Οι ανεύρετες συνταγματικές ισορροπίες της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας μας *

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Κώστα Μαυριά. Αναδημοσιεύεται σήμερα με αφορμή την εκλογή νέου Προέδρου Δημοκρατίας.


Μετά την ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης, το γενικό συμπέρασμα είναι νομίζω προφανές: τα αποτελέσματά της υπήρξαν πενιχρά και σε κάθε περίπτωση αναντίστοιχα με τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί. Είναι πράγματι πολλές οι χαμένες ευκαιρίες αυτής της –άγονης τελικά– αναθεώρησης, όπως είχα την ευκαιρία να εκθέσω αναλυτικά σε διάφορες νομικοπολιτικές παρεμβάσεις μου
1. Ωστόσο, αν θα έπρεπε να διαλέξω την σημαντικότερη, θα κατέληγα μάλλον στο ότι οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου δεν τόλμησαν ούτε αυτή τη φορά να επιχειρήσουν μια συνολικότερη θεσμική εξισορρόπηση των δύο πόλων της εκτελεστικής εξουσίας, στο πλαίσιο του ισχύοντος πολιτεύματος2 της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Και όμως όλα συνηγορούσαν, εδώ και πολλά χρόνια, για το αντίθετο, καθώς η συνταγματική οργάνωση του πολιτεύματός μας υπήρξε και εξακολουθεί να παραμένει εμφανώς προβληματική και αμφιλεγόμενη, τόσο υπό την εκδοχή του Συντάγματος του 1975 όσο και, για διαφορετικούς λόγους, υπό την εκδοχή της –μονοθεματικής– αναθεώρησης του 1986. Πράγματι, το πολίτευμα της χώρας μας θα μπορούσαμε να πούμε ότι ενδείκνυται για case study στην εξέταση του σύγχρονου ευρωπαϊκού κοινοβουλευτισμού, διότι εμφάνισε, υπό τις δύο προαναφερθείσες εκδοχές της (πριν και μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 1986) ορισμένες από τις πλέον χαρακτηριστικές –αλλά και ακραίες– εκδοχές της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Ας δούμε όμως τα πράγματα συγκεκριμένα:

Ι. Οι θεσμικές παραλλαγές της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας στην Ευρώπη

Α. Η μεταπολεμική καθιέρωση της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, σηματοδότησε την άρση μιας ιστορικής αντίφασης: της συνύπαρξης ενός κληρονομικού ανώτατου άρχοντα με τους δημοκρατικούς θεσμούς, που επικράτησαν σταδιακά στην γηραιά ήπειρο μετά την μεγάλη ευρωπαϊκή επανάσταση του 1848.

Ωστόσο, η απαλλαγή αυτών των χωρών από ένα αναχρονιστικό ιστορικό κατάλοιπο δεν μπορεί να θεωρηθεί και αλλαγή παραδείγματος, διότι η πεμπτουσία των πολιτευμάτων που χαρακτηρίζουν τον μεταπολεμικό ευρωπαϊκό συνταγματισμό έγκειται, εν τέλει, στον κοινοβουλευτικό και όχι στον βασιλευόμενο ή τον προεδρευόμενο χαρακτήρα τους3.

Ως εκ τούτου, οι διαφορές μεταξύ Βασιλευόμενης Δημοκρατίας –όπου αυτή διατηρήθηκε για λόγους παράδοσης– και Προεδρευόμενης Δημοκρατίας, ως προς την οργάνωση και λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, δεν είναι εν τέλει ριζικές. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν καθόλου διαφορές. Απλώς αυτές ποικίλλουν, ανάλογα με τον τύπο Προεδρευόμενης Δημοκρατίας που έχει επιλεγεί σε κάθε χώρα.

Σε γενικές γραμμές, πάντως, ο ρόλος του Προέδρου, ως αιρετού ανώτατου άρχοντα, είναι κατά κανόνα πιο κρίσιμος από αυτόν του μονάρχη. Βαίνει δε κλιμακούμενος ανάμεσα σε έναν Πρόεδρο του οποίου οι αυστηρά τυποποιημένες αρμοδιότητες δεν απέχουν πολύ από αυτές του μονάρχη –οπότε υπερτερεί, εν τέλει, μόνον ως προς την δημοκρατική του νομιμοποίηση– και σε έναν Πρόεδρο που διαδραματίζει αισθητά ενεργότερο ρόλο στο πλαίσιο της εκτελεστικής εξουσίας, αναδεικνυόμενος σε σημαντικό πόλο της. Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση που έχουμε έναν ισχυρό πρόεδρο –και αυτό συμβαίνει ιδίως όταν αυτός εκλέγεται άμεσα από τον λαό, όπως σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες4– ο ρόλος του σε καμία περίπτωση δεν μπορεί (και δεν πρέπει άλλωστε) να είναι ισότιμος με αυτόν του πρωθυπουργού. Διότι τότε πλέον μιλούμε για ημιπροεδρικό σύστημα, το οποίο στον «δυτικοευρωπαϊκό» χώρο ισχύει μόνο στη Γαλλία5 (ενώ το έχουν υιοθετήσει πλέον, με διάφορες παραλλαγές, για τους δικούς τους λόγους, και αρκετές χώρες του πρώην ανατολικού μπλόκ6).

Αυτά λοιπόν, είναι τα όρια του συνταγματικού φάσματος στο οποίο έχει κινηθεί έως τώρα η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία στην Ευρώπη. Από την μια ένα σχεδόν μονιστικό σύστημα, με τον Πρόεδρο περιθωριοποιημένο σε έναν συμβολικό και ενοποιητικό ρόλο και από την άλλη ένα εν μέρει δυαδικό σύστημα7, με τον ρόλο του προέδρου τυπικά να προσεγγίζει σε κάποια σημεία –αλλά όχι στους κρίσιμους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας– το μοντέλο της ημιπροεδρικής δημοκρατίας.

Β. Ωστόσο, ακόμη και σε προεδρευόμενες δημοκρατίες που τυπικά κινούνται πλησιέστερα στο δυαδικό σύστημα, το ανυπέρβλητο όριο στις αρμοδιότητες του Προέδρου δεν μπορεί παρά να είναι η κοινοβουλευτική αρχή. Η έννοια της προεδρευόμενης δημοκρατίας δεν νοείται αποκομμένη από την έννοια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, μια από τις δύο θεμιτές εκφάνσεις της (η δεύτερη, κατ’οικονομίαν έστω, είναι η βασιλευόμενη δημοκρατία). Ως εκ τούτου, κάθε συζήτηση που αποσκοπεί, υπό την πίεση της πολιτικής συγκυρίας, να προσδώσει στον Πρόεδρο αρμοδιότητες που τον απομακρύνουν από τον ρόλο του «εγγυητή» και τον καθιστούν «κυβερνήτη»8, θέτοντας εν αμφιβόλω το κύρος και την ισχύ του κοινοβουλευτικού συστήματος, πρέπει να αντιμετωπίζεται αρνητικά και εν πάση περιπτώσει με πολλή περίσκεψη και με προσεκτική στάθμιση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στην λειτουργία του πολιτεύματος.

Ένας τέτοιος υποδόριος συνταγματικός αναθεωρητισμός τροφοδοτήθηκε πρόσφατα με αφορμή τα όσα συνέβησαν στην Ιταλία, μια χώρα που η προεδρευόμενη δημοκρατία της κάθε άλλο παρά προσεγγίζει το δυαδικό σύστημα9. Τα γεγονότα είναι γνωστά: μετά από τις τελευταίες εκλογές, ο Πρόεδρος Ματαρέλα αρνήθηκε να διορίσει τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας που του πρότεινε ο λαβών την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης –βάσει της αρχής της δεδηλωμένης– πρωθυπουργός και τελικά επέβαλε την αντικατάστασή του10. Το πρόβλημα μάλιστα που αναδείχθηκε, στην συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, ήταν διττό: αφ’ενός μεν η κίνηση αυτή έγινε καθ’υπέρβασιν των συνταγματικώς προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων του (που είναι εν προκειμένω παρεμφερείς με αυτές του δικού μας Προέδρου11) αφ’ετέρου δε προηγήθηκε αυτής η πίεση, ενίοτε και κραυγαλέα, του ηγετικού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης12.

Η υπόθεση αυτή –η οποία θυμίζει μια ανάλογη συμπεριφορά του μονάρχη στην Ελλάδα, που προκάλεσε την κρίση του 196513– έθεσε ξανά επί τάπητος το ζήτημα των ορίων των αρμοδιοτήτων του ανώτατου άρχοντα, στο πλαίσιο του πολιτεύματος της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, και ειδικότερα των περιθωρίων που διαθέτει ως προς την σχετικοποίηση του σκληρού πυρήνα του κοινοβουλευτικού συστήματος, που είναι η αρχή της δεδηλωμένης. Διότι εν προκειμένω δεν επρόκειτο για αρμοδιότητες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν εκ των υστέρων την παραμονή μιας κυβέρνησης στην εξουσία (μέσω, πχ, μιας –συζητήσιμης έστω- απαλλαγής της από τα καθήκοντά της ή μέσω μιας –αμφιλεγόμενης έστω- διάλυσης της Βουλής). Το κρίσιμο ζήτημα ήταν αν επιτρέπεται να επικρατήσει –έστω και σε οριακές περιπτώσεις– μια λογική οιονεί διπλής εμπιστοσύνης ως προς τον διορισμό της κυβέρνησης, δηλαδή εν τη γενέσει της. Το ενδεχόμενο αυτό – με μόνη εξαίρεση τυχόν προβλήματα νομιμότητας που μπορεί να συντρέχουν στο πρόσωπο ενός προτεινόμενου υπουργού– πρέπει κατά την άποψή μου να θεωρηθεί αποκρουστέο14. Κάθε άλλη άποψη, είτε αμήχανα ανεκτική15 είτε ενθαρρυντική16 απέναντι σε τέτοιες κινήσεις, ακόμη και αν υπαγορεύεται από εύλογες και θεμιτές ανησυχίες απέναντι σε επικίνδυνα για την δημοκρατία σύγχρονα φαινόμενα, φοβούμαι ότι ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, με απροσμέτρητες προοπτικά συνέπειες ως προς την τύχη του οικοδομήματος της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ευρώπη. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν μια τέτοια παρεκτροπή μπορεί ευχερώς να καταλογισθεί –όπως στην περίπτωση της Ιταλίας– σε αθέμιτες ευρωενωσιακές παρεμβάσεις. Τέτοιες νοοτροπίες και πρακτικές προξενούν, ελαφρά τη καρδία, ένα ακόμη πλήγμα στην ήδη παραπαίουσα προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν διαλεκτική υπέρβαση και όχι σαν άρνηση των ιστορικών κατακτήσεων του ευρωπαϊκού συνταγματισμού17.

ΙΙ. Το ιδιότυπο συνταγματικό εκκρεμές της ελληνικής Προεδρευόμενης Δημοκρατίας

Τα όσα προηγήθηκαν αναδεικνύουν νομίζω ανάγλυφα την ιδιαιτερότητα της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας που καθιερώθηκε την μεταπολιτευτική περίοδο στην Ελλάδα. Και η ιδιαιτερότητα αυτή έγκειται ακριβώς στο ότι ο συνταγματικός νομοθέτης επέλεξε να κινηθεί, με διαφορά 11 μόλις χρόνων, στις δύο πλέον ακραίες εκδοχές της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας.

Και εξηγούμαι:

Α. Είναι γνωστό ότι το Σύνταγμα του 1975 είχε κατά βάσιν συναινετικό χαρακτήρα. Με αυτό η χώρα μας εναρμονίζεται –τριάντα χρόνια μετά, λόγω του εμφυλίου– με τα μεταπολεμικά δυτικοευρωπαϊκά συντάγματα, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων ήταν οι ευρύτατες συνθέσεις και συγκλίσεις όλων των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων, που οδήγησαν στην θριαμβευτική ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού συνταγματισμού.

Ωστόσο, υπήρξε και ένα σημείο, στο οποίο υπήρξαν ισχυρές διαφωνίες, που οδήγησαν μάλιστα στην αποχώρηση της τότε αντιπολίτευσης από την διαδικασία για την τελική ψήφιση του Συντάγματος. Επρόκειτο ακριβώς για τον ρόλο του Προέδρου στο πλαίσιο της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας18, η οποία αποτέλεσε, μετά και από το σχετικό δημοψήφισμα, θεμελιώδη –και μη αναθεωρήσιμη– επιλογή του Συντάγματος του 1975.

Αιτία των αντιδράσεων ήταν το ότι ο σχεδιασμός του πολιτεύματος κινήθηκε πολύ κοντά στην δεύτερη ακραία εκδοχή Προεδρευόμενης Δημοκρατίας, απονέμοντας στον Πρόεδρο σημαντικότατες εξουσίες, ορισμένες από τις οποίες, μάλιστα, υπερακόντιζαν εμφανώς τον ρόλο του «ρυθμιστή του πολιτεύματος», που του επιφύλασσε ρητά το Σύνταγμα. Οι εξουσίες αυτές χαρακτηρίσθηκαν τότε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της θεωρίας –πρωτοστατούντος του αείμνηστου Δασκάλου μου Αριστόβουλου Μάνεση19– «υπερεξουσίες» και αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος της έντονης νομικοπολιτικής διαμάχης που ξέσπασε ως προς το Σύνταγμα20.

Το πολεμικό κλίμα, βέβαια, και η συνακόλουθη πόλωση ως προς αυτό το ζήτημα, είχε πολιτικά ισχυρή δικαιολογητική βάση. Ήταν προφανές ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο τότε ισχυρός άνδρας της συντηρητικής παράταξης, είχε σχεδιάσει προσωπικά τον ρόλο του Προέδρου, ώστε να είναι «κομμένος και ραμμένος» στα μέτρα του, διότι ήδη από τότε είχε αποφασίσει την μεταπήδησή του από την θέση του πρωθυπουργού στην θέση του Προέδρου, προκειμένου να μπορέσει να κηδεμονεύσει τις μετέπειτα εξελίξεις21.

Ως εκ τούτου, και με δεδομένο το δυναμικό πολιτικό προφίλ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, εκεί εστιάσθηκε –αναπόφευκτα ίσως– ο σχετικός νομικοπολιτικός διάλογος. Ήταν δε τόσο οξυμμένος, με βάση τα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής, που δεν επέτρεψε τελικά να πρυτανεύσουν ούτε νηφαλιότερες προσεγγίσεις αλλά ούτε και συναινετικότερες λύσεις (όπως συνέβη, αντίθετα, για όλα σχεδόν τα άλλα συνταγματικά ζητήματα).

Η πρώτη εκδοχή λοιπόν της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας, που σχεδιάσθηκε και ψηφίσθηκε ερήμην της αντιπολίτευσης, περιλάμβανε δύο ισχυρούς πόλους της εκτελεστικής εξουσίας. Σε πρώτο επίπεδο, βέβαια, η εικόνα έδειχνε ότι η εξουσιαστική υπεροχή του κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού, δηλαδή του πρωθυπουργού που απολάμβανε την εμπιστοσύνη της Βουλής, ήταν αδιαφιλονίκητη22. Πολλώ δε μάλλον με δεδομένο ότι ο Πρόεδρος ήταν έμμεσα αιρετός, διότι πρυτάνευσε η λογική ενός Προέδρου που θα εκλέγεται με ευρεία συναίνεση, συγκεντρώνοντας 200 ή έστω 180 ψήφους, στην τρίτη ψηφοφορία (σε περίπτωση δε αποτυχίας προβλέφθηκε να προκηρύσσονται εκλογές, για να παρεμβάλλεται η νωπή έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, με την αναγκαία πλειοψηφία να αρχίζει πλέον από τις 180 ψήφους και να φθάνει μέχρι την σχετική πλειοψηφία).

Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά δείχνει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πέρα από τις καθαρά ρυθμιστικές αρμοδιότητές του –δηλαδή αυτές που προσιδιάζουν στον ρόλο του ουδέτερου πολιτειακού παράγοντα και του «διαιτητή»– διέθετε και ένα διόλου αμελητέο εφεδρικό θεσμικό οπλοστάσιο, που μπορούσε να τον καταστήσει πραγματικό «παίκτη» στην πολιτική σκηνή, με καθοριστικό εν δυνάμει ρόλο ως προς έναν συγκεκριμένο προσανατολισμό των πολιτικών εξελίξεων.

Με άλλα λόγια, όσο ο πρωθυπουργός είχε ισχυρή μονοκομματική πλειοψηφία, δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να τεθεί θέμα αμφισβήτησης ή έστω δραστικού περιορισμού της εξουσίας και των επιλογών του από τον Πρόεδρο23. Αν όμως οι συσχετισμοί των πολιτικών δυνάμεων οδηγούσαν σε αδύναμα κόμματα και σε εύθραυστες πλειοψηφίες, και μάλιστα όχι μόνο σε γενικό αλλά και σε εσωκομματικό επίπεδο, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Ο πειρασμός πλέον για έναν Πρόεδρο με ισχυρή πολιτική προσωπικότητα είναι μεγάλος, και τίποτα δεν αποκλείει να χρησιμοποιήσει τις εξουσίες που του παρέχονται και να εκτραπεί εν τέλει σε επικίνδυνες ατραπούς, δηλαδή σε επιλογές που θα υποκρύπτουν, άμεσα ή έμμεσα, πολιτικές σκοπιμότητες.

Δεν θα προβώ, βέβαια, σε λεπτομερή παρουσίαση των εν λόγω εξουσιών, δεδομένου ότι το θέμα έχει ήδη αναλυθεί εκτενώς24. Θα αναφέρω απλώς, ενδεικτικά, τις σημαντικότερες από αυτές, οι οποίες, ακόμη και αν δεν τις χαρακτηρίσουμε «υπερεξουσίες», σε κάθε περίπτωση εγκυμονούσαν κινδύνους ως προς την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, παρά το πολιτικό άλλοθι που παρείχε –στις περισσότερες– το Συμβούλιο της Δημοκρατίας (δηλαδή ένα συμβουλευτικό όργανο που αποτελούνταν από τον Πρωθυπουργό, τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και τον Πρόεδρο της Βουλής, καθώς και από τους πρώην Προέδρους και κοινοβουλευτικούς Πρωθυπουργούς).

Η πρώτη είναι η εξουσία που είχε ο Πρόεδρος να παρεμβαίνει μετά τις εκλογές, μέσω του διορισμού της κυβέρνησης, και να διαμορφώνει εν μέρει τους κομματικούς αλλά και τους εσωκομματικούς συσχετισμούς, σε περίπτωση που δεν υπήρχε κόμμα απόλυτης πλειοψηφίας. Κι αυτό διότι μετά από μια πρώτη ατελέσφορη διερευνητική εντολή, στον αρχηγό του σχετικά πλειοψηφούντος κόμματος, μπορούσε στην συνέχεια να αναδεικνύει στην πολιτική σκηνή ένα πρόσωπο της αρεσκείας του, μέλος ή μη της Βουλής, διορίζοντάς το πρωθυπουργό, μετά από απλή γνώμη του Συμβουλίου Δημοκρατίας, είτε για να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης –για μια κυβέρνηση που θα μπορούσε βέβαια να την συνδιαμορφώσει– είτε για να διαλύσει τη Βουλή.

Η δεύτερη ήταν η εξουσία να παύει μια κυβέρνηση που είχε την εμπιστοσύνη της Βουλής, επίσης με απλή γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, δίνοντας μάλιστα, χωρίς περαιτέρω δέσμευση –και άρα με περιθώρια επηρεασμού των πολιτικών εξελίξεων– εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε μέλος της Βουλής, προκειμένου να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, ή σε μέλος ή μη της Βουλής, προκειμένου να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές.

Η τρίτη εξουσία ήταν να διαλύει τη Βουλή, μετά και πάλι από γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, αν έκρινε ότι είτε βρισκόταν σε «δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα» είτε η σύνθεσή της δεν εξασφάλιζε «κυβερνητική σταθερότητα». Για λόγους δηλαδή που ενείχαν μεγάλη δόση αοριστίας και ως εκ τούτου ήταν επιδεκτικές καταχρηστικής πολιτικής εφαρμογής.

Αν στις ανωτέρω εξουσίες προσθέσουμε τον υπέρμετρα ενισχυμένο ρόλο του ως προς την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την δυνατότητά του να αναπέμπει στη Βουλή νομοσχέδια ακόμη και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και την αρμοδιότητα να προκηρύσσει, μόνος αυτός, δημοψήφισμα για σοβαρό εθνικό θέμα, είναι φανερό ότι το πολίτευμα που επελέγη από τον συνταγματικό νομοθέτη το 1975 είχε ισχυρή ροπή προς μια κυβέρνηση που στην πράξη θα υπέκειτο σε διπλή εμπιστοσύνη: προεχόντως μεν της Βουλής αλλά, υπό κάποιες προϋποθέσεις –που εν τέλει δεν είναι δύσκολο να συντρέξουν– και του Προέδρου. Πρόκειται δηλαδή για μια ακραία εκδοχή της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας, που θυμίζει σε αρκετά σημεία, χωρίς πάντως να ταυτίζεται, τόσο τον ορλεανικό ή γνήσιο κοινοβουλευτισμό –δηλαδή το προστάδιο της σύγχρονης βασιλευόμενης δημοκρατίας– όσο και την ημιπροεδρική δημοκρατία (στην οποία όμως ο Πρόεδρος είναι ισχυρότερος, κατά τα προαναφερθέντα)25.

Β. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι οι επίφοβες εξουσίες, ή «υπερεξουσίες» αν θέλετε, δεν ασκήθηκαν εν τέλει. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα που είχε επισημανθεί κατά την ψήφιση του Συντάγματος ήταν ανύπαρκτο. Κάθε άλλο μάλιστα. Μια προσεκτικότερη ματιά δείχνει ότι το όπλο των εξουσιών αυτών ήταν διαρκώς πάνω στο τραπέζι κατά την περίοδο συγκατοίκησης Καραμανλή – Παπανδρέου (διότι πριν, βεβαίως, δεν ετίθετο καν το ζήτημα). Αρκεί να διαβάσει κανείς το αρχείο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, και ιδίως πίσω από τις γραμμές, για να μην έχει καμιά αμφιβολία26. Ωστόσο, το όπλο αυτό δεν ήταν διόλου εύκολο να χρησιμοποιηθεί, διότι ο μεν Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ένας πανίσχυρος πρωθυπουργός ο δε Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ένας εμπειρότατος πολιτικός, που γνώριζε καλά ότι κάθε πολιτική παρέμβασή του, εκείνη την εποχή –πχ ή διάλυση της Βουλής για λόγους προφανούς δυσαρμονίας, που την υπαινίχθηκε κάποια στιγμή27– θα μπορούσε τελικά να γίνει μπούμεραγκ και να τον βγάλει εντελώς, και ενδεχομένως ταπεινωτικά, έξω από το πολιτικό παιχνίδι.

Ας σκεφθούμε όμως, τι θα μπορούσε να συμβεί αν δεν είχε αναθεωρηθεί το Σύνταγμα το 1986; Πόσες φορές, για παράδειγμα, ο τωρινός Πρόεδρος θα είχε βρεθεί στο δίλημμα να παρέμβει δραστικά στα πολιτικά δρώμενα, κατά τη διάρκεια της κρίσης, και ποιες θα ήταν τελικά οι συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης; Ούτε ψύλλος στον κόρφο του, σε μια τέτοια περίπτωση, διότι όλες οι κινήσεις θα μπορούσαν να είναι συζητήσιμες –αρκεί να σκεφθούμε πως ήταν η συγκυρία– αλλά και όλα τα ενδεχόμενα θα ήταν ανοιχτά…

Γ. Εν πάση περιπτώσει, πάντως, η συνταγματική αναθεώρηση έγινε28. Ούτε σε αυτήν όμως πρυτάνευσε η νηφαλιότητα. Οι όποιες προσπάθειες ψύχραιμης αποτίμησης των έως τότε δεδομένων υποχώρησαν μπροστά σε διαφορετικές πλέον πολιτικές σκοπιμότητες, του Ανδρέα Παπανδρέου αυτή τη φορά, ο οποίος απέβλεψε, ταυτόχρονα σε δύο στόχους: ο πρώτος ήταν να ενδύσει με έναν νομικοπολιτικό μανδύα την προσωπική του επιλογή να μην επανεκλεγεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στη θέση του Προέδρου (υπό την έντονη πάντως πίεση του κόμματός του) και ο δεύτερος να επιβάλει, με την επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας, ένα σχεδόν μονιστικό σύστημα εκτελεστικής εξουσίας, με τον πρωθυπουργό απόλυτο κύριο του παιχνιδιού και με τον Πρόεδρο σε ένα ρόλο απλώς συμβολικό: ούτε έλεγχοι (checks) ούτε ισορροπίες (balances)29.

Έτσι λοιπόν, με την αναθεώρηση του 1986, φθάσαμε στην άλλη ακραία εκδοχή της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας, δηλαδή την σήμερα ισχύουσα.

Θεωρητικώς, βέβαια, πρόκειται για μια αποκατάσταση του αμιγώς κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος, η οποία εμφανίσθηκε μάλιστα σαν εναρμονιζόμενη με την σκληρή κριτική που είχε ασκήσει η θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου στο Σύνταγμα του 197530. Και αυτό βέβαια ισχύει εν μέρει, πρώτον με την δικαιολογημένη υποκατάσταση της Βουλής στην θέση του Προέδρου, ως προς την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, δεύτερον με την ορθή κατάργηση των εξουσιών για παύση της κυβέρνησης και για διάλυση της Βουλής για λόγους προφανούς δυσαρμονίας προς το λαϊκό αίσθημα και τρίτον με την επίσης ορθή αναρρύθμιση της διάλυσης της Βουλής για έλλειψη κυβερνητικής σταθερότητας, με την προσθήκη της προϋπόθεσης «να έχουν παραιτηθεί ή καταψηφισθεί δύο κυβερνήσεις».

Από εκεί και πέρα όμως αρχίζουν τα ερωτηματικά:

Γιατί ο διορισμός της κυβέρνησης έπρεπε να είναι τόσο ασφυκτικά τυποποιημένος; Τι νόημα έχουν οι τόσο αυστηρά οριοθετημένες διερευνητικές εντολές, δηλαδή τα περίφημα πλέον «τριήμερα και εννιάμερα», που έλεγε ο ιστορικός ηγέτης του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης; Δεν αρκούσε να δίνονται δύο διερευνητικές εντολές, χωρίς αυστηρούς χρονικούς περιορισμούς, στους αρχηγούς του πρώτου και του δεύτερου κόμματος, όταν δεν υπάρχει αυτοδυναμία, και στην συνέχεια να μην δεσμεύεται ο Πρόεδρος ως προς τις διαβουλεύσεις που θα κάνει για τον σχηματισμό κοινοβουλευτικής κυβέρνησης;

Γιατί έπρεπε να μετατραπεί από δυνητική σε υποχρεωτική η αποδοχή της πρότασης της κυβέρνησης για διάλυση της Βουλής, προκειμένου να ανανεωθεί η λαϊκή εντολή προς αντιμετώπιση σοβαρού εθνικού θέματος, με αποτέλεσμα να γελοιοποιείται ενίοτε η σχετική διαδικασία με την επίκληση ανύπαρκτων ή επουσιωδών λόγων;

Γιατί η ορθή κατάργηση της κύρωσης –δηλαδή του ελέγχου σκοπιμότητας– των νόμων να συμπαρασύρει, ελλείψει ρητής πρόβλεψης, και τον ουσιαστικό έλεγχο συνταγματικότητας τόσο των νόμων όσο και των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας;

Γιατί να καταργηθούν τα διαγγέλματα του Προέδρου χωρίς κυβερνητική έγκριση; Δεν δικαιούται δηλαδή ο Ανώτατος Άρχων του κράτους, που εξακολουθεί, μάλιστα, να εκλέγεται με τον ίδιο συναινετικό τρόπο –και άρα με ευρεία δημοκρατική νομιμοποίηση– να επικοινωνεί σε έκτακτες περιστάσεις με τον λαό χωρίς κηδεμονία;

Γιατί, ενώ προβλέφθηκε δημοψήφισμα τόσο με πρωτοβουλία της κυβέρνησης όσο και με πρωτοβουλία της Βουλής, έπρεπε να καταργηθεί η δυνατότητα προκήρυξης δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό ζήτημα και από τον Πρόεδρο, είτε αυτοτελώς είτε συνδυαζόμενη και με λαϊκή πρωτοβουλία;

Και επιπλέον: αφού καταργήθηκε το Συμβούλιο Δημοκρατίας, γιατί δεν προβλέφθηκε τουλάχιστον, ως υποκατάστατος θεσμός, υπό την προεδρία του ΠτΔ, το Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, με την προσθήκη και του Προέδρου της Βουλής;

Η απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα, που τα έθεσε μάλιστα πρώτος ο ίδιος ο αυστηρός επικριτής των «υπερεξουσιών», δηλαδή ο Αριστόβουλος Μάνεσης31, οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι μαζί με τις επίφοβες εξουσίες του Προέδρου περικόπηκαν εντέλει και πολλές από αυτές που στοιχειοθετούν τον ρυθμιστικό του ρόλο, ο οποίος όμως, παρά ταύτα, εξακολουθεί να του αποδίδεται από το Σύνταγμα. Όσες δε του απέμειναν, είναι κατά βάσιν συμβολικές και διεκπεραιωτικές, δηλαδή ταυτίζονται εν πολλοίς με αυτές που διαθέτουν πλέον, στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, μόνον οι μονάρχες, λόγω της δικαιολογημένης δυσπιστίας απέναντι στον μη αιρετό χαρακτήρα του αξιώματός τους.

ΙΙΙ. Η ατολμία των πολιτικών δυνάμεων για την αναγκαία συνταγματική αναβάθμιση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας

Είναι εύλογο λοιπόν να τίθεται σήμερα ένα μείζον ερώτημα: ποιος είναι τελικά ο ρόλος του Προέδρου στο ελληνικό πολίτευμα, μετά την αναθεώρηση του 1986; Μήπως ο Πρόεδρος είναι, πλέον, όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά, ένας πολιτικός «συμβολαιογράφος» ή, ακόμα χειρότερα, «ένα πουκάμισο αδειανό»;

Η απάντηση είναι προφανής, κατά την άποψή μου, και έχει δύο σκέλη:

Α. Το πρώτο αφορά την αποτίμηση της έως τώρα συνταγματικής μας πραγματικότητας, ως διαλεκτικής σύνθεσης του νομικού δέοντος και του πολιτικού είναι. Υπό αυτό το πρίσμα, ο αναθεωρητικός νομοθέτης έδειξε πράγματι μια υπέρμετρη δυσπιστία απέναντι στον Πρόεδρο, πηγαίνοντας –όπως το συνηθίζουμε, δυστυχώς, όλοι εμείς οι Έλληνες– από το ένα άκρο στο άλλο. Ξεκινήσαμε, το 1975, με μια Κοινοβουλευτική Δημοκρατία η οποία δεν κυριαρχούνταν μεν –όπως στην Γαλλία– από τον Πρόεδρο αλλά μπορούσε, πάντως, ευχερώς να κηδεμονευθεί από αυτόν, χάρις στο πανίσχυρο εφεδρικό θεσμικό οπλοστάσιο που διέθετε. Φθάσαμε δε, σήμερα, στον αντίποδά της, με έναν Πρόεδρο ο οποίος, παρά την ευρεία δημοκρατική του νομιμοποίηση βρίσκεται στην σκιά του Πρωθυπουργού, ανήμπορος, ακόμη και σε περιόδους κρίσης, να αναλάβει πρωτοβουλίες που συνάδουν με τον ρυθμιστικό του ρόλο και περιοριζόμενος κατά βάσιν στις άτυπες –αλλά όχι και ασήμαντες– λειτουργίες που χαρακτηρίζουν, τον μονάρχη της βασιλευόμενης δημοκρατίας: «να νουθετεί, να ενθαρρύνει και να προειδοποιεί».

Είναι αλήθεια, ότι ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας άσκησε εξαντλητικά αυτές τις άτυπες λειτουργίες και κατά βάσιν με σώφρονα, εποικοδομητικό και αποτελεσματικό τρόπο. Είμαι δε βέβαιος ότι με την απόσταση του χρόνου, και παρά τις όποιες επιμέρους υπερβολές ή παραλείψεις του, η ιστορία θα του το αναγνωρίσει απλόχερα.

Β. Ωστόσο, και εδώ περνάω πλέον στο δεύτερο σκέλος της απάντησης, η σημερινή πραγματικότητα βοά ότι χρειάζονται κάποιες συνταγματικές τροποποιήσεις, ώστε να ξεφύγουμε και από την δεύτερη ακραία εκδοχή της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας και να αναζητήσουμε –κατά την ορθή προτροπή των αρχαίων μας προγόνων– την μέση οδό.

Η καθυστερημένη μεν πλην τελικώς αναληφθείσα πρωτοβουλία για συνταγματική αναθεώρηση παρείχε μια μοναδική ευκαιρία να κινηθούμε προς αυτήν την κατεύθυνση, με ένα μεγάλο μάλιστα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με το 1975 και το 1986: το ότι οι συνθήκες ήταν καταλληλότερες για έναν πιο νηφάλιο και αποστασιοποιημένο από μικροπολιτικές σκοπιμότητες διάλογο, ώστε να αναζητηθούν επιτέλους, με εποικοδομητικό τρόπο, οι ενδεικνυόμενες λύσεις.

Ένα γενικό περίγραμμα αυτών των λύσεων, προς την κατεύθυνση που υπαινίχθηκα έμμεσα και σε αδρές γραμμές προηγουμένως, είχα προτείνει αναλυτικά στον δημόσιο διάλογο που διεξήχθη ως προς την προηγούμενη –άτολμη και άχρωμη– συνταγματική αναθεώρηση του 200132. Το επικαιροποίησα δε και αργότερα, με κάποιον εμπλουτισμό, ιδίως ως προς την ανάθεση στον Πρόεδρο αρμοδιοτήτων που συνδέονται με την ανάδειξη της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και των Ανεξάρτητων Αρχών33. Ως εκ τούτου δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω εδώ αυτές τις προτάσεις. Εκείνο όμως που πρέπει δυστυχώς να επισημάνω, για μία ακόμη φορά, είναι ότι ούτε τότε αλλά ούτε και σήμερα, παρά τις τραυματικές για τους θεσμούς επιπτώσεις της κρίσης34, υπήρξε ολοκληρωμένη συνταγματική πολιτική των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ως προς την αποκατάσταση των αναγκαίων ισορροπιών στο πλαίσιο του ισχύοντος πολιτεύματος της προεδρευόμενης δημοκρατίας35.

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι το μόνο κόμμα που εν τέλει ούτε πρότεινε –παρά τις αρχικές πρωθυπουργικές εξαγγελίες– αλλά ούτε και αποδέχθηκε οποιαδήποτε αλλαγή ως προς τον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας, ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησαν πλέον ορισμένες από τις προτάσεις που απέρριπταν πριν από την αναθεώρηση του 200136, πλην όμως καμία από αυτές δεν συγκέντρωσε την αναγκαία πλειοψηφία (των 180 ή, έστω, των 151) ώστε να συζητηθεί στην δεύτερη (αναθεωρητική) Βουλή.

VI. Ο επιβαλλόμενος θεσμικός αναπροσανατολισμός της συζήτησης για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας

Υπήρξε βέβαια μια εξαίρεση. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα –και όχι μόνον– συμφώνησαν τελικά, παρά τις διαφορετικές ειδικότερες προτάσεις τους, να απεμπλακεί η ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας από την μεσολάβηση βουλευτικών εκλογών37. Ως εκ τούτου, και δεδομένου ότι η σχετική πρόταση συγκέντρωσε ευρύτατη πλειοψηφία, ήταν εύκολο στην αναθεωρητική Βουλή να επικρατήσει τελικά –κακώς– η πρόταση της ΝΔ για εκλογή έστω και με σχετική πλειοψηφία, αν δεν συγκεντρωθεί, στην τέταρτη ψηφοφορία, η απόλυτη πλειοψηφία.

Ωστόσο, η συζήτηση αυτή, για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ελάχιστα συνδέθηκε, εν τέλει, με έναν γενικότερο προβληματισμό ως προς την δομή και την λειτουργία του πολιτεύματος. Το κύριο επιχείρημα όλων των πλευρών ήταν ότι πρέπει να εξαλειφθεί κάθε συνταγματική δυνατότητα να χρησιμοποιείται εργαλειακά η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας προκειμένου να προκηρύσσονται εκλογές (κάτι που βίωσε επανειλημμένα και τραυματικά το πολίτευμά μας, με αποκορύφωμα την εκβιαστική πρόκληση εκλογών τόσο το 1990 όσο και το 201538). Από εκεί και πέρα, το πώς ο τρόπος της εκλογής εντάσσεται στο όλο πλαίσιο της ισχύουσας Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας αντιμετωπίσθηκε μόνον παρεμπιπτόντως και σε κάθε περίπτωση ακροθιγώς.

Παρά ταύτα, όμως, οι ίδιες οι προτάσεις των κομμάτων, ως προς τον τρόπο εκλογής, έχουν εκ των πραγμάτων αντίκτυπο στην λειτουργία του πολιτεύματος. Ειδικότερα:

Α. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για άμεση εκλογή αν δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία των 3/5 στην τρίτη ψηφοφορία –η οποία πρωτοδιατυπώθηκε από τον Αναστάσιο Πεπονή, κατά την συζήτηση της αναθεώρησης του 1986 και αντιμετωπίσθηκε κατ’αρχήν θετικά τόσο από τον Αριστόβουλο Μάνεση όσο και από τον Δημήτρη Τσάτσο39– θεωρητικά είναι πιο συνεπής με την εσωτερική λογική που διέπει τον σημερινό τρόπο εκλογής. Πράγματι, αν κρίνεται σκόπιμη η παρεμβολή της λαϊκής κυριαρχίας, σε περίπτωση αποτυχίας της εκλογής του Προέδρου με ευρύτερη συναίνεση, τότε είναι προτιμότερο η έκφραση της λαϊκής βούλησης να αφορά ευθέως και αποκλειστικά αυτήν την εκλογή και να μην εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των βουλευτικών εκλογών, που την αποπροσανατολίζει και την διαθλά πολλαπλώς, καθώς συνεπάγεται, εξ ορισμού, επικράτηση άλλων προτεραιοτήτων40.

Επίσης, πρέπει να επισημανθεί με έμφαση ότι ούτε η συγκεκριμένη (υπό προϋποθέσεις) άμεση εκλογή αλλά ούτε και η άμεση εκλογή γενικά, έχουν πρόβλημα συμβατότητας με το ισχύον πολίτευμα, όπως αποδεικνύεται περίτρανα, κατά τα ανωτέρω, από το ότι προβλέπεται ήδη σε πέντε προεδρευόμενες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες41.

Ωστόσο, καμία πρόταση δεν πρέπει να υποβάλλεται ερήμην των πραγματικών δεδομένων αλλά και της συγκυρίας. Η συζήτηση για την προτεινόμενη άμεση εκλογή –ως εναλλακτική ως προς την σήμερα ισχύουσα– θα είχε ενδεχομένως νόημα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συζήτησης για την αναβάθμιση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας και την εν γένει αναζήτηση νέων ισορροπιών στο εσωτερικό του ισχύοντος πολιτεύματος. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο –δηλαδή σε συνδυασμό και με μια ευρύτερη ανακατανομή αρμοδιοτήτων– θα μπορούσε ίσως να την προκρίνει κανείς αντί της προβλεπόμενης σήμερα εκλογής, όπως έκανε και ο γράφων, συμπεριλαμβάνοντάς την στις προτάσεις του για την αναθεώρηση του 200142.

Ήδη, όμως, η συγκυρία είναι διαφορετική. Η πρόσφατη κρίση δημιούργησε νέα δεδομένα όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε νομικοπολιτικό επίπεδο, με προεξάρχουσα την ανάδειξη «εθνολαϊκιστικών» πολιτικών δυνάμεων, που επιχειρούν ποικιλοτρόπως, μέσω της επίκλησης –εν γένει και αδιακρίτως– «αμεσοδημοκρατικών» διαδικασιών, την πλειοψηφική παραφθορά του πολιτεύματος και την αναγόρευσή τους σε εκφραστές μιας ιδιότυπης «(εθνο)λαϊκής» κυριαρχίας, η οποία υπονομεύει εν τέλει την συνταγματική δημοκρατία, διότι εστιάζει επιλεκτικά –για να μιλήσουμε με βάση τα δικά μας συνταγματικά δεδομένα – μόνο στο ότι «η εξουσία πηγάζει από τον λαό και ασκείται υπέρ αυτού και του έθνους» αλλά ξεχνάει συστηματικά ή έστω υποβαθμίζει δραματικά το ότι «ασκείται όπως ορίζει το Σύνταγμα».

Υπό αυτό το πρίσμα, η άποψή μου, πλέον, είναι ότι μια τέτοια υπό προϋποθέσεις άμεση εκλογή θα έπρεπε να αποφευχθεί, ακόμη και για έναν αναβαθμισμένο Πρόεδρο, διότι θα μπορούσε εν δυνάμει να οδηγήσει –ελλείψει και της σχετικής παράδοσης στη χώρα μας– σε μια διαρκή διελκυστίνδα μεταξύ ενός Πρωθυπουργού απολαύοντος της εμπιστοσύνης της Βουλής, που αποτελεί τον πυρήνα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, και ενός Προέδρου που θα αντιμετωπίζει συνεχώς τον πειρασμό να επισείσει μια «υπέρτερη» «(εθνο)λαϊκή» νομιμοποίηση, οδηγώντας ενδεχομένως την χώρα σε ανέλεγκτες πολιτικές εξελίξεις ή και σε νέους διχασμούς.

Ακόμη περισσότερο, βέβαια, αυτές οι επιφυλάξεις ισχύουν και για την συγκεκριμένη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία προσδίδει στην ανάδειξη του Προέδρου ένα ακόμη μεγαλύτερο βάρος από αυτό που έχει σήμερα, παρότι αυτός παραμένει κατά τα άλλα πλήρως αποδυναμωμένος και μετά από την εν εξελίξει συνταγματική αναθεώρηση. Πράγματι, με δεδομένο το ότι η κυβερνητική πλειοψηφία δεν θεώρησε σκόπιμο να ενισχυθεί, έστω και στοιχειωδώς, αυτός ο ρόλος, η πρότασή της για μια τέτοια εκλογή δημιουργεί εκ των πραγμάτων συνθήκες για ένα Πρόεδρο εν δυνάμει δύο ταχυτήτων. Αν μεν ο Πρόεδρος εκλεγεί με 3/5, θα είναι ο Πρόεδρος που γνωρίζουμε –με μικρές παραλλαγές έστω– μετά από την αναθεώρηση του 1986. Αν όμως εκλεγεί άμεσα από τον λαό, αυτό από μόνο του μπορεί να οδηγήσει σε έναν εν δυνάμει επικίνδυνο δυϊσμό43, διότι η δυνατότητα επίκλησης μιας τέτοιας δημοκρατικής νομιμοποίησης θα μπορούσε να τον εμβάλει σε πειρασμό να ερμηνεύσει ή να εφαρμόσει διαφορετικά κάποιες από τις αρμοδιότητές του, παρότι αυτές είναι και θα παραμείνουν μετά την συνταγματική αναθεώρηση εξαιρετικά περιορισμένες.

Β. Αλλά και η (επικρατήσασα) πρόταση της ΝΔ, ως προς την εκλογή του ΠτΔ, δεν μπορεί να κριθεί ούτε εποικοδομητική αλλά ούτε και πρόσφορη ως προς την λειτουργία του πολιτεύματος44. Πράγματι, το να προκρίνεται η εκλογή ακόμη και με σχετική πλειοψηφία, αν δεν συγκεντρωθούν στις δύο πρώτες ψηφοφορίες η αυξημένη πλειοψηφία των 2/3, στην τρίτη η αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 και στην τέταρτη η απόλυτη πλειοψηφία, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε έναν μονοκομματικό –ή έστω μονοπαραταξιακό– Πρόεδρο (όπως ακριβώς συνέβη με την εκβιαστική κατάληξη στην δεύτερη θητεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή)45. Ως εκ τούτου, ο ανώτατος άρχων δεν θα έχει πλέον ούτε το πλεονέκτημα μιας ευρύτερης δημοκρατικής νομιμοποίησης για την άσκηση των –«κουτσουρεμένων» έστω – ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων46.

Γ. Η μόνη λύση που θα μπορούσε να αποδειχθεί πρόσφορη, για την διασφάλιση μιας ευρύτερης δημοκρατικής νομιμοποίησης, θα ήταν κατά την άποψή μου η διεύρυνση (δηλαδή ο υπερδιπλασιασμός) του εκλεκτορικού σώματος, με την συμπερίληψη σε αυτό και των ανώτατων αιρετών μονοπρόσωπων οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Πρώτου και του Δεύτερου Βαθμού47. Ο ρόλος της Αυτοδιοίκησης έχει ήδη αναβαθμισθεί αισθητά, μετά από αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις που μείωσαν δραστικά τον αριθμό των ΟΤΑ και αύξησαν τις αρμοδιότητές τους. Οι τοπικοί άρχοντες, Δήμαρχοι και Περιφερειάρχες, το πολιτικό status των οποίων είναι ανάλογο πλέον με αυτό των βουλευτών, θα μπορούσαν όχι μόνον θα εκπροσωπήσουν στην ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας τον δεύτερο σημαντικό θεσμό που απολαμβάνει δημοκρατικής νομιμοποίησης αλλά και να διασφαλίσουν μια κρίση αρκετά πιο αποστασιοποιημένη από κομματικές επιλογές, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια η Τοπική Αυτοδιοίκηση απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από στενές κομματικές εξαρτήσεις. Κατά συνέπειαν, ακόμη και η απόλυτη πλειοψηφία σε ένα τέτοιο σώμα –αν δεν διασφαλισθούν τα 2/3 ή τα 3/5, που είναι το ευκταίο– θα σηματοδοτούσε μια πολύ ευρύτερη νομιμοποίηση από αυτήν που θα παρέχει η απόλυτη ή ενδεχομένως και η σχετική πλειοψηφία των βουλευτών…

Εν κατακλείδι, η θέση μου είναι ότι χάθηκε ακόμη μια ευκαιρία να οργανωθεί συναινετικά η εκλογή του Προέδρου στην επόμενη Βουλή, με επίκεντρο μια ευρεία δημοκρατική νομιμοποίηση, η οποία είναι η μόνη που ευνοεί συνθέσεις και συγκλίσεις ως προς τον ουσιαστικό ρόλο και την προοπτική του θεσμού, ακόμη και με δεδομένο το ότι η συνταγματική πολιτική των κομμάτων απέβη εν τέλει, ακόμη μια φορά, στείρα και μικρόψυχη ως προς την θεσμική αναβάθμισή του. Από εκεί και πέρα εναπόκειται βέβαια αφ’ενός μεν στις πολιτικές δυνάμεις να επιλέξουν, έστω και με την προβληματική συνταγματική ρύθμιση που επελέγη τελικά, έναν Πρόεδρο ευρείας πλειοψηφίας αφ’ετέρου δε στους (στις) επόμενους (ες) προέδρους να αξιοποιήσουν στο έπακρο μια τέτοια νομιμοποίηση αλλά και τις δυνατότητες που παρέχει ο συνταγματικός τους ρόλος, ο οποίος παραμένει βέβαια, παρά την αποδυνάμωσή του, «ρυθμιστικός». Διότι εκτός από το τυπικό σκέλος του όλου ζητήματος, που συνδέεται τόσο με το εύρος των συνταγματικών αρμοδιοτήτων όσο και με τον τρόπο εκλογής, ιδιαίτερη σημασία έχει και ο ουσιαστικός ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος βέβαια συναρτάται ευθέως με την θεσμική του εμβέλεια και την εν γένει προσωπικότητά του. Από αυτήν την άποψη, το παράδειγμα – υπόδειγμα του πρώην προέδρου της Ιταλίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο είναι εξόχως διδακτικό και ενδείκνυται πολλαπλώς προς μίμησιν…

 

 

1 Βλ. ενδεικτικά Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Που βαδίζει η συνταγματική αναθεώρηση; Constitutionalism.gr, 18-03-2019, Η αναθεώρηση των μειωμένων προσδοκιών, Constitutionalism.gr, 21-2-2019, Η άγονη αναθεώρηση, Constitutionalism.gr, 24.11.2019.

2 Για την έννοια του πολιτεύματος βλ. αναλυτικά Κ. ΜΑΥΡΙΑ, Συνταγματικό Δίκαιο (Δεύτερη έκδοση κατά το αναθεωρημένο Σύνταγμα), εκδ. Αντ. Σάκκουλα, ΑθήναΚομοτηνή 2002, σ. 103 επ., 135 επ.

3 Βλ. J.A. CHEIBUB, Presidentialism, Parliamentarism and Democracy, Cambridge University Press, σ. 37 επ., J.A. CHEIBUB /S. MARTIN/B.E. RASCH, Government Selection and Executive Powers: Constitutional Design in Parliamentary Democracies, West European Politics, 38:5, σ. 969 επ., ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ, Parliaments and Government Formation, Unpacking Investiture Rules, Oxford University Press, New York 2015, G. GERRING/S.C. THACKER, C. MORENO, Are parliamentary Systems Better? Comparative Political Studies, Vo. 42, N. 3, March 2009, σ. 327 επ., W. ZEBROVSKI, Different forms of Parliamentarism and the factors determining the variations, Research Reports, σ. 114 επ., Κ. ΜΑΥΡΙΑ, Συνταγματικό Δίκαιο, όπ. π., σ. 147 επ., ΙΦ. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Το κοινοβουλευτικό σύστημα. Δημοκρατική Αρχή και Κοινοβουλευτική Ευθύνη, Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2011, ιδίως σ. 87 επ., ΕΥ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, Κοινοβουλευτικό ή Προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης; Σκέψεις για τις θεωρητικές βάσεις και την πολιτική σημασία ενός κλασικού διλήμματος, Constitutionalism.gr, 16.11.2016,

4 Αυτό ισχύει, συγκεκριμένα, στην Πορτογαλία, την Αυστρία, την Ιρλανδία, την Φιλανδία και την Ισλανδία. Για τον ρόλο της άμεσης εκλογής του Προέδρου στην λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος βλ. αναλυτικά ΙΦ. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Το κοινοβουλευτικό σύστημα, όπ. π. σ. 104 επ., με τις εκεί παραπομπές.

5 Βλ. R. ELGIE, Semi-Presidentialism: Subtypes and Democratic Performance, Oxford: Oxford University Press, 2011, με την εκεί βιβλιογραφία. Βλ. επίσης ΙΦ. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, όπ. π., σ. 111 επ.

6 Βλ. ενδεικτικά A. KROUEL, Measuring presidentialism and parliamentarism: An application to Central and East European Countries, Acta Politica 2003, 38, σ. 333 επ.

7 Για την διάκριση μεταξύ μονιστικού και δυαδικού συστήματος ΙΦ. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Το κοινοβουλευτικό σύστημα, όπ. π., σ. 31 επ. και τους συγγραφείς της υποσημ. 3.

8 Βλ. F. CLEMENTI, Garante o governante? La figura del Capo dello Stato nella recente esperienza dei Paesi dell’Unione Europea a regime reppublicano, Diritto Pubblico Comparato ed Euoropeo, Fascicolo 3, luglio-settembre 2016 (3/2016 DPCE), σ. 617 επ.

9 Για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ιταλικού πολιτεύματος βλ. Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟ, Ιταλία και Ελλάδα: 2018-1965. Δύο κρίσεις σε σύγκριση, ΕφημΔΔ 2/2018, σ. 148 επ., με την εκεί πλούσια βιβλιογραφία. Βλ. επίσης, A. PISANESCHI, Diritto Costituzionale, G. Giappichelli Editore, Torino 2015, σ. 335 επ., 361 επ., M. SICLARI, Presidente della Repubblica, σε: F. MODUGNO (a cura di), Diritto Pubblico2, G. Giappichelli Editore, Torino 2015, σ. 425 επ., A. BALDASSARRE, Il capo dello stato, σε: G. AMATO/A. BARBERA (επιμ.), Manuale di diritto Pubblico3, Il Mulino, Bologna 1991, σ. 459 επ., C. MORTATI, Istituzioni di diritto Pubblico10, Cedam. Padova 1990, σ. 531 επ., CRISAFULLI/PALADIN, Commentario breve alla Costituzione, Cedam, Padova 1990, σ. 523 επ., 564 επ.

10 Για το ιστορικό της κρίσης που ξέσπασε στην Ιταλία, με αφορμή την κίνηση Ματαρέλα, Βλ. Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Ιταλία και Ελλάδα, όπ. π.

11 Σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 2 του ιταλικού Συντάγματος: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου και μετά από πρότασή του τους υπουργούς», πρβλ. και Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το βέτο του Ματαρέλα, Τα Νέα, 29.5.2018.

12 Βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Συνταγματικά και πολιτικά διδάγματα από την κίνηση Ματαρέλα, Τα Νέα, 1.6.2018, ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Στην Ιταλία δοκιμάστηκαν τα όρια της ευρωπαϊκής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, SL Press, 6.6.2018.

13 Βλ. αναλυτικά, Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Ιταλία και Ελλάδα, όπ. π.

14 Βλ. την προηγούμενη υποσημ. 12.

15 Βλ. πχ ΕΥ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, Ποιος δικαιούται να προστατεύσει τον λαό από τις επιλογές του; Το ιταλικό παράδειγμα, Το Βήμα της Κυριακής, 3.6.2018, Σ. ΦΛΟΓΑΪΤΗ, Πολιτικά μαθήματα από την Ιταλία, Τα Νέα, 25.5.2018.

16 Βλ. πχ Ν. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Eίναι εξαγώγιμο το μοντέλο Ματαρέλα; Καθημερινή, 5.6.2018 και τα δύο προαναφερθένα κείμενα του Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ (όπ. π. υποσημ. 9 και 11) .

17 Βλ. την υποσημ. 12 και πρβλ. Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Αντ, Σάκκουλας, Αθήνα 2000, σ. 90 επ., ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Αλλαγή παραδείγματος; Η πρόκληση μιας νέας συνταγματικής οργάνωσης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, σε: Λ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ/Κ. ΓΩΓΟΥ/Μ. ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ (επιμ.), Η Ελλάδα στην Ευρώπη (Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη των καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου Δημ. Ο. Τσάτσου και Γ. Παπαδημητρίου), εκδ. Ευρασία, Αθήνα 2019, σ. 147 επ.

18 Βλ. Ν. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, Πόλις, Αθήνα 2011, σ. 500 επ.

19 Βλ. ΑΡ. ΜΑΝΕΣΗ, Η νομικοπολιτική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας και το κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος, σε: ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ. Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1980, σ. 593 επ.

20 Βλ. αναλυτικά Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Σύνταγμα και Δημοκρατία, όπ. π., σ 224 επ., με τις εκεί παραπομπές, ιδίως στους Τσάτσο, Βεγλερή, Βλάχο, Παπαδημητρίου.

21 Βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, όπ. π., σ. 224 επ.

22 Βλ. Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, Ο χαρακτηρισμός του πολιτεύματος και οι σχέσεις Προέδρου της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργού, ΤοΣ 1982, σ. 370 επ. (και σε: ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ερμηνεία του Συντάγματος και Λειτουργία του πολιτεύματος, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή 1996, σ. 101 επ.).

23 Πρβλ. Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, όπ. π.

24 Βλ. ιδίως ΑΡ. ΜΑΝΕΣΗ, Η νομικοπολιτική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπ. π. Βλ. επίσης Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Σύνταγμα και Δημοκρατία, ό.π, με τις εκεί παραπομπές, Κ. ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ, Η εκλογή και οι πολιτικά καίριες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε αναζήτηση μιας νέας συνισταμένης, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2019, καθώς και την αναλυτική παρουσίαση του Δ. ΖΑΚΑΛΚΑ, Η σκοπιμότητα, οι δυνατότητες και τα όρια ανακατανομής των ρόλων μεταξύ των πόλων της εκτελεστικής λειτουργίας, εισήγηση στην Ημερίδα Επιστημονικού Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» με τίτλο: «Συνταγματική Πολιτική: Η επικαιρότητα της σκέψης του Αριστόβουλου Μάνεση στον σημερινό διάλογο για την αναθεώρηση του Συντάγματος» (Θεσσαλονίκη: 8 Ιουνίου 2018), Constitutionalism.gr, 29.8.2019.

25 Βλ. τις υποσημ. 3 και 5.

26 Βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Σύνταγμα και Δημοκρατία, όπ. π. σ. 227 και ιδίως την υποσημ. 384.

27 Βλ. όπ. π.

28 Βλ. Βλ. σχετικά Ν. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, όπ. π. σ 529 επ.

29 Βλ. αναλυτικά ΑΡ. ΜΑΝΕΣΗ, Η Συνταγματική Αναθεώρηση του 1986, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1989, Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, Η εύκολη αναθεώρηση δυσεφάρμοστων εξουσιών, Αρμ 1986, σ. 565 επ., ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Η συνταγματική συγκυρία της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, Εξάντας, Αθήνα 1997, Μέρος Α΄, σ. 44 επ., 63 επ., Ν. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, όπ. π., σ. 532 επ., Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Σύνταγμα και Δημοκρατία, όπ. π., σ. 228 επ., ΙΦ. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Η πρωθυπουργοκεντρική μορφή του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, σε: Τα εικοσάχρονα του Συντάγματος 1975, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1998, σ. 201 επ., και Δ. ΖΑΚΑΛΚΑ, Η σκοπιμότητα, οι δυνατότητες και τα όρια ανακατανομής των ρόλων, όπ. π., με τις εκεί αναλυτικές παραπομπές.

30 Βλ. τις σχετικές παραπομπές σε: Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Σύνταγμα και Δημοκρατία, όπ. π., σ. 228 υποσημ. 385.

31 Βλ. ΑΡ. ΜΑΝΕΣΗ, Η αναθεώρηση του Συντάγματος, όπ. π.

32 Βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Σύνταγμα και Δημοκρατία, όπ. π., σ. 231 επ.

33 Βλ. ιδίως Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Αλλαγή παραδείγματος, όπ. π.

34 Βλ. σχετικά Κ. ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗ, Το πολιτικό σύστημα σε κρίσιμη καμπή, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2015, σ. 118 επ.

35 Πρβλ. Δ. ΖΑΚΑΛΚΑ, Η σκοπιμότητα, οι δυνατότητες και τα όρια ανακατανομής των ρόλων, όπ. π., Θ. ΞΗΡΟΥ, Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας de constitutione ferenda – Σε αναζήτηση διευρυμένου ρόλου στη λειτουργία του πολιτεύματος, ΘΠΔΔ, 11/2017, σ. 1025 επ, ΑΠ. ΠΑΠΑΤΟΛΙΑ, Εξισορρόπηση του συστήματος διακυβέρνησης και αναθεωρητική πρωτοβουλία, Constitutionalism.gr, 25.6.2017, Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας και κοινοβουλευτικό σύστημα, Constitutionalism.gr, 27.10.2018.

36 Για τις προτάσεις των τριών ως άνω κομμάτων και την πορεία τους στην πρόσφατη διαδικασία της αναθεώρησης βλ. αναλυτικά τους τρεις πρώτους συγγραφείς της προηγούμενης υποσημείωσης.

37 Για την ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας βλ. γενικά Κ. ΜΑΥΡΙΑ, Συνταγματικό Δίκαιο, όπ. π., σ. 432 επ., Ν. ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ, Η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, Κ. ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ, Η εκλογή και οι πολιτικά καίριες αρμοδιότητες του ΠτΔ, όπ. π., σ. 25 επ., 40 επ., 55 επ., με τις εκεί παραπομπές.

38 Για τις εκλογές του 2015 βλ. τον σχετικό φάκελο του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» με τίτλο: «Επίκαιρος διάλογος: Εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, εκλογές και ανάδειξη Κυβέρνησης”, Constitutionalism.gr, 20.10.2014 Βλ. επίσης και τις εκεί παραπομπές στον επιστημονικό διάλογο που είχε διεξαχθεί στην παλαιότερη ιστοσελίδα του Ομίλου (manesis.blogspot.com), ως προς την απειλή που είχε διατυπώσει το ΠΑΣΟΚ, το 2009 να μην συμμετάσχει στην εκλογή για τον Πρόεδρο, προκειμένου να προκληθούν εκλογές. Περιλαμβάνονται διάφορες σχετικές παρεμβάσεις αλλά και οι εισηγήσεις στο σχετικό Στρογγυλό Τραπέζι του IΑ΄ Συμποσίου του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» (με τίτλο: «Το πνεύμα, το γράμμα, η χρήση και η καταστρατήγηση του Συντάγματος στη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας»). Επεξεργασμένη μορφή αυτών των εισηγήσεων, μάλιστα, περιλήφθηκε και σε σχετικό τόμο (Βλ. ΙΦ. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗ, Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ, ΣΠ.ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ,Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ, Η διαδικασία εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας και οι ερμηνευτικές της αμφιλογίες, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2010).

39 Βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Σύνταγμα και Δημοκρατία, όπ. π., σ. 242, υποσημ. 426.

40 Βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, όπ. π., σ. 242 επ. και ΑΠ. ΠΑΠΑΤΟΛΙΑ, Εξισορρόπηση του συστήματος διακυβέρνησης όπ. π.

41 Βλ. όπ. π., σ. 244 επ. Ως εκ τούτου δεν μου φαίνεται πειστική η άποψη του Ευ. Βενιζέλου περί «αλλοίωσης του πολιτεύματος» προς την κατεύθυνση του «ημιπροεδρικού συστήματος» αν η άμεση εκλογή συνδυασθεί με την επαναφορά ορισμένων από τις αρμοδιότητες του Συντάγματος του 1975, όπως οι σχετικές με τον διορισμό της κυβέρνησης, την διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη δημοψηφίσματος (βλ. ΕΥ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, Αναθεώρηση και πολιτικό σύστημα, Τα Νέα, 10.11.2018).

42 Βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Σύνταγμα και Δημοκρατία, όπ. π., σ. 242 επ.

43 Πρβλ. Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, Constitutionalism.gr, 12.11.201.

44 Βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Όχι σε πρόεδρο κυβερνητικής πλειοψηφίας «Τα Νέα», 10.9.2019, ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Η άγονη αναθεώρηση, όπ. π.

45 Βλ. Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, Οι άδοξες ταλαιπωρίες του προεδρικού θεσμού, σε: ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Η συνταγματική συγκυρία της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, όπ. π., σ. 141 επ.

46 Βλ. Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, Ο υπερκομματικός ρόλος του ΠτΔ και η αλλαγή του τρόπου εκλογής του από τη Βουλή με απλή πλειοψηφία, Constitutionalism.gr, 5.3.2019, Κ. ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ, Η εκλογή και οι πολιτικά καίριες αρμοδιότητες του ΠτΔ, όπ. π., σ. 55 επ., Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Όχι σε πρόεδρο κυβερνητικής πλειοψηφίας, όπ. π., ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Η άγονη αναθεώρηση, όπ. π.

47 Πρβλ. Ν. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ/Π. ΒΟΥΡΛΟΥΜΗ/Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗ/Γ. ΚΤΙΣΤΑΚΙ/Σ. ΜΑΝΟΥ/Φ. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ένα Καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, Η Καθημερινή 2016, σ. 25 (άρθρο 28), όπου προτείνεται, επιπλέον, να συμμετέχουν στο εκλεκτορικό και οι πρώην Πρόεδροι Δημοκρατίας, Πρωθυπουργοί και Πρόεδροι της Βουλής.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

seventeen + 7 =