Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω, Μεταίχμιο 2020

Βιβλιοπαρουσίαση: Γρηγόρης Αυδίκος, Διδάκτωρ Νομικής, Δικαστικός Πληρεξούσιος Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

Από τον Γράμμο έως τον covid-19: οκτώ δεκαετίες με πετάγματα και εκτροχιασμούς, όλες ιδωμένες μέσα από ισάριθμες εικόνες που ο συγγραφέας ανακαλεί περισσότερο ως κεντρίσματα, παρά ως μαρτυρίες. Από την επίσκεψη του Αϊζενχάουερ στην Αθήνα (1959), σε μια συνάντηση στο αεροδρόμιο του Ορλί (1979) και μια δίκη στο Στρασβούργο (1999), στις σελίδες του προσωπικού αυτού αφηγήματος παρελαύνουν, εκτός από πρόσωπα –λιγότερο ή περισσότερο γνωστά– ιδέες και επιχειρήματα που τις συνδέει ένα νήμα: να προχωρήσουμε μπροστά, με μιαν Ελλάδα ευρωπαϊκή και ανοιχτή σε όλες τις μεγάλες προκλήσεις. Κάτι διόλου αυτονόητο σε μια χώρα που, κάθε 15-20 χρόνια, λες και βάζει στοίχημα με τον εαυτό της να πισωγυρίσει. Εξού και ο τίτλος Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω, παράφραση κάποιου άλλου, πολύ γνωστότερου βέβαια, που επιλέχτηκε για να δείξει ότι κάπου, γύρω στο 2035, κάποια άλλη απότομη στροφή μας παραμονεύει.

 

Bιβλιοπαρουσίαση: Γρηγόρης Αυδίκος

Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω. Αυτό είναι το νέο βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου.  Ήδη από την είδηση της επερχόμενης κυκλοφορίας του, το βιβλίο αναμένονταν από πολλούς, στους οποίους η πένα του Αλιβιζάτου ασκεί γοητεία. Πόσο μάλλον που το βιβλίο αυτό θα ήταν, όπως αναφέρει και ο ίδιος σε αυτό, «το πρώτο μη νομικό βιβλίο». Ήμουν, ακόμη και πριν την κυκλοφορία του, σχεδόν βέβαιος ότι το βιβλίο θα γίνει εκδοτική επιτυχία, σιγουρεύτηκα όμως πλήρως όταν αναμένοντας στην «Πολιτεία» να αγοράσω ένα αντίτυπο άκουσα ένα υπάλληλο εκεί να φωνάζει σε συνάδελφο του από μακριά «Παράγγειλε αρκετούς Αλιβιζάτους ακόμα!»

Το βιβλίο συνιστά ουσιαστικά την αυτοβιογραφία του Νίκου Αλιβιζάτου. Αντίθετα, όμως από πολλές αυτοβιογραφίες, το βιβλίο δεν έχει αμιγώς μια ευθύγραμμη πορεία. Διαρθρώνεται μεν στο κλασικό μοτίβο που ξεκινά από την αρχή της ζωής του εκάστοτε προσώπου και φθάνει μέχρι το παρόν, αξιοποιώντας ένα τέχνασμα διάρθρωσης σε κεφάλαια ανά θεματικές δεκαετίες, πλην όμως εντός των ίδιων αυτών κεφαλαίων η περιήγηση στον χώρο και τον χρόνο δεν είναι ευθύγραμμη. Ο συγγραφέας μεριμνά, δηλαδή, ώστε παράλληλα με μια ιστορική ευθύγραμμη εξέλιξη να διαρθρώνει σε θεματικές το έργο του.

Το βιβλίο όμως δεν είναι κλασσική αυτοβιογραφία και υπό την έννοια ότι σε αυτή, παράλληλα με την εξέλιξη, ο συγγραφέας διατυπώνει – ενίοτε εκτενώς – τις απόψεις του, σχολιάζοντας παράλληλα τις απόψεις άλλων, στα ζητήματα που πραγματεύεται. Προσωπικά, θα χώριζα το βιβλίο (το οποίο αποτελείται από εννέα κεφάλαια, που αντιστοιχούν σε 8+1 δεκαετίες) σε τρία μέρη.

Ως εκ τούτου, το πρώτο μέρος αποτελείται  από τα τρία πρώτα κεφάλαια,  τα οποία  είναι  πολύ ενδιαφέροντα,  καθώς αφορούν ένα κομμάτι της ζωής του συγγραφέα, άγνωστο στο ευρύ κοινό που έχει μια συγκεκριμένη εικόνα για τον Αλιβιζάτο, διαμορφωμένη από τις δημόσιες παρεμβάσεις του. Εξ αυτού όσα εξιστορούνται σ’ αυτό το μέρος του βιβλίου συνιστούν ελκυστική αφήγηση που ενισχύει τη σχέση του αναγνώστη με το κείμενο. Στο πρώτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας, καταγράφοντας τη ζωή του, φθάνει πίσω, μέχρι τη γενιά των παππούδων και έτσι αποκτά κανείς μια πανοραμική εικόνα εκατόν είκοσι και πλέον ετών. Σε αυτό αναδύεται  – δια μέσου της οικογένειας του συγγραφέα – η αστική οικογένεια στην Αθήνα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Παρακολουθεί κανείς τους πρωταγωνιστές, τόσο λόγω κοινωνικής θέσης, όσο και λόγω τόπου κατοικίας, να βιώνουν μεγάλα ιστορικά γεγονότα και να έρχονται σε επαφή με πολλές σημαντικές ιστορικές φυσιογνωμίες. Αυτή η δυνατότητα αναδεικνύεται σε  σημαντικό προνόμιο για τον νέο και τη νέα, που αποκτούν από πολύ νωρίς εμπειρίες και πρωτόγνωρα ερεθίσματα για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους. Σε αντίθεση με αυτό το μοναδικό προνόμιο, τα περισσότερα παιδιά της εποχής του συγγραφέα δεν είχαν την τύχη να ζήσουν στο επίκεντρο της αστικής Αθήνας και να ζήσουν από κοντά μεγάλες στιγμές της Ελληνικής ιστορίας. Στο ίδιο πλαίσιο, στο δεύτερο κεφάλαιο, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή της δεύτερης δεκαετίας της ζωής του συγγραφέα, καθώς μέσα από την «ανέμελη» ζωή ενός εφήβου στην Αθήνα των δεκαετιών του 1950 και του 1960, αναδύεται η ζωή της αστικής Αθήνας που έχει τη δυνατότητα να ακολουθεί τη δική της διαδρομή της ευμάρειας, μέσα στο ευρύτερο – εγχώριο και διεθνές – ασταθές κλίμα, σε μια εποχή που η Ελλάδα επιχειρεί να ανακτήσει τον βηματισμό της, ύστερα από τις προηγηθείσες πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις. Στο τρίτο κεφάλαιο, η εξέλιξη αρθρώνεται γύρω από τη δικτατορία. Με ευκαιρία αυτή περιγράφονται, μεταξύ άλλων, η αντιδικτατορική δράση του συγγραφέα, η «ελληνική υπόθεση» στο Στρασβούργο, η μετάβαση του συγγραφέα στο Παρίσι και το κλίμα της εποχής εκεί, ιδίως σε ό,τι αφορά τις ζυμώσεις στην ελληνική και γαλλική αριστερά.

Το δεύτερο μέρος  εκτείνεται από το τέταρτο κεφάλαιο μέχρι το έβδομο (1979 – 2009), στο οποίο  αποτυπώνεται, κυρίως, η επιστημονική ζωή του συγγραφέα, η οποία είναι εν πολλοίς γνωστή. Ωστόσο, ο συγγραφέας σκηνοθετεί την αφήγησή του, επιλέγει και εστιάζει σε συγκεκριμένες στιγμές και αναμνήσεις, φωτίζοντας ιδιαίτερα  γνωστές ή και άγνωστες πτυχές αυτών. Ειδικότερα, στο τέταρτο κεφάλαιο, περιγράφεται, σε μεγάλο βαθμό, η πορεία του συγγραφέα μέχρι την εκλογή του στη Νομική της Αθήνας και στη συνέχεια αναδεικνύονται σημαντικές διχογνωμίες των συνταγματολόγων της εποχής, όπως στην περίπτωση των «υπερεξουσιών» του Προέδρου της Δημοκρατίας υπό την αρχική μορφή του Συντάγματος του 1975 και στην «ψήφο Αλευρά». Στο πέμπτο κεφάλαιο, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ρήξεις», έχει ένα ετερόκλητο – από άποψη θεμάτων που πραγματεύεται – χαρακτήρα και περιγράφει κυρίως τα έντονα γεγονότα του 1989 και τη δεκαετία που ακολούθησε, φθάνοντας μέχρι και τις αρχές νέας χιλιετίας. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον, για τους νομικούς και όχι μόνο, είναι το επόμενο κεφάλαιο στο οποίο ο συγγραφέας καταγράφει τις αναμνήσεις του από μια σειρά σημαντικών υποθέσεων που χειρίστηκε ως δικηγόρος, είτε σε εθνικό επίπεδο, είτε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο (υπόθεση Θλιμμένος, υπόθεση της βασιλικής περιουσίας). Ακόμη, ανιστορεί  τη θέση και εμπλοκή του στη γνωστή «υπόθεση των ταυτοτήτων», δηλαδή της απάλειψης του πεδίου του θρησκεύματος από το έντυπο της αστυνομικής ταυτότητας. Το κεφάλαιο κλείνει με αποτίμηση της θητείας του Κώστα Σημίτη στην πρωθυπουργία, από το 1996-2004. Το επόμενο, έβδομο κατά σειρά, κεφάλαιο με τον τίτλο «Ακινησία» συνοψίζει τη διαδρομή του συγγραφέα με άξονα το 2009. Συστατικά στοιχεία αυτού του κεφαλαίου είναι οι αναφορές στον  Δεκέμβρη του 2008 και την εκρηκτική κατάσταση που δημιουργήθηκε, όπως και η θητεία του συγγραφέα ως υπηρεσιακού υπουργού Εσωτερικών το 2004, η αποτίμηση της πενταετίας Καραμανλή (2004-2009), τον οποίο ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως ένα απογοητευτικό πρωθυπουργό, η θέση του συγγραφέα για την επιχειρούμενη την περίοδο εκείνη μεταρρύθμιση στον χώρο του πανεπιστημίου, το σύμφωνο συμβίωσης και φυσικά το θέμα των ημερών μας, το μεταναστευτικό.

Το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου συναπαρτίζεται από τα δύο τελευταία κεφάλαια, που αρθρώνονται γύρω από τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος και  του παρόντος, καθώς και με όσα επίκεινται. Στο όγδοο κεφάλαιο (2019, κρίση) αναπτύσσονται πολλά θέματα που απασχόλησαν τον συγγραφέα την δεκαετία από του 2010, όπως η αστυνομική βία και η συμμετοχή του στη γνωστή επιτροπή που συστάθηκε από τον κ. Χρυσοχοϊδη, Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, η πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση, η Χρυσή Αυγή, η πολιτική βία, το τελευταίο του μάθημα στη Νομική κ.α. Στο τελευταίο κεφάλαιο, με το βλέμμα στο μέλλον, ο συγγραφέας με αναστοχαστική διάθεση κάνει μια μικρή αποτίμηση της πορείας της Ελληνικής Δημοκρατίας, υπογραμμίζει την ανάγκη εντοπισμένων συναινέσεων και διαβλέπει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο προχωρώντας δύο βήματα μπροστά και ένα πίσω, δηλαδή θα ακολουθήσει τελικά μια εξελικτική πορεία, χωρίς όμως να είναι ευθύγραμμη.

Είναι τελικά το πρώτο μη νομικό βιβλίου του Νίκου Αλιβιζάτου ένα καλό βιβλίο; Είναι ένα βιβλίο που σίγουρα είναι ευχάριστο και ενδιαφέρον. Σε αυτό ασφαλώς  θα αναγνωρίσει κανείς το γνώριμο ύφος γραφής του συγγραφέα, εύλογα ελαφρώς πιο απελευθερωμένο, καθώς το βιβλίο δεν είναι αμιγώς νομικό. Διαβάζεται ευχάριστα και κυλά γρήγορα, όπως ένα μυθιστόρημα, χωρίς να είναι τέτοιο. Προφανώς, ο αναγνώστης/τρια θα εντοπίσει  σε αυτό  αρκετά σημεία,  με τα οποία διαφωνεί με τον συγγραφέα. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να γίνει διαφορετικά όταν το βιβλίο εκτείνεται σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και καλύπτει τόσα πολλά θέματα, στα οποία ο συγγραφέας καταθέτει με ενάργεια την άποψή του και ενίοτε την κριτική του έναντι άλλων απόψεων, ή και προσώπων. Μια από αυτές, κατ’ εμέ, είναι ο τρόπος που ο συγγραφέας προσέγγισε την τελευταία αναθεώρηση του 2019. Ορθά επιχειρηματολογεί ότι η δημοκρατία που εγκαθίδρυσε το Σύνταγμα του 1975 χρειάζεται υπεράσπιση και διαφύλαξη των κεκτημένων της, αλλά αυτό δεν πρέπει να αναιρεί την ανάγκη για σημαντικές αναγκαίες αλλαγές και μάλιστα προς δημοκρατικότερη  κατεύθυνση. Σε τελευταία όμως ανάλυση, ο Νίκος Αλιβιζάτος είτε συμφωνείς σε κάποια μαζί του, είτε διαφωνείς σε άλλα, ήταν και είναι ένας σημαντικός συνταγματολόγος, ένας από τους σημαντικότερους της γενιάς του και τα βιβλία του αποτελούν πάντα εκδοτικό σταθμό. Καλή ανάγνωση!

Tο κείμενο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 02.01.2021

 

 

Καταχώρηση: 05-01-2021     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

nineteen − 1 =