Διάγραμμα
Εισαγωγικά: Το ευρωπαϊκό και εθνικό περίγραμμα της ελληνικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας
Ι. Η καθιέρωση του θεσμού της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας
Ι.1. Προτάσεις και προθέσεις, από τη μεριά του ελληνικού πολιτικού προσωπικού
Ι.2. Η χαμηλή απήχηση του θεσμού της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας στην Ευρώπη
ΙΙ. Η πολιτική συναίνεση ως θεσμός συσπείρωσης των πολιτών εντός της δημοκρατίας
ΙΙ.1. Το θεωρητικό και εμπειρικό-ευρωπαϊκό υπόστρωμα της ακμής της πολιτικής συναίνεσης
ΙΙ.2 Η δυστοκία της πολιτικής συναίνεσης στην Ελλάδα: γεγονότα, αιτίες, επιπτώσεις
Επιλογικά: Κίνδυνοι και διέξοδοι για τη δημοκρατία, στην Ελλάδα και την Ευρώπη
Εισαγωγικά: Το ευρωπαϊκό και εθνικό περίγραμμα της ελληνικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας
To ευρωπαϊκό περιβάλλον που περιστοιχίζει τα δημοκρατικά συστήματα των εθνικών κρατών της Γηραιάς Ηπείρου, δεν είναι μόνο εκείνο που εκπροσωπείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους θεσμούς της. Είναι, επίσης, αυτό που αναπαριστάνει η ομοιογένεια των αντιδράσεων των εθνικών δημοκρατιών απέναντι στους ποικίλους και πολύμορφους παράγοντες που τις αποξενώνουν από τη σπονδυλική στήλη της δημοκρατίας, τους πολίτες. Η επαγγελματοποίηση της πολιτικής, η παντογνωσία των ειδικών και οι ετοιμοπαράδοτες τεχνοκρατικές λύσεις που ασπάζονται οι κυβερνήσεις για να λύσουν τα σύνθετα προβλήματα που σοβούν στις κοινωνίες, η διαφθορά στο δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο, η κοινωνικά ανεξέλεγκτη τεχνολογική εξέλιξη, είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που απειλούν τα δημοκρατικά συστήματα με διάβρωση της αντοχής τους να παράγουν πολιτικές λύσεις στα αδιέξοδα που γεννιούνται.
Η αντίδραση των συντεταγμένων δημοκρατιών απέναντι σ’ αυτούς και σε παρόμοιους παράγοντες, συγκεκριμενοποιείται με την συνταγματικό-πολιτική καθιέρωση θεσμών συμμετοχικής και διαβουλευτικής δημοκρατίας (démocratie participative, démocratie délibérative). Οι θεσμοί αυτοί, σε συνδυασμό μεταξύ τους, αποσκοπούν στην αναζωογόνηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μέσω τις ενίσχυσης της άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη νομοθετική διαδικασία και της συνακόλουθης τόνωσης αφενός του ενδιαφέροντός τους για τα κοινά, αφετέρου της εμπιστοσύνης τους στους πολιτικούς θεσμούς, με την υπό την «οπτική» της διαβουλευτικής δημοκρατίας συμμετοχή των πολιτών στην αποφασιστική διαδικασία να οξυγονώνεται από τη στοχαστική επιχειρηματολογία, την έλλογη αντιπαράθεση και την όποια αναθεώρηση θέσεων ή αποφάσεων επιφέρει κάθε ζωντανή διαδικασία συζήτησης και διαβούλευσης.1
Εξάλλου, σε πείσμα των «πολιτικά ορθών» αναλύσεων που αναδεικνύουν την υποφορά της δημοκρατίας στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δημοκρατικό έλλειμμα, ισχνές εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ακραία γραφειοκρατικοποίηση της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης κλπ.), αλλά και του πολιτικά ανέξοδου χαρακτήρα ορισμένων από τις διατάξεις της ιδρυτικής Συνθήκης περί των «δημοκρατικών αρχών» (θεμελίωση της Ένωσης στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία-άρθρο 10 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση [ΣΕΕ], συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων στην «καλή λειτουργία της Ένωσης»-άρθρο 12 ΣΕΕ), κι αυτή η ίδια η ΕΕ «στρατεύεται», κατόπιν επιλογής των «ιδιοκτητών» της ιδρυτικής Συνθήκης που είναι τα κράτη μέλη, στην προώθηση της συμμετοχικής δημοκρατίας στους κόλπους της. Σύμφωνα με το άρθρο 11παρ4 ΣΕΕ, που εντάχθηκε στην ιδρυτική Συνθήκη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας του 2009, πολίτες της Ένωσης μπορούν να πάρουν την πρωτοβουλία να καλέσουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της (δηλαδή του δικαιώματος νομοθετικής πρωτοβουλίας που διαθέτει, κατά τη «συνήθη νομοθετική διαδικασία», σύμφωνα με τα άρθρα 289 και 293 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ), να υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί θεμάτων στα οποία οι εν λόγω πολίτες θεωρούν ότι απαιτείται νομική πράξη της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών, υπό την προϋπόθεση ότι η πρωτοβουλία αυτή των πολιτών θα έχει συγκεντρώσει υπογραφές τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου πολιτών σημαντικού αριθμού κρατών μελών. Η λειτουργία του θεσμού της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών (ΕΠΠ) -όπως αυτός έχει επίσημα αποκληθεί- κατά τα τελευταία 15 χρόνια, είναι αξιοσημείωτο φαινόμενο συμμετοχικής δημοκρατίας στο πλαίσιο ενός πολιτειακού εγχειρήματος όπως είναι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπου -σύμφωνα με τη γνωσιακή καθοδήγηση του Jürgen Habermas– η δημοκρατία πραγματώνεται, ως προς το πρώτο σκέλος της ορολογίας της, ως δυνητική και μακρόπνοη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού δήμου, μέσω και ως αποτέλεσμα της κοινότητας πεπρωμένου για τους πολίτες των 27 κρατών μελών το οποίο διαμορφώνουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί με τις αποφάσεις τους.
Στη χώρα μας, με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών σε σχέση άλλες ευρωπαϊκές χώρες και μιας μόνο δεκαετίας σε σχέση με την καθιέρωση της ΕΠΠ, η συμμετοχική δημοκρατία με τη μορφή της «λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας» εντάχθηκε στο «οπλοστάσιο» του δημοκρατικού πολιτεύματος με την αναθεώρηση του ισχύοντος Συντάγματος 1975, με σαφήνεια περιβεβλημένη με ένα αμφίβολης γνωσιακής αξίας αλλά και πρακτικής πολιτικής σημασίας ευρωπαϊκό πρόσημο. Σύμφωνα με την παράγραφο 6 που προστέθηκε στο άρθρο 73 Συντ, η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία έγκειται στη δυνατότητητα να κατατίθενται, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, προτάσεις νόμων στη Βουλή, οι οποίες «με απόφαση του Προέδρου της παραπέμπονται στην οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή προς επεξεργασία και εν συνεχεία εισάγονται υποχρεωτικά προς συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια του Σώματος». Οι προϋποθέσεις που τίθενται είναι ποσοτικής και ποιοτικής φύσης: η κατάθεση πρότασης νόμου πρέπει να συνοδεύεται από υπογραφές 500.000 πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου· μπορούν να κατατίθενται μόνο έως δύο προτάσεις νόμων ανά κοινοβουλευτική περίοδο· οι προτάσεις δεν μπορούν να αφορούν θέματα δημοσιονομικά, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας· νόμος θα ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της συνταγματικής διάταξης.
Όσον αφορά το ευρωπαϊκό πρόσημο του νέου ελληνικού συνταγματικού θεσμού, τόσο από τα πρακτικά της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής του 20192 όσο και από τη γραπτή μαρτυρία ενός κοινοβουλευτικού που διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στη συγκεκριμένη συνταγματική αναθεώρηση,3 καθώς και από τις δυο μοναδικές -πλην όμως εμπεριστατωμένες- αναλύσεις του νέου θεσμού που δημοσιεύτηκαν στον νομικό τύπο,4 προκύπτει ότι στην μεγάλης έκτασης πλειοψηφία που σχηματίστηκε στη Βουλή υπέρ της προταθείσας συνταγματικής διάταξης έντος από την -τότε και σήμερα- κυβερνώσα πλειοψηφία συνέβαλε η πληροφόρηση που της διοχετεύτηκε για την «μεγάλη απήχηση» του θεσμού στα λοιπά κράτη μέλη και στην ίδια την Ένωση. Όπως θα εξηγηθεί στην αμέσως επόμενη ενότητα η «πληροφόρηση» εκείνη δεν ήταν απόλυτα ακριβής. Παρά ταύτα, η διανοητική κινητοποίηση που εκτυλίχτηκε με επίκεντρο τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία στους κόλπους της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής καθοδηγούνταν σαφώς από το αίτημα εκσυγχρονισμού -βλέπετε εξευρωπαϊσμού- των πολιτικών θεσμών· και πάλι όμως, για μια ακόμη φορά στη μακραίωνη ιστορία της ελληνικής Πολιτείας επιβεβαιώθηκε αυτό που έχει καταγραφεί από τον καθηγητή Γιάννη Βούλγαρη: ο εκσυγχρονισμός-εξευρωπαϊσμός των θεσμών είναι κατά ένα μέρος του μια διαδικασία παρακολούθησης και υιοθέτησης προτύπων και τάσεων που ανακύπτουν στον υπόλοιπο, αναπτυγμένο κόσμο.5
Το ζήτημα είναι ότι παρόμοιο «μιμητισμό» (χαρακτηρισμός για τη συμπεριφορά των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων απέναντι στις ευρωπαϊκές πολιτικές και πολιτισμικές επιρροές και προκλήσεις, στον οποίο αρεσκόταν ο Παναγιώτης Κονδύλης6) δεν επέδειξε το ελληνικό πολιτικό σύστημα καθόλη τη διάρκεια της μακράς μεταπολιτευτικής περιόδου όσον αφορά μια ιδιότητα εγγενή περισσότερο στα εθνικά πολιτικά συστήματα στην Ευρώπη (και πολύ λιγότερο, παρά τα αντιθέτως νομιζόμενα, στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση), ένα κοινό τόπο των εθνικών πολιτικών συστημάτων: την πολιτική συναίνεση, η οποία τηρείται στους κόλπους της αντιπροσωπευτικής και πλειοψηφικής δημοκρατίας. Χάρη στην πολιτική συναίνεση ανάμεσα σε αντίπαλα πολιτικό-ιδεολογικά στρατόπεδα, μεγιστοποιούνται οι κυβερνητικές αποφάσεις προς όφελος του συνόλου -ή έστω της ευρύτερης δυνατής έκτασης- των πολιτών· πραγματώνει έτσι, η πολιτική συναίνεση, την εκτατική συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων μετριάζει τις ιδεολογικό-πολιτικές διαιρέσεις, οι οποίες αποξενώνουν από τις αποφάσεις μια μικρή ή μεγάλη μερίδα -ανάλογα με την περίπτωση- του συνόλου των πολιτών.
Πράγματι, στη μεριά των εθνικών κρατών συχνότατες -ιδιαίτερα κατά την τελευταία εικοσιπενταετία- είναι οι περιπτώσεις που κυβερνούνται όχι τόσο από διακομματικές κυβερνήσεις όσο από μονοκομματικές κυβερνήσεις, οι οποίες εγγράφουν στην ημερήσια διάταξη των πεπραγμένων τους δημόσιες πολιτικές και αποφάσεις που πηγάζουν από την πολιτική συναίνεση την οποία εκμαιεύουν από το χώρο των πολιτικό-ιδεολογικών αντιπάλων τους (παραδείγματα που δίνει η πολιτική ζωή στις δυο χώρες της Ιβηρικής, στο Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία, την Αυστρία, στις Σκανδιναβικές χώρες). Στην ελληνική … γωνιά, οι κατά κανόνα μονοκομματικές κυβερνήσεις ολόκληρης της μεταπολιτευτικής περιόδου πορεύτηκαν γραμμικά, αταλάντευτα προς την κατεύθυνση της μετατροπής των πολιτικών αντιπάλων τους σε εχθρούς, τους οποίους πρέπει να συντρίψουν και να απαξιώσουν, κόβοντας γέφυρες επικοινωνίας με τις δυνάμεις του δημοκρατικού πολιτικού τόξου αντί να ανοίγουν διαύλους επικοινωνίας και συναίνεσης, διχάζοντας την κοινωνία, το εκλογικό σώμα, και, γεγονός αναπόφευκτο, σε πολλές περιπτώσεις, διασπώντας τη δική τους εσωτερική συνοχή.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία της συμμετοχικής δημοκρατίας είναι σε θέση να φωτίσει, την επιλογή, από τον αναθεωρητικό συνταγματικό νομοθέτη του 2019, της θεσμοθέτησης της παραγράφου 6 του άρθρου 73 Συντ (Ι). Από την άλλη μεριά, οι επιτυχείς εκβάσεις της πολιτικής συναίνεσης στα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη είναι κατά κυριολεξία το αρνητικό πρότυπο της ελληνικής εμπειρίας κυβερνησιμότητας της κοινωνίας (ΙΙ). Η «αντί-ευρωπαϊκότητα» την οποία αποπνέει η απουσία πολιτικής συναίνεσης εντός του ελληνικού πολιτικού συστήματος, προτείνεται να συναιρεθεί, σε επίλογο και επιγραμματικά, με διαθέσιμη εναλλακτική λύση απέναντι στη συμμετοχική δημοκρατία, έτσι όπως αυτή βιώνεται (;) στην Ελλάδα και στα λοιπά ευρωπαϊκά κράτη.
Ι. Η καθιέρωση του θεσμού της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας
Ι.1. Προτάσεις και προθέσεις, από τη μεριά του ελληνικού πολιτικού προσωπικού
Οι δυο μελέτες που όπως ήδη ειπώθηκε έχουν γραφεί για την καθιέρωση της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας από το ελληνικό Σύνταγμα το 2019,7 εξηγούν επαρκώς τις πολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη η σχετική θεσμοθέτηση και τον επακριβή ρόλο που κλήθηκε να παίξει, ως πρότυπο ή ως δικαιολόγησή της, η ευρωπαϊκή -εθνική και ενωσιακή- εμπειρία στον τομέα αυτό.
Εύστοχα υποδεικνύεται ότι σε όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου μέχρι σήμερα, η κοινωνία πολιτών ουδέποτε ενδιαφέρθηκε, μέσω των θεσμών που την εκφράζουν (επιστημονικές ενώσεις όπως η Ένωση Ελλήνων συνταγματολόγων, επαγγελματικά σωματεία όπως οι δικηγορικοί σύλλογοι, πανεπιστημιακές σχολές στα πεδία της νομικής και της πολιτικής επιστήμης κλπ.), για τη καθιέρωση, στο Σύνταγμα, της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας.
Ένα πολιτικό κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν εκείνο που ανέλαβε «εργολαβικά» την εγκαθίδρυσή της εντός της συνταγματικής τάξης επ’ ευκαιρία της τελευταίας συνταγματικής αναθεώρησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε προτείνει και πετύχει, με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διέθετε στην προτείνουσα Βουλή του 2015, η καθιέρωση της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας να είναι μέρος μιας δέσμης τριών συνταγματικών ρυθμίσεων που θα καθιέρωναν θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, ως απάντηση στην κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ως μέσο αποκατάστασης της ισχύος της και της αξιοπιστίας της στα μάτια των πολιτών, οι οποίοι, με τον τρόπο αυτό, ως φορέας της λαϊκής κυριαρχίας θα προσέδιδαν στη δημοκρατία αληθινή αξία, με παράκαμψη των διάμεσων της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Τα άλλα δυο προταθέντα από τον ΣΥΡΙΖΑ μέτρα άμεσης δημοκρατίας, ήταν η αναθεώρηση του άρθρου 44παρ2 Συντ σχετικά με τη διενέργεια δημοψηφίσματος κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας (με τη συγκέντρωση υπογραφών) και με τη λαϊκή ετυμηγορία να καθίσταται υποχρεωτική, καθώς και η αναθεώρηση του άρθρου 28παρ2 και 3 Συντ προκειμένου να διεξάγεται υποχρεωτικά δημοψήφισμα σχετικά με διεθνή συνθήκη βάσει της οποίας η Ελλάδα προβαίνει σε περιορισμούς ως προς ην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της (άρθρο 28παρ3 Συντ). Στη Βουλή του 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πλέον περιέλθει στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η νέα κυβερνώσα πλειοψηφία -της Νέας Δημοκρατίας- αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε σκέψη να υιοθετηθούν οι δυο τελευταίες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ (με το κύριο επιχείρημα ότι η λαϊκή πρωτοβουλία για τη διενέργεια δημοψηφίσματος ενέχει τον κίνδυνο χειραγώγησης του εκλογικού σώματος από μειοψηφικές απόψεις που διακινούνται εντός της κοινωνίας, και το δημοψήφισμα για τις Συνθήκες του άρθρου 28παρ3 Συντ θα θέσει σε κίνδυνο την ανάληψη υποχρεώσεων από την Πολιτεία στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης). Αντίθετα, η νέα κυβερνώσα πλειοψηφία του 2919 ενστερνίστηκε την ιδέα της πρότασης της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, την αναδιατύπωσε προτείνοντας τους περιοριστικούς όρους που σήμερα τη συνοδεύουν κατά το άρθρο 73παρ6 -οι οποίοι έγιναν δεκτοί με ευρεία πλειοψηφία-, τούτο δε με το σκεπτικό ότι αφενός η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία δεν αποδυναμώνει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αφού η Βουλή έχει τον κυρίαρχο, τελευταίο λόγο στη νομοθετική πρόταση των πολιτών, αφετέρου -πράγμα που εδώ ενδιαφέρει περισσότερο- ότι ο θεσμός αυτός έχει «απήχηση» στα λοιπά κράτη μέλη της ΕΕ, όπως και στην ίδια την Ένωση, και με την καθιέρωσή του στην ελληνική συνταγματική τάξη η χώρα θα ενταχθεί στο κοινό, ευρωπαϊκό υπόδειγμα της προηγμένης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
H τεκμηρίωση της ευρωπαϊκής διάστασης της εισαγωγής της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας στο Σύνταγμα, ήταν από περισσότερες της μιας απόψεις ανακριβής. Από τα πρακτικά της Ολομέλειας της Βουλής που αποφάσισε το τελικό περιεχόμενο της αναθεωρηθείσας διάταξης προκύπτει ότι ένας πίνακας με τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν υιοθετήσει, με ποικίλες παραλλαγές, το θεσμό της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, είχε κατατεθεί από περισσότερους του ενός βουλευτές.8 Ο πίνακας αυτός κατέστη προσβάσιμος στο ευρύ κοινό με τη δημοσίευσή του στο βιβλίο που εξέδωσε για τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 ο γενικός εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Ευριπίδης Στυλιανίδης.9 Καταρχάς, από τον πίνακα προκύπτει ότι τον θεσμό αυτό έχουν ενστερνιστεί μόνο εικοσιένα (21) από τα σαράντα- επτά (47) μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και ότι στον εν λόγω αριθμό περιλαμβάνονται μόλις δέκα (10) από τα 27 κράτη μέλη της Ένωσης. Έπειτα, από αυτά τα 21 κράτη, τα οκτώ (8), παράλληλα με το θεσμό της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας έχουν νομοθετήσει τη λαϊκή πρωτοβουλία για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, ενώ τέσσερα (4) από τα 8 κράτη είναι μέλη της ΕΕ. Το κυριότερο «συμβάν» που συνόδευσε τη γνωστοποίηση του πίνακα αυτού τους βουλευτές ήταν ότι δεν τους διευκρινίστηκε ότι η εφαρμογή, στην πράξη, της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη είναι σπάνια! Η διευκρίνηση αυτή δόθηκε, στην … κοινή γνώμη, τέσσερα χρόνια μετά την έγκριση από τη Βουλή της διάταξης του άρθρου 76παρ3 Συντ, από τον γενικό εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας, στο βιβλίο του που ήδη αναφέρθηκε!!10 Με άλλα λόγια, οι Έλληνες βουλευτές ενέκριναν την ένταξη στην εθνική συνταγματική τάξη ενός θεσμού, του οποίου τόσο την καθιέρωση -που κάθε άλλο παρά «πανευρωπαϊκή» μπορεί να θεωρηθεί- όσο και την εφαρμογή στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ένωσης την διέπει η αδιαφορία ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο περιστασιακός τους χαρακτήρας.
Εξάλλου, η ίδια ακριβώς μοίρα έχει επιφυλαχτεί στη διάταξη του άρθρου 73παρ6 Συντ, η οποία επί έξι χρόνια παραμένει ανενεργή, αφού ο νόμος που θα εξειδικεύει και θα ρυθμίζει τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της δεν έχει καν προταθεί προς έγκριση από τη Βουλή ούτε από την κυβέρνηση ούτε την αντιπολίτευση -ούτε από τη μείζονα ούτε την ελάσσονα-.
Ι.2. Η χαμηλή απήχηση του θεσμού της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας στην Ευρώπη
Τα μέλη της Βουλής θα μπορούσαν να είχαν πρόσβαση στην έκθεση της Επιτροπής της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης (της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δημοκρατία δια του δικαίου, όπως είναι η επίσημη ονομασία του ευρωπαϊκού οργάνου) του 2008 για το θεσμό της νομοθετικής πρωτοβουλίας στα κράτη μέλη του οργανισμούς, όπου τονίζεται ότι η καθιέρωση του θεσμού σε χώρες μέλη μόνο προβλήματα δημιουργεί: είναι, παντού, υπαρκτός ο κίνδυνος οι νομοθετικές προτάσεις που υποβάλλονται από πολίτες να υπόκεινται σε κορπορατίστικα συμφέροντα και να ασκούν πιέσεις στο κοινοβούλιο για την εξεύρεση εύθραυστων συμβιβασμών, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πάντα υπόψη το γενικό, εθνικό συμφέρον.11 Από την άλλη μεριά, ούτε η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ είχε μπει στον κόπο να ενημερώσει τους βουλευτές, έστω για λόγους πολιτικής ορθότητας, ότι ούτε η λαϊκή πρωτοβουλία για τη διενέργεια δημοψηφίσματος είναι θεσμός που έχει γίνει ευρέως αποδεκτός από τα δημοκρατικά συστήματα των κρατών ούτε, όπου έχει συνταγματικά καθιερωθεί, τυγχάνει συχνής εφαρμογής: ο θεσμός του δημοψηφίσματος το οποίο διενεργείται κατόπιν πρωτοβουλίας των πολιτών υφίσταται σε τριάντα έξι (36) χώρες σύμφωνα με τους πανεπιστημιακούς Raul Magni-Berton και Clara Egger, και σε 40 χώρες σύμφωνα με τις πηγές της ιστοσελίδας direct-democracy-navigator.org του Πανεπιστημίου του Wuppertal, που συνεργάζεται με το Ινστιτούτο νομοθετικών πρωτοβουλιών και δημοψηφισμάτων στην Ευρώπη του ίδιου πανεπιστημίου· σε τουλάχιστον από τις μισές από τις απαριθμούμενες χώρες ουδέποτε διενεργήθηκε δημοψήφισμα κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας.12
Έτσι, στην Ισπανία, που θεωρείται μια χώρα η οποία προ πολλών ετών κατοχύρωσε συνταγματικά το θεσμό της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας (με το δημοκρατικό Σύνταγμα που εισάχθηκε, το 1978, μετά την πτώση της δικτατορίας του Franco), πάνω από μια ντουζίνα πρωτοβουλίες πρότασης νόμων από τους πολίτες, που αφορούσαν μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων (από την ημερήσια διάρκεια της εργασίας και τις εξώσεις από ακίνητα μέχρι την υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια και την αναγνώριση της ταυρομαχίας ως πολιτιστικού αγαθού), κατόρθωσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης από το Congreso de los Diputados, πλην όμως καμία δεν εγκρίθηκε από το νομοθετικό σώμα.13 Στην Ελβετία, που έχει ιστορικά εδραιωμένη παράδοση άμεσης δημοκρατίας, η συνταγματική πρόνοια για τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία (τη «γενική» λαϊκή πρωτοβουλία όπως επίσημα αποκαλείται, για να διαφοροποιείται από την λαϊκή πρωτοβουλία για δημοψήφισμα, που συνηθέστατα αφορά ειδική και συγκεκριμένη θεματική, χωρίς να συνδέεται κατ’ ανάγκη με τη νομοθέτηση) εξειδικεύτηκε με ομοσπονδιακό νόμο που εγκρίθηκε με δημοψήφισμα και με την ψήφο και των δυο σωμάτων του ελβετικού κοινοβουλίου το 2003, καταργήθηκε όμως με την ίδια διαδικασία το 2009, δίχως -στο μεταξύ- να έχει εφαρμοστεί στην πράξη, και τούτο διότι κρίθηκε από το ελβετικό κοινοβούλιο ότι η νομοθεσία καθιστούσε τη διαδικασία της νομοθετικής πρωτοβουλίας «περίπλοκη, απρόβλεπτη και χρονοβόρα», επειδή η δυαδικότητα του κοινοβουλίου (αποτελείται από το Γενικό συμβούλιο και το Συμβούλιο των Πολιτειών, δηλαδή των καντονιών) απαιτούσε να συμφωνούσαν απόλυτα, και τα δύο σώματα, σχετικά με τη λαϊκή νομοθετική πρόταση, πάνω στο περιεχόμενο και τη συνταγματικότητά της.14
Εκτός της Ελβετίας, άλλη μια ιστορική δημοκρατία της Ευρώπης -πλην όμως «ανήσυχη» και σε διαρκή ανανέωση τελούσα-, εκείνη της Γαλλίας, έχει να επιδείξει αδιαφορία για το θεσμό της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Ωστόσο, μια κινητικότητα υπέρ της αναστροφής της στάσης αυτής σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια, με επίκεντρο το δικαίωμα αναφοράς των πολιτών, το οποίο, σε αντίθεση με το δικαίωμα αναφοράς γενικά στις «αρχές» που αναγνωρίζεται, επί παραδείγματι, σε κάθε μεμονωμένο πολίτη ή «σε πολλούς μαζί» από το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 10), αναγνωρίζεται στο άρθρο 72παρ1 του γαλλικού Συντάγματος μόνο όταν η αναφορά απευθύνεται στις «τοπικές αρχές» (collectivités territoriales). Το 2008 αναγνωρίστηκε το δικαίωμα αναφοράς σε μαζική κλίμακα (πρέπει να υποστηρίζεται από 100.000 υπογραφές πολιτών δεκαέξι ετών και άνω, γαλλικής ιθαγένειας και με μόνιμη διαμονή στο γαλλικό έδαφος) στην Οικονομική, Κοινωνική και Περιβαλλοντική Επιτροπή της Γαλλίας, η οποία υποχρεώνεται να συντάξει έκθεση επ’ αυτής μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Επίσης, το 2019, τόσο η Εθνοσυνέλευση όσο και η Γερουσία τροποποίησαν τους εσωτερικούς κανονισμούς τους ώστε, εφόσον μια αναφορά υποστηρίζεται από υπογραφές 500.000 πολιτών, τα προεδρεία των δυο σωμάτων να μπορούν να διεξάγουν απλώς μια κοινή συνεδρίαση επί του αντικειμένου της αναφοράς και τίποτε άλλο πέραν αυτής. Η μοναδική φορά όπου μια ευρεία κινητοποίηση της κοινωνίας πολιτών κατόρθωσε να συγκεντρώσει άνω των 500.000 υπογραφές (2 εκατομμύρια και 100 χιλιάδες, για την ακρίβεια) αφορούσε την υποβολή αναφοράς, στις 7 Αυγούστου 2025, στα δυο νομοθετικά σώματα της χώρας, με την οποία ζητούνταν να καταργηθεί με νέο νόμο η άρση της απαγόρευσης του 2010 προς τους αγρότες να χρησιμοποιούν ένα εξαιρετικά τοξικό αγροτικό φάρμακο, την οποία είχε εισάγει διάταξη του νόμου για την άσκηση του επαγγέλματος του αγρότη που οι δυο νομοθέτες είχαν εγκρίνει ένα μόλις μήνα πριν (τον Ιούλιο 2025).15
Στη μεριά της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών είναι δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να ανανεώσει το ενδιαφέρον για το θεσμό της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας που δοκιμάζεται -κυριολεκτικά και μεταφορικά- στα κράτη μέλη της ΕΕ. Μια από τις προϋποθέσεις αυτές θα ήταν ο ισχύων κανονισμός του 2019 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (αντικατέστησε τον αρχικό κανονισμό του 2011), που εξειδικεύει την εφαρμογή του άρθρου 11 ΣΕΕ, να καθιστούσε την διαδικασία της ΕΠΠ πιο προσιτή και κατανοητή από τους πολίτες. Είναι δύσκολο να βεβαιωθεί ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που, ναι μεν διατηρείται σε ισχύ η βασική προϋπόθεση για την εγκυρότητα της πρωτοβουλίας κατά την οποία η πρόταση προς την Επιτροπή να αναλάβει την πρωτοβουλία έκδοσης νομικής πράξης επί του θέματος που εισηγείται η συγκεκριμένη ΕΠΠ να έχει συλλέξει τις υπογραφές τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου πολιτών της Ένωσης από τουλάχιστον το ένα τέταρτο των κρατών μελών, όμως προστίθεται η δυσνόητη, εκ πρώτης όψεως, προϋπόθεση, «τουλάχιστον στο ένα τέταρτο των κρατών μελών ο αριθμός των υπογραφόντων [να] είναι τουλάχιστον ίσος προς τον ελάχιστο αριθμό (…) ο οποίος αντιστοιχεί στον αριθμό των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκλέγονται στο αντίστοιχο κράτος μέλος, πολλαπλασιαζόμενο επί τον συνολικό αριθμό των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά τον χρόνο καταχώρισης της πρωτοβουλίας».16
Από την άλλη πλευρά, η αξίωση συλλογής ενός εκατομμυρίου υπογραφών δεν είναι καθόλου υπερβολική: ο αριθμός αντιστοιχεί σε ένα εκλογικό σώμα 360 εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών, τη στιγμή που το μισό εκατομμύριο υπογραφές που απαιτούνται για να «εισακουστεί» μια συλλογική αναφορά από το Γαλλικό κοινοβούλιο αντιστοιχεί σε ένα εκλογικό σώμα 45,5 εκατομμυρίων και ο ίδιος αριθμός υπογραφών στην Ελλάδα αντιστοιχεί σε ένα εκλογικό σώμα μόλις 9,8 εκατομμυρίων πολιτών. Παρά ταύτα, από τις 265 πρωτοβουλίες πολιτών που έχουν μέχρι σήμερα ενεργοποιηθεί από το 2012, μόνο δέκα (10) έχουν τύχει ουσιαστικής επεξεργασίας και απάντησης (θετικής, όσον αφορά την ανάληψη κανονιστικής ή νομοθετικής δράσης) από την Επιτροπή, ενώ μία ακόμη τελεί υπό εξέταση.17 Αυτό που δεν θεωρείται δεδομένο είναι η ικανότητα της κοινωνίας πολιτών να κινητοποιείται σε ευρωπαϊκή κλίμακα για κοινού ενδιαφέροντος ζητήματα και να αξιοποιεί έναν βαθιά δημοκρατικό μηχανισμό όπως είναι η ΕΠΠ, ο οποίος μπορεί να αντιπαρατεθεί στις συχνές επικρίσεις για δημοκρατικό έλλειμμα που δέχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Καταμαρτυρήθηκε, πρόσφατα, η εμπειρία της εκτεταμένης και αποτελεσματικής κινητοποίησης της ευρωπαϊκής κοινωνίας πολιτών για τη συλλογή του απαιτούμενου ενός εκατομμυρίου υπογραφών για πρωτοβουλία που αφορούσε την απαγόρευση των ψευδοεπιστημονκών θεραπειών μετατροπής (conversion therapies), η οποία κατάφερε να συγκεντρώσει τις υπολειπόμενες οκτακόσιες χιλιάδες υπογραφές μέσα στην προθεσμία που είχε θέσει η Επιτροπή ώστε να μπορέσει να καταχωρίσει στο μητρώο της διαδικασίας την πρωτοβουλία αυτή.18 Περαιτέρω, μια ώθηση στην αποτελεσματικότητα της διαδικασίας της ΕΠΠ έδωσε αναιρετική απόφαση του 2024 του Δικαστηρίου της Ένωσης, με την οποία κρίθηκε, σχετικά με ΕΠΠ που αφορούσε την άσκηση της πολιτικής συνοχής της ΕΕ εις τρόπον ώστε να ευνοούνται γεωγραφικές περιοχές εντός του εθνικού κράτους με ξεχωριστά εθνικά, εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά χωρίς να διαθέτουν διοικητική αυτονομία, ότι, για την επίτευξη των στόχων της ΕΠΠ που συνίστανται στην ενθάρρυνση της συμμετοχής των πολιτών στη δημοκρατική ζωή της Ένωσης και στο να καταστεί η Ένωση πιο προσιτή σε αυτούς, θα πρέπει η εξουσία καταχώρισης των προτάσεων που διαθέτει η Επιτροπή να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί η Επιτροπή να καταχωρίζει μέρος μόνον της προτάσεων και να μην τις απορρίπτει στο σύνολό τους με το επιχείρημα ότι κείνται, συλλήβδην, εκτός των αρμοδιοτήτων της ΕΕ.19
Με την εξαίρεση της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών της ΕΕ, που γεννά προσδοκίες για την ανθεκτικότητα της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας έστω στο υπερεθνικό επίπεδο (εντός του οποίου, ας τονιστεί, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι ακέραιη), το ερώτημα που τίθεται είναι ποια είναι η δύναμη που πείθει τα ευρωπαϊκά κράτη -και την Ελλάδα συγκεκριμένα- να εγκλωβίζουν τη συμμετοχική-διαβουλευτική δημοκρατία εντός ενός θεσμού με χαμηλό δείκτη εφαρμοστικότητας.
Ίσως η απάντηση στο ερώτημα να έχει να κάνει με μια κεκτημένη ταχύτητα, ένα κοινωνικό αυτοματισμό, έντονα σημαδεμένους με μια γραφειοκρατική λογική, από τους οποίους εμφορούνται οι κυβερνήσεις όταν θεωρούν (δικαιολογημένα, είναι η αλήθεια) ότι η δημοκρατία είναι μια διαδικασία που πρέπει αδιάκοπα να εξελίσσεται, να εμβαθύνεται. Όσο αληθινό και αν είναι αυτό το χαρακτηριστικό της δημοκρατίας,20 άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι η αποξένωση των πολιτών από τους δημοκρατικούς θεσμούς, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης τους στα πολιτικά κόμματα, η απολιτικοποίησή τους (η οποία εκδηλώνεται λιγότερο με τη μορφή της αδιαφορίας για τα πολιτικά ζητήματα και της αποχής από τις εκλογές, περισσότερο δε με την αλλαγή στη φύση της πολιτειότητας: την εγκατάλειψη της αντίληψης για την κοινωνία ως συνόλου και την ριζοσπαστικοποιημένη πρόταξη των ιδιαιτεροτήτων, που αρνούνται τη «συνολική προγραμματική συνοχή»21), εν μέρει μόνο θεραπεύονται από τη δημιουργία συμμετοχικών και διαβουλευτικών θεσμών: τα υπονομευτικά για τη δημοκρατία φαινόμενα, που επικεντρώνονται στο πρώτο σκέλος της, στον δήμο, στους πολίτες, προκαλούνται από τις ασκούμενες δημόσιες πολιτικές των κυβερνώντων, οι οποίες έχουν γεννήσει την οικολογική και κλιματική κρίση, την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, τη διαμόρφωση από αδιαφανείς αλγόριθμους της δημόσιας συζήτησης, την απειλή της τεχνητής νοημοσύνης να εκτοξεύσει στο δημόσιο χώρο της επιρροή των”fake news”, την «επαρχιωτοποίηση» (provincialisation) της Ευρώπης εντός των παγκόσμιων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, κ.ο.κ.· πρόκειται για πολιτικές, που μόνο η αντικατάσταση τους από πολιτικές ανθρωπιστικά εμπροσθοβαρείς είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη λειτουργικότητα της δημοκρατίας και το κύρος της πολιτικής που αδιάσπαστα συνδέεται με αυτή.
ΙΙ. Η πολιτική συναίνεση ως θεσμός διευρυμένης συμμετοχής των πολιτών στη δημοκρατία
Η πολιτική συναίνεση, τόσο ως μέθοδος λήψης των αποφάσεων (ως consensus) όσο, και κυρίως, ως αναζήτηση και επίτευξη λύσεων βασισμένων στον κατά περίπτωση χαμηλότερο ή υψηλότερο κοινό παρονομαστή μεταξύ των ετερογενών απόψεων, ιδεολογικών θέσεων ή συμφερόντων που διακινούνται εντός του πολιτικού συστήματος μιας χώρας, ούτε από δογματική ούτε από ιστορική άποψη μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέσο ή μορφή συμμετοχικής δημοκρατίας. Ωστόσο, όταν η πολιτική συναίνεση συγκεκριμενοποιείται ως σχέση συμπόρευσης ή συνεταιρισμού ανάμεσα στην πλειοψηφία του πολιτικού σώματος και στη μειοψηφία, ένα καθόλου ευκαταφρόνητο μέρος των πολιτών, εκείνοι που ανήκουν στη μειοψηφία, καθίστανται συμμέτοχοι στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, διευρύνουν τα όρια της αντιπροσώπευσης και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την παραγωγή από το δημοκρατικό πολίτευμα ευρέως αποδεκτών και βιώσιμων λύσεων στα προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία.
ΙΙ.1. Το θεωρητικό και εμπειρικό-ευρωπαϊκό υπόστρωμα της ακμής της πολιτικής συναίνεσης
Σύμφωνα με το μεγάλο Γάλλο φιλόσοφο του 20ου αιώνα Raymond Aron (στο τελευταίο μέρος της τριλογίας του με το γενικό τίτλο Κοινωνιολογία των βιομηχανικών κοινωνιών, σκιαγράφηση μιας θεωρίας των πολιτικών καθεστώτων–Sociologie des sociétés industrielles, esquisse d‘une théorie des régimes politiques), η πολιτική συναίνεση είναι ένας από τους πέντε «κοινούς τόπους» που χαρακτηρίζουν την «κοινότητα» των φιλελεύθερων εθνικών δημοκρατιών στην ευρωπαϊκή ήπειρο, μαζί, δηλαδή, με τον πλουραλισμό, με την αρχή της πλειοψηφίας κατά τη λήψη των αποφάσεων από τον «δήμο» (πλειοψηφική δημοκρατία) έμμεσα δια των αντιπροσώπων του και άμεσα με δημοψηφίσματα –στην πρωτότυπη ή στην «ερζάτς» εκδοχή τους-, με την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και με το κράτος δικαίου.22 Στην πράξη, η πλειοψηφική δημοκρατία είναι εκείνη που νευρώνεται από το ειδοποιό στοιχείο της πολιτικής συναίνεσης. Πρόκειται για το πολιτικό ήθος και ύφος (το οποίο ενστερνίζονται οι πολιτικές δυνάμεις που δρουν εντός του δημοκρατικού τόξου) της εξισορρόπησης ανάμεσα στις αντίρροπες δυνάμεις αφενός της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, η οποία προορίζεται να αποφασίζει, αφετέρου της μειοψηφίας, η οποία προορίζεται παθητικά –καταρχάς- να νομιμοποιεί την πλειοψηφική επιλογή. Η λήψη πολιτικών αποφάσεων από την εκάστοτε κυβερνώσα πλειοψηφία κατά τρόπο και με περιεχόμενο τέτοιο που να μην αποξενώνεται από τις αποφάσεις αυτές η μειοψηφία, εντέλει αυτό που η κελσενιανή διδαχή αποκαλεί αμοιβαία επιδίωξη συμβιβασμών από την πλειοψηφία και τη μειοψηφία, είναι ένδειξη ζωτικότητας της δημοκρατίας.23 Πράγματι, ο Hans Kelsen, όπως και άλλοι νομικοί και πολιτικοί στοχαστές, έχουν επεξεργαστεί θεωρητικά το συμβιβασμό ως μηχανισμό διαχείρισης και επίλυσης των εγγενών στη δημοκρατία αντιθέσεων και διαφωνιών, αν και με διαφορετικές ονοματολογίες: ως «αρχή της μετριοπάθειας», που πρυτανεύει στο δημοκρατικό πολίτευμα·24 ως, κατά τον Roland Dworkin, «πραγματική» δημοκρατία, η οποία, δηλαδή, θα παρέχει τη δυνατότητα στους πολίτες που έχουν χάσει μια πολιτική μάχη από την πλειοψηφία να θεωρούν πώς ό,τι έπραξε η κοινότητα είναι και δική τους πράξη.25
Η πολιτική συναίνεση καταλογίζεται συχνά στις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.26 Στην πράξη, η συναίνεση είναι βασικό χαρακτηριστικό της ΕΕ τόσο σε επίπεδο ιστορικών αποφάσεων όσο και σε επίπεδο καθημερινής λήψης αποφάσεων, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να θεωρείται ένδειξη ότι η Ένωση προσεγγίζει ένα “συνταιριαστικό” (consociational) μοντέλο δημοκρατίας.27 Από την άλλη μεριά, ενώ πολλοί ειδικοί ανέμεναν ότι η μεγάλη διεύρυνση του 2004 θα έθετε σε κίνδυνο την κουλτούρα της συναίνεσης, μια ανάλυση της νομοθετικής δραστηριότητας μετά το 2004 αποκάλυψε τη διατήρηση της συναίνεσης στη λήψη αποφάσεων.28 Ωστόσο, μια δεκαετία μετά τη μεγάλη διεύρυνση, δικαιολογημένα τίθεται το ερώτημα αν η διαρκής και πολυδιάστατη κρίση που διαπερνά την ευρωπαϊκή θεσμική οικοδόμηση υπονομεύει αυτή τη θεμελιώδη αρχή, δεδομένου ότι είναι νωπή ακόμη η ανάμνηση της δυσκολίας με την οποία οι Ευρωπαίοι ηγέτες αντιμετώπισαν από κοινού τις δέουσες απαντήσεις και λύσεις στην κρίση της ευρωζώνης στις αρχές της δεκαετίας του 2010, και ενώ παρατεταμένη είναι η δυσχέρεια των εθνικών πολιτικών ηγεσιών να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την αντικανονικότητα των μεταναστευτικών ροών από την Αφρική και την Άπω Ανατολή, την ανεξέλεγκτη κλιματική κρίση και την πρόκληση να απεξαρτηθεί η Ευρώπη από την ένταξή της στις κλονιζόμενες ευρω-ατλαντικές «πολεμοκεντρικές» δομές και να οικοδομήσει μια ανεξάρτητη αμυντική οντότητα, ικανή να συμβάλλει με ταυτοτικά χαρακτηριστικά στις παγκόσμιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Καθώς δεν είναι μεθοδολογικά και τόσο πρόσφορο να προσβλέπει κανείς ότι το πολιτικό σύστημα της ΕΕ, με την πολιτική συναίνεση να επικρατεί στους κόλπους του -έστω με σοβαρές διακυμάνσεις-, μπορεί αποτελέσει πρότυπο οργάνωσης και λειτουργίας των πολιτικών συστημάτων των κρατών μελών (οι αφετηρίες της πολιτικής αντιπαράθεσης και συναίνεσης στο ευρωπαϊκό επίπεδο είναι αμιγώς εθνική, ενώ στο πλαίσιο των κρατών μελών είναι αμιγώς ιδεολογική), το κρατικής υφής ευρωπαϊκό πολιτικό σύνολο είναι εκείνο που παράγει κοινές ιδιότητες και κοινά κεκτημένα της πολιτικής συναίνεσης. Είναι αυτές τις κοινές ιδιότητες και τα κοινά κεκτημένα που η «μεσήλικη» ελληνική δημοκρατία δεν κατάφερε να αντλήσει και να συμμεριστεί κατά τα τελευταία πενήντα και πλέον χρόνια, εις τρόπον ώστε να βρισκόταν και να παρέμενε σταθερά σε τροχιά διαρκούς εμπλουτισμού και ισχυροποίησής της.
Καθρέφτης της πολιτικής συναίνεσης στην Ευρώπη είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας ή συνασπισμού που σχηματίζονται στη βάση περίτεχνων συμβιβασμών για τη διακυβέρνηση των κοινωνιών, στους οποίους καταλήγουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ πολιτικών κομμάτων που διασπείρονται σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Μια συγκριτική έρευνα που είχε διεξαχθεί το 2022 από τα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ, σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσων (IFRI), φανέρωνε ότι κυβερνήσεις συνασπισμού ίσχυαν στα εικοσιένα (21) από τα 27 κράτη μέλη της Ένωσης (εκτός, δηλαδή, από τη Γαλλία, την Πορτογαλία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Κύπρο και την Ελλάδα).29
Υπάρχουν διάφορα συστήματα κυβερνητικών συνασπισμών στην Ευρώπη. Το γερμανικό σύστημα είνα ένα από αυτά, που συχνά συνίσταται στους αποκαλούμενους «Μεγάλους Συνασπισμούς»: στην προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είχε συμμαχήσει με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους για το σχηματισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης· στην τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Χριστιανοκοινωνιστές έχουν σχηματίσει κυβέρνηση με τους Πράσινους. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στο Βέλγιο και τις Κάτω-Χώρες. Συντρέχουν, επίσης, συστήματα συνασπισμού με ισχυρή πλειοψηφική δομή, είτε ως Δεξιά είτε ως Αριστερά μπλοκ εξουσίας. Τούτο συμβαίνει σήμερα, αντίστοιχα, στην Ιταλία και την Ισπανία. Ακόμη, στις σκανδιναβικές χώρες υπάρχουν συστήματα στα οποία οι κυβερνητικοί συνασπισμοί δεν έχουν απαραίτητα την πλειοψηφία στα εθνικά κοινοβούλια. Στις περιπτώσεις αυτές, είτε ο συνασπισμός τοποθετείται στα Αριστερά είτε στα Δεξιά του κομματικού φάσματος, η κυβέρνηση μειοψηφίας που σχηματίζεται, για να περάσει νόμους και -ιδιαίτερα- τον κρατικό προϋπολογισμό αναζητά και σχηματίζει, συναινετικά, εφήμερες πλειοψηφίες πέρα από το δικό της πολιτικό χώρο, οι οποίες αποδεικνύονται εξόχως λειτουργικές.30
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Γαλλία, όπου, μετά την πρόωρη και αιφνιδιαστική διάλυση του κοινοβουλίου από τον πρόεδρο Macron τον Ιούλιο 2024 και την απώλεια της πλειοψηφίας στη νέα Εθνοσυνέλευση από το κόμμα που πρόσκειται σε αυτόν (La Renaissance), λόγω του προεδρικού συστήματος που έχει εγκαθιδρύσει η Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία ο διορισμός της κυβέρνησης γίνεται προνομιακά από τον αρχηγό του κράτους, χωρίς αυτή να περιβάλλεται με ψήφο εμπιστοσύνης από το νομοθετικό σώμα. Ως αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του Ιουλίου 2024, το κομματικό φάσμα τριχοτομήθηκε στην Κεντροδεξιά, την Αριστερά και την Ακροδεξιά, ο δε Γάλλος πρόεδρος αρνείται, έκτοτε, να διορίσει κυβέρνηση προερχόμενη από το μπλοκ των κομμάτων της Αριστεράς (Nouvel Front Populaire: NFP) που κατέκτησε τη σχετική πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, ώστε να ανοιγόταν, πιθανά, ο δρόμος για μια πλειοψηφική διακυβέρνηση βασισμένη στην πολιτική συναίνεση ανάμεσα στην Κεντροδεξιά (όπου ανήκει και το «μακρονικό» κόμμα La Renaissance) και στο NFP. Οι αλλεπάλληλες μονοκομματικές κυβερνήσεις που έχουν διοριστεί από το 2024 μέχρι σήμερα από τον πρόεδρο Macron προτιμούν να κυβερνούν με -έωλης συνταγματικότητας- νομοθετικά διατάγματα και να ζητούν ενίοτε ψήφο εμπιστοσύνης, την οποία το κοινοβούλιο την αρνείται, είτε να υπόκεινται στην ψήφο δυσπιστίας που εγείρουν τα δυο άλλα πολιτικά μπλοκ και, αύθις, να παραιτούνται.
Είναι υπαρκτά, στη Γαλλία, πέρα από τα εμπόδια πολιτικού πολιτισμού, τα θεσμικά εμπόδια στο σχηματισμό κυβερνήσεων συνασπισμού και στην ανάδυση της πολιτικής συναίνεσης σε έμβολο της διακυβέρνησης της χώρας. Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος Macron αρνείται σταθερά να διορίσει κυβέρνηση που να προέρχεται από το μπλοκ της Αριστεράς, θεωρώντας ότι η βιωσιμότητά της θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και, ως εκ τούτου, θα υπονόμευε την εξουσία την οποία ο αρχηγός του κράτους αντλεί από το άρθρο 5 του Συντάγματος, το οποίο τον επιφορτίζει να διασφαλίζει τη σταθερότητα των θεσμών. Από την άλλη μεριά, καθαρά πολιτικής κουλτούρας εμπόδιο στην πολιτική συναίνεση ήταν, τουλάχιστον τους πρώτους μήνες μετά τις εκλογές του Ιουλίου 2024, η στάση της κυριότερης κομματικής δύναμης του μπλοκ της Αριστεράς, του κόμματος La France insoumise, ο ηγέτης του οποίου Jean–Luc Mélenchon δυναμίτιζε ενσυνείδητα τη δημιουργία συνασπισμού αριστεράς-κεντροδεξιάς, αφού πρότεινε ως ανυπέρβλητο όρο ο συνασπισμός να εφαρμόζει ακέραιο το πρόγραμμα του NFP, «αυτού και μόνον αυτού»! (“le programme, tout le programme, rien que le programme”). Τη μεγάλη δυστοκία που βιώνεται στη Γαλλία για την επικράτηση συναινετικών λύσεων εντός του πολιτικού συστήματος είχε υπόψη του ένας πρώην πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, ο οποίος άντλησε από τις εμπειρίες πλειάδας χωρών που κυβερνούνται στη βάση πολιτικών συναινέσεων μεταξύ πολιτικών κομμάτων «επτά κανόνες», οι οποίοι θα πρέπει να τηρηθούν και στη Γαλλία προκειμένου να καρποφορεί ο σχηματισμός κυβερνήσεων συνασπισμού όταν κανένα κόμμα δεν διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, βασισμένων στην συναίνεση των ετερόκλιτων πολιτικών δυνάμεων που θα την στηρίζουν.31 Από τη μεριά του, ένας Γερμανός συνταγματολόγος συμβούλευσε, την επαύριον των εκλογών του Ιουλίου 2024, τους Γάλλους πολιτικούς να ακολουθήσουν, στο μέτρο του δυνατού, τη γερμανική μεθοδολογία της διαπραγμάτευσης σχηματισμού «Μεγάλου Συνασπισμού» (διαβουλεύσεις μεταξύ των μελλοντικών κυβερνητικών εταίρων στη βάση των προγραμμάτων του καθενός, δημιουργία διακομματικών επιτροπών που θα επιλαμβάνονται ζητημάτων για τα οποία υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες , αποδοχή από τους διαπραγματευτές της βοήθειας που μπορούν να προσφέρουν ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι), καταλήγοντας με την προτροπή: «Μην εκνευρίζεστε! Δεν πειράζει αν οι διαπραγματεύσεις σας πάρουν χρόνο. Στη Γερμανία, το 2017, χρειάστηκαν εκατό ημέρες για να συγκροτηθεί μια σταθερή κυβέρνηση, και στο Βέλγιο το 2010-2011 πάνω από πεντακόσιες ημέρες».32
Πρόσφατη έρευνα για την εφαρμογή διαφορετικών τύπων κυβερνητικών σχημάτων στην Ευρώπη και τη συγκριτική τους ανάλυση έχει αποκαλύψει ότι παρά τις εντεινόμενες προκλήσεις (άνοδος λαϊκιστικών κομμάτων, διαρκώς αυξανόμενη πολιτική πόλωση) οι εταίροι κυβερνήσεων συνεργασίας κατορθώνουν να συνυπάρχουν και να λειτουργούν αρκετά αποτελεσματικά.33 Επισημαίνεται, επίσης, ότι τα κυβερνητικά αυτά σχήματα εμφανίζουν αξιόλογες επιδόσεις τόσο όσον αφορά τη διάρκεια της θητείας τους (ο κύκλος ζωής των κυβερνήσεων συνεργασίας, κατά μέσο όρο δεν είναι μικρότερος εκείνου των μονοκομματικών κυβερνήσεων) όσο και αναφορικά με την αποτελεσματικότητα στην υιοθέτηση και την εφαρμογή των πολιτικών αποφάσεων. Τονίζεται, ακόμη, ότι ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων, κυβερνήσεις συνεργασίας όπως ο «Μεγάλος Συνασπισμός» στη Γερμανία στα χρόνια της κρίσης στην ευρωζώνη ή η συγκυβέρνηση μεταξύ Fine Gael και Fianna Fáil στην Ιρλανδία κατά τη διάρκεια της πανδημίας, επέδειξαν ανθεκτικότητα και διαχειριστική επάρκεια επειδή είχαν προηγηθεί σαφείς συμφωνίες και διακριτή κατανομή ρόλων μεταξύ των εταίρων, γεγονότα που περιόριζαν τη δυνατότητα άσκησης βέτο σε κρίσιμες αποφάσεις και ενίσχυε τη διαθεσιμότητά τους για συναίνεση και συμβιβασμούς.
Βέβαια, ήδη από τη δεκαετία του 1960 χρονολογείται το δίδαγμα του σπουδαίου Γάλλου πολιτειολόγου Maurice Duverger, σύμφωνα με το οποίο τα εκλογικά συστήματα ασκούν καθοριστική επιρροή στη δομή και τις λειτουργίες του πολιτικού συστήματος.34 Στις χώρες όπου ακμάζει η εμπειρία των κυβερνήσεων συνεργασίας επικρατεί η εφαρμογή του αναλογικού εκλογικού συστήματος, συνήθως στις παραλλαγές του ως σύστημα d’ Hondt ή ως σύστημα Sainte-Laguë και σπανιότερα ως ταξινομική ψήφος, που συνεπάγεται τον κατακερματισμό του κομματικού σκηνικού και, κατ’ επέκταση, τη γέννηση της αναγκαιότητας πολιτικής συναίνεσης των ετερογενών πολιτικών δυνάμεων για την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας.35 Ωστόσο, το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής δεν είναι η μοναδική αιτία αυτής της συνάρθρωσης. Οι αλλεπάλληλες σοβαρές κρίσεις που έχουν πλήξει την Ευρώπη κατά την τελευταία δεκαπενταετία, έχουν εντείνει τις κοινωνικές διεργασίες, πολλαπλασιάζοντας τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς αναφορικά με το «παλιό» πολιτικό σκηνικό και τους πρωταγωνιστές του, σε όλες τις χώρες, καθοδηγώντας την εμφάνιση πολλών νέων πολιτικών ρευμάτων και κομμάτων κάθε ιδεολογικής τυπολογίας, που αντλούν δύναμη και ψηφοφόρους από τα παραδοσιακά κόμματα και συμβάλλουν στον πολιτικό κατακερματισμό, που με τη σειρά του όσο ζωογόνος είναι για τη δημοκρατία και τον πλουραλισμό της, άλλο τόσο απαιτούν επιτακτικά την εξασφάλιση της κυβερνησιμότητας των κοινωνιών.
ΙΙ.2 Η δυστοκία της πολιτικής συναίνεσης στην Ελλάδα: γεγονότα, αιτίες, επιπτώσεις
Μεγάλη είναι η απόσταση που χωρίζει, με επίκεντρο την πολιτική συναίνεση, την κουλτούρα και τη συμπεριφορά της ελληνικής πολιτικής τάξης από την εμπειρία της πλειάδας των ευρωπαϊκών κρατών.
Στη μακρά μεταπολιτευτική περίοδο, τις περισσότερες φορές που, εξαιτίας της αδυναμίας της Βουλής να εκλέξει μονοκομματική κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα συνέπραξαν σε κυβερνήσεις συνεργασίας, οι κυβερνήσεις αυτές ήταν βραχύβιες, χωρίς να «εξοπλίζονται» με ισχυρή, συνεκτική και προγραμματική αποστολή. Πρόκειται για την κυβέρνηση υπό τον Τζανή Τζανετάκη, που διήρκεσε από τον Ιούλιο έως το Σεπτέμβριο 1989 και συνέπραξαν, στους κόλπους της, η Νέα Δημοκρατία και ο Συνασπισμός· την κυβέρνηση υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα, που διήρκεσε από το Νοέμβριο 1989 έως το Μάρτιο 1990 και συνέπραξαν σε αυτήν η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και ο Συνασπισμός· την κυβέρνηση υπό τον Λουκά Παπαδήμο, που διήρκεσε από το Νοέμβριο 2011 μέχρι τον Απρίλιο 2012, στηριζόμενη από τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ. Η κυβέρνηση Παπαδήμου, ωστόσο, είχε θεωρηθεί, υπό συνταγματικά έωλη οπτική, ως κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» -την απομείωση του δημόσιου χρέους του δημόσιου χρέους που κατείχαν ιδιώτες-, την οποία και έφερε σε πέρας.36 Σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις εκείνες, η κυβέρνηση υπό τον Αντώνη Σαμαρά, που στηριζόταν από τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και από την ΔΗΜΑΡ, ήταν μακροχρόνια (Ιούνιος 2012-Δεκέμβριος 2014), η δε πολιτική που εφάρμοσε έφερε τη «σφραγίδα» των κομματικών προτεραιοτήτων της Νέας Δημοκρατίας, προς τις οποίες συνέκλινε το ΠαΣοΚ και σε μικρότερο βαθμό η ΔΗΜΑΡ, η οποία, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, αποχώρησε από το κυβερνητικό σχήμα τον Ιούνιο 2013. Η ανυπαρξία προγραμματικής σύμπραξης των κυβερνητικών εταίρων χαρακτήρισε, καθοριστικά, και την πέμπτη εμπειρία κυβέρνησης συνεργασίας της μεταπολιτευτικής περιόδου: εκείνη των δυο διαδοχικών κυβερνήσεων υπό τον Αλέξη Τσίπρα, που διέφερε από όλες τις προηγούμενες τόσο ως προς τη μεγάλη διάρκειά της (2015-2019) όσο και ως προς το κίνητρο της: συνέπραξαν, στις δυο αυτές κυβερνήσεις, τα δυο «αντισυστημικά» άκρα του κομματικού φάσματος, με το ευκαιριακό, κοινό κίνητρο της νομής της εξουσίας. Όμως, παρόμοιο, ευκαιριακό κίνητρο μπορεί να αποδοθεί στην κυβέρνηση Τζανετάκη, και στα δυο «συστημικά» κόμματα των άκρων του κομματικού συστήματος που τη στήριζαν, το οποίο ήταν η «αποπασοκοποίηση» του κράτους (sic) μετά την οκταετή διακυβέρνησή του από το ΠΑΣΟΚ και η άσκηση δίωξης κατά του τέως πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου για το σκάνδαλο διαφθοράς -γνωστό ως «σκάνδαλο Κωσκοτά»- στο οποίο εικαζόταν ότι είχε εμπλακεί.
Η άρνηση όλων των κομμάτων της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας να δεσμεύονται σε δομική και οργανωμένη συναίνεση για την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας όταν δεν σχηματίζεται μονοκομματική πλειοψηφία στη Βουλή, καταυγάζεται από τις περιπτώσεις εκείνες όπου αποφασίζουν να αφήσουν ανεκμετάλλευτη το στενό -έστω-δρόμο που ανοίγει το Σύνταγμα προς την κατεύθυνση της συγκρότησης κυβερνήσεων συνεργασίας. Πρόκειται για τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών τις οποίες ο πρόεδρος της δημοκρατίας δίνει στο καθένα από τα τρία ισχυρότερα σε αριθμό εδρών κόμματα που πρόκυψαν από τις εκλογές (άρθρο 37παρ2 και 3 Συντ), διανοίγοντας υπόρρητα τη δυνατότητα στους εντολοδόχους να συνεννοηθούν μεταξύ τους ή/και με τα λοιπά κόμματα της Βουλής με σκοπό τη μετεκλογική σύμπραξη για το σχηματισμό κυβέρνησης. Στις εκλογές του Μαΐου 2012 και του Μαΐου 2023, οι τρεις «γύροι» των διερευνητικών εντολών απέβησαν άκαρποι, και η λύση που προκρίθηκε ήταν η αμφίβολης συνταγματικής συνέπειας διάλυση της Βουλής, που ακολουθήθηκε από την προκήρυξη «επαναληπτικών» εκλογών, αντίστοιχα τον Ιούνιο 2012 και τον Ιούνιο 2023 : το άρθρο 47παρ1 Συντ προϋποθέτει για τη διάλυση της Βουλής από τον πρόεδρο της δημοκρατίας να έχουν καταψηφιστεί δυο κυβερνήσεις από το σώμα, ώστε αποδεδειγμένα η Βουλή να μην εξασφαλίζει «κυβερνητική σταθερότητα»· η συνταγματική αυτή διάταξη, που ούτως ή άλλως δεν τηρήθηκε στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, αντιφάσκει στη διάταξη του άρθρου 37παρ3 Συντ, η οποία δεσμεύει τον αρχηγό του κράτους να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές αν δεν έχουν τελεσφορήσει οι τρεις «γύροι» των διερευνητικών εντολών, εκτός αν η δεύτερη διάταξη θεωρηθεί, πρωθύστερα (!), ως εξαίρεση από την πρώτη. Άξιο μνείας είναι επίσης το γεγονός ότι, παρόλο που από τις «επαναληπτικές» εκλογές του Ιουνίου 2012 εκ νέου δεν πρόκυψε μονοκομματική πλειοψηφία στη Βουλή, τα τρία κόμματα που σχημάτισαν την κυβέρνηση υπό τον Αντώνη Σαμαρά είναι σαφές ότι το έπραξαν υπό την πίεση της «τρόϊκας» και των δανειστών της χώρας να συγκροτηθεί κυβέρνηση ικανή να εκπληρώσει, νομοθετικά, τις ανειλημμένες ενωσιακές και διεθνείς υποχρεώσεις, οι οποίες απέτρεπαν την άτακτη χρεοκοπία της εθνικής οικονομίας.
Βέβαια, η πρακτική των αλλεπάλληλων διαλύσεων των κοινοβουλίων με σκοπό την επίτευξη μονοκομματικής πλειοψηφίας στις έδρες τους, δεν είναι άγνωστη στις συνταγματικές τάξεις των ευρωπαϊκών κρατών. Επί παραδείγματι, η Βουλγαρία, στο δημοκρατικό Σύνταγμα που θέσπισε το 1991 μετά την απελευθέρωση της από τη δικτατορία του κομμουνιστικού της κόμματος, έχει ενσωματώσει διάταξη σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνη του άρθρου 37παρ2 και 3 του ελληνικού Συντάγματος.37 Στη Γαλλία, το άρθρο 12 του Συντάγματος θεσπίζει ασφαλιστική δικλείδα στη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης όταν κανένα κόμμα δεν διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία, ορίζοντας ότι στην περίπτωση αυτή το νέο κοινοβούλιο δεν μπορεί εκ νέου να διαλυθεί, για τον ίδιο λόγο, πριν περάσει ένας χρόνος από τη δεύτερη λαϊκή ετυμηγορία.
Επιπρόσθετα, την αρνητική διάθεση των ελληνικών πολιτικών κομμάτων να συνεννοούνται και να συναινούν για την αποτελεσματική διακυβέρνηση της Πολιτείας ενισχύει ο πειρασμός στον οποίο υποκύπτουν σχεδόν όλες οι μονοκομματικές κυβερνήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου να μεταβάλλουν τον ισχύοντα, επί των ημερών τους, εκλογικό νόμο, επειδή «φθείρονται πολιτικά» εξαιτίας της εξουσίας την οποία ασκούν, αντί να επιχειρούν να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους και τις πολιτικές που ακολουθούν ώστε να ανεβάσουν τα ποσοστά αποδοχής τους από το εκλογικό σώμα· αντί, ακόμη, να επανεξετάζουν τις σχέσεις τους με επιλεγμένα κόμματα της αντιπολίτευσης, προκειμένου να δημιουργήσουν δυνατότητες συναίνεσης και συνεργασίας.38 Αυτή η πρακτική να αλλάζει ο εκλογικός νόμος σύμφωνα με τα desiderata της εκάστοτε κυβέρνησης είναι αποκλειστική ελληνική «πατέντα», και στοιχειοθετεί μείζονα παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Πουθενά αλλού στην Ευρώπη τα εκλογικά συστήματα δεν αλλάζουν ασταμάτητα, τούτο δε είναι απόδειξη της ποιότητας της δημοκρατίας. Στη Γαλλία, από την εγκαθίδρυση της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας το 1958 έως σήμερα, ο εκλογικός νόμος έχει μεταβληθεί μία μόνο φορά: το 1986, με τη συναίνεση όλων των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, με σκοπό να εμποδιστεί η εκλογή βουλευτών του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου υπό τον Jean–Marie Lepen. O στόχος εκείνος δεν επιτεύχθηκε και, πολλά χρόνια αργότερα, έγκριτος συνταγματολόγος είχε διαπιστώσει ότι η αλλαγή εκείνη είχε «πληγώσει την αξιοπιστία» της γαλλικής δημοκρατίας39, ενώ στις μέρες μας στηλιτεύεται το Συνταγματικό Συμβούλιο ότι «κλείνει τα μάτια» σε τροποποιήσεις του εκλογικού νόμου κατά παράβαση της διάταξής του που απαγορεύει τις τροποποιήσεις σε λιγότερο ένα χρόνο πριν από τις επερχόμενες εκλογές, με το επιχείρημα ότι η εν λόγω διάταξη «είναι κανόνας κοινής λογικής» (règle de bon sens) και όχι «συνταγματικής περιωπής»!40
Σε χώρες που «συγγενεύουν» με την Ελλάδα από την άποψη της πολιτικής κουλτούρας όπως είναι η Ισπανία και η Πορτογαλία, τα εκλογικά συστήματα παραμένουν αμετάβλητα, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση κάθε χώρας. Στον ευρωπαϊκό Νότο, μόνο η Ιταλία στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχε δοκιμάσει να αλλάξει περισσότερες από μια φορά τον εκλογικό νόμο, όμως τούτο συνέβη υπό τις τότε συνθήκες διάλυσης του πολιτικού της συστήματος υπό το βάρος εκτεταμένων σκανδάλων διαφθοράς. Ούτως ή άλλως, πάντως, ο εκλογικός νόμος στην Ελλάδα, με τις διάφορες μεταβολές και παραλλάξεις του που ισχύει στο μεγαλύτερο μέρος της μεταπολιτευτικής περιόδου, θεωρητικά μόνο καθιερώνει σύστημα απλής αναλογικής, αφού όλες αναθεωρήσεις του εκλογικού συστήματος γίνονται για να ευνοηθεί ο σχηματισμός απόλυτης μονοκομματικής πλειοψηφίας στη Βουλή και, κατ’ επέκταση, η συγκρότηση μονοκομματικής κυβέρνησης. Οι βασικότερες παραλλαγές του εκλογικού συστήματος, που νοθεύουν καίρια την αναλογικότητά του, είναι εκείνες της «ενισχυμένης αναλογικής» και του «συστήματος του bonus». Το σύστηµα της «ενισχυμένης αναλογικής» χρησιμοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 1970 και του 1980 (και σε κάποιες περιπτώσεις, και αργότερα), σύμφωνα με το οποίο τα κόµµατα, για να µετάσχουν στην δεύτερη κατανοµή των αδιάθετων εδρών, έπρεπε να διαθέτουν υψηλό ποσοστό ψήφων (17%), με την κατανοµή των αδιάθετων εδρών να γινόταν βάσει όχι των υπολοίπων ενός συνδυασµού, αλλά βάσει όλων των ψήφων του εκ νέου. Στο «σύστημα του bonus», το κόµµα ή ο συνδυασµός ή ο συνασπισµός κοµµάτων που κερδίζει την σχετική πλειοψηφία λαµβάνει ένα επιπλέον αριθµό εδρών, ώστε να του επιτραπεί να αποκτήσει ευκολότερα κοινοβουλευτική πλειοψηφία· το εν λόγω σύστηµα ισχύει στις τελευταίες εκλογικές αναµετρήσεις (το bonus αρχικά ήταν 40 έδρες, και μετά αυξήθηκε στις 50), πλησιάζει δε την απλή αναλογική υπό την αίρεση ότι οι προς αναλογική κατανοµή έδρες περιορίζονται εκ των προτέρων.
Περαιτέρω, αξίζει ιδιαίτερα να παρατεθούν μερικά απτά δείγματα γραφής αφενός του τρόπου με τον οποίο το αρνητικό πρόσημο που συνοδεύει την πολιτική συναίνεση διακινείται από τους φορείς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης ή και αξιολογείται από την ακαδημαϊκή κοινότητα με τις γραφές της, αφετέρου της αδυναμίας που υπάρχει στο να γίνει αντιληπτό από το ίδιο το πολιτικό σύστημα το κοινό, ευρωπαϊκό παράδειγμα της πολιτικής συναίνεσης, παρά τις όποιες ατέλειες και αποκλίσεις του. Τούτο δε συμβαίνει τη στιγμή που από πρόσφατες μετρήσεις της κοινής γνώμης προκύπτει ότι οι πολίτες εκφράζουν ανοικτή προτίμηση προς σχήματα κυβερνήσεων συνεργασίας -προτίμηση που βρίσκει, σύμφωνα με τις ίδιες μετρήσεις, μεγάλη υποστήριξη ακόμη και μεταξύ των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας.41
Πράγματι, πώς θα ήθελε κάποιος οι Έλληνες πολιτικοί να μεταλαμπαδεύσουν στο πολιτικό σύστημα τον πολιτισμό των πολιτικών συναινέσεων που κυριαρχεί στην Ευρώπη, όταν από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης (οι οποίοι αναπόφευκτα επηρεάζουν καθοριστικά τους πολιτικούς) αυτός ο πολιτισμός εκλαμβάνεται και επικοινωνείται ως πολιτική και θεσμική αδυναμία; Όταν δε η αδυναμία θεωρείται ότι καταλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Ένωση, η σχετική θέαση καθοδηγείται από την πλήρη παραγνώριση του γεγονότος ότι, στο πλαίσιο της ΕΕ, η πολιτική συναίνεση δεν είναι σε ακμή κατά τα τελευταία χρόνια;
Υπό το πνεύμα αυτό, ένας -κατά τα λοιπά έμπειρος- δημοσιογράφος σχολίασε με τα ακόλουθα λόγια την εναγώνια συζήτηση που ήδη διεξάγεται στην ΕΕ για τη ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία η οποία πρέπει να οικοδομηθεί, ώστε η Ευρώπη να ανταπεξέλθει στη μεταβολή του ισχύοντος παραδείγματος γεωπολιτικής ισχύος που τροφοδοτείται από την ανάρρηση στην εξουσία, στις ΗΠΑ, του φιλολαϊκιστικού και κρυπτο-απολυταρχικού συστήματος πολιτικής σκέψης και δράσης που κανοναρχεί ο πρόεδρος Donald Trump: « Για να συμφωνήσουν 27 κράτη επάνω σε μια πλατφόρμα, στο τέλος, από τους συμβιβασμούς, δεν θα μείνει τίποτα από αυτή. Ακούω συνεχώς πώς η Ευρώπη μας έτσι έχει μάθει να πορεύεται. Συζητά, συμβιβάζεται, ξανασυζητά, ξανασυμβιβάζεται και τελικά, κάποια στιγμή, αποφασίζει. Προφανώς αυτό το μοντέλο διοίκησης δεν μπορεί ν’ αντέξει στον ανταγωνισμό και αυτό φαίνεται. Αυτό που μετρά στις μέρες μας είναι η ταχύτητα στην λήψη των αποφάσεων και η αποτελεσματικότητα στην εφαρμογή τους. Και στα δύο, η Ευρωπαϊκή Ένωση βαθμολογείται κάτω από τη βάση».42
Σε μια κυριακάτικη εφημερίδα αρκετά ευρείας κυκλοφορίας, ο αρθρογράφος της δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το ότι η πολιτική συναίνεση κατά τη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων είναι ξένη στα ήθη σύμπασας της εγχώριας πολιτικής τάξης: «Με λίγες εξαιρέσεις, η πιο χαρακτηριστική από τις οποίες είναι η ευρύτερη συναίνεση στην έγκριση των αμυντικών δαπανών που προβλέπονται στον κρατικό προϋπολογισμό, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταψηφίζουν την πλειονότητα των κυβερνητικών εισηγήσεων. Άλλωστε, αν συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή αν τα στελέχη της αντιπολίτευσης ψήφιζαν τις κυβερνητικές προτάσεις, τότε θα αναιρούσαν τον λόγο της ύπαρξης τους, αφού θα συμπεριφέρονταν όπως τα στελέχη της συμπολίτευσης που -αμέσως ή εμμέσως- μετέχουν στην εξουσία»· και συνεχίζει ο «καλός» αρθρογράφος:
«Όπως και να έχει, οι κυβερνήσεις και οι υπουργοί που είναι συνεπείς με τον εαυτό τους και πιστεύουν στην ορθότητα των νομοθετικών τους πρωτοβουλιών δεν έχουν ανάγκη τη συνηγορία της αντιπολίτευσης. Εφόσον διαθέτουν την πλειοψηφία ακολουθούν τους κοινοβουλευτικούς κανόνες για την εισαγωγή, την επεξεργασία, τη συζήτηση και την ψήφιση των προτάσεων τους από τα στελέχη της συμπολίτευσης. Χωρίς να εκλιπαρούν τη στήριξη της αντιπολίτευσης ή να «κλαψουρίζουν» επειδή οι αντίπαλοί τους δεν είναι συναινετικοί»· και ο αρθρογράφος μας καταλήγει στο ακόλουθο, ενδιάμεσο, πόρισμα: «Οι κυβερνητικοί ιθύνοντες έχουν την ευχέρεια να ενσωματώνουν στα νομοθετήματά τους τυχόν προτάσεις, παρατηρήσεις και επισημάνσεις που μπορεί να διατυπωθούν από τα αντιπολιτευτικά έδρανα, αλλά αυτό δεν δεσμεύει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης να ψηφίσουν «ναι». Η ευθύνη για την υπερψήφιση των κυβερνητικών εισηγήσεων ανήκει αποκλειστικά στην πλειοψηφία. Και γι΄ αυτό, εξάλλου, όταν καταψηφιστεί κάποιο σχέδιο νόμου, δημιουργείται ζήτημα για το κατά πόσο η κυβέρνηση «διαθέτει τη δεδηλωμένη», δηλαδή αν είναι επαρκής η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που την στηρίζει».43
O ελληνικός πολιτικός παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο: η αντιπολίτευση μπορεί να επιδιώκει να εντάξει δικές της ιδέες και προτάσεις σ’ ένα νομοσχέδιο που εισάγει η κυβερνώσα πλειοψηφία, «αλλά όλα κι όλα»: ο θεσμικός ρόλος της έγκειται στο να το καταψηφίσει!
Η κρίση του δημόσιου χρέους και της ευρωζώνης στις αρχές της δεκαετίας του 2010 ήταν το πεδίο εντός του οποίου ξετυλίχτηκε η ανεπάρκεια της ελληνικής πολιτικής τάξης να ανταποκριθεί θετικά στις απαιτήσεις της πολιτικής κατάστασης που προκάλεσε η χρηματοπιστωτική κρίση για πολιτική συναίνεση στην αντιμετώπιση, με μέτρα του εσωτερικού δικαίου, της κρίσης. Από τους ίδιους τους αποφασιστικούς θεσμούς της ΕΕ πήγαζαν, εξάλλου, οι απαιτήσεις αυτές, που απευθύνονταν σε όλα τα κράτη μέλη τα οποία προσέβλεπαν στην χρηματοδοτική και πολιτική υποστήριξή τους. Η θετική ανταπόκριση, από χώρες μέλη συγκρίσιμου -την περίοδο εκείνη- επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης όπως είναι η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, με ενεργοποίηση εγχώριων μηχανισμών πολιτικής συναίνεσης, που κι εκείνες είχαν καταστεί δέσμιες των δικών τους διαρθρωτικών οικονομικών αδυναμιών και της συνδρομής των εταίρων τους για τη θεραπεία των αδυναμιών αυτών, δίνει το μέτρο σύγκρισης με την άκριτη, έως και τυχοδιωκτική συμπεριφορά των κομματικών φορέων του ελληνικού πολιτικού συστήματος, οι οποίοι διέρρηξαν κάθε επαφή με το ευρωπαϊκό πρόκριμα της πολιτικής συναίνεσης και έφτασαν μέχρι του σημείου να θέσουν σε κίνδυνο τη συμμετοχή της χώρας στο ευρωπαϊκό σύνολο.
Τη σύγκριση αυτή φωτίζει ένα πρόσφατο, αναλυτικό πολιτικό-ιστορικό αφήγημα. Ένα πολύ μικρό απόσπασμα του βιβλίου κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί αυτούσιο: «Όπως η Ελλάδα, έτσι η Πορτογαλία και η Ιρλανδία την ίδια περίπου εποχή αναγκάστηκαν να προσφύγουν στον ίδιο μηχανισμό ευρωπαϊκής στήριξης, τη διαβόητη Τρόικα, για να λάβουν τα δικά τους «πακέτα» διάσωσης, με αντάλλαγμα μέτρα λιτότητας εξίσου αυστηρά με της Ελλάδας, μεγάλες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, επώδυνες αυξήσεις στη φορολογία και επίπονες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Αντίθετα από ό,τι στην Ελλάδα, τις μεταρρυθμίσεις ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν τα παραδοσιακά κόμματα συνασπισμένα μεταξύ τους (στην Ιρλανδία τη δουλειά ανέλαβε η κεντροαριστερή συμμαχία Fine Gael και Εργατικών, στη δε Πορτογαλία η Κεντροδεξιά συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών και Λαϊκών) σε πλήρη συνεργασία με τους διεθνείς δανειστές. Στις δυο αυτές χώρες η αντιπολίτευση πολιτεύτηκε με μετριοπάθεια, ενώ οι αντίστοιχες κοινωνίες αντιλαμβανόμενες και α δικά τους λάθη στο παρελθόν, όπως και την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων για το μέλλον, δεν βγήκαν μαζικά στους δρόμους. Όπως και στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία εμφανίστηκαν νέα κόμματα εξαιτίας της κρίσης. Αντίθετα όμως από ό,τι στην Ελλάδα, κανένα από αυτά τα κόμματα δεν αγωνίστηκε κατά των μεταρρυθμίσεων ούτε αμφισβήτησε τα βασικά νομιμοποιητικά θεμέλια του ιρλανδικού και του πορτογαλικού πολιτικού και πολιτειακού συστήματος που, όπως και στην Ελλάδα, είναι ο κοινοβουλευτισμός, ο φιλελευθερισμός και ο ευρωπαϊσμός».44
Τρεις ακόμη «δείκτες» της καχεξίας της πολιτικής συναίνεσης στην Ελλάδα είναι σκόπιμο να τονιστούν. Κατά πρώτο λόγο, την κραυγαλέα έλλειψη πολιτικής συναίνεσης ιδιαίτερα στην πιο κρίσιμη περίοδο της καταβύθισης της χώρας στην χρηματοοικονομική κρίση -το 2010- θύμισε, πριν από μερικές μέρες με συνέντευξή της σε καθημερινή εφημερίδα, παλιά ηγέτιδα του κυβερνώντος κόμματος, το οποίο τότε ήταν αξιωματική αντιπολίτευση. Ας παρατεθεί oλόκληρη η αφήγηση, από μεριάς της, της επικοινωνίας της με τον τότε αρχηγό του κόμματος, που σκοπό είχε την παροχή συναίνεσης και, πρακτικά, κοινοβουλευτικής υποστήριξης από την τότε αντιπολίτευση στην κυβέρνηση για την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου: « [Πήγα στον αρχηγό του κόμματος] και του είπα « Σε παρακαλώ, ξέχνα ποια είμαι [σημειώστε ότι οι δυο αυτοί πολιτικοί ήταν αντίπαλοι στη διεκδίκηση της αρχηγίας του κόμματος] άκου μονάχα το επιχείρημά μου: πρέπει να ψηφίσουμε υπέρ! Είναι φριχτό το Μνημόνιο, είναι απαίσιο, είναι λάθος, δεν έχει ωστόσο άλλη επιλογή η χώρα. Και για να πετύχει το Μνημόνιο χρειάζεται μια ευρύτατη πολιτική στήριξη». «Όχι», μου είπε [ο αρχηγός], «εγώ δεν θα κάνω το Κομμουνιστικό Κόμμα αξιωματική αντιπολίτευση». « Έχεις λάθος», του απάντησα. «Κόμματα του 3%, του 5%, του 8% δεν επιβάλλουν πολιτική. Τα μεγάλα κόμματα χαράσσουν τις κατευθύνσεις της κοινωνίας».45
Κατά δεύτερο λόγο, άξιο αναφοράς είναι ότι κατά την ίδια περίοδο, συγκεκριμένα το Νοέμβριο 2011, τα δυο μεγάλα πολιτικά κόμματα της συμπολίτευσης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνέπραξαν και ψήφισαν από κοινού το νόμο της μεταρρύθμισης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Πολιτικός οπορτουνισμός ή τυχαιότητα ήταν η δύναμη που κατηύθυνε τις δυο κύριες πολιτικές δυνάμεις της χώρας να αναδείξουν το νόμο εκείνο σε σύμβολο πρωτοφανούς πολιτικής συναίνεσης; Το θέμα είναι ότι λίγους μήνες αργότερα, μια νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία ξεκίνησε την αποδόμηση του νομοθετικού καθεστώτος του 2011, μέχρι που το 2015 η Αριστερό-δεξιά κοινοβουλευτική πλειοψηφία που τότε σχηματίστηκε κατόπιν των βουλευτικών εκλογών αποφάσισε και τυπικά την κατάργηση του νόμου.
Τέλος, ο πειρασμός να επαναφερθεί η συζήτηση για τις χαμένες ευκαιρίες της συγκρότησης κυβερνητικών σχημάτων μακράς πνοής όταν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, που έχουν να κάνουν με τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών κατά το άρθρο 37παρ2 και 3 Συντ, είναι μεγάλος. Και τούτο διότι, πρακτικά, αν ληφθεί υπόψη η ευρωπαϊκή εμπειρία, σύμφωνα με την οποία, όπως ήδη ειπώθηκε, μπορεί να χρειαστούν μήνες ή και χρόνος ολόκληρος (!) ώστε τα πολιτικά κόμματα να συνεννοηθούν και να συμφωνήσουν πάνω σε μια σαφή και λεπτομερή προγραμματική σύγκλιση των θέσεών τους για τη διακυβέρνηση της χώρας, τα «τριήμερα» των διερευνητικών εντολών σημασιοδοτούν, όπως επίσης ήδη τονίστηκε, τη στενότητα του δρόμου που το Σύνταγμα ανοίγει προς την κατεύθυνση του σχηματισμού κυβερνήσεων βασισμένων στην πολιτική συναίνεση. Προφανώς αφουγκραζόμενοι την αρνητική συμβολή του ισχύοντος Συντάγματος στο θέμα αυτό, μια ολιγομελής ομάδα αποτελούμενη από νομικούς και οικονομολόγους-επιχειρηματίες καταπιάστηκε, το 2016, να εκπονήσει ένα νέο Σύνταγμα της χώρας, με ομολογημένη την πρόθεση να συμβάλλει, μέσω αυτού και μεταξύ άλλων, «στη δημιουργία πολιτικών συναινέσεων και συμβιβασμών για την προκοπή» του τόπου και των πολιτών. Οι συντάκτες του νέου -και «καινοτόμου» όπως οι ίδιοι το ονόμασαν- Συντάγματος πρότειναν την αντικατάσταση της «δικονομικής» -όπως πάλι οι ίδιοι την ονόμασαν- διαδικασίας του άρθρου 37 Συντ με διάταξη, κατά την οποία τον πρωθυπουργό πλέον θα τον προτείνει ο πρόεδρος της δημοκρατίας και θα τον εκλέγει η Βουλή με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Σε περίπτωση μη εκλογής, η Βουλή θα εκλέγει μόνη της πρωθυπουργό, με σχετική πλειοψηφία. Στην περίπτωση αυτή ο πρόεδρος της δημοκρατίας μπορεί, αντί του διορισμού του εκλεγέντος και σχετικώς πλειοψηφείσαντος πρωθυπουργού, να διαλύσει τη Βουλή «άπαξ μόνο» και να προκηρύξει εκλογές. Όπως οι συντάκτες του «καινοτόμου Συντάγματος» σχολίασαν, μέσω της νέας διαδικασίας «(θα) ελπίζεται ότι θα αποφεύγεται η «εύκολη» και πάντως συχνή προσφυγή στις κάλπες και θα δημιουργηθούν πολιτικές συναινέσεις για τη διακυβέρνηση της χώρας».46
Επιλογικά: Κίνδυνοι και διέξοδοι για τη δημοκρατία, στην Ελλάδα και την Ευρώπη
H περιδιάβαση σε δυο όψεις της δημοκρατίας στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης -στη συμμετοχική δημοκρατία και την πολιτική συναίνεση-, υπό το πρίσμα της συμμετοχής της χώρας στο ευρωπαϊκό, αξιακό και θεσμικό οικοδόμημα, είναι λογικό και αναμενόμενο να αφήσει πίσω της, με την ολοκλήρωσή της, την αίσθηση των ελλείψεών της, του … ανολοκλήρωτου. Πράγματι, πώς είναι δυνατό να προβληματίζεται κάποιος για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την εγχώρια σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή, για τη δυναμική και τις αδυναμίες τους, χωρίς να τοποθετεί στο επίκεντρο των προβληματισμών τον κεντρικό θεσμό τους: το κοινοβούλιο; Πριν από λίγα χρόνια, κατά την πρώτη πενταετία διοίκησης του Κέντρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό (ΚΕΝοΠ), είχε εκπονηθεί ερευνητικό πρόγραμμα με αντικείμενο τη συμμετοχή της Βουλής των Ελλήνων στην κοινοβουλευτικοποίηση της διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.47 Στο πλαίσιο του, που περιλάμβανε και μια δημόσια συζήτηση μεταξύ των μελών της επιστημονικής ομάδας του ΚΕΝοΠ και μελών του ελληνικού κοινοβουλίου, καταστρώθηκαν οι προϋποθέσεις ώστε η Βουλή να μπορέσει να ανταποκριθεί στις επιτακτικές προκλήσεις που εγείρει η ενεργή ανάμειξη των εθνικών κοινοβουλίων στην ευρωπαϊκή διακυβέρνηση. Ευχής έργο είναι η ακαδημαϊκή κοινότητα να εξακολουθεί να επικοινωνεί με το εθνικό κοινοβούλιο, ώστε να οικοδομηθεί μια αξιοπρεπής συμμετοχή, δική του και σε τελική ανάλυση των ίδιων των πολιτών, στις ευρωπαϊκές υποθέσεις.48
Στο μεταξύ, η αποξένωση των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων από την κουλτούρα και τοι ήθος της πολιτικής συναίνεσης που επικρατούν στην Ευρώπη, δεν προφυλάσσει την εγχώρια πολιτική τάξη από τους κινδύνους που καιροφυλακτούν σε βάρος της δημοκρατίας, όχι, προφανώς, εξαιτίας της πολιτικής συναίνεσης που (δεν) βασιλεύει στον τόπο μας, αλλά, όπως το υποδεικνύει η ευρωπαϊκή εμπειρία, εξαιτίας των «παραστρατημάτων» στις οποίες η πολιτική συναίνεση μεταξύ των κομμάτων και η θεσμική πρακτική των κυβερνήσεων συνεργασίας μπορούν να οδηγήσουν.
Για μια ακόμη φορά ας τονιστεί η σημαντική αξία που έχει η πολιτική συναίνεση. Αρκεί, ωστόσο, να μην ταυτίζεται με την ακύρωση των γνήσιων πολιτικών οριζόντων. Η Βελγίδα πολιτειολόγος Chantal Mouffe υποστηρίζει49 ότι τόσο η πολιτική σκέψη όσο και η πολιτική πράξη παγιδεύονται συχνά σε μια πλανημένη αναζήτηση της συναίνεσης και στην προαγωγή μια ρηχής πολιτικής ομοφωνίας, που θέτουν σε κίνδυνο τους δημοκρατικούς θεσμούς, με την έννοια ότι αυτή η συναίνεση εξασθενίζει τη διάκριση Κεντροδεξιάς-Αριστεράς και δίνει την ευκαιρία στον «αντισυστημικό» Αριστερό και Δεξιό λαϊκισμό να αυτοπαρουσιάζεται ως η μόνη πολιτική δύναμη που αντιστέκεται στα πάσης φύσεως κατεστημένα και να επιχειρεί να καταλάβει το πεδίο της κριτικής, το οποίο εγκαταλείπουν πίσω τους τα συστημικά κόμματα τόσο της Αριστεράς όσο και της Κεντροδεξιάς. Στην Ελλάδα, οι ρηχές και απρογραμμάτιστες πολιτικές συναινέσεις που οδήγησαν στις κυβερνήσεις συνεργασίας της μεταπολιτευτικής περιόδου, δεν είναι άμοιρες ευθυνών για τη σημερινή «διακόσμηση» του ελληνικού κοινοβουλίου από Αριστερο-δεξιά πολιτικά μορφώματα σαν την Πλεύση Ελευθερίας, τη Νέα Αριστερά, την Ελληνική Λύση, τη Νίκη (αλλά και τη Φωνή Λογικής, που ευτυχώς (!), μέχρι στιγμής, εκπροσωπεί μερίδα του εκλογικού σώματος μόνο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο).
Στον αντίποδα της πολιτικής συναίνεσης «à la grecque» (sic), η εμβάθυνση της δημοκρατίας και η διεύρυνση της βάσης της θα προέλθουν ως επακόλουθα συμπράξεων και συναινέσεων ανάμεσα σε αντίπαλα πολιτικά κόμματα, που θα εδραιώνονται σε πολιτικές ικανές να δημιουργήσουν καλύτερες συνθήκες ζωής για τη μεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώματα και θα ικανοποιούν την αξίωση κοινωνικής δικαιοσύνης, η οποία δεν θα εξαντλείται στην αναγνώριση της ισότητας στα δικαιώματα και τις ελευθερίες, αλλά θα επιβάλλει τη διόρθωση ή ακόμη και την εξάλειψη των υλικών ανισοτήτων. Καθώς από τους μεμονωμένους αντιπάλους -την Κεντροδεξιά και την Αριστερά- οι πολιτικές αυτές δεν μπορούν να υλοποιηθούν, εν απουσία δηλαδή πολιτικής συναίνεσης, η αδιαφορία των πολιτών για τα κοινά και την πολιτική, η αποστασιοποίησή τους από την πολιτική αρένα, θα επιτείνεται και η κακοφωνία του Αριστερο-δεξιού λαϊκισμού θα δεσπόζει: ξεκάθαρα θα υπονομεύει το δημοκρατικό πολίτευμα και θα προωθεί μια πολιτική ατζέντα βασισμένη στην απολυταρχία και τον αυταρχισμό. Η συμμετοχική δημοκρατία στην Ευρώπη, και ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα, με τη μορφολογία που έχει καθιερωθεί σήμερα δυστυχώς δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει ανάχωμα απέναντι στην άνοδο των δυνάμεων του «α-φιλελευθερισμού» (illiberalism).
Παρά ταύτα, η δημοκρατία, πουθενά στην Ευρώπη δεν ξεπήδησε σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεών! Παντού και πάντα είναι «work in progress». Αν προτιμήσει να μείνει κάποιος, για λίγο ακόμη, στην πίστα των … παρομοιώσεων, αξίζουν προσοχής τα λόγια ενός ανθρωπολόγου «της πρώτης γραμμής», του Georges Balandier, για τον οποίο «η δημοκρατία δεν κατασκευάζεται σαν το Mecanno [των παιδιών] ούτε εισάγεται από το εξωτερικό (…)»: είναι μια αργόσυρτη διαδικασία επεξεργασίας.50
Με αυτό το δεδομένο, για την καταπολέμηση αυτών των παρακμιακών φαινομένων η προσοχή και το ενδιαφέρον εμπνευσμένων πολιτικών ηγεσιών της Ευρώπης στρέφονται κατά τα τελευταία προς την κατεύθυνση της χρησιμοποίησης μιας άλλης τυπολογίας θεσμού συμμετοχικής και διαβουλευτικής δημοκρατίας, ο οποίος επαναφέρει τους πολίτες στο προσκήνιο της πολιτικής με μερική μεν παράκαμψη των διάμεσων της αντιπροσώπευσης, πλην όμως περιβάλλεται με την αποστολή να αναζωογονήσει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Πρόκειται για την εμπειρία της συγκρότησης «μικρο-κοινών» (mini–publics), που συγκροτούνται από άκρου εις άκρον της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου με απόφαση της οικείας κυβέρνησης· τα μέλη τους επιλέγονται με κλήρο, ανάμεσα στα μέλη ενός δείγματος πολιτών, «επινοημένα»51 αντιπροσωπευτικού από κάθε λογική και θεμιτή άποψη (φύλου, ηλικίας, μορφωτικού επιπέδου, βασικής κοινωνικο-επαγγελματικής κατηγορίας, εντοπιότητας κ.ο.κ.), που επιφορτίζονται να επεξεργαστούν προτάσεις με τη βοήθεια εμπειρογνωμόνων, τις οποίες υποβάλλουν προς έγκριση, ολική ή μερική, στην εθνική αντιπροσωπεία. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης αναφέρεται σε ένα «κύμα» αυτού του θεσμού διαβουλευτικής δημοκρατίας που εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον πλανήτη. Μέσω του εξειδικευμένου εργαλείου που έχει εκπονήσει για να καταγράφει αλλά και για να διαδίδει τον θεσμό αυτό, του OECD Deliberative Democracy Database, ο ΟΟΣΑ υπολογίζει ότι από το 1979 έως το 2023 733 διαδικασίες συμμετοχικής και διαβουλευτικής δημοκρατίας αυτής της τυπολογίας έχουν συγκροτηθεί και λειτουργήσει· οι 160 από αυτές ιδρύθηκαν στην περίοδο 2021-2023.52
Οι ηλεκτρονικές σελίδες του Ομίλου “Αριστόβουλος Μάνεσης” δεν θα μπορούσαν να υπερβούν τα ακραία όρια της γενναιόδωρης φιλοξενίας που παρέχουν αν επεκτεινόταν, το ανά χείρας κείμενο, στην ανάλυση της εμπειρίας του συμμετοχικού και διαβουλευτικού θεσμού των «μικρο-κοινών» και της δυναμικής του εξάπλωσης στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Εξάλλου, το στίγμα του παρόντος κειμένου δίνεται κατά βάση από τα «έργα και ημέρες» της ελληνικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, έστω στην ευρωπαϊκή διάσταση που εμπεριέχει, και η ενασχόληση της ελληνικής πολιτικής τάξης και της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας με το θεσμό των «μικρο-κοινών» βρίσκεται σχεδόν στα σπάργανα: για μια ακόμη φορά η ιστοσελίδα του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» ήταν εκείνη που φιλοξένησε, πριν από λίγα χρόνια, το μοναδικό μέχρι σήμερα σκίρτημα της ελληνικής νομικό-πολιτικής εργογραφίας υπέρ του θεσμού των συνελεύσεων πολιτών (εξειδικευμένα, πάλι, όσον αφορά την προοπτική της καθιέρωσής του στην Ευρωπαϊκή Ένωση).53 Παρόλα αυτά, ίσως χάρη σε μια μελλοντική ακμή του θεσμού αυτού στο έδαφος της Γηραιάς Ηπείρου, γιατί όχι και της Ελλάδας, η δημοκρατία να μπορεί να αυτοεπιβεβαιωθεί, σύμφωνα με τη διάσημη ρήση του Winston Churchill, ως το χειρότερο από όλα τα πολιτεύματα, με εξαίρεση όλα τα άλλα.54
_____
Προδημοσίευση από τα πρακτικά της ημερίδας που οργάνωσε το Εργαστήριο Μελέτης της Δημοκρατίας (ΕΜΕΔΗ) του Τμήματος πολιτικών επιστημών του ΑΠΘ το Δεκέμβριο 2024, με θέμα «Πενήντα χρόνια δημοκρατικής κουλτούρας. Ορίζοντες προσδοκιών πέρα από τη Μεταπολίτευση», τα οποία θα δημοσιευτούν από το ΕΜΕΔΗ.
1 Σε αντίκρουση στην ταύτιση συμμετοχικής και διαβουλευτικής δημοκρατίας που εδώ υποστηρίζεται, οι δυο εννοιολογικές πραγματικότητες άλλοτε αντιμετωπίζονται ως συνώνυμες (βλ. ενδεικτικά, Yves Sintomer, “Démocratie participative, démocratie délibérative : l’histoire contrastée de deux catégories émzregentes”, σε M.-H. Bacqué & Y. Sintomer (dirs.), La démocratie participative. Histoire et généalogie, La Decouverte, Paris, 2011, σ. 113 επ., ο οποίος, ωστόσο, δεν συμμερίζεται απόλυτα την προσέγγιση αυτή) άλλοτε ως ανεξάρτητες μεταξύ τους· σύμφωνα με την τελευταία προσέγγιση, που φαίνεται να βρίσκει σοβαρό έρεισμα στον Jürgen Habermas (ιδιαίτερα στο έργο του Droit et démocratie, Gallimard, 2011), η διαβουλευτική δημοκρατία είναι από τη φύση της πιο ρεπουμπλικανική παρά φιλελεύθερη, υποδηλώνοντας μια τρίτη οδό μεταξύ ρεπουμπλικανισμού και φιλελευθερισμού ή, ακόμη, συνηγορώντας υπέρ του ριζοσπαστισμού με την αμερικανική έννοια του όρου (βλ. αναλυτικά Alban Bouvier, “Démocratie délibérative, démocratie débattante, démocratie participative”, Revue européenne des sciences sociales, vol. XLV-136, 2007, ιδ. σ. 7 επ.).
2 Βλ. τη σχετική συζήτηση στα Πρακτικά της συνεδρίασης της Ολομέλειας της Βουλής της 20ης Νοεμβρίου 2019 για την αναθεώρηση του Συντάγματος, διαθέσιμα σε https://www.hellenicparliament.gr/Praktika/Synedriaseis-Olomeleias?search=on&DateFrom=20%2F11%2F2019&DateTo=20%2F11%2F2019, ιδ. τις αγορεύσεις των βουλευτών Ε. Στυλιανίδη (σ. 4939-4940), Β.Βιλιάρδου (σ. 4954-4955), Γ. Καμίνη (4958-4959) και Γ. Γεραπετρίτη (σ. 4982-4983).
3 Πρόκειται για τον Ε. Στυλιανίδη, γενικό εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση του 2019, στο βιβλίο του Συνταγματική Αναθεώρηση 2019. Χαμένη ευκαιρία ή νέο Ξεκίνημα; Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2020.
4 Βλ. Απόστολο Βλαχογιάννη, «Η εισαγωγή του θεσμού της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας: μια κίνηση ενδυνάμωσης της δημοκρατίας ή στοιχείο συνταγματικού λαϊκισμού», Το Σύνταγμα, 1/2021, σ. 195 επ. και του ίδιου, «Άρθρο 73», σε Σπ. Βλαχόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Τασόπουλος (επιμ.), Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νοέμβριος 2023, https://www.syntagmawatch.gr/wp-content/uploads/2023/11/%CE%86%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF-73-me-cover.pdf.
5 Γιάννης Βούλγαρης, Ελλάδα: Μια χώρα παραδόξως νεωτερική, Πόλις, Αθήνα, 2019, σ. 296.
6 Βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2000, στην «Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση. Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία», σ. 11 επ.
7 Βλ. στις μελέτες του Απόστολου Βλαχογιάννη, ό.π. υποσημ. 4.
8 Εκτός από το γενικό εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας, φαίνεται πώς τον ίδιο πίνακα είχε καταθέσει και ο βουλευτής της Ελληνικής Λύσης Β. Βιλιάρδος, ό.π. υποσημ. 2.
9 Ό.π. υποσημ. 3, σ. 48.
10 Στο ίδιο, σ. 49.
11 Commission de Venise, Rapport sur l’initiative législative (adopté par la Commission de Venise lors de sa 77ème session plénière, Venise, 12-13 décembre 2008, σ. 11-12.
12 Βλ. στην ιστοσελίδα που ήδη αναφέρθηκε, καθώς και στο βιβλίο των Magni-Berton και Egger, Le référendum d’ initiative citoyenne. Au cœur de la démocratie directe, FYP Éditions, Paris, 2019, σ. 14 επ.
13 Βλ. αναλυτικά Nicolas Pauthe, « L’initiative populaire des lois (IPL) en Espagne : état des lieux critique », Revue de droit public, 2021/1, σ. 277 επ .
14 Βλ. Bernard Degen, « Initiatives populaires » σε Dictionnaire Historique Suisse (DHS), version du 18-7-2016, https://hls-dhs-dss.ch/fr/.
15 Της πετυχημένης αναφοράς της 7ης Αυγούστου 2025 (βλ. σχετικά στην Le Monde, 7-8-2025, « Loi Duplomb : le succès de la pétition, un événement politique inédit, dont la portée restera symbolique ») είχε προηγηθεί η αποτυχημένη προσπάθεια, το 2023, να συλλεγούν υπογραφές υπέρ μιας αναφοράς στην Εθνοσυνέλευση και τη Γερουσία με αντικείμενο την κατάργηση της μηχανοκίνητης μονάδας “BRAV–M » της γαλλικής αστυνομίας, λόγω της υπέρμετρης βίας που ασκούσε κατά την αντιμετώπιση διαδηλώσεων.
16 Βλ. στο άρθρο 3παρ1(β) του ισχύοντος κανονισμού 2019/788 της 17.4.2019 (ΕΕ αριθ. L 130/55). Ο αρχικός κανονισμός ήταν ο υπ’ αριθ. 2011/211 της 16.2.2011. Για το νομικό πλαίσιο της ΕΠΠ και τα νομικά ζητήματα που ανέκυψαν κατά τη λειτουργία του θεσμού, βλ. Δημοσθένης Λέντζης, «Δοκιμάζοντας τις αντοχές της συμμετοχικής δημοκρατίας: η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Το Σύνταγμα, 1/2018, σ. 205 επ.
17 Πλούσια και σαφή στατιστικά στοιχεία είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της ΕΠΠ: https://citizens-initiative.europa.eu/find-initiative/eci-lifecycle-statistics_el.
18 Βλ. σχετικά για την υπόθεση αυτή Baptiste Peyrou, « Vers un regain d’intérêt pour l’initiative citoyenne européenne ? », JP Blog (https://blog.juspoliticum.com), 28.5.2025.
19 ΔΕΕ (9ο τμήμα), 22.2.2024, Ρουμανία κ. Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπόθ. C-54/22 P, σκ. 66 και 67. H υπόθεση αυτή, με επίκεντρο τη δικαστική διαμάχη που εκτυλίχθηκε σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας στην ενωσιακή έννομη τάξη, είχε και μια προφανή πολιτική διάσταση: η συγκεκριμένη πρωτοβουλία, λάμβανε υπόψη καταστάσεις όπως είναι εκείνη των Ουγγρικής καταγωγής πολιτών της Ρουμανίας, εξ ου και η αντίθεση της Ρουμανίας στην έγκριση της πρότασης από την Επιτροπή, όπως και η παρέμβαση της Ουγγαρίας σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας όπου εξετάστηκε η διένεξη Ρουμανίας-Επιτροπής.
20 Βλ. σχετικά, αντί πολλών άλλων, τον Γάλλο πολιτικό φιλόσοφο Philippe Corcuff, Les Grands Penseurs de la politique. Trajets critiques en philosophie politique , Armand Colin , coll . « 128 », Paris , 2005, ο οποίος, εμπνεόμενος από τον επιφανή συμπατριώτη του Jacques Derrid a , αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία «όχι σαν ένα «φυσικό» δεδομένο των ανθρώπινων κοινωνιών, ούτε σαν μια αναπόφευκτη εξέλιξή τους, αλλά ως μια εύθραυστη ιστορική κατασκευή, μερική, ημιτελή, πάντοτε ανολοκλήρωτη, πάντα σε επανεκκίνηση ή σε βελτίωση, που τηρεί την απαραίτητη απόσταση ανάμεσα στο ιδεώδες και σε επιτεύγματα εσαεί περιορισμένα και διαστρεβλωμένα» (σ. 65)· το έργο του Derrida στο οποίο ο Corcuff αναφέρεται είναι το Spectres de Marx , του 1993 (σ. 111).
21 Marcel Gauchet , «Le progressisme a jou é contre son camp et a tourn é le dos à l ’ esprit de la d é mocratie», Le Monde , 26.8.2025: « στην κλασική της αντίληψη, η πολιτειότητα συνίστατο στο να υιοθετεί κανείς την οπτική γωνία του συνόλου της κοινωνίας και να διαμορφώνει μια συνολική αντίληψη για τις επιθυμητές κατευθύνσεις της. Αυτή η οπτική γωνία του συνόλου έχει πλέον εξαφανιστεί. Τίποτα δεν απεικονίζει καλύτερα αυτή την αλλαγή από την έκρηξη των συσσωματώσεων [associations]: ο καθένας έχει τη δική του ιδιαίτερη υπόθεση και οι κυβερνώντες πρέπει να βρουν τρόπο να εφαρμόσουν αυτή την κακοφωνία συγκεκριμένων προτάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι πολύ αφοσιωμένοι, αλλά που δεν σκέφτονται πολιτικά, δηλαδή με βάση μια συνολική προγραμματική συνοχή. Ακόμα καλύτερα, αυτή η αποπολιτικοποίηση συνοδεύεται συνήθως από μια ριζοσπαστικοποίηση των συγκεκριμένων αιτημάτων, που αδιαφορούν για όλα τα άλλα αιτήματα και θέλουν να επιβληθούν ακόμη και με τη βία».
22 Raymond Aron, Démocratie et totalitarisme, Gallimard, Paris, 1965, σ. 127 επ.· πρβλ. και την ευσύνοπτη παρουσίαση της θεωρητικής αυτής σύνθεσης του Aron από τον Marc Milet, La démocratie en Europe. Trajectoires et enjeux, 2ème éd., Ellipses, Paris, 2017, σ. 181-182.
23 Hans Kelsen, La démocratie : sa nature, sa valeur, 1929, επανέκδοση το 1988, Éditions Economica, Paris, σ . 15. Πρβλ. και τις επισημάνσεις της Sandrine Β aume , Χανς Κέλσεν. Συνηγορία υπέρ της δημοκρατίας , Πόλις, Αθήνα, 2016, σ. 58-59.
24 Bλ. Marc Milet, ό.π. υποσημ. 22, σ. 182.
25 Ronald Dworkin, Οι ρίζες της δικαιοσύνης. Η συνεταιρική δημοκρατία, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2014, σ. 120.
26 Βλ. αντί πολλών άλλων Olivier Costa & Paul Magnette, “The European Union as a consociation? A methodological assessment”, West European Politics, vol. 26, 3/2002m σ. 1 επ., όπου και αναφορές στην πλούσια βιβλιογραφία.
27 Στο ίδιο, σ. 4.
28 Dimiter D. Toshkov, “The impact of the Eastern enlargement on the decision-making capacity of the European Union”, Journal of European Public Policy, vol. 24, 2/2017, σ.177 επ.
29 Αποσπάσματα της έρευνας είναι δημοσιευμένα από τον Γιώργο Παυλόπουλο στον Οικονομικό Ταχυδρόμο της 29.6.2022, υπό τον τίτλο «Ευρώπη: κανόνας οι κυβερνήσεις συνασπισμού» (https://www.ot.gr/2022/06/29/epikairothta/eyropi-kanonas-oi-kyverniseis-synaspismou/).
30 Ο έμπειρος Βέλγος πολιτικός Paul Magnette, ένθερμος θιασώτης της πολιτικής συναίνεσης στη χώρα του, σε συνέντευξή του στην Le Monde αναφορικά με τις δυσκολίες που ανακύπτουν εσχάτως στη Γαλλία σχετικά με το πέρασμα από ένα μακρόχρονο καθεστώς μονοκομματικών κυβερνήσεων σε κυβερνήσεις που θα πρέπει να καθοδηγούνταν από την πολιτική συναίνεση των διαφόρων εταίρων τους (βλ. σχετικά στο κείμενο, αμέσως στη συνέχεια), εκθειάζει στο γαλλικό κοινό το σκανδιναβικό πρότυπο των κυβερνήσεων συνασπισμού με την ακόλουθη, επικαιρική παρατήρηση: «για να ανακαλύψετε το σκανδιναβικό μοντέλο, σας προτείνω να δείτε την τηλεοπτική σειρά Borgen: έχει ως πρωταγωνίστρια μια πρωθυπουργό της Δανίας, κεντρώα φιλελεύθερη, που καταφέρνει να κυβερνήσει χωρίς πλειοψηφία, αποσπώντας τη συναίνεση από, και κάνοντας συμβιβασμούς με τους πολίτικούς αντιπάλους της» (“Paul Magnette, président du Parti socialiste belge : la règle du politique française rend très difficile la démocratie parlementaire” (propos recueillis par Pascal Riché), Le Monde, 5.12.2024).
31 Roland Lescure, « Vers la proportionnelle : pour une culture française de coalition », Le Grand Continent, 6.6.2025 (https://legrandcontinent.eu/fr/2025/06/06/vers-la-proportionnelle-pour-une-culture-francaise-de-la-coalition/#easy-footnote-17-282217). Σταχυολογώντας τους, οι κανόνες αυτοί προβλέπουν: 1) Πρέπει να καθορίζεται “who makes the call?”, δηλαδή ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη να απευθυνθεί στις πολιτικές δυνάμεις και να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις. 2) Είναι απαραίτητο να συμφωνηθεί ότι οι μελλοντικοί σύμμαχοι δεν θα ασκούν εκβιασμούς γύρω από δημοσιονομικά ζητήματα. 3) Είναι αναγκαίο τα κόμματα να επιδείξουν ειρηνικές διαθέσεις και να αναζητούν τα στοιχεία που τα ενώνουν αντί γι’ αυτά που τα χωρίζουν. 4) Οι διαπραγματευτές κάθε πλευράς δεν πρέπει να δεσμεύουν το κόμμα τους πέρα από τα όρια που είναι αποδεκτά για τους ψηφοφόρους τους. 5) Είναι απαραίτητο να συμφωνηθεί ένα όργανο διαβουλεύσεων, που θα λειτουργεί καθόλη τη διάρκεια της ζωής της συμμαχίας, ώστε να υπάρχει ένα μόνιμο βήμα διαλόγου. 6) Συνιστάται να κατανέμονται, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης της συμφωνίας συνασπισμού, τα υπουργικά χαρτοφυλάκια μεταξύ των συμμετεχουσών πολιτικών δυνάμεων. 7) Προτείνεται να ορίζεται ένας «προορατικός πρωθυπουργός» (premier ministre préfiguré), που απλώς θα οργανώνει τις διαπραγματεύσεις·αυτός ο αρχηγός της μελλοντικής κυβέρνησης δεν θα συμμετέχει στις ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, έτσι ώστε το ζήτημα της πολιτικής του επιβίωσης να μην είναι προϋπόθεση για την τελική συμφωνία.
32 « Arne Wegner, juriste allemand: Ne soyez pas nerveux ! Ce n’est pas grave si cela prend du temps de former une coalition gouvernementale » (propos recueillis par David Kirchner), Le Monde, 30.8.2024.
33 Αναφ. από Βασιλική Γεωργιάδου, « Οι κυβερνήσεις συνεργασίας ως πρότυπο και ως προοπτική», Το Βήμα, 27.4.2025, σ. 17.
34 Βλ. το βασικό θεωρητικό έργο του Maurice Duverger, Introduction à la politique, που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1964 από τις εκδόσεις Gallimard, στην ελληνική μετάφραση από τον Στάθη Οικονόμου με τίτλο Εισαγωγή στην πολιτική, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1972, σ. 92 επ.
35 To εκλογικό σύστημα d’Hondt ισχύει σε πλειάδα κρατών μελών της ΕΕ (Βέλγιο, Αυστρία, Τσεχία, Δανία, Φιλανδία, Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία κ.α.): οι ψήφοι των συνδυασμών κάθε εκλογικής περιφέρειας διαιρούνται διαδοχικά δια του 1,2,3, κ.λ.π. μέχρις εξαντλήσεως του αριθμού των εδρών αυτής· οι έδρες κατόπιν κατανέμονται στους συνδυασμούς που έχουν κατά σειρά τα μεγαλύτερα πηλίκα μέχρι την πλήρη κάλυψη των εδρών. Στο σύστημα Sainte-Laguë, το οποίο χρησιμοποιείται λιγότερο ευρέως (στη Σουηδία και τη Νορβηγία, επί παραδείγματι), οι ψήφοι κάθε συνδυασμού διαιρούνται δια του 2ν+1 (όπου ν, ο αριθμός των εδρών που έχει λάβει κάθε συνδυασμός μέχρι τη συγκεκριμένη διαίρεση)· αφού υπολογιστεί το εκλογικό μέτρο για κάθε κόμμα, αυτό με το μεγαλύτερο πηλίκο την καταλαμβάνει· η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται για τη διανομή κάθε έδρας μέχρις εξαντλήσεως του αριθμού των εδρών. Όσον αφορά την ταξινομική ψήφο (ισχύει στη Μάλτα και την Ιρλανδία), κάθε ψηφοφόρος δεν ψηφίζει ένα μόνο υποψήφιο, αλλά πολλούς υποψηφίους ανεξάρτητα από το κόμμα που ο καθένας ανήκει, με σειρά προτίμησης, βάζοντας τους αριθμούς 1,2,3 κ.ο.κ. μέχρι τον αριθμό των προς κατανομή εδρών· το εκλογικό μέτρο είναι το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των ψήφων σε μια περιφέρεια προς το σύνολο των εδρών· οι υποψήφιοι (όχι οι συνδυασμοί) που έχουν ξεπεράσει το μέτρο σε πρώτες προτιμήσεις εκλέγονται· όταν ωστόσο υπάρχουν περισσότερες πρώτες προτιμήσεις από τις αναγκαίες (π.χ. το μέτρο είναι 14.000 αλλά ένας υποψήφιος έχει λάβει 18.000) τότε οι επιπλέον ψήφοι μεταφέρονται στους υποψήφιους που έχουν δώσει τη δεύτερη προτίμηση κ.ο.κ.
36 Βλ. το άρθρο 82παρ1 Συντ, σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση καθορίζει τη «γενική» πολιτική της χώρας.
37 Βλ. το άρθρο 99 του βουλγαρικού Συντάγματος. Πρβλ. τον Olivier Costa (“ Une dissolution sans é volution du mode de scrutin aboutirait à r é pliquer les grands é quilibres actuels de l ’ Assembl é e nationale ”, Le Monde , 29.8.2025), ο οποίος μνημονεύει ότι απρόμοια διαδικασία ισχύει τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ισπανία.
38 Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης («Αντίλογος: γιατί τόσες αλλαγές του εκλογικού νόμου;», σε https://www.protagon.gr/apopseis/i-allagi-eklogikou-nomou-kai-i-fthora-twn-kyvernisewn-44343204329 , 24.8.2025), σημειώνει σχετικά: « Στην Ελλάδα αποτελεί σπάνιο φαινόμενο μια κυβέρνηση να μην αλλάξει τον εκλογικό νόμο κατά τη διάρκεια μιας τετραετίας. Η πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή έφτιαξε έναν δικό της εκλογικό νόμο, οι δύο πρώτες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ παρουσίασαν δύο διαφορετικούς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη τον δικό της. Το 2004, το 2008, το 2016 και το 2020 ψηφίστηκαν νέοι νόμοι και καταργήθηκαν οι προηγούμενοι. Όσο για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, αυτές γίνονται από το 2002 και μετά, κάθε φορά, με διαφορετικό τρόπο (…)».
39 Dominique Rousseau, Radicaliser la démocratie. Proposition pour une refondation, Seuil, Paris, 2015, σ. 6.
40 B λ . σχετικά Conseil constitutionnel, Décision n° 2025-892 DC du 7 août 2025, Loi visant à réformer le mode d’élection des membres du conseil de Paris et des conseils municipaux de Lyon et Marseille ; πρβλ . τις « σκωπτικές » επικρίσεις στο Le Canard enchaîné , 24.8.2025, με τίτλο «Quand les sages contournent le code électoral».
41 Βλ. Βασιλική Γεωργιάδου, ό.π. υποσημ. 33.
42 Σάκης Μουμτζής, «Η Ευρώπη δεν πρόκειται να ξυπνήσει», σε https://www.liberal.gr/s-moymtzis/i-eyropi-den-prokeitai-na-xypnisei, 8.11.2024.
43 Γρηγόρης Τζαβάρας, «Από πότε η αντιπολίτευση υποχρεούται να υπερψηφίζει τα κυβερνητικά νομοσχέδια;», Πρώτο θέμα, 15.11.2024, σ. 27.
44 Τάκης Σ. Παπάς, Παράδοξη χώρα. Γιατί η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία και τι μπορούμε να μάθουμε από αυτές; Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2024, σ. 151. Η κριτική προσέγγιση από το συγγραφέα της πολιτικής συναίνεσης στην Ελλάδα, επικρίθηκε από τον Ευάγγελο Βενιζέλο («Η φοβική δημοκρατία», The Books’ Journal, τ. 157, Oκτώβριος 2014, σ. 44 επ.), για τον οποίο «υπάρχει ευρεία πολιτική συναίνεση στην Ελλάδα», η οποία, όμως, «αποκρύπτεται»: «Γιατί ενώ έχουμε συναίνεση, πολιτικά την αποκρύπτουμε;”, διερωτάται. «Την αποκρύπτομε, γιατί το μεγάλο πρόβλημα της Μεταπολίτευσης, κατά τη γνώμη μου, είναι η πόλωση μεταξύ πολιτικού συστήματος και κοινωνίας. Αυτή είναι η πραγματική πόλωση. Υπάρχει μια ελεγχόμενη και διαρκής κρίση αντιπροσώπευσης, με αφετηρία, την οποία η κοινωνία, δια του τρόπου που φέρεται εκλογικά, καθοδηγεί πλήρως το πολιτικό σύστημα. Το πολιτικό σύστημα φοβάται την κοινωνία και γι’ αυτό κανείς δεν μιλά παιδαγωγικά, όπως αρμόζει στα κόμματα, με ειλικρίνεια και στρατηγικά, απευθυνόμενος στην κοινωνία και την κοινή γνώμη. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου η πρώτη αιτία που δεν επιτρέπει στη χώρα να αλλάξει επίπεδο».
45 Βλ. τη συνέντευξη της Ντόρας Μπακογιάννη, στον Χρήστο Χωμενίδη, στα Νέα, 23-24.11.2024, στη στήλη «Focus. Η άλλη όψη της πολιτικής».
46 N. Aλιβιζάτος, Π. Βουρλουμής, Γ. Γεραπετρίτης, Γ. Κτιστάκις, Σ. Μάνος, Φ. Σπυρόπουλος, Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα. Κείμενα εργασίας, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2016, σ. 118-119.
47 Βλ. το τελικό «παραδοτέο» του έργου: Έλλη Τσιτσιπά, Η κοινοβουλευτικοποίηση της διακυβέρνησης της ΕΕ. Προκλήσεις για τα εθνικά κοινοβούλια και την ελληνική Βουλή, ειδικότερα, Κέντρο του Α.Π.Θ. για τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, 2021, 93 σ., προσβάσιμο σε https://celc.law.auth.gr/archeio/.
48 Με την εξαίρεση του ερευνητικού έργου του ΚΕΝοΠ, οι λοιπές ακαδημαϊκές προσεγγίσεις της κοινοβουλευτικής διάστασης της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ, ανάγονται, δστυχώς, στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Βλ., αντίστοιχα, Πέτρος Στάγκος, «Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της συμμετοχής στις ευρωπαϊκές Κοινότητες: Η προοπτική καθιέρωσής του στην Ελλάδα», Σύγχρονα Θέματα, τ. 21, 1984, σ. 35 επ. και Παναγιώτης Μαντζούφας, «Ο ρόλος των εθνικών κοινοβουλίων στην αρχιτεκτονική των θεσμών της ΕΕ – Οι προτάσεις στο πλαίσιο της Συντακτικής Συνέλευσης», Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου, 2003, 23(1), σ. 35 επ.
49 Στο έργο της Το δημοκρατικό παράδοξο, μετάφραση: Α. Κιουπκιολής, πρόλογος-επιμέλεια: Γ. Σταυρακάκης, Πόλις, Αθήνα, 2008, σ. 202-203, Πόλις, Αθήνα, 2008, σ. 202-203.
50 Βλ. τη συνέντευξη του Balandier στο πολιτικό περιοδικό L’Express επ’ αφορμή της αμερικανο-βρετανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003 και της αποφασιστικότητας των «εισβολέων» να «εισαγάγουν» τη δημοκρατία στη χώρα (Jean–Marc Biais, «On n’importe pas la démocratie. Entretien avec Georges Balandier », L’Express, 9.10.2003). Όσον αφορά το χαρακτηρισμό του Balandier ως ανθρωπολόγου της πρώτης γραμμής, βλ. στον βιογράφο του Jean Copans, Georges Balandier, un anthropologue en première ligne, PUF, Paris, 2014.
51 Με τη βοήθεια αλγορίθμων δηλαδή, της τεχνητής νοημοσύνης…
52 Βλ. σχετικά στις ιστοσελίδες του ΟΟΣΑ https://airtable.com/appe2skaSw6vmtvAJ/shr2hoWdtkrjU6h5A και https://www.newdemocracy.com.au/wp-content/uploads/2022/06/OECD-Deliberative-Democracy-Toolbox-Overview-FINAL.pdf. Πρβλ. και τα στοιχεία που παραθέτει ο Antoine Bezard, «Conventions citoyenne: et si la France faisait (encore) mieux ?», σε https://www.jean-jaures.org/publication/conventions-citoyennes-et-si-la-france-faisait-encore-mieux/, 20.6.2025.
53 Βλ. Π. Στάγκος-Φ. Παιονίδης, « Μια πρόταση για την ισχυροποίηση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας: Η Συνέλευση Ευρωπαίων Πολιτών», σε https://www.constitutionalism.gr/sinelefsi-evropaion-politon/?hilite=%CE%A3%CF%84%CE%AC%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CF%82 , 31.12.2021. Πρβλ. τους ίδιους, Η Συνέλευση Ευρωπαίων Πολιτών. Μια πρόταση, Εκδόσεις Παπαζήση – Σειρά: Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, Αθήνα, 2022, 85 σ.
54 Στον έβδομο τόμο των «απάντων» του, που καλύπτει την περίοδο 1943-1949, ο Churchill γράφει: «Democracy is the worst form of government except all those other forms that have been tried from time to time»· αναφ. από Manfred G. Schmidt, Θεωρίες της δημοκρατίας, επίμετρο: Γ. Πάσχος, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2004, σ. 586.