Οι «Σπαρτιάτες» στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ακύρωση ανακήρυξης βουλευτών, πλήρης και ελλείπουσα σύνθεση της Βουλής, επανάληψη της ψηφοφορίας και αναπληρωματική εκλογή

Θανάσης Γ. Ξηρός, Αναπληρωτής Καθηγητής, Συνταγματικού Δικαίου ΑΣΕΙ-ΣΣΕ

Ι

Ο συνταγματικός νομοθέτης της μεταπολίτευσης αναθέτει στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο και την εκδίκαση των γενικών βουλευτικών εκλογών (άρθρο 58, σε συνδυασμό με την περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 100, Συντ.). Πρόκειται για τη σημαντικότερη, μάλλον, αρμοδιότητά του και πάντως για εκείνη που την ασκεί συνηθέστερα, όχι ασφαλώς και μόνον επειδή η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία προκηρύσσεται, συνηθέστατα, αρκετά πριν από τη συμπλήρωση της τετραετούς βουλευτικής περιόδου. Επιλαμβάνεται μετά την υποβολή ένστασης κατά τους κύρους των εκλογών που αναφέρεται είτε σε εκλογική παράβαση σχετική με την ενέργειά τους είτε σε έλλειψη των νομίμων προσόντων.

Η ενέργεια, ορθότερα η διενέργεια των εκλογών, περιλαμβάνει όλες τις, διακριτικές και διαδοχικές, πράξεις που συνθέτουν την εκλογική διαδικασία [άρθρα 32-103 του π.δ. 26/2012 (Α΄ 57), όπως ισχύουν]. Εκκινεί με την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή την ημέρα δημοσίευσης του προεδρικού διατάγματος διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης των γενικών βουλευτικών εκλογών ή τη δωδέκατη ημέρα πριν από τη λήξη της τετραετούς βουλευτικής περιόδου (άρθρο 31 του π.δ. 26/2012), και ολοκληρώνεται με την ανακήρυξη των βουλευτών και των αναπληρωματικών τους (άρθρο 103 του π.δ. 26/2012). Εξάλλου, στα νόμιμα προσόντα περιλαμβάνονται τα θετικά, όσα απαιτούνται συνταγματικά για να είναι κάποιος εκλόγιμος, και τα αρνητικά, άλλως τα κωλύματα εκλογιμότητας.

ΙΙ

1. Την ενέργεια των εκλογών απαρτίζουν, κατά σειρά, οι προπαρασκευαστικές πράξεις τους και ό,τι άλλο απαιτείται για να φθάσουμε στην ημέρα της ψηφοφορίας, η διεξαγωγή της, η διαλογή των ψήφων, η συγκέντρωση των αποτελεσμάτων της και η ανακήρυξη των βουλευτών. Πρώτη προπαρασκευαστική πράξη, κατά τη χρονική ακολουθίας τους, είναι η κατάρτιση των συνδυασμών. Το ομώνυμο πολιτικό δικαίωμα ασκείται, προνομιακά, από τα πολιτικά κόμματα. Προς τούτο, απαιτείται, με πρόσφατη σχετικά ρύθμιση, η, σωρευτική, συνδρομή τριών προϋποθέσεων (άρθρο 32 παρ. 1 του π.δ. 26/2012). Συγκεκριμένα, το πολιτικό κόμμα, αυτοτελές ή συνασπισμός περισσότερων συνεργαζόμενων, πρέπει να έχει ιδρυθεί νόμιμα, ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και η πραγματική ηγεσία του να μην έχουν καταδικαστεί, όχι υποχρεωτικά αμετακλήτως, για κάποιο από τα αδικήματα που επισύρουν τη στέρηση του δικαιώματος της ψήφου, καθώς επίσης η οργάνωση και η δράση του να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Ο συνδυασμός καταρτίζεται εντός επτά (7) ημερών από την έναρξη της προεκλογικής περιόδου (άρθρα 33 και 34Α του π.δ. 26/2012) δηλώνεται αρμοδίως (άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 26/2012) στην ηλεκτρονική πύλη καταχώρησης (άρθρο 32 παρ. 3 του π.δ. 26/2012) και ανακηρύσσεται, όπως και οι υποψήφιοι βουλευτές, από το Α1 (Πολιτικό) Τμήμα του Αρείου Πάγου (άρθρο 35 παρ. 1 του π.δ. 26/2012). Ο συνδυασμός δεν ανακηρύσσεται, όταν άλλος, εκείνου που εμφανίζεται να αποτελεί την πραγματική ηγεσία του, ασκεί με συγκεκριμένες πράξεις τη διοίκηση του πολιτικού κόμματος ή έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία ή έχει ηγετικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα,. Αν και το Α1 (Πολιτικό) Τμήμα του Αρείου Πάγου αποτελεί δικαστικό σχηματισμό, η ανακήρυξη αποτελεί διοικητικής φύσης αρμοδιότητα. Η ανάθεσή της, όπως έχει κριθεί, είναι συνταγματικά επιτρεπτή, προκειμένου να εξασφαλίζεται ταχεία και ενιαία αντιμετώπιση όσων θεμάτων ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της εκλογικής νομοθεσίας στο στάδιο που προηγείται των εκλογών και τελεί υπό τις προβλεπόμενες εγγυήσεις για την άσκηση του διοικητικού έργου.

2. Η κατάρτιση συνδυασμού είναι προπαρασκευαστική πράξη της εκλογής και η φύση της, όπως γίνεται εν γένει δεκτό στη νομολογία, δεν επιτρέπει την προσβολή της σχετικής απόφασης αυτοτελώς με αίτηση ακυρώσεως, αφού συγχωνεύεται στην απόφαση ανακήρυξης των βουλευτών και των αναπληρωματικών τους. Η αμφισβήτηση της νομιμότητας της δημιουργεί εκλογική διαφορά που αναφέρεται σε παραβίαση σχετική με ενέργεια των εκλογών και κρίνεται από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Όταν γίνεται δεκτή παράβαση, συνεπεία της οποίας γεννάται αμφιβολία ότι το τελικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα ήταν το ίδιο, δίχως το διαπιστωθέν ελάττωμα, ακυρώνεται η ανακήρυξη των καθών η ένσταση και διατάσσεται η επανάληψη της ψηφοφορίας· την προτίμηση του εκλογικού σώματος διεκδικούν οι διάδικοι και όσοι άλλοι υποψήφιοι της επίδικης (ψηφοφορίας), η θέση των οποίων μπορεί να μεταβληθεί από το αποτέλεσμα της νέας ψηφοφορίας, καθορίζονται στην απόφαση [άρθρο 32 παρ. 2 πρότ. 1 του ν. 345/1976 (Α΄ 141)]. Η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται είτε σε ολόκληρη τη βασική εκλογική περιφέρεια είτε σε ορισμένα τμήματα αυτής, αναλόγως της έκτασης της διαπιστωθείσας παράβασης (άρθρο 32 παρ. 2 πρότ. 1 του ν. 345/1976).

Εξάλλου, αν η ακύρωση της ανακήρυξης συνεπιφέρει έννομες συνέπειες και στην ανακήρυξη βουλευτών ή αναπληρωματικών σε άλλες βασικές εκλογικές περιφέρειες, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υποχρεούται να απαγγείλει με την απόφασή του τις συνέπειες αυτές (άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 345/1976). Εν προκειμένω, ο εισηγητής της υπόθεσης οφείλει να κοινοποιήσει, σε όσους μπορεί να πληγούν από την ετυμηγορία του, αντίγραφο της ένστασης και της πράξης ορισμού της δικασίμου είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση (άρθρο 32 παρ. 4, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 29, του ν. 345/1976). Την ίδια ακριβώς υποχρέωση υπέχει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, αν, μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασής του, κρίνει ότι συντρέχουν τα οριζόμενα στην παραπάνω διάταξη (άρθρο 32 παρ. 4, σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 29, του ν. 345/1976). Δηλαδή, ότι η ετυμηγορία του θα έχει έννομες συνέπειες σε ανακηρυχθέντες βουλευτές ή αναπληρωματικούς άλλων της επίδικης βασικών εκλογικών περιφερειών

ΙΙΙ

1. Στις γενικές βουλευτικές εκλογές της 24ης-25ης Ιουνίου 2023 το πολιτικό κόμμα με το όνομα «Σπαρτιάτες» ανέδειξε δώδεκα (12) βουλευτές και συγκρότησε κοινοβουλευτική ομάδα κατά τους γενικούς ορισμούς του Κανονισμού της Βουλής (άρθρο 15 παρ. 1). Ο πρόεδρός τους Β. Στίγκας σε δηλώσεις του μερικές ημέρες αργότερα ευχαρίστησε για τη συμβολή του στην επιτυχία τον έγκλειστο στις φυλακές Δομοκού Ηλ. Κασιδιάρη, πρώην βουλευτή του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή» και οριστικώς καταδικασθέντα όπως και τα λοιπά μέλη της ηγετικής του ομάδας, τον Οκτώβριο του 2020 από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 187 ΠΚ. Δηλαδή, της συγκρότησης, της ένταξης και, εν γένει, της διεύθυνσης επιχειρησιακά δομημένης και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωσης.

Εξάλλου, την 31η Αυγούστου 2023, κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής ανακοινώσεων και δηλώσεων της κυβέρνησης, διά του Πρωθυπουργού, για τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, επιτέθηκε στο σύνολο των βουλευτών των «Σπαρτιατών», οι οποίοι απουσίαζαν από τη συνεδρίαση. Τους αποκάλεσε «καθοδηγούμενους και ποδηγετούμενους από ξένα κέντρα», τα οποία «παραπέμπουν σε greek mafia και Δον Κορλεόνε». Την ίδια ημέρα με απόφασή του τέθηκαν εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας τρεις (3) βουλευτές. Οι αποχωρήσεις συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες, δίχως πάντως να απουσιάζουν εντελώς και ορισμένες επιστροφές.

2. Την επόμενη της συνεδρίασης της Ολομέλειας, δηλαδή την 1η Σεπτεμβρίου 2023, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διέταξε τη διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής έρευνας για όσα αναφέρθηκαν στη Βουλή και τον Τύπο από τον Β. Στίγκα. Στο πλαίσιό της ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των «Σπαρτιατών» κλήθηκε σε κατάθεση και μετά την ολοκλήρωσή της, ζητήθηκε η άρση της ασυλίας των ένδεκα (11) βουλευτών που είχαν εκλεγεί με τους συνδυασμούς τους, προκειμένου «να παράσχουν εξηγήσεις σχετικά με το ότι στις βουλευτικές εκλογές φέρεται να εξαπάτησαν από κοινού τους εκλογείς. . .για να αλλάξουν το εκλογικό τους φρόνημα, δηλαδή να ψηφίσουν, αντί άλλης επιλογής, υπέρ αυτών και του κόμματός τους» Στο αίτημα αναφέρονταν, επίσης, ότι αυτοί «επελέγησαν από τον Ηλ. Κασιδιάρη και χάρη στη στήριξή του είχαν εκλεγεί βουλευτές και τον αναγνώριζαν ως πραγματικό τους αρχηγό, ο οποίος τους καθοδηγούσε από τις φυλακές. . .Είχαν μάλιστα προ των εκλογώνεξυφάνει σχέδιο, βάσει του οποίου, αμέσως μετά την εκλογή τους θα ανέτρεπαν τον Β. Στίγκα και θα όριζαν νέο αρχηγό του κόμματος τον, πλήρως ελεγχόμενο από τον Ηλ. Κασιδιάρη, Χ. Κατσιβαρδά. . .Επιπλέον θα νέμονταν το ποσό της κρατικής επιχορήγησης, έναντι μάλιστα της οποίας το κόμμα είχε ήδη λάβει ποσό 40.000 ευρώ περίπου».

Την 9η Νοεμβρίου 2023 η Ολομέλεια της Βουλής, με τη θετική ψήφων των διακοσίων ογδόντα πέντε (285) παρόντων μελών της, θα άρει την ασυλία και των ένδεκα (11) βουλευτών. Στο σύνολό τους, όπως και σε βάρος του φερόμενου ως πραγματικού ηγέτη των «Σπαρτιατών», ασκήθηκε την 4η Απριλίου 2024 ποινική δίωξη για την τέλεση του ειδικού εκλογικού αδικήματος της εξαπάτησης των εκλογέων (άρθρο 112 παρ. 2 του π.δ. 26/2012). Δικάστηκαν από το Μονομελές Εφετείο Αθηνών και αθωώθηκαν με απόφασή του που εκδόθηκε την 15η Μαΐου 2025. Ωστόσο, η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών άσκησε δύο σχεδόν εβδομάδες αργότερα, την 27η Μαΐου 2025, έφεση, επειδή «|δεν αξιοποιήθηκαν ορθά στοιχεία του κατηγορητηρίου που εκτιμάται ότι αποδείχθηκαν στο ακροατήριο». Εξάλλου, το Α1 (Πολιτικό) Τμήμα του Αρείου Πάγου με την απόφασή του 1/2024 δεν ανακήρυξε το συνδυασμό τους, προκειμένου να συμμετάσχουν στις εκλογές της 9ης Ιουνίου 2024 για την ανάδειξη των εκπροσώπων της χώρας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κρίνοντας ότι ο Ηλ. Κασιδιάρης είναι ο πραγματικός ηγέτης των «Σπαρτιατών».

3. Τον Ιούλιο του 2023 ασκήθηκαν, εμπρόθεσμα, ενστάσεις κατά του προέδρου τους, βουλευτή στη βασική εκλογική περιφέρεια Β΄3 Νοτίου Τομέα, και δύο (2) μελών της κοινοβουλευτικής τους ομάδας, βουλευτών στις βασικές εκλογικές περιφέρειες Β΄ Θεσσαλονίκης και Β΄ Πειραιά. Συζητήθηκαν στις αρχές του προηγούμενου έτους και, όπως διέρρευσε στον Τύπο, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικών αποφάσεων εωσότου κριθεί η ποινική τους υπόθεση. Την 10η Ιουνίου 2025, δηλαδή ένα σχεδόν μήνα μετά την έκδοση της αθωωτικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών για το ειδικό εκλογικό αδίκημα της εξαπάτησης των εκλογέων, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, δύο ακριβώς έτη μετά τη διενέργεια των επίδικων γενικών βουλευτικών εκλογών, δημοσίευσε την ετυμηγορία του. Το πλήρες κείμενο των αποφάσεών του δεν έχει ακόμη καθαρογραφεί, θεωρηθεί και κυκλοφορήσει. Γι’ αυτό δεν είναι δυνατό να αναδειχθεί στο σύνολό της και με απόλυτη σαφήνεια η δικαστική κρίση. Ωστόσο, τα βασικά σημεία του σκεπτικού δόθηκαν στη δημοσιότητα και επιτρέπουν, υπό την αυτονόητη παραδοχή ότι έχουν αποδοθεί ορθά και με ακρίβεια, να αναδειχθούν οι σκέψεις που επικράτησε και επέφεραν την ακύρωση της ανακήρυξης των τριών (3) βουλευτών.

Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η εκλογική παράβαση η σχετική με τη ενέργεια των εκλογών συνίσταται στην εξαπάτηση των εκλογέων υπό την έννοια ότι οι καθού οι ενστάσεις συμμετείχαν σε πολιτικό κόμμα με υποκρυπτόμενο αρχηγό και ήδη καταδικασθέντα για την κακουργηματική πράξη της ένταξης και της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης. Αν και το ειδικό εκλογικό αδίκημα αφορά το σύνολο της Επικράτειας, αμφισβητήθηκαν από τους ενιστάμενους τα αποτελέσματα μόνον ορισμένης ή ορισμένων εκλογικών περιφερειών, ενώ για τις λοιπές, των οποίων το αποτέλεσμα δεν αμφισβητήθηκε με ενστάσεις, οι εκλογές έχουν καταστεί οριστικές και αμετάκλητες. Ενόψει της φύσης της εκλογικής παράβασης, όπως οριοθετήθηκε παραπάνω, η επανάληψη της ψηφοφορίας κατέστη περιττή και η ιδιαιτερότητά της (εκλογικής παράβασης) δεν επιτρέπει την ανακήρυξη στη θέση του καθού ανακηρυχθέντος βουλευτή της αναπληρωματικής του στην ίδια βασική εκλογική περιφέρεια της Β΄ Θεσσαλονίκης. Τέλος, η ισχύουσα νομοθεσία δεν επιτρέπει την ανακατανομή των βουλευτικών εδρών σε υποψηφίους άλλων πολιτικών κομμάτων. Γι’ αυτό, οι κενές (έδρες) των τριών (3) βουλευτών θα παραμείνουν κενές.

IV

1. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει επιληφθεί, κατ’ επανάληψη στο παρελθόν, διαφορών που αναφέρονται σε παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των γενικών βουλευτικών εκλογών. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται πάντως σχεδόν αποκλειστικά στο κύρος των ψηφοδελτίων και των σταυρών προτίμησης που φέρουν. Πρώτη φορά τέθηκε με τις επίδικες ενστάσεις το ζήτημα της νόμιμης ανακήρυξης συνδυασμού. Δηλαδή, προπαρασκευαστικής πράξης των εκλογών. Οι ενιστάμενοι φαίνεται να πρόβαλαν ότι πολιτικό κόμμα δεν πληρούσε τις απαιτούμενες, σωρευτικά, νομοθετημένες προϋποθέσεις κατάρτισής του, επειδή άλλο πρόσωπο από εκείνο του αρχηγού και ήδη προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας των «Σπαρτιατών» ασκούσε την πραγματική ηγεσία. Τούτο αναδείχθηκε από τις δηλώσεις του Β. Στίγκα και «επισημοποιήθηκε» στην 1/2024 απόφαση του Α1 (Πολιτικού) Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία τους απέκλεισε, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, από τις τελευταίες Ευρωπαϊκές εκλογές. Επισημαίνεται ότι η απόφαση δεν αμφισβητήθηκε από τους θιγόμενους.

Στην επίδικη διαφορά εκλογική παράβαση αποτελεί, λοιπόν, η μη συνδρομή της συγκεκριμένης προϋπόθεσης για την κατάρτιση συνδυασμού και η, συνεπεία της, ανακήρυξή του τον Ιούνιο του 2023 κατά παράβαση της εκλογικής νομοθεσίας. Ο συγκεκριμένος λόγος, καθαυτός, θα αρκούσε για την αποδοχή των ενστάσεων και για να επιφέρει την ακύρωση της ανακήρυξης των τριών (3) βουλευτών των «Σπαρτιατών». Όπως όμως προκύπτει από τα βασικά σημεία του σκεπτικού των αποφάσεων που δόθηκαν στη δημοσιότητα, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκρινε ότι η παράβαση συνίσταται στην εξαπάτηση των εκλογέων από πολιτικό κόμμα με υποκρυπτόμενο αρχηγό. Η ευθεία σύνδεση της εξαπάτησης και του αρχηγού μπορεί ενδεχομένως να εξηγήσει, αν τούτο πράγματι ισχύσει σύμφωνα με όσα διέρρευσαν στον Τύπο, την έκδοση αναβλητικών αποφάσεων εωσότου κριθεί η ποινική υπόθεση. Από τη στιγμή όμως που μεσολάβησε η αθώωση, οριστικώς, του συνόλου των κατηγορουμένων βουλευτών και του φερόμενου ως πραγματικού αρχηγού τους, η επίκληση του ειδικού εκλογικού αδικήματος προκαλεί απορίες, μεταξύ άλλων, και επειδή το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αποδέχεται, αναρμοδίως, την τέλεσή του. Η ασκηθείσα έφεση από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών δεν μπορεί μεταβάλει, διόλου και πάντως ουσιωδώς, τα νομικά δεδομένα του ζητήματος.

2. Η εξαπάτηση των εκλογέων δεν αποτελεί ex lege απαίτηση για την κατάρτιση συνδυασμού και, συνακόλουθα, τη νόμιμη ανακήρυξή του, προκειμένου να διεκδικήσει την προτίμηση του εκλογικού σώματος. Αντιθέτως αποτελεί ενδεχόμενη συνέπεια της ύπαρξης διαφορετικής πραγματικής ηγεσίας εκείνης που εμφανίζεται δημοσίως να ασκεί τη διοίκηση του πολιτικού κόμματος. Δίχως ανακηρυγμένο συνδυασμό δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η εξαπάτηση και, βέβαια, οι εκλογείς μπορεί να εξαπατηθούν μόνον όταν ο συνδυασμός, όχι απλώς έχει καταρτισθεί και ανακηρυχθεί, αλλά, πρωτίστως, έχει συμμετάσχει στις γενικές βουλευτικές εκλογές. Όταν η ανακήρυξή του είναι παράνομη, δηλαδή συντελέστηκε κατά παράβαση της εκλογικής νομοθεσίας, η ανακήρυξη βουλευτών και των αναπληρωματικών στις βασικές εκλογικές περιφέρειες πάσχει και πρέπει να ακυρωθεί. Εν προκειμένω, στερείται, λοιπόν, σημασίας κάθε συζήτηση για το ειδικό εκλογικού αδίκημα, του οποίου άλλωστε η τέλεση δεν έχει ακόμη γίνει δεκτή δικαστικά.

Ούτε, βέβαια, χωρεί λογικά η μοναδική παραδοχή που θα μπορούσε να τη θεμελιώσει (την τέλεσή του). Αν οι εκλογείς στην αναμέτρηση του Ιουνίου του 2023 προτίμησαν τους «Σπαρτιάτες», η επιλογή τους εδράζεται, κατά την αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων, στο γεγονός ότι τη διοίκησή τους ασκούσε ο έγκλειστος στις φυλακές Δομοκού και πρώην ηγετικό στέλεχος του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή». Συνεπώς, όσοι τους ψήφισαν, γνώριζαν ποιος ήταν ο πραγματικός ηγέτης του πολιτικού κόμματος. Εξάλλου, η ευθεία σύνδεση από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο της παράβασης του νόμου για τη διενέργεια των εκλογών με την εξαπάτηση των εκλογέων θέτει και έναν ακόμη νομικό προβληματισμό. Διερωτάται, εύλογα, κανείς, τι θα πρέπει να ακολουθήσει στην επίδικη υπόθεση, αν κριθεί, αμετακλήτως, η μη τέλεση του ειδικού εκλογικού αδικήματος. Δηλαδή, αν γίνει δεκτό ότι οι κατηγορούμενοι βουλευτές που εκλέχθηκαν από το συνδυασμό των «Σπαρτιατών» δεν εξαπάτησαν τους εκλογείς; Ο όποιος προβληματισμός πιθανολογείται πάντως ότι δεν πρόκειται να αποκτήσει επικαιρότητα και θα παραμείνει θεωρητικός. Όταν εκδοθεί η αμετάκλητη ποινική απόφαση, η θητεύουσα Βουλή, το πιθανότερο, θα έχει ήδη εξαντλήσει την τετραετή θητεία της, αν βέβαια στο μεταξύ δεν θα έχει «προλάβει» διαλυθεί.

3. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη παράβασης της νομοθεσίας σχετικά με την ενέργεια των εκλογών, τη θεμελίωσε στο ειδικό εκλογικό αδίκημα και όχι ευθέως στη μη συνδρομή προϋπόθεσης για την κατάρτιση συνδυασμού και ακύρωσε την ανακήρυξη των βουλευτών των «Σπαρτιατών» και αναπληρωματικού τους στις επίδικες βασικές εκλογικές περιφέρειες. Αν ο συνδυασμός τους είχε αποκλειστεί εγκαίρως και, γι’ αυτό, δεν είχε συμμετάσχει στις εκλογές, δεν θα είχαν πετύχει την εκλογή τους ή, αντιστοίχως, δεν θα βρίσκονταν στη δεύτερη θέση κατά τη σειρά κατάταξης των αναπληρωματικών. Δεν γεννάται, επίσης, αμφιβολία, αντιθέτως είναι απολύτως βέβαιον, ότι το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας θα ήταν σαφώς διαφορετικό, αφού όσοι ψήφισαν υποψηφίους του μη αποκλεισθέντος συνδυασμού, θα αναγκάζονταν, ελλείψει του, να εκφράσουν την προτίμησή τους σε άλλους και τους υποψηφίους τους.

Οι βουλευτικές έδρες που κατέλαβαν όσοι η ανακήρυξή τους ακυρώθηκε από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, δεν θα μπορούσαν να καταληφθούν από άλλους υποψηφίους, αλήθεια από ποιους και με ποια κριτήρια θα επιλέγονταν οψιγενώς (;), και, πολύ περισσότερο, από τους ενιστάμενους, όπως ζήτησαν στις ενστάσεις τους. Η απόρριψη του αιτήματός τους είναι, απολύτως, ορθή. Ωστόσο, υπό τους όρους και στις συνθήκες που παρατέθηκαν γεννάται αμφιβολία ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο, ex lege, να διατάξει με τις ίδιες αποφάσεις του την επανάληψη της ψηφοφορίας, καταρχήν, σε ολόκληρες τις επίδικες βασικές εκλογικές περιφέρειες. Δηλαδή, να καλέσει τους εγγεγραμμένους στους οικείους εκλογικούς καταλόγους σε νέες εκλογές, προκειμένου να εκφράσουν την προτίμησή τους για να πληρωθεί εξαρχής το σύνολο των αναλογουσών εδρών σε καθεμιά (βασική εκλογική περιφέρεια), επιλέγοντας, όχι μεταξύ όλων των συνδυασμών που συμμετείχαν στην αναμέτρηση του Ιουνίου του 2023, αλλά μόνον εκείνων και των υποψηφίων τους που θα καθόριζε, κυρίαρχα, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, επειδή θα έκρινε ότι η θέση τους μπορούσε να μεταβληθεί από το αποτέλεσμα της νέας λαϊκής ετυμηγορίας.

Ωστόσο, στις επίμαχες αποφάσεις το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δέχθηκε, όπως προκύπτει από τα δημοσιευθέντα βασικά σημεία του σκεπτικού τους, ότι η επανάληψη της ψηφοφορίας στις επίδικες βασικές εκλογικές περιφέρειες είναι περιττή. Έτσι, οι βουλευτικές έδρες, που πληρώθηκαν από το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας σε μια αναμέτρηση που συμμετείχε, παρανόμως, συνδυασμός με υποκρυπτόμενο αρχηγό, δεν θα θιγούν. Δηλαδή, θα παραμείνει αδιαφοροποίητη και αλώβητη η εκλογική προτίμηση που διαμορφώθηκε σε συνθήκες που δεν αποδείχθηκαν και εντέλει δεν ήταν ελεύθερες, το σημαντικότερο δεν εκφράστηκε γνήσια κατά παράβαση των επιταγών της ομώνυμης θεμελιώδους εκλογικής αρχής του άρθρου 52 Συντ. Δεοντολογικά οφείλουμε να αναμείνουμε το πλήρες κείμενο των αποφάσεων, προκειμένου από το σκεπτικό τους στο συγκεκριμένο σημείο να προκύψει η ειδική αιτιολόγηση της επιλογής, η οποία κείται πάντως πέραν και μακρά των νομοθετημένων.

4. Αν και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο συνομολογεί, είναι αλήθεια αμήχανα, ότι η επίδικη παράβαση της εκλογικής νομοθεσίας αφορά το σύνολο της Επικράτειας και πάντως στις βασικές εκλογικές περιφέρειες όπου οι «Σπαρτιάτες» είχαν εκλέξει βουλευτές, σπεύδει να αποδεχθεί ότι σε όσες δεν ασκήθηκαν ενστάσεις η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος είναι οριστική και αμετάκλητη. Έτσι, όσοι από τους υποψηφίους του συνδυασμού τους ανακηρύχθηκαν βουλευτές, θα συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους και οι αναπληρωματικοί τους θα διατηρούν την προσδοκία, όταν ενδεχομένως η έδρα κενωθεί, να την καταλάβουν. Με άλλα λόγια, οι υποψήφιοι που εκλέχθηκαν από παράνομο συνδυασμό, θα παραμείνουν στη θέση τους και θα εκπροσωπούν εκλογείς που, επίσης, είχαν εξαπατηθεί, σύμφωνα με τη θεώρηση των αποφάσεων που έκριναν τις υποβληθείσες ενστάσεις.

Ο οργανικός του νόμος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υποχρεώνει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο να απαγγείλει με την απόφασή του τις έννομες συνέπειες που επιφέρει η ακύρωση, με την αποδοχή ένστασης σε βασική εκλογική περιφέρεια, της ανακήρυξης βουλευτών και αναπληρωματικών και σε άλλες βασικές εκλογικές περιφέρειες της χώρας. Εν προκειμένω, η εκλογική διαφορά δεν εντοπίζεται αποκλειστικά μεταξύ των διαδίκων στη δίκη που ανοίγεται με την υποβολή της ένστασης, αλλά διευρύνεται, καταλαμβάνοντας και άλλους, εκείνους στους οποίους διαχέονται οι έννομες συνέπειες της ετυμηγορίας. Ο εισηγητής της υπόθεσης οφείλει τότε να μεριμνήσει για να κοινοποιήσει και σε αυτούς αντίγραφό της (ένστασης) πριν από την ορισμένη δικάσιμο ή, υπό τους ίδιους όρους, μετά τη συζήτησή της και έως έκδοση της οριστικής απόφασης.

Η παράνομη ανακήρυξη συνδυασμού, επειδή κρίνεται ότι δεν πληρούσε μία από τις τασσόμενες νομοθετικά προϋποθέσεις, δεν μπορεί να παράγει τις έννομες συνέπειές της αποκλειστικά μεταξύ του ενιστάμενου και του καθού ή των καθών η ένσταση. Η παράβαση της εκλογικής νομοθεσίας κατά την ενέργεια προπαρασκευαστικής πράξης των εκλογών καταλαμβάνει οριζόντια την εκλογική διαδικασία. Όταν πρόκειται για την κατάρτιση και την ανακήρυξη συνδυασμών δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στις επίδικες βασικές εκλογικές περιφέρειες. Αφορά το σύνολο της Επικράτειας και όλες τις χωρικές εκλογικές ενότητες, στις οποίες υποψήφιος του συνδυασμού ανακηρύχθηκε βουλευτής. Στην περίπτωση των «Σπαρτιατών» τούτο δεν συνέβη. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο εξάντλησε την κρίση του στους βασικούς διαδίκους, δηλαδή στους ενιστάμενους και τους καθών, το πιθανότερο, επειδή δεν τηρήθηκαν, έως την πρώτη συζήτηση ή μετά από αυτήν και πριν από την έκδοση της ετυμηγορίας του, οι δικονομικές απαιτήσεις για τη διεύρυνση των διαδίκων. Και στο σημείο αυτό, οφείλουμε πάντως να αναμείνουμε το πλήρες κείμενο της απόφασης, αν και δεν είναι βέβαιο ότι θα αποκαλυφθεί με σαφήνεια ο λόγος που επέβαλε η θητεύουσα Βουλή να συνεχίσει να διαθέτει μέλη που, επίσης, ανακηρύχθηκαν παρανόμως. Δεν έχει καμία σημασία η επιγενόμενη «ανεξαρτητοποίηση» των περισσότερων από την κοινοβουλευτική ομάδα του συνδυασμού που ανακηρύχθηκε κατά παράβαση της εκλογικής νομοθεσίας.

V

1. Αν και η ετυμηγορία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου είχε προεξοφληθεί και η αποδοχή των ενστάσεων πρόβαλλε, εν πολλοίς, ως αναμενόμενη, η ανακοίνωση των βασικών σημείων του σκεπτικού των αποφάσεών του συγκέντρωσε, εύλογα, τα φώτα της δημοσιότητας. Από την ανάγνωσή τους επελέγησαν ζητήματα που προσφέρονταν επικοινωνιακά για να απασχολήσουν την κοινή γνώμη. Η επανάληψη της ψηφοφορίας στις επίδικες βασικές εκλογικές περιφέρειες αποκλήθηκε περιττή και ο αποκλεισμός της θεωρήθηκε ότι θα αφήσει κενές τις έδρες των τριών (3) βουλευτών, του προέδρου και δύο μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας των «Σπαρτιατών», των οποίων η ανακήρυξη ακυρώθηκε.

Έτσι, υποστηρίχθηκε στον, έντυπο και ηλεκτρονικό, Τύπο ότι η Βουλή θα συνεχίσει να λειτουργεί για το υπόλοιπο της θητείας της με ελλείπουσα σύνθεση. Εξάλλου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, επιδεικνύοντας προχειρότητα ή αλαζονεία και, σε κάθε περίπτωση, αδικαιολόγητη σπουδή, θα σπεύσει, μάλλον απρόκλητα, να δηλώσει ότι η εξέλιξη θα συμπαρασύρει, μειούμενο, τον αριθμό βουλευτών που απαιτούνται, κάθε φορά, για τη λήψη απόφασης. Τέλος, εκπρόσωποι της επιστήμης που κλήθηκαν να σχολιάσουν και να «εκλαϊκεύσουν» το σκεπτικό και τις συνέπειες των αποφάσεων, απέδωσαν τα επίμαχα σημεία τους, υπεραπλουστεύοντας, στην παράλειψη του κοινού νομοθέτη να καθορίσει με πληρότητα το περιεχόμενο της νέας ρύθμισης για την κατάρτιση των συνδυασμών!

2. Η Βουλή εκλέγεται για να λειτουργεί σε πλήρη σύνθεση. Δηλαδή, με ενεργά τα θητεύοντα μέλη της στο σύνολό τους. Πρόκειται για κανόνα, ο οποίος επιβάλλει, καταρχήν, την, κατά προτεραιότητα και αμελλητί, πλήρωση κάθε έδρας, ανεξαρτήτως της χρονικής στιγμής που κενώνεται στη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Γι’ αυτό, όταν κενωθεί, για οποιοδήποτε λόγο, σε βασική εκλογική περιφέρεια ή στην Επικράτεια, πρέπει να πληρωθεί άμεσα με την καθορισμένη στην εκλογική νομοθεσία διαδικασία (άρθρο 104, σε συνδυασμό με την παρ. 6 του άρθρου 3, του π.δ. 26/2012). Ο παραιτηθείς, ο εκπίπτων ή ο εκλιπών αντικαθίστανται από τους αναπληρωματικούς του ίδιου συνδυασμού, κατά τη σειρά ανακήρυξής τους, στην ίδια βασική εκλογική περιφέρεια.

Αν δεν υπάρχουν αναπληρωματικοί ή στην περίπτωση που εξαντληθούν, το τελευταίο συνιστά προϊόν μεθόδευσης, προκηρύσσεται αναπληρωματική εκλογή. Η διενέργειά της κάμπτει τον κανόνα της ολικής ανανέωσης της σύνθεσης της Βουλής και η εκφρασμένη νωπή λαϊκή ετυμηγορία αναδεικνύει νέο βουλευτή με διαφορετική πάντως, χρονικά και ποιοτικά, λαϊκή νομιμοποίηση εκείνης κατά την πλήρωση, το πρώτον, της κενωθείσας έδρας. Τέλος, η Βουλή συνεχίζει να λειτουργεί νόμιμα με ελλείποντα αριθμό βουλευτών, δηλαδή με κενές έδρες και χωρίς την προσφυγή σε αναπληρωματική εκλογή, το τελευταίο έτος της βουλευτικής περιόδου, όταν ο αριθμός τους δεν ξεπερνά τους εξήντα (60) (άρθρο 53 παρ. 2 Συντ.). Τότε και μόνον τότε χωρεί, συνταγματικά, εξαίρεση από τον κανόνα της πλήρους σύνθεσης.

3. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκρινε την επαναληπτική ψηφοφορία, στις επίδικες βασικές εκλογικές περιφέρειες και όχι μόνο για τις έδρες όσων βουλευτών η ανακήρυξη ακυρώθηκε, περιττή. Γι’ αυτό, δεν διέταξε τη διεξαγωγή της. Η ετυμηγορία του στο συγκεκριμένο σημείο της επέτρεψε σε πολλούς να υποστηρίξουν ότι η Βουλή θα λειτουργεί, εφεξής και έως τη διάλυσή της ή εωσότου συμπληρωθεί η τετραετής βουλευτική περίοδος, με ελλείπουσα σύνθεση. Πρόκειται για προσέγγιση που αγνοεί τα στοιχειώδη και παραγνωρίζει τα αυτονόητα. Εκκινεί από την αυθαίρετη παραδοχή ότι η επαναληπτική ψηφοφορία ταυτίζεται, νομικά και πραγματικά, με την αναπληρωματική εκλογή. Πρόκειται όμως για σαφώς διακριτές διαδικασίες.

Η επαναληπτική ψηφοφορία διατάσσεται από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, όταν κρίνει ότι το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας θα ήταν διαφορετικό δίχως τη διαπιστωθείσα παράβαση του νόμου σχετικά με την ενέργεια των εκλογών, διεξάγεται σε ολόκληρη ή σε ορισμένα τμήματα βασικής εκλογικής περιφέρειας και αφορά το σύνολο των βουλευτικών εδρών που της αναλογούν. Τέτοια ψηφοφορία ουδέποτε έχει διεξαχθεί μεταπολιτευτικά. Αντιθέτως, η αναπληρωματική εκλογή είναι η δεύτερη, κατά σειρά, προκρινόμενη διαδικασία για την πλήρωση κενών βουλευτικών εδρών στη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Προκηρύσσεται, όταν εξαντληθούν οι ανακηρυχθέντες αναπληρωματικοί βουλευτές του ίδιου συνδυασμού και στην ίδια βασική εκλογική περιφέρεια, συμμετέχουν όσοι συνδυασμοί το επιθυμούν και την κενή έδρα, αν είναι μία, την καταλαμβάνει ο πρώτος στην κατάταξη από τους υποψηφίους του συνδυασμού που θα επικρατήσει. Δηλαδή, εκείνος που συγκεντρώνει τη σχετική πλειοψηφία των εγκύρων ψηφοδελτίων. Αναπληρωματική εκλογή έχει διενεργηθεί μεταπολιτευτικά μία και μόνη φορά, τον Απρίλιο του 1992, στη βασική εκλογική περιφέρεια Β΄ Αθηνών.

4. Όταν τα επικυρωμένα αντίγραφα των αποφάσεων του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου αποσταλούν και φθάσουν στον Πρόεδρο της (άρθρο 34 του ν. 345/1976), τρεις (3) έδρες θα είναι, πλέον και τυπικά, κενές. Αναπληρωματικοί βουλευτές των «Σπαρτιατών» στις επίδικες βασικές περιφέρειες δεν υπάρχουν, επειδή είτε δεν ανακηρύχθηκαν είτε, αν και ανακηρύχθηκαν, δεν τους επιτρέπεται, συνεπεία της αποδοχής των ενστάσεων, να αντικαταστήσουν τους εκλεγέντες βουλευτές. Έτσι, οι κενές έδρες θα πληρωθούν, υποχρεωτικά, με την προσφυγή σε αναπληρωματική εκλογή. Για την προκήρυξή τους, ο Πρόεδρος της Βουλής θα ενημερώσει τον Υπουργό Εσωτερικών, στον οποίο επίσης θα έχουν αποσταλεί τα επικυρωμένα αντίγραφα των αποφάσεων (άρθρο 24 του ν. 345/1976), και το Υπουργικό Συμβούλιο θα προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την έκδοση του σχετικού ρυθμιστικού διατάγματος, στο οποίο θα ορίζεται η ημέρα διεξαγωγής της ψηφοφορίας σε καθεμία από τις επίδικες βασικές εκλογικές περιφέρειες. Την προτίμηση του εκλογικού σώματος θα διεκδικήσουν όσοι συνδυασμοί το επιθυμούν, όχι όμως οι «Σπαρτιάτες», και τις έδρες αναμένεται να καταλάβουν υποψήφιοι της κυβερνητικής πλειοψηφίας, στην περίπτωση που αυτή καταρτίσει συνδυασμό.

Από τη στιγμή που ο Πρόεδρος της Βουλής λάβει τις αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου έως την ορκωμοσία των βουλευτών που θα ανακηρυχθούν μετά την αναπληρωματική εκλογή στις επίδικες βασικές εκλογικές περιφέρειες, η Βουλή θα λειτουργεί, υποχρεωτικά, με διακόσια ενενήντα επτά (297) μέλη. Η αναγκαστική κάμψη του κανόνα της πλήρους σύνθεσης, αποτελεί εξαίρεση και, γι’ αυτό, πρέπει να είναι βραχεία. Επιβάλλεται, λοιπόν, να επιδειχθεί ιδιαίτερη μέριμνα, ώστε η εκκρεμότητα να μην παρατείνεται, άνευ ουσιαστικού λόγου, και η περίοδος αναμονής να περιοριστεί στον απολύτως αναγκαίο χρόνο. Καθόλη τη διάρκειά του η ελλείπουσα σύνθεση της Βουλής δεν επιτρέπεται να αποτελέσει, όπως κάποιοι απρόκλητα δήλωσαν, τη βάση υπολογισμού των καθορισμένων, συνταγματικά, πλειοψηφιών για τη λήψη απόφασης. Ο συνολικός αριθμός των βουλευτών, ακόμη και αν υπάρχουν προσωρινά έως την πλήρωσή τους τρεις (3) κενές έδρες, είναι, άνευ ετέρου, οι τριακόσιοι (300). Πρόκειται για αυτονόητη παραδοχή που δεν χρειάζεται να αναζητήσει τη θεμελίωσή της στον Κανονισμό της Βουλής και ειδικά στην πρόβλεψή του ότι, όπου απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού τους για τη λήψη απόφασης, η πλειοψηφία υπολογίζεται με βάση το συνολικό αριθμό των εδρών της Βουλής (άρθρο 74 παρ. 2).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

nine − three =