H ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών. Η προκαταρκτική εξέταση, η κατ’ εξαίρεση εμπλοκή της δικαιοσύνης, η εξάλειψη του αξιόποινου και η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος

Θανάσης Γ. Ξηρός, (εκλ.) Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

Ι. Εισαγωγικές σκέψεις

Η ποινική είναι η μία από τις τρεις μορφές ευθύνης που υπέχουν όσοι είναι ή υπήρξαν μέλη της κυβέρνησης και υφυπουργοί για αξιόποινες πράξεις, πλημμελήματα ή κακουργήματα, που τελούν και, αντιστοίχως, τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η διερεύνηση, η διαπίστωση της συνδρομής και ο καταλογισμός της αποτελούν σύνθετη ενέργεια. Εξελίσσεται σε δύο διακριτές φάσεις, αρχικά ενώπιον της Βουλής και, στη συνέχεια, της Δικαιοσύνης. Η, εν γένει, διαδικασία κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και οι ορισμοί του εξειδικεύονται στον εκτελεστικό νόμο και τον Κανονισμό της Βουλής.

ΙΙ. Το Σύνταγμα

Οι ρυθμίσεις για την ποινική ευθύνη, θητεύοντων ή πρώην, μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών περιλαμβάνονται στο άρθρο 86 Συντ. Η διάταξη απασχόλησε δύο φορές τον αναθεωρητικό νομοθέτη. Οι παρεμβάσεις του ήταν ευρύτερες το 2001. Αντιθέτως, το ενδιαφέρον του υπήρξε περιορισμένο το 2019 και εντοπίστηκε στην κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας του αξιόποινου.

Η Βουλή είναι αποκλειστικά αρμόδια για την άσκηση της ποινικής δίωξης (παρ. 1 πρότ. 1) και προς τούτο υποβάλλεται πρόταση από, τουλάχιστον, τριάντα (30) βουλευτές (παρ. 3 πρότ. 1). Για να γίνει δεκτή, πρέπει να υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών και τότε συγκροτείται ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (παρ. 3 πρότ. 2). Το πόρισμά της εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, συζητείται και ποινική δίωξη ασκείται, αν συγκεντρωθεί η ίδια, τουλάχιστον, πλειοψηφία (παρ. 3 προτ. 3 και 4). Έτσι, ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της διαδικασίας, η αποκαλούμενη και κοινοβουλευτική.

Η δεύτερη φάση, η δικαστική, εξελίσσεται ενώπιον της τακτικής Δικαιοσύνης. Αρμόδιο για την εκδίκαση, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, είναι το Ειδικό Δικαστήριο, στη σύνθεση του οποίου μετέχουν ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, Αρεοπαγίτες και Σύμβουλοι Επικρατείας (παρ. 4 εδάφ. α΄), ενώ εισαγγελέας του προέρχεται από τη Εισαγγελία του Αρείου Πάγου (παρ. 3 εδάφ. γ΄). Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου λειτουργεί πενταμελές Δικαστικό Συμβουλίου, το οποίο ορίζει ένα από τα μέλη του, επίσης ανώτατο δικαστικό λειτουργό, ανακριτή για να διενεργήσει την κύρια ανάκριση (παρ. 4 εδάφ. β΄ προτ. 1-3). Η προδικασία ολοκληρώνεται με την έκδοση βουλεύματος (παρ. 4 εδάφ. β΄ πρότ. 4). Αν είναι παραπεμπτικό, ο ελεγχόμενος, θητεύον ή πρώην μέλος της κυβέρνησης και υφυπουργός, παραπέμπεται, όπως και οι τυχόν συμμέτοχοί του, να δικαστεί (παρ. 4 εδάφ. δ΄).

ΙΙΙ. Ο εκτελεστικός νόμος και ο Κανονισμός της Βουλής

Οι συνταγματικοί ορισμοί εξειδικεύονται και συμπληρώνονται στον εκτελεστικό, άλλως στον οργανικό, ν. 3126/2003 (Α΄ 66), όπως αυτός τροποποιήθηκε με τους ν. 3961 (Α΄ 97) και 3994/2011 (Α΄ 165), και στον Κανονισμό της Βουλής (στο εξής: ΚτΒ). Η κατοχυρωμένη σε διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος αυτονομία της λαϊκής αντιπροσωπείας να θεσπίζει, να τροποποιεί, να συμπληρώνει και να ερμηνεύει τις ρυθμίσεις στις οποίες υπόκειται η οργάνωση και η λειτουργία της (άρθρο 65 παρ. 6 Συντ.), επιβάλλει, καταρχήν, η κοινοβουλευτική φάση της διαδικασίας για την ποινική ευθύνη να αποτελεί αντικείμενο αποκλειστικά του Κανονισμού της Βουλής. Δεν λείπουν πάντως και ρυθμίσεις που εισάγονται, κατά πρώτον ή αποκλειστικά, με τον εκτελεστικό νόμο.

Οι αξιόποινες πράξεις κατά την άσκηση των καθηκόντων, θητεύοντων ή πρώην, μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών παραγράφονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, αλλά η σχετική προθεσμία μπορεί να ανασταλεί σε ρητά καθορισμένες περιπτώσεις (άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3126/2003). Εξάλλου, το αξιόποινο τους εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της (αξιόποινης) πράξης, αν έως τότε η Βουλή δεν έχει ακόμη αποφασίσει την άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3126/2003). Όταν κατά τη διεξαγωγή άλλης διοικητικής ή προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης ή ανάκρισης προκύψουν στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με αξιόποινες πράξεις όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης και υφυπουργοί, εκείνος που διενεργεί τις παραπάνω πράξεις οφείλει να διαβιβάσει αμελλητί το φάκελο της υπόθεσης στη Βουλή (άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 3126/2023).

Η πρόταση για την άσκηση ποινικής δίωξης και τη σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης υποβάλλεται γραπτώς, πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια τις πράξεις ή τις παραλείψεις και να περιλαμβάνει συγκεκριμένη αναφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης, καθώς επίσης να γίνεται μνεία στις διατάξεις που παραβιάστηκαν, άλλως (η πρόταση) απορρίπτεται ως απαράδεκτη (άρθρα 5 παρ. 1 του ν. 3126/2003 και 154 παρ. 3 εδάφ. α΄ ΚτΒ). Μετά την υποβολή της μπορεί, με απόφαση που λαμβάνεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου των βουλευτών, να ανατεθεί σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο, αποτελούμενο από έναν αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο εισαγγελείς εφετών, ο νομικός έλεγχος των στοιχείων της κατηγορίας και η ουσιαστική αξιολόγησή τους, προκειμένου να διατυπώσει γνώμη, αν συντρέχει περίπτωση να αναζητηθεί ποινική ευθύνη (άρθρα 5 παρ. 2 και 3 του ν. 3126/2003, 154 παρ. 3 εδάφ. β΄ και 155 παρ. 2-5 ΚτΒ). Η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα πρωτοδικών, όταν ενεργεί προκαταρκτική εξέταση, και μπορεί να αναθέτει σε εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών τη διενέργεια ειδικότερων πράξεων σχετικών με το αντικείμενό της (άρθρα 5 παρ. 5 εδάφ. α΄ πρότ. 1 του ν. 3126/2003 και 156 παρ. 4 ΚτΒ). Καλεί, επίσης, εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση για να δώσει εξηγήσεις (άρθρο 5 παρ. 5 εδάφ. α΄ πρότ. 2 του ν. 3126/2003).

Το πόρισμα της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει, ιδίως, τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που οδηγούν σε αυτά, όπως προέκυψαν από την προκαταρκτική εξέταση, την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις και σαφή πρόταση για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης (άρθρα 5 παρ. 6 πρότ. 1 του ν. 3126/2003 και 156 παρ. 5 πρότ. 1 ΚτΒ). Αιτιολογημένη απαιτείται, επίσης, να είναι η πρόταση της μειοψηφίας, αν υπάρξει, η οποία καταχωρίζεται σε διακριτό κεφάλαιο του πορίσματος (άρθρα 5 παρ. 6 πρότ. 2 του ν. 3126/2003 και 156 παρ. 5 πρότ. 2 ΚτΒ). Η απόφαση για την άσκηση ποινικής δίωξης λαμβάνεται, μετά την εισαγωγή και τη συζήτηση του πορίσματος στην Ολομέλεια, από τη συνταγματικά καθορισμένη πλειοψηφία, πρέπει να εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει, λειτουργεί δε ως άρση της ασυλίας του, θητεύοντος ή πρώην, μέλους της κυβέρνησης και του υφυπουργού, αν διατηρούν τη βουλευτική ιδιότητα (άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 3126/2003).

Tο Δικαστικό Συμβούλιο έχει, πέραν αρμοδιοτήτων του εκτελεστικού νόμου, και εκείνες των άρθρων 307 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 8 παρ. 4 πρότ. 1 του ν. 3126/2003). Ο ανακριτής του λαμβάνει, αμελλητί τη δικογραφία και όσες έχουν σχηματιστεί κατά τυχόν συμμέτοχων, διενεργεί την κύρια ανάκριση, έχει δε το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη και κατά των συμμέτοχων που δεν αναφέρονται στην απόφαση της Βουλής (άρθρο 10 του ν. 3126/2023). Όταν ολοκληρωθεί η ανάκριση, η δικογραφία διαβιβάζεται στον εισαγγελέα του Δικαστικού Συμβουλίου, αυτός μπορεί να την επιστρέψει για συμπλήρωση ή να την υποβάλει με πρότασή του στο Δικαστικό Συμβούλιο για να εκδώσει βούλευμα, το οποίο δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο (άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 3126/2003). Τέλος, στην περίπτωση που ανακύπτει ζήτημα παραγραφής ή εξάλειψης του αξιόποινου, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Ειδικό Δικαστήριο ερευνά την ουσία της κατηγορίας, όταν το ζητήσει εγγράφως ο κατηγορούμενος (άρθρο 16Α παρ. 1 και 3 του ν. 3126/2003), και εκδίδει βούλευμα ή, αντιστοίχως, απόφαση (άρθρο 16Α παρ. 2 του ν. 3126/2003).

ΙV. Η επιστολή του πρώην υφυπουργού

Είχε μόλις συγκροτηθεί σε σώμα, με την εκλογή του μονοκομματικής προέλευσης προεδρείου της, η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή που αποφασίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής, με ευρύτατη πλειοψηφία, να διενεργήσει «προκαταρκτική έρευνα, προκειμένου να διαπιστωθεί, εάν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ότι ο Χρ. Τριαντόπουλος τέλεσε το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος», όταν ο πρώην υφυπουργός στον Πρωθυπουργό και, στη συνέχεια, Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας απευθύνεται εγγράφως στον πρόεδρο και τα μέλη της. Στην επιστολή του της 18ης Μαρτίου 2025 κάνει ρητή μνεία στις επικρατούσες πολιτικές συνθήκες, αναφέρεται στο φόβο του ότι το πόρισμα της επιτροπής θα αποτελέσει αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης και αντιπαράθεσης, η οποία θα τον ακολουθεί στο υπόλοιπο του δημόσιου και ιδιωτικού βίου του, δηλώνει ότι «δεν θα ήθελα(ε) η κρίση σας επί της υποθέσεώς μου να εκληφθεί ως ενδεχομένως εδραζόμενη στην πολιτική και κομματική ταυτότητα των μελών της επιτροπής» και ζητά να κριθεί «από την τακτική Δικαιοσύνη, κατά τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών, αφού οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί διαθέτουν εγγυημένη ανεξαρτησία και αμεροληψία, αλλά και αυξημένες γνώσεις και κύρος», προσθέτοντας ότι «έχω(ει) απόλυτη πίστη στην αθωότητά μου και τυφλή εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, η οποία και επιθυμώ να με κρίνει απευθείας, ως σας ζητώ δια της παρούσας να πράξετε, λαμβάνοντας σχετική απόφαση».

Η δημοσιοποίηση της επιστολής προκαλεί την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης. Αποδέκτης της δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή. Ακόμη και αν η καινοφανής πρωτοβουλία του πρώην υφυπουργού είχε αποφασιστεί νωρίτερα, η εκδήλωσή της έπρεπε, γι’ αυτό, να αναμείνει τη συγκρότησή της (επιτροπής). Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήταν πάντως δυνατόν να μην τελούσε σε γνώση του Πρωθυπουργού. Το πιθανότατο, ο Κ. Μητσοτάκης ή, έστω, συνεργάτης του είχαν εγκαίρως ενημερωθεί, πρωτίστως για το περιεχόμενό της, και, ενδεχομένως, να το είχαν εγκρίνει, άλλως θα τον απέτρεπαν. Δεν είναι τυχαίο ότι ακολούθησε σχεδόν αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της επιστολής δήλωσή του (Πρωθυπουργού). Σε αυτήν και ουσιαστικά επιβραβεύοντάς τον, αποκαλεί την παραπομπή του, όπως ζητείται, στη Δικαιοσύνη «ένα γενναίο βήμα που δεν έχει σύγχρονο προηγούμενο» και «μία ενέργεια που απεγκλωβίζει την αναζήτηση τυχόν ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων από τις τοξικές μικροκομματικές διαμάχες».

Ο Πρωθυπουργός προσθέτει, επίσης, ότι «παρά τα πραγματικά στοιχεία, σύσσωμη η αντιπολίτευση είχε προεξοφλήσει τόσο τη δήθεν ενοχή του Χρήστου Τριαντόπουλου όσο και την τάχα κυβερνητική συγκάλυψη». Τέλος, καταλήγει ότι «όλες οι πτέρυγες της Βουλής τίθενται προ των ευθυνών τους» και διερωτάται, αν «θα συμφωνήσουν, άραγε, με την πρωτοβουλία του υπουργού ή μήπως θα κρυφτούν και πάλι πίσω από τεχνάσματα και υπεκφυγές για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα;». Δύο ημέρες αργότερα, την 20ή Μαρτίου, ο Κ. Μητσοτάκης χαρακτηρίζει, εκ νέου, την πρωτοβουλία του πρώην υφυπουργού «γενναία πράξη», η οποία «κάνει πράξη αυτό το οποίο ζητούσαν όλοι, να δικαστεί από τον φυσικό του δικαστή».

V. Το αίτημα

Η επιστολή διατυπώνεται με «επιτηδευμένη ασάφεια», αλλά από την ανάγνωσή της αναδεικνύεται πάντως η σαφή επιδίωξη του πρώην υφυπουργού να παρακαμφθεί η εμπλοκή της Βουλής από τη διαδικασία για να υπαχθεί στην αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης. Ακόμη όμως αν αυτή είναι η πραγματική του η πρόθεση ή, έστω, η επιθυμία του, ο ίδιος σπεύδει, αμήχανα, να την οριοθετήσει στενά. Η ρητή αναφορά του στο Σύνταγμα συνιστά στην ουσία της αναγνώριση ότι από την κοινοβουλευτική φάση της διαδικασίας της ποινικής ευθύνης δεν μπορεί να παραλειφθούν όσες πράξεις της περιλαμβάνονται στους ορισμούς του. Έτσι, η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή πρέπει να καταρτίσει το πόρισμά της και να το υποβάλει στη Βουλή, αυτό να εισαχθεί στην Ολομέλεια, να συζητηθεί και η απόλυτη πλειοψηφία των μελών της να ψηφίσει για να αποφασιστεί η άσκηση ή μη ποινικής δίωξης.

Η συνταγματική τους αναφορά δεν επιτρέπει σε όλα τα παραπάνω να καταστούν, επειδή το ζητά ο πρώην υφυπουργός, ανενεργά. Θα λάβουν χώρα οπωσδήποτε και ανεξαρτήτως των όσων επιθυμεί ο συντάκτης της επιστολής. Έτσι, από τις επιμέρους στιγμές της κοινοβουλευτικής διαδικασίας απομένει η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Μόνον εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι στερείται υποχρεωτικότητας και μπορεί χωρίς αυτήν να καταρτισθεί το πόρισμα, η παράκαμψή της θα συγκεκριμενοποιούσε το, εν πολλοίς, γενικόλογα και πάντως ασαφώς διατυπωμένο αίτημα του πρώην υφυπουργού.

VI. Η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή και η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης: Οι δύο απόψεις

1. Η παράκαμψη της διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης απασχόλησε πριν από την πρωτοβουλία του πρώην υφυπουργού, κυριολεκτικά σε ανύποπτο χρόνο, τη δημοσιότητα. Σε προφητικό κείμενο, το οποίο δημοσιεύεται στην κυριακάτικη έκδοση πρωινής καθημερινής εφημερίδας σαράντα περίπου ημέρες πριν από την αποστολή της επιστολής, διατυπώνεται αναλυτική πρόταση για την «εξοικονόμηση» της διαδικασίας ενώπιον της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής (βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Τέμπη: Υπάρχει λύση για να εκτονωθεί η ένσταση, εφημ. Η Καθημερινή, Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025, σ. 35). Αναγκαίος όρος για την εφαρμογή της είναι η προηγούμενη συμφωνία όλων πολιτικών κομμάτων της Βουλής και έχει ως δηλωμένη επιδίωξη να συμβάλει στην «εκτόνωση του τοξικού κλίματος, δίχως να παραβιασθεί στο παραμικρό το γράμμα του άρθρου 86 του Συντάγματος και του νόμου 3126/2003».

Προκειμένου η πρόοδος της διαδικασίας να μην εξαρτάται από τη βούληση της πλειοψηφίας και την αντιπολιτευτική προδιάθεση των υπολοίπων, να κερδηθεί χρόνος και να δοθούν απτά δείγματα της αποφασιστικότητας των κυβερνώντων και του πολιτικού συστήματος να αποκαλυφθεί η αλήθεια, προτείνεται η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή να μη διατυπώσει δικό της πόρισμα, αλλά να επικαλεστεί τα υφιστάμενα (πορίσματα) ή/και όσα στοιχεία προκύψουν από την εν εξελίξει ανάκριση, και να παραπεμφθούν, δίχως να προηγηθεί συζήτηση στην Ολομέλεια, οι υπουργοί, οι υφυπουργοί και οι συνεργάτες, για τους οποίους υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι ενέχονται άμεσα ή έμμεσα στην τραγωδία των Τεμπών, στο πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο και το Ειδικό Δικαστήριο. Το επιτρεπτό της, κατ’ εξαίρεση και υπό τον όρο της συμφωνίας όλων, παράκαμψης της προκαταρκτικής εξέτασης ο ίδιος προτείνων θα επαναλάβει και μετά την επιστολή του πρώην υφυπουργού (βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Ενστάσεων αντίκρουση, εφημ. Η Καθημερινή, Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025, σ. 5). Εξάλλου, πρόσφατα προστίθεται μία ακόμη, συγκλίνουσα στην κατάληξή της, θεώρηση, εντοπισμένη στα «ποινικά» της διαδικασίας και χωρίς το προαπαιτούμενο της ομοφωνίας των πολιτικών δυνάμεων (βλ. Γ. Σανιδά, Περί του αιτήματος του υφυπουργού Τριαντόπουλου, εφημ. Η Καθημερινή, Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025, σ. 8). Οι εν λόγω προσεγγίσεις δεν συγκροτούν πάντως την κρατούσα (άποψη).

2. Όσοι άλλοι εκφράστηκαν, μετά την υποβολή του αιτήματος και την εξέτασή του υπό τη συνταγματική οπτική, συμπίπτουν στην άποψη ότι η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή πρέπει να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση. Διαφοροποιήσεις εντοπίζονται στους υιοθετούμενους χαρακτηρισμούς για την παράκαμψή της, καθώς κινούνται μεταξύ των αυστηρών, ενίοτε ακραίων στη διατύπωσή τους, και των πιο ήπιων, εκφρασμένων με αυτοσυγκράτηση. Έτσι, το αίτημα ή, ιδίως, η αποδοχή του από την πλειοψηφία της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής αποκαλούνται «προφανή(ς) καταστρατήγηση του Συντάγματος» (βλ. Χ. Ανθόπουλου, Καταστρατήγηση του Συντάγματος, εφημ. Τα Νέα, Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025, σ. 10 και Ευάγ. Βενιζέλου, «Ο χειρισμός της πλειοψηφίας καταστρατηγεί το Σύνταγμα», (συνέντευξη στη Δ. Κρουστάλλη), εφημ. Το Βήμα, Κυριακή 23 Μαρτίου 2025, σ. 16-17), ή «κατάχρηση εξουσίας» (βλ. Π. Λαζαράτου, Κατάχρηση εξουσίας η παράκαμψη της Προανακριτικής =www.naftemporiki.gr/politics/20.03.2025).

Για άλλους, είναι «συνταγματικό ατόπημα» (βλ. Ξ. Κοντιάδη, Δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει να μη γίνει Προανακριτική =www.avgi.gr/politiki/502481/20.03.2025) ή «προβληματικό» (βλ. Ν. Παπασπύρου, Πολλαπλώς προβληματική, εφημ. Τα Νέα, Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025, σ. 13) ή «μία ακόμη απόπειρα εργαλειοποίησης του Συντάγματος για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων» (βλ. Χ. Τσιλιώτη, Η fast track διαδικασία άσκησης ποινικής δίωξης κατά πρώην Υφυπουργού χωρίς την ουσιαστική συνεδρίαση της ειδικής Επιτροπής των άρθρων 86 παρ. 3 Σ και 157 ΚτΒ ως νέα απόπειρα εργαλειοποίησης του Συντάγματος =www.sytagmawatch.gr/19.03.2025) ή «εξωφρενικό» και συνιστά «βαρύτατο ευτελισμό της Βουλής» (βλ. Ακρ. Καϊδατζή, Εκ του πονηρού η πρόταση, γεννά ακυρότητα =www. constitutionalism.gr/19.03.2025) ή, ουδέτερα, «μη πραγματική πράξη γενναιότητας» (βλ. Αντ. Καραμπατζού, Η πραγματική πράξη γενναιότητας, εφημ. Τα Νέα, Σαββατοκύριακο 22-23 Μαρτίου 2023, σ. 15). Τέλος, ζητείται «η επιτροπή να συνεχίσει το έργο της, προκειμένου τα μέλη της, ως βουλευτές, να ασκήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους» (βλ. Φ. Σπυρόπουλου, Η απόφαση της Βουλής και η επιτροπή, εφημ. Η Καθημερινή, Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025, σ. 5) ή «να γίνει σεβαστή η συνταγματική ρύθμιση» (βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, Να κάνουμε skip το Σύνταγμα;, εφημ. Η Καθημερινή, Κυριακή 23 Μαρτίου 2025, σ. 13).

VIΙ. Η παράκαμψη της προκαταρκτικής εξέτασης

1. Η συναίνεση είναι θεμιτή και, σε κάθε περίπτωση, επιθυμητή επιδίωξη για τη λήψη αποφάσεων, δεν πρέπει όμως να αποτελεί αυτοσκοπό. Τα ίδια ισχύουν, κατά μείζονα μάλιστα λόγο, και για την υπέρτατη εκδήλωσή της, την ομοφωνία. Ακόμη και όταν, σπανιότατα, επιτυγχάνεται, δεν μπορεί να αναγορεύεται σε όρο, σε προϋπόθεση ή σε κριτήριο, για την ερμηνεία και, πολύ περισσότερο, για την εφαρμογή του Συντάγματος. Ούτε, βέβαια, το περιεχόμενο διάταξής του, δηλαδή η συγκεκριμενοποίηση της κανονιστικής της εμβέλειας, επιτρέπεται να συγκαθορίζεται από τις επικρατούσες στην εκάστοτε συγκυρία κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Κάθε ερμηνευτική θεώρηση πρέπει να προκύπτει ως η κατάληξη νηφάλιας επεξεργασίας, μετά την προσφυγή σε όλες τα προσφερόμενα σχετικά εργαλεία και μεθόδους, να διαμορφώνεται με την επιβαλλόμενη αυτοσυγκράτηση και να μην επηρεάζεται, κατά το δυνατόν, από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Όλα αυτά δεν μπορούν ασφαλώς να ζητηθούν κατά τρόπο απόλυτο, απαιτείται όμως να εξασφαλίζονται, τουλάχιστον, στο μεγαλύτερο κάθε φορά μέρος τους.

Εξάλλου, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, στον οποίο υπόκειται με ρητή παραπομπή η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, ορίζει το σκοπό της προκαταρκτικής εξέτασης. Ενεργείται για να συλλεγούν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να αποφασιστεί, αν πρέπει να κινηθεί η ποινική διαδικασία και να ασκηθεί ποινική δίωξη (άρθρο 243 παρ. 1 εδάφ. α΄ πρότ. 1). Ο διενεργών (την προκαταρκτική εξέταση) μπορεί να κάνει χρήση των προβλεπόμενων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι μάρτυρες, τα έγγραφα και οι ενδείξεις, ή να εκτελεί ανακριτικές πράξεις (άρθρο 243 παρ. 1 εδάφ. α΄ πρότ. 2). Εντός τακτής προθεσμίας καλείται, υποχρεωτικά, και ο ύποπτος για να δώσει εξηγήσεις, εξεταζόμενος χωρίς όρκο (άρθρο 244 παρ. 1 πρότ. 1).

2. Η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή προσδιορίζεται συνταγματικά ως η επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Η αναφορά επιβάλλει και πάντως επιτρέπει να γίνει δεκτό, τουλάχιστον ερμηνευτικά, ότι συστήνεται γι’ αυτό το σκοπό. Άλλως, δεν θα μπορούσε να επιτελέσει τη συνταγματική της αποστολή. Δηλαδή, να καταρτίσει το πόρισμά της, το οποίο εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, προκειμένου να αποφασιστεί η άσκηση ή μη ποινικής δίωξης σε βάρος, θητεύοντος ή πρώην, μέλους της κυβέρνησης και υφυπουργού. Βέβαια, στο Σύνταγμα δεν ορίζεται ρητά ότι το πόρισμα πρέπει να είναι αιτιολογημένο. Τούτο όμως μπορεί να συναχθεί, επίσης, ερμηνευτικά και κατά τρόπο στέρεο με αναγωγή, πρωταρχικά αλλά όχι αποκλειστικά, στη δημοκρατική αρχή και τις επιταγές της. Έτσι, η προκαταρκτική εξέταση συνιστά την ακολουθητέα διαδικασία για τη συγκέντρωση των στοιχείων που θα προσφέρουν τη ζητούμενη αιτιολόγηση στο πόρισμα της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής και θα συνδράμουν την Ολομέλεια στη λήψη της απόφασής της για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης. Η διενέργειά της είναι, λοιπόν, υποχρεωτική για το αποτέλεσμά της. Από την παραδοχή της υποχρεωτικότητας εκκινεί και η άποψη που δέχεται την, κατ’ εξαίρεση, παράκαμψή της, άλλως δεν θα απασχολούσε τη δημόσια συζήτηση και δεν θα χρειαζόταν για τη θεμελίωσή της, όπως όψιμα προβλήθηκε, η «αντικειμενική ερμηνεία του Συντάγματος» (βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα δεν είναι Πολιτική Δικονομία, εφημ. Η Καθημερινή, Κυριακή 30 Μαρτίου 2025, σ. 13).

Αλλά και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι η συνταγματική αναφορά και τα ερμηνευτικά επέκεινά της δεν θεωρούνται από μόνα τους επαρκή, η προκαταρκτική εξέταση είναι υποχρεωτική ex lege. Στον εκτελεστικό νόμο και, ιδίως, στον Κανονισμό της Βουλής η διενέργειά της ορίζεται ως η ακολουθητέα διαδικασία για τον εντοπισμό πραγματικών περιστατικών και τη συγκέντρωση αποδεικτικών μέσων. Δηλαδή, των στοιχείων που διασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, ότι το πόρισμα της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής θα είναι, όπως απαιτούν τα παραπάνω νομικά κείμενα, αιτιολογημένο. Αμφότερα καθορίζουν, επιπλέον, και όσα πρέπει να περιλαμβάνει για να είναι τέτοιο. Αναφέρονται, κατά σειρά, τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που οδηγούν σε αυτά, όπως προκύπτουν από την προκαταρκτική εξέταση, η υπαγωγή των πρώτων στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις και η διατύπωση σαφούς πρότασης για τη συνέχεια της υπόθεσης.

Βέβαια, ο φάκελός της, όταν διαβιβάζεται αμελλητί στη Βουλή, περιέχει στοιχεία που έχουν σχέση με τις αξιόποινες πράξεις και προέκυψαν από την εν εξελίξει διαδικασία διοικητικής ή προκαταρκτικής εξέτασης, ανάκρισης ή προανάκρισης. Δηλαδή, έγγραφα, τα οποία θα μπορούσαν να συνεισφέρουν και πάντως να αξιοποιηθούν για να στοιχειοθετηθεί το αξιόποινο και, εντέλει, να αποδειχθεί η ποινική ευθύνη. Ωστόσο, έχουν συγκεντρωθεί στο πλαίσιο μιας διαδικασίας, πρώιμης μάλλον στην εξέλιξή της, που διακόπηκε μάλιστα πρόωρα, όταν «ακούστηκε» το όνομα μέλους της κυβέρνησης ή υφυπουργού και ανεξαρτήτως του σημείου, όπου βρισκόταν εκείνη τη στιγμή η έρευνα. Είναι, λοιπόν, αμφίβολο, αν μπορούν μόνα αυτά να αναδείξουν όλα όσα συγκροτούν την αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη, ακόμη και αν έχουν αξιοποιηθεί στην πρόταση για τη σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής. Στο σύνολο τους δεν είναι το αποτέλεσμα της έρευνάς της, όπως απαιτούν ο εκτελεστικός νόμος και ο Κανονισμός της Βουλής, ούτε καθιστούν το πόρισμά της αιτιολογημένο, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις τους. Και τούτο, επειδή δεν έχουν προκύψει από τη διενέργεια της προκαταρκτική εξέτασης.

3. Τις αποφάσεις κάθε συλλογικού οργάνου λαμβάνει, κατά κανόνα, η πλειοψηφία των μελών του. Η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή μετά την υποβολή των γραπτών εξηγήσεων από τον πρώην υφυπουργό δρομολογήθηκε εσπευσμένα στον τερματισμό των εργασιών της. Έτσι, δεν πρόκειται να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση. Απομένει για την τυπική λήξη τους το πόρισμά της, στο οποίο ασφαλώς θα περιλαμβάνονται, ως διακριτή ενότητα, η άποψη ή οι απόψεις της αντιπολίτευσης. Αν η μη διενέργειας της προκαταρκτικής εξέτασης απέβλεψε να προλάβει την προεξοφλημένη ένταση κατά τη διαμόρφωση του καταλόγου των μαρτύρων και, ιδίως, την εξέταση ορισμένων από αυτούς, δεν θα αποτρέψει, ισχύει ακριβώς το αντίθετο, την επικράτησή της και, πιθανότατα, στις πιο ακραίες μορφές της, όταν συζητηθεί στην Ολομέλεια και σε μία συνεδρίαση για να αποφασιστεί η άσκηση της ποινικής δίωξης. Η παράκαμψή της (προκαταρκτικής εξέτασης) δεν πιθανολογείται, παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις που έχουν διατυπωθεί και διατηρούν αμείωτο το θεωρητικό τους ενδιαφέρον, ότι θα παράξει ακυρότητες. Άλλωστε, πρόκειται, εντέλει, για ζήτημα που ανάγεται στα δικαστικώς ανέλεγκτα interna corporis της Βουλής. Εξάλλου τη μη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή κατά παράβαση του Συντάγματος, του εκτελεστικού νόμου και του Κανονισμού της Βουλής δεν μπορεί να την υποκαταστήσουν η εμπλοκή του ανακριτή του Δικαστικού Συμβουλίου και η κύρια ανάκριση που θα διενεργήσει, δηλαδή υποχρεωτικές διαδικασίες στη δικαστική φάση της ποινικής ευθύνης, ή η τυχόν επιστροφή της υπόθεσης στη Βουλή, αν διαπιστωθεί η τέλεση και άλλων αξιόποινων πράξεων.

Η ανώριμη δημοκρατία μας βρίσκεται για μια ακόμη φορά «αιχμάλωτη των εμμονών» της. Σε μία πολύνεκρη τραγωδία που συντάραξε την κοινωνία μας και, δυστυχώς, θα συνεχίσει, για απροσδιόριστο χρόνο, να «χρησιμοποιείται» από όλους και να την ταλανίζει, αποδεικνύεται εκ νέου ανίκανη να πράξει τα αυτονόητα και να αντιμετωπίσει τα στοιχειώδη. Αλλά και το πολιτικό μας σύστημα επιβεβαιώνει σε μια ακόμη περίπτωση ότι παραμένει κατώτερο των περιστάσεων και αυτοκαταστροφικό. Η πλειοψηφία επιλέγει να ικανοποιήσει το αίτημα του πρώην υφυπουργού της με την προσφυγή σε μια a la carte ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος. Εξάλλου, η αντιπολίτευση παραμένει εγκλωβισμένη στην αδιέξοδη μικροπολιτική και αδύναμη να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Η κατάληξη της εξελισσόμενης διαδικασίας είναι, μάλλον, μακριά μας. Όταν ή, ορθότερα, άμα εκδοθεί η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, η γνωστή εικόνα της μεταπολίτευσης πιθανολογείται ότι θα εμφανιστεί εκ νέου μπροστά μας, όλοι θα είναι νικητές και οι άλλοι ηττημένοι! Ας ευχηθούμε, επιτέλους, το πολιτικό μας σύστημα σύντομα να σταματήσει να αυτοϋπονομεύεται, να αναζητήσει εγκαίρως κοινό βηματισμό για το μέλλον και να μην αναγκαστεί να το πράξει, έκον άκον, μετά από μια ακόμη τραγωδία. . .

VΙΙI. Η κατ’ εξαίρεση εμπλοκή της δικαιοσύνης

Η κοινοβουλευτική φάση της σύνθετης ενέργειας για τη διερεύνηση, για τη διαπίστωση της συνδρομής και τον καταλογισμό της ποινικής ευθύνης σε, θητεύον ή πρώην, μέλος της κυβέρνησης και σε υφυπουργό της δεν είναι πάντως αμιγής. Δηλαδή, δεν διενεργείται αποκλειστικά από βουλευτές. Σε δύο σημεία της μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να εμπλακεί η δικαιοσύνη με τη συμμετοχή εισαγγελικών λειτουργών.

Υιοθετώντας πρόταση της ειδικής μόνιμης επιτροπής θεσμών και διαφάνειας, όπως διατυπώνεται σε έκθεσή της την 19η Οκτωβρίου 2010, ο κοινός νομοθέτης καθιέρωσε στάδιο αξιολόγησης των στοιχείων που σχετίζονται με αξιόποινες πράξεις υπουργών ή υφυπουργών. Έτσι, η Βουλή μπορεί, με απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του συνόλου των μελών της, να αναθέτει σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο το νομικό έλεγχο της κατηγορίας και της ουσιαστικής βασιμότητάς της. Η σύστασή του ζητείται είτε από κοινού με την πρόταση των, τουλάχιστον, τριάντα (30) βουλευτών είτε εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή της και συζητείται σε ειδική συνεδρίαση της Ολομέλειας.

Η νομοθετική πρωτοβουλία, έστω και αν ανταποκρίνεται σε όσα πρότεινε στην ουσία η Βουλή, πλήττει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτονομία της να θεσπίζει, αυτή και μόνη αυτή, τους κανόνες που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργίας της. Ο όποιος θεωρητικός προβληματισμός αναπτύχθηκε σχετικά θα αποδειχθεί στην πράξη βραχύβιος, αφού η νομοθετική ρύθμιση επαναλήφθηκε στον Κανονισμό της Βουλής ακριβώς τέσσερις εβδομάδες μετά τη δημοσίευση του ν. 3961/2011. Αντιθέτως, παραμένει αλώβητος ο όμοιος για την ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς καθηκόντων που δεν είναι, κατά την ορθότερη άποψη, δικαιοδοτικά (άρθρο 89 παρ. 2 πρότ. 2 Συντ.).

Το συμβούλιο, γνωμοδοτώντας ότι συντρέχει λόγος για τη διερεύνηση της ποινικής ευθύνης, «αντικειμενικοποιεί» την πρωτοβουλία να υποβληθεί πρόταση για τη σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής. Έτσι, αντιμετωπίζονται, κυριολεκτικά εν τη γενέσει τους, οι όποιες αιτιάσεις για πολιτική δίωξη. Αν πάλι γνωμοδοτήσει ότι δεν υφίσταται τέτοιος λόγος, η γνώμη του ενδέχεται να πυροδοτήσει την πολιτική αντιπαράθεση και το συμβούλιο να βρεθεί μεταξύ των «διασταυρούμενων πυρών». Σε κάθε περίπτωση, η ρύθμιση δεν έχει ακόμη τύχει εφαρμογής. Δύο φόρες, το 2014 και το 2019, η παντοδύναμη πλειοψηφία δεν ένιωσε την ανάγκη να προσφύγει στη γνώμη των εισαγγελικών λειτουργών. Ωστόσο, παραμένει αδιευκρίνιστη και προκαλεί, εύλογα, απορίες, ιδίως υπό τις επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, η παράλειψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να τη ζητήσει για τον πρώην υφυπουργό. Επικοινωνιακά της είναι πάντως επωφελέστερη η μονότονη πολιτική «κριτική».

Ρωγμή στην αμιγώς κοινοβουλευτική διαδικασία συνιστά και η δυνατότητα ανάθεσης σε εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών της διενέργειας πράξεων σχετικών με την προκαταρκτική εξέταση. Η ρύθμιση εισάγεται νομοθετικά και, στη συνέχεια, εντάσσεται στον Κανονισμό της Βουλής. Ο συνταγματικός προβληματισμός που παρατέθηκε παραπάνω, κατά το μέρος του που αναφέρεται στα επιτρεπτά καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών, είναι εν προκειμένω άνευ αντικειμένου. Οι πράξεις που θα τους ανατεθούν είναι ειδικές και ανάγονται σε δικαιοδοτικά καθήκοντα. Η σχετική δυνατότητα ουδέποτε έως σήμερα έχει ενεργοποιηθεί, ούτε αναμένεται στην υπόθεση του πρώην υφυπουργού, αφού η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή παρακάμφθηκε.

IΧ. Η εξάλειψη του αξιόποινου

Η αντιμετώπιση, θητεύοντος ή πρώην, μέλους της κυβέρνησης και υφυπουργού διαφοροποιείται στη διερεύνηση, στη διαπίστωση της συνδρομής και τον καταλογισμό της ποινικής τους ευθύνης έναντι των άλλων πολιτών. Η ιδιαίτερη μεταχείρισή τους δεν εντοπίζεται μόνο στην παρέμβαση της Βουλής, περιλαμβάνει, επίσης, την υπαγωγή τους στην κρίση του Ειδικού Δικαστηρίου και στην ειδική αποσβεστική προθεσμία των αξιόποινων πράξεών τους. Η τελευταία υπήρξε έως το 2001 αντικείμενο μέριμνας του κοινού νομοθέτη. Ωστόσο, στην τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος κατοχυρώθηκε πρώτη φορά με διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος. Συγκεκριμένα, ορίστηκε ότι η Βουλή μπορεί να ασκήσει την ποινική δίωξη σε βάρος τους έως το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος (άρθρο 86 παρ. 3 εδάφ. β΄ Συντ.). Η κατά χρόνον αρμοδιότητά της δεν είναι πάντως εκ των προτέρων γνωστή και σταθερή, αφού η διάρκεια της τακτικής συνόδου κυμαίνεται μεταξύ, το ελάχιστο, των πέντε μηνών (άρθρο 64 παρ. 2 Συντ.) και, το μέγιστο, του ενός έτους (άρθρο 64 παρ. 1 Συντ.). Αντιθέτως, ο εκτελεστικός ν. 3126/2003, με τον οποίο εναρμονίστηκε η νομοθεσία στους νέους συνταγματικούς ορισμούς, αναφέρεται στην εξάλειψη του αξιόποινου. Τούτη επέρχεται μετά το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της επόμενης της τέλεσης της αξιόποινης πράξης βουλευτικής περιόδου.

Η συνταγματική κατοχύρωση της αποσβεστικής προθεσμίας θα αποδειχθεί όμως σύντομη. Την κατάργησή της, επαναλαμβάνοντας πρόταση με τον ίδιο επιδιωκόμενο σκοπό εκείνου της θνησιγενούς πρωτοβουλίας του 2014, ζήτησαν όσες κοινοβουλευτικές ομάδες κατέθεσαν τις προτάσεις τους στην αναθεώρηση του 2019, παραδεκτώς όμως κατατέθηκαν μόνον εκείνες του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς» και της Νέας Δημοκρατίας. Η νέα παρ. 3 του άρθρου 86 Συντ. δεν περιλαμβάνει ορισμό για την κατά χρόνον αρμοδιότητα της Βουλής να διώκει ποινικά, θητεύων ή πρώην, μέλος της κυβέρνησης και υφυπουργό. Ωστόσο, ο εκτελεστικός νόμος δεν έχει ακόμη εναρμονιστεί και διατηρείται αλώβητη η πρόβλεψή του για την εξάλειψη του αξιόποινου. Αν και πρόκειται για κανόνα υποδεέστερης, υποσυνταγματικής, ισχύος, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, άνευ ετέρου, ότι τέθηκε εκ ποδών από την έννομη τάξη μας με τη δημοσίευση του αναθεωρημένου Συντάγματος. Το ερμηνευτικό ζήτημα στην υπόθεση του πρώην υφυπουργού θα τάμει, δεσμευτικά, το Δικαστικό Συμβούλιο και, εντέλει, το Ειδικό Δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή, το πιθανότερο, με την υποβολή σχετικής ένστασης. Η εξάλειψη του αξιόποινου αποτελεί πάντως διάταξη του ουσιαστικού, όχι του δικονομικού, ποινικού δικαίου και είναι μάλιστα ευμενής για το διωκόμενο. Γι’ αυτό, η κατάργησή της δεν μπορεί να ενεργήσει αναδρομικά. Ακόμη, λοιπόν, και όταν συντελεστεί η εξαγγελθείσα από τον Πρωθυπουργό κατάργησή της, δεν θα είναι επιτρεπτό να καταλάβει αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν πριν από τη θέση της σε ισχύ.

2. Το αξιόποινο πράξεων, θητεύοντων ή πρώην, μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών εξαλείφεται, όπως προβλέπεται νομοθετικά, με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεσή τους, όταν η Βουλή δεν αποφασίσει έως τότε την άσκηση ποινικής δίωξης. Αν επικρατήσει η ερμηνευτική θεώρηση που δέχεται ότι η σχετική ρύθμιση του εκτελεστικού νόμου παραμένει σε ισχύ και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019, πρέπει να καθοριστεί η χρονική στιγμή της εξάλειψης για τις πράξεις που τελέστηκαν από τους θητεύοντες τότε υπουργούς και υφυπουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών την 28η Φεβρουαρίου 2023.

Η επόμενη βουλευτική περίοδος της τέλεσης αυτών, δηλαδή η ΙΘ΄, εκκινεί με την εκλογική αναμέτρηση της 20ής-21ης Μαΐου 2023. Η Βουλή που αναδείχθηκε συνέρχεται στην πρώτη συνεδρίασή της την 28η Μαΐου 2023 και διαλύεται μία ημέρα μετά, αφού έχει εκλεγεί το προεδρείο της, δηλαδή την 29η Μαΐου 2023. Υπήρξε, για αυτό, «Βουλή της μίας ημέρας», η δεύτερη μετά από εκείνη του Μαΐου του 2012. Ανακύπτει, λοιπόν, το ερώτημα, αν η σύγκληση και η διάλυση της υπολογίζονται στον καθορισμό του κρίσιμου χρόνου. Με άλλα λόγια, αν η ΙΘ΄ βουλευτική περίοδος προσμετράται για τον καθορισμό του χρόνου εξάλειψης του αξιόποινου. Το ζήτημα έχει απασχολήσει την επικαιρότητα. Το καλοκαίρι του 1989 η αποτροπή του κινδύνου να μην ελεγχθούν ποινικά για το «σκάνδαλο Κοσκωτά» πολιτικά πρόσωπα, επέβαλε το σχηματισμό της βραχύβιας κυβέρνησης συνεργασίας της Νέας Δημοκρατίας και του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς».

3. Αντιθέτως, στην περίπτωση της «λίστας Λαγκάρντ», το 2014, αντιμετωπίστηκε δικαστικά. Για το ζήτημα της συμπλήρωσης της ήδη και συνταγματικά κατοχυρωμένης αποσβεστικής προθεσμίας, με άλλα λόγια για το συνταγματικά επιτρεπτό της ποινικής δίωξης σε βάρος του πρώην Υπουργού Οικονομικών μετά τη λήξη της επόμενης βουλευτικής περιόδου εκείνης που τελέστηκαν από αυτόν τα φερόμενα ως αξιόποινα αδικήματα και χωρίς η Βουλή να συνέλθει ουσιαστικά στην πρώτη τακτική της σύνοδο, κλήθηκε να αποφανθεί το Δικαστικό Συμβούλιο. Η εισαγγελική πρόταση, ερμηνεύοντας τους ορισμούς του άρθρου 86 Συντ. και του εκτελεστικού ν. 3126/2003, δέχθηκε ότι η τασσόμενη αποσβεστική προθεσμία είναι αρκούντως ικανή για να ασκήσει η Βουλή την αρμοδιότητά της, δίχως να διαταράσσεται επί μακρώ η πολιτική ομαλότητα, αρκεί η βουλευτική περίοδος και η λειτουργία της λαϊκής αντιπροσωπείας να διαρκούν χρονικό διάστημα, εντός του οποίου υπάρχει η δυνατότητα να συνέλθει σε δύο τουλάχιστον τακτικές συνόδους και μάλιστα όχι συντομότερες των πέντε μηνών. Αναγνώρισε όμως ότι εάν τούτο δεν καταστεί, φυσικώς και λογικώς, δυνατό, τότε η αποσβεστική προθεσμία εξικνείται έως το πέρας της μεθεπόμενης περιόδου, ενώ οποιαδήποτε αντίθετη ερμηνεία θα προσέκρουε στη βούληση του συντακτικού νομοθέτη, ο οποίος θεσπίζει ένα απώτατο, οπωσδήποτε λογικό χρονικό σημείο, ώστε η Βουλή να έχει όλη τη χρονική άνεση για περίσκεψη, διαβούλευση και απόφαση.

Δίχως να παραγνωρίζει την πολιτική υποχρέωση και το καθήκον της Βουλής να συμβάλει στη συγκρότηση κυβέρνησης για να αποφεύγονται αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, ο εισαγγελέας υποστήριξε ότι είναι αδιάφορος ο λόγος που η επόμενη της τέλεσης λαϊκή αντιπροσωπεία δεν μπόρεσα να συνέλθει σε δεύτερη τακτική σύνοδο. Και τούτο, επειδή ρητή βούληση του συνταγματικού νομοθέτη αποτελεί η άσκηση οπωσδήποτε ποινικής δίωξης εντός το τασσόμενου χρόνου, άλλως θα διευκολύνονταν η φαλκίδευσή του. Η πρότασή του έγινε, ομόφωνα και με συγκλίνουσες γνώμες του Προέδρου του και ενός μέλους του Δικαστικού Συμβουλίου, δεκτή στο βούλευμα 1/2014. Αλλά και η Εισαγγελέας του Ειδικού Δικαστηρίου στην αγόρευσή της την Τρίτη 17 Μαρτίου 2015 υποστήριξε ότι «η Βουλή που συγκροτήθηκε σε σώμα τον Μάιο του 2012 για τρεις ημέρες δεν λειτούργησε εντός συνόδου». Εξάλλου, ένας από τους συνηγόρους της υπεράσπισης έθεσε το ζήτημα της παραγραφής, επισημαίνοντας ότι το παραπεμπτικό βούλευμα εμπεριέχει «εσφαλμένες συνταγματικά κρίσεις και πολιτικής φύσης αιτιολογία». Ωστόσο, το δικαστήριο στην απόφασή του 1/2015 θα απορρίψει τις αιτιάσεις.

Αν η κρίση ότι η «Βουλή της μίας ημέρας» και η βουλευτική της περίοδος δεν υπολογίζονται για την εξάλειψη του αξιόποινου γίνει δεκτή, οι αξιόποινες πράξεις κατά την άσκηση υπουργικών καθηκόντων στο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, εφόσον ο εκτελεστικός νόμος στο συγκεκριμένο σημείο του παραμένει σε ισχύ, διώκονται επιτρεπτά έως τη λήξη της διανυόμενης τακτικής συνόδου και το αργότερο έως την 3η Οκτωβρίου 2025. Η παραδοχή δεν αφορά τον πρώην υφυπουργό για τον οποίο η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά τους λοιπούς εμπλεκόμενους υπουργούς και υφυπουργούς. Αυτοί δεν θα έχουν όμως την ευκαιρία να επιδείξουν, εξίσου, τη γενναιότητά τους, αφού η νομοθετική διάταξη για την εξάλειψη του αξιόποινου είναι δημόσιας τάξης!

Χ. Η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος

Το άρθρο 86 Συντ. θα απασχολήσει την επικείμενη πέμπτη αναθεώρηση του Συντάγματος. Όπως και εκείνο της επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, τέθηκαν από τον πρόεδρο του «Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής» στη συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό τον περασμένο Δεκέμβριο. Βέβαια, η κοινοβουλευτική του ομάδα δεν διαθέτει, αυτοτελώς, τον καθορισμένο αριθμό βουλευτών για να υποβάλει παραδεκτώς πρόταση αναθεώρησης. Συνεπώς, η ποινική ευθύνη των, θητεύοντων ή πρώην, μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών μπορεί να βρεθεί στο επίκεντρο του αναθεωρητικού ενδιαφέροντος είτε συναινετικά, με τη συνεργασία περισσότερων κοινοβουλευτικών ομάδων της αντιπολίτευσης, είτε με πρωτοβουλία της συμπολίτευσης.

Είναι αλήθεια ότι το ζήτημα και η αντιμετώπισή του, αν δεν καθοριστούν, θα επηρεαστούν στενά από το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη και, τις κοινωνικοπολιτικές ή τις δικαστικές, εξελίξεις. Ο Κ. Μητσοτάκης ακολουθεί πάντως μια διαρκώς μεταβαλλόμενη στάση. Μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής την 7η Μαρτίου 2025 κατά τη συζήτηση πρότασης δυσπιστίας, δηλώνει πρόθυμος να αναθεωρηθούν οι συνταγματικές διατάξεις για την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης και την ποινική ευθύνη των Υπουργών, αρκεί η αξιωματική αντιπολίτευση να συμφωνήσει στην κατοχύρωση της αξιολόγησης στο δημόσιο και στην ίδρυση μη κρατικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ωστόσο, τρεις ημέρες αργότερα στην τελευταία συνάντησή του με την απερχόμενη Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα περιλάβει την αναθεώρηση του άρθρου 86 μεταξύ των μεταρρυθμίσεων που «θα πρέπει να μεταβολίσουν θετικά το κλίμα δυσπιστίας που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία».

Εξάλλου, στην ανακοίνωσή του την 18η Μαρτίου 2025, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της επιστολής του πρώην υφυπουργού, αναφέρει ότι «πλησιάζει η ώρα για μια δραστική τομή στο άρθρο 86 του Συντάγματος. . .Είναι καιρός με τη νέα αναθεώρηση του Συντάγματος να ενισχύσουμε πιο αποφασιστικά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα. Διευκολύνοντας την αναζήτηση της αλήθειας και περιορίζοντας ή και εξαλείφοντας την αρμοδιότητα και την εμπλοκή της Βουλής στην ποινική δίωξη υπουργών. Γιατί αποστολή του Κοινοβουλίου δεν είναι, ούτε να αθωώνει πολιτικούς φίλους, ούτε να καταδικάζει πολιτικούς αντιπάλους». Τέλος, από τις Βρυξέλλες την 20ή Μαρτίου 2025 επισημαίνει «να μην δίνουμε την εντύπωση ως πολιτικό σύστημα ότι έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά, όταν αντιμετωπίζουμε τις ποινικές ευθύνες πολιτικών», επαναλαμβάνει ότι «ο κ. Τριαντόπουλος με μία γενναία πράξη, κάνει πράξη αυτό το οποίο ζητούσαν όλοι να δικαστεί από τον φυσικό του δικαστή» και καταλήγει «η επιλογή αυτή ανοίγει το δρόμο και για μία πιο γενναία αναθεώρηση του άρθρου 86 στην κατεύθυνση για την οποία όλοι μιλούσαμε. . .θα ηγηθώ της προσπάθειας να αλλάξουμε το άρθρο 86, όπως έχω δεσμευτεί και νομίζω ότι και οι πολίτες προτιμούν και οι πολιτικοί να δικάζονται από τους φυσικούς τους δικαστές, εν προκειμένω από το ανώτατο δικαστήριο το οποίο έχουμε».

Στη θνησιγενή πρωτοβουλία του 2014 επιδιώχθηκε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεσης της πρότασης αναθεώρησης που κατέθεσε η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, η πλήρης αποσύνδεση της διαδικασίας δίωξης των μελών της κυβέρνησης από οποιαδήποτε παρέμβαση της Βουλής και η άσκησή της να αφήνεται, δίχως κοινοβουλευτικά προσκόμματα, στη δικαστική εξουσία, η οποία είναι ανεμπόδιστη και ανεπηρέαστη. Το ίδιο θα μπορούσε να αποτελεί και σήμερα την επιθυμία, τουλάχιστον, του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας μας και φαίνεται να υπολανθάνει στις, κατά καιρούς, δηλώσεις του Πρωθυπουργού, ουδέποτε όμως το έχει διατυπώσει ευθέως. Όσες φορές προτάθηκε μεταπολιτευικά η σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για την αναζήτηση ποινικής ευθύνης, η διαδικασία, με μοναδική εξαίρεση την ανάκληση της απόφασης της Ολομέλειας την Άνοιξη του 1994, έφθασε στο τέλος της με την έκδοση απόφασης από το Ειδικό Δικαστήριο. Οι σχετικές προτάσεις, ενόψει και του απαιτούμενου αριθμού υπογραφών για την υποβολή τους, είναι πράγματι περιορισμένες. Διερωτάται, εύλογα, κανείς, γιατί η εξέλιξη αυτή πρέπει να εκλαμβάνεται και ως αποδειξη ανωριμότητας του πολιτικού μας συστήματος; Ανεξαρτητως της υπάρξης πραγματικής ανάγκης για την αναθεώρηση του άρθρου 86, το ενδιαφέρον του επικείμενου εγχειρήματος θα επικεντρωθεί στην κοινοβουλευτική φάση της διαδικασίας, αφού η δικαστική πιθανολογείται ότι θα παραμείνει αλώβητη. Η, εν γένει, παράκαμψη της Βουλής πρέπει πάντως να αποκλειστεί. Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την ειδική επιτροπή, μετά ιδίως την επιστολή του πρώην υφυπουργού και όσα την ακολούθησαν, αναμένεται να καταργηθεί, ενώ η άσκηση ποινικής δίωξης εκτιμάται ότι θα ανατεθεί στη δικαιοσύνη. Η αρμοδιότητά της αυτή δεν μπορεί όμως να ασκείται ελεύθερα, επιβάλλεται, τουλάχιστον για τα μέλη της κυβέρνησης ή τους υφυπουργούς που έχουν την ιδιότητα του βουλευτή, να προηγείται η παροχή άδειας από τη Βουλή.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

3 × three =