης με θεωρίες συνωμοσίας) μία ορισμένη εκδοχή περί της πραγματικότητας και έκαμπταν εν δυνάμει την αποφασιστικότητα εκείνων που θα είχαν τη διάθεση να αναζητήσουν περισσότερα στοιχεία προς την κατεύθυνση της υπόθεσης περί παράνομου εκρηκτικού φορτίου. Το ενδεχόμενο είναι επαρκές για τη διάγνωση πλήγματος.
Η προσβολή της δικαστικής ανεξαρτησίας προερχόταν μάλιστα από πρόσωπο που είχε αναβιβάσει το θέμα τούτο σε κεντρική αιχμή του αγώνα του εναντίον της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Πώς όμως θα μπορούσε ποτέ το ίδιο αυτό πρόσωπο να προσβάλλει τη δικαστική ανεξαρτησία; Το ρητορικό αυτό ερώτημα και οι συνεχείς επικλήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας εν είδει αυταπόδεικτης πραγματικότητας, και όχι ως συνταγματικού ζητουμένου, (αφού η δικαιοσύνη πρέπει να είναι ανεξάρτητη, είναι) συνέθεσαν ένα μηντιακό-κυβερνητικό αφήγημα που απαξίωνε οποιονδήποτε διατύπωνε αντίθετη άποψη. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε γενικευμένη συναίσθηση της ύπαρξης πλήγματος λειτούργησε ως συνθήκη που επέτεινε τις συνέπειές του. Μοιραία τρώθηκε στο τέλος η αξιοπιστία της δικαιοσύνης.
Ασφαλώς, το εν λόγω πλήγμα θα ήταν δυσκολότερο να επέλθει, ή δεν θα ήταν τόσο επιβλαβές, υπό άλλες θεσμικές εν γένει συνθήκες. Και σε αυτήν την περίπτωση, όπως σε άλλες πρόσφατες περιπτώσεις, η ανυπαρξία άλλων αντιβάρων (π.χ. ΜΜΕ που κάνουν τη δουλειά τους, στιβαρή αντιπολίτευση, λογική και κοινός νους εκ μέρους των ψηφοφόρων) στην πρωθυπουργική παντοδυναμία παρήγαγε, ηθελημένα ή αθέλητα, οδυνηρές συνέπειες και για την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας.
Οι μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις της Κυριακής δείχνουν ότι, παρά τα πλήγματα, η συνταγματική δημοκρατία στη χώρα μας παραμένει ζωντανή. Οι πολίτες απαιτούν δικαστική ανεξαρτησία (άρα, προσχωρούν στην υπόθεση ότι αυτή είναι κρίσιμη και εφικτή) την ίδια στιγμή που αμφισβητούν την ύπαρξή της σε συγκεκριμένη υπόθεση. Τούτο δεν είναι καθόλου παράδοξο, είναι μία καθ’ όλα υγιής εκδοχή της συνταγματικής δημοκρατίας. Εξ άλλου, η παραδοχή λάθους εκ μέρους του πρωθυπουργού, κατόπιν λαϊκής πίεσης, είναι θετική εξέλιξη για τη συνταγματική δημοκρατία. Δείχνει ότι, έστω υπό την απουσία άλλων αντιβάρων, μία κυβέρνηση μπορεί, υπό την πίεση του εκλογικού κόστους (γιατί αυτό να θεωρείται κακό;), να αντιλαμβάνεται σφάλματα και να διορθώνει ενδεχομένως την πορεία της –αυτό όμως μένει να φανεί όταν θα συζητηθεί στο μέλλον η συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής, η οποία πρόκειται να ερευνήσει (όχι να δικάσει) τις ευθύνες του τότε υπουργού. Η παραδοχή λάθους δείχνει, επίσης, ότι η άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος του συνέρχεσθαι δεν είναι μάταιη (ούτε βέβαια συνιστά συμμετοχή σε ανατρεπτική ενέργεια, όπως προσπαθούν να μας πείσουν επί δεκαετίες τα καθεστωτικά ΜΜΕ, με εξαίρεση βέβαια την κάλυψη των διαδηλώσεων για το Μακεδονικό).
Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι η πρωθυπουργική παραδοχή σφάλματος έλαβε χώρα κατόπιν λαϊκής πίεσης δείχνει ότι ο λαϊκισμός δεν είναι τόσο απλό πράγμα όσο εμφανίζεται να είναι. Σίγουρα όμως συνιστά (συνταγματικό) λαϊκισμό η κρίση ορισμένων ότι η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος στις βουλευτικές εκλογές του 2023 υπήρξε ικανή, και θα μπορούσε ποτέ να καταστεί ικανή, ώστε να εξαφανίσει ή να υποβαθμίσει πλήγματα στους θεσμούς και στα συνταγματικά δικαιώματα. Η εξουδετέρωση αυτής της λαϊκίστικης κρίσης είναι μία ακόμη θετική συνεισφορά των λαϊκών συγκεντρώσεων της περασμένης Κυριακής. Στους δικαστές της υπόθεσης ανήκει η ευθύνη να μεγιστοποιήσουν τούτη τη συνεισφορά. Οι πολίτες που ανταποκρίθηκαν στον αγώνα των συγγενών των θυμάτων διάνοιξαν πρόσθετο ηθικό, ψυχικό, ας ελπίσουμε και δικονομικό χώρο προς την κατεύθυνση πραγματικής διαλεύκανσης των συνθηκών του εγκλήματος και απόδοσης ποινικών ευθυνών σε όλους όσοι πράγματι τις φέρουν.