Η αλλαγή του εκλογικού νόμου και η καταδολίευση του Συντάγματος.

Ιφιγένεια Καμτσίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού δικαίου, Α.Π.Θ.

Το εκλογικό σύστημα είναι η μέθοδος με την οποία πραγματώνεται η ισότητα των πολιτών και των κομμάτων και διασφαλίζεται η αντιπροσωπευτικότητα της Βουλής. Τούτο σημαίνει, ότι ο εκλογικός νόμος οφείλει να εξασφαλίζει πως κάθε μια ψήφος έχει ίση νομικοπολιτική δύναμη, ότι οι ψήφοι πρέπει να επηρεάζουν ισότιμα το εκλογικό αποτέλεσμα. Κατ’ αντίστροφη  φορά, οι ψήφοι που απαιτούνται για να εκλεγεί κανείς βουλευτής δεν πρέπει να διαφοροποιούνται ανάλογα με τον κομματικό σχηματισμό στον οποίο ανήκουν οι υποψήφιοι. Έτσι, η σύνθεση της λαϊκής αντιπροσωπείας αντανακλά με πιστότητα τις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος και οι πολιτικές κατευθύνσεις που αυτό χαράσσει μπορούν να μετουσιώνονται σε κυβερνητική πράξη. Πρόκειται για τον βασικότερο μηχανισμό υλοποίησης της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας

Τα παραπάνω δημοκρατικά αυτονόητα συχνά παραγνωρίζονται από τον έλληνα εκλογικό νομοθέτη, που χρησιμοποιεί το εκλογικό σύστημα ως όχημα αναπαραγωγής της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Παρ΄ότι το Σύνταγμα επιτάσσει ο εκλογικός νόμος να πλαισιώνει την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης (άρθρο 52 Συντ.) και ως ειδικότερη εγγύησή της προβλέπει (άρθρο 54 παρ. 1Συντ.) ότι το εκλογικό σύστημα ορίζεται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός αν υπερψηφιστεί με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών, οι κυβερνήσεις έχουν την τάση να προσαρμόζουν την εκλογική νομοθεσία στα κομματικά τους συμφέροντα.

Την παράδοση αυτή καλλιεργεί η παρούσα κυβέρνηση, με πρακτική που προσλαμβάνει τον χαρακτήρα καταστρατήγησης του Συντάγματος. Το πρωθυπουργικό επιτελείο προετοιμάζει την τροποποίηση του εκλογικού νόμου λίγους μήνες πριν από τις εκλογές και σε σύντομο χρονικό διάστημα αφότου η πλειοψηφία της ΝΔ αποτύπωσε τις εκλογικές προτιμήσεις της στον αμφιλεγόμενο ν. 4654/2020. Μάλιστα, για να επιτύχει την κομματική του στόχευση, με άλλα λόγια για να επιτρέψει στην σχεδιαζόμενη νομοθετική μεταρρύθμιση να επηρεάσει άμεσα την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων, ο πρωθυπουργός προαναγγέλλει και δεύτερη καταδολίευση του καταστατικού χάρτη: δηλώνοντας ότι το κόμμα του δεν θα συμμετάσχει στις διαδικασίες σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις εκλογές με την απλή αναλογική, ο κ. Μητσοτάκης επιχειρεί να παρακάμψει διπλά το Σύνταγμα. Δεν παραγνωρίζει μόνον την θεμελιώδη αρχή, σύμφωνα με την οποία μόνον ο εκλογικός νόμος που διαθέτει «απροσωπόληπτα», ακομμάτιστα χαρακτηριστικά εξυπηρετεί την δημοκρατική λειτουργία του, αλλά προσπαθεί να θέσει εκποδών και την διαδικασία του άρθρου 37 παρ. 3 Συντ. που πλαισιώνει την ανάδειξη της κυβέρνησης σύμφωνα με την επίκαιρη βούληση του εκλογικού σώματος. Τέτοιες πρωτοβουλίες αποδυναμώνουν την θέση του λαού στο πολίτευμα και, σταδιακά, συρρικνώνουν το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος. Ο κίνδυνος, όμως, να στερηθεί ο καταστατικός χάρτης την κανονιστική αποτελεσματικότητά του, είναι κίνδυνος εγκατάστασης αυταρχικών μορφών άσκησης της εξουσίας.

 

Ιφιγένεια Καμτσίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού δικαίου, Α.Π.Θ.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

three × two =