Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το ιδιόρρυθμο ζήτημα προστασίας του επικοινωνιακού απορρήτου στο πλαίσιο της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας αποτελεί πολύ συχνά αντικείμενο συζήτησης, απασχολώντας τακτικά τη νομική θεωρία, αλλά και τη δικαστηριακή πρακτική. Παρά το γεγονός ότι το ανωτέρω θέμα έχει καταστεί αντικείμενο ευρείας επιστημονικής συζήτησης και επεξεργασίας εντός του σύγχρονου περιβάλλοντος ψηφιοποιημένης επικοινωνίας, εξακολουθεί να προκαλεί προβληματισμούς αναφορικά με την έκταση του προστατευτέου πεδίου του επικοινωνιακού απορρήτου, τη διαδικασία που ακολουθείται και τις ασφαλιστικές δικλείδες που τηρούνται, ώστε να αρθεί το απόρρητο των μεταδεδομένων επικοινωνίας ενός υποκειμένου στο πλαίσιο των «κακόβουλων» ή «ενοχλητικών» κλήσεων, δημιουργώντας έτσι κλίμα ανασφάλειας δικαίου στην εθνική έννομη τάξη.
Β. ΤΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Στην εθνική έννομη τάξη, το απόρρητο της επικοινωνίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι είναι «απόλυτα απαραβίαστο» κι αίρεται μόνο υπό τις προϋποθέσεις, που θέτει το δεύτερο εδάφιο της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης, δηλαδή μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, τα οποία περιγράφονται περιοριστικά στον εκτελεστικό του συγκεκριμένου άρθρου Ν. 2225/1994, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει, σε συνδυασμό με τις ταχθείσες εγγυήσεις της διαδικασίας άρσης του απορρήτου. Απαραίτητη δε προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου είναι η έκδοση διάταξης άρσης του απορρήτου από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή εισαγγελικό λειτουργό, ανάλογα με τους λόγους άρσης, ώστε να μη θίγεται η ιδιωτική ζωή και η προσωπικότητα του ατόμου, παρά μόνο στο μέτρο και για όσο χρονικό διάστημα είναι απολύτως αναγκαίο. Σε αυτό το συνταγματικό πλαίσιο η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (εφεξής Α.Δ.Α.Ε.) επιτελεί ουσιαστικό ρόλο ως προς την προστασία του επικοινωνιακού απορρήτου, καθώς δυνάμει του εκτελεστικού του Συντάγματος Νόμου 3115/2003 έχει την αποστολή του ελέγχου της τήρησης των όρων και της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου, γεγονός που σημαίνει ότι ουσιαστικά είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία της τήρησης της απαιτούμενης διαδικασίας από τα δικαστικά συμβούλια και τους Παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών[1]. Παρά τη φαινομενική ανακολουθία της διατύπωσης της ως άνω συνταγματικής διάταξης, η προσθήκη του επιτατικού επιρρήματος «απόλυτα» δεν έχει συμβολική έννοια, αλλά επέχει ρόλο ερμηνευτικής αρχής, βάσει της οποίας διαμορφώνονται κριτήρια στάθμισης, κάθε φορά που στο πεδίο της οργανωμένης συμβίωσης, τίθεται ζήτημα λειτουργικής συνύπαρξης του εν λόγω δικαιώματος με άλλα δικαιώματα, καθώς ανάγεται στον καθαυτό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, αποτελώντας συστατικό του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος[2].
Στο άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα με δύο επιμέρους συνιστώσες[3], αρρήκτως συνδεδεμένες μεταξύ τους, αφενός η ελευθερία της επικοινωνίας κάθε είδους και αφετέρου το απαραβίαστο του απορρήτου της επικοινωνίας κάθε είδους, εφόσον βέβαια τα επικοινωνούντα μέρη επιθυμούν να διατηρήσουν τη μυστικότητα αυτής[4]. Πράγματι, το εν λόγω ατομικό δικαίωμα βρίσκεται στο μεταίχμιο περισσότερων ατομικών ελευθεριών, καθώς αποτελεί εγγύηση της προσωπικής ελευθερίας και συνδέεται άμεσα με την ιδιωτική ζωή, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την ελευθερία της γνώμης και το δικαίωμα της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του ατόμου στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών[5]. Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι στο άρθρο 19 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην απόρρητη ελεύθερη επικοινωνία, καθώς η ελευθερία της επικοινωνίας αποτελεί προϋπόθεση του απορρήτου αυτής[6], αφού πριν καταστεί απόρρητη προϋποτίθεται ότι διεξάγεται ελεύθερα σε τόπο και χρόνο της επιλογής του καθενός, με συνομιλητή και μέσο επικοινωνίας της επιλογής του, σε γλώσσα και με περιεχόμενο, το οποίο ο ίδιος επέλεξε χωρίς καθορισμό της χρονικής διάρκειας της επικοινωνίας του[7]. Επιπλέον, στο απόρρητο της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 19 συμπεριλαμβάνονται και οι επικοινωνίες, στις οποίες τα επικοινωνούντα μέρη αναφέρονται στη διάπραξη εγκλημάτων, γεγονός άλλωστε που καλύπτεται από τη νομοθετική επιφύλαξη για την άρση του απορρήτου[8].
Συνεπώς, αυτό που πράγματι προστατεύεται ως απόρρητο επικοινωνίας από το άρθρο 19 του Συντάγματος είναι το ίδιο το επικοινωνιακό γεγονός σε όλη του την έκταση, ήτοι τόσο το περιεχόμενο της επικοινωνίας όσο και τα συναφώς παραγόμενα από αυτή δεδομένα, που εξατομικεύουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα, δηλαδή τα λεγόμενα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή άλλως μεταδεδομένα, αφού κανένας, πλην των επικοινωνούντων μερών δεν μπορεί να γνωρίζει ούτε το περιεχόμενο, αλλά ούτε και την ίδια την πράξη της επικοινωνίας[9]. Σχετικά με την έννοια του απορρήτου της επικοινωνίας έχει υποστηριχθεί ότι αυτό καταφάσκεται στις περιπτώσεις, που τα επικοινωνούντα μέρη εκδηλώνουν την εύλογη προσδοκία ότι το περιεχόμενο και τα μεταδεδομένα αυτής δεν θα περιέλθουν σε γνώση τρίτου[10]. Ως εκ τούτου, τα μέρη που επικοινωνούν, κάνοντας χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσιο δίκτυο έχουν την προσδοκία ότι κάθε τρίτος θα απέχει από τη λήψη γνώσης του περιεχομένου ή των εξωτερικών στοιχείων αυτής, δηλαδή ότι η επικοινωνία τους σε όλη την έκτασή της δεν θα καταγραφεί και δεν θα διατηρηθεί ούτε από τον Πάροχο, ούτε από οποιονδήποτε άλλο τρίτο, ούτε ακόμα και από τον ίδιο τον συνομιλητή, πάντα με την επιφύλαξη της νόμιμης άρσης του απορρήτου[11]. Το εύρος προστασίας του ανωτέρω δικαιώματος παρέχει στα υποκείμενα τη δυνατότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους σε συνθήκες αμεριμνησίας, χωρίς να νιώθουν το διαρκή φόβο ότι θα παρεμβληθεί οποιοσδήποτε τρίτος, είτε πρόκειται για ιδιώτη, είτε για το ίδιο το κράτος, ο οποίος θα αντλήσει πληροφορίες, που θα μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των επικοινωνούντων μερών[12]. Άλλωστε, τα ανωτέρω εφαρμόζονται και κατά την τηλεφωνική ή προφορική συνομιλία δια ζώσης, κατά την οποία τα επικοινωνούντα μέρη προσδοκούν ότι «ο φευγαλέος και ανεπανάληπτος ήχος και παλμός της ανθρώπινης λαλιάς τους»[13] παραμένει μυστικός εντός του ιδιωτικού πεδίου της επικοινωνίας.
Ως εκ τούτου, το άρθρο 19 παρ. 1 Σ, κατοχυρώνοντας το απολύτως απαραβίαστο του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας δεν διακρίνει ανάμεσα στα εσωτερικά και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, καθώς καλύπτει τόσο το περιεχόμενο, όσο και τα συμφραζόμενα της επικοινωνίας, που αποκαλύπτουν πληθώρα στοιχείων για το γεγονός της επικοινωνίας, ήτοι το γεωγραφικό πλάτος και μήκος, υψόμετρο του τερματικού σταθμού του αποστολέα ή του παραλήπτη, οποιαδήποτε πληροφορία ονομασίας, αρίθμησης ή διεύθυνσης των επικοινωνούντων μερών, τον όγκο, την αρχή, το τέλος ή τη διάρκεια της επικοινωνίας[14], με αποτέλεσμα να εγγυάται ένα περιβάλλον ιδιαίτερα αυξημένης προστασίας της εμπιστευτικότητας κατά τη διεξαγωγή της επικοινωνίας και συνακόλουθα της ιδιωτικής ζωής. Συναφώς προς τα παραπάνω, τα μεταδεδομένα επικοινωνίας αποτελούν μια πλούσια πηγή προσωπικών πληροφοριών για τους χρήστες – υποκείμενα, καθώς αποκαλύπτουν το «ποιος» (τα επικοινωνούντα μέρη), «πότε», πόσο καιρό και πόσο συχνά, (χρόνος, διάρκεια και συχνότητα), το «τι» (είδος επικοινωνίας, π.χ. τηλεφωνική κλήση, μήνυμα, e-mail), το «πώς» (η συσκευή επικοινωνίας που χρησιμοποιείται, π.χ. σταθερή τηλεφωνία, smartphone, tablet) και το «πού» (τοποθεσία των συσκευών που χρησιμοποιούνται) των μερών, που εμπλέκονται σε κάθε είδους επικοινωνία[15], αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο πλούσια και αποκαλυπτικά ίχνη για την ιδιωτική ζωή των ατόμων σε καθημερινή βάση. Η ευκολία συλλογής και ανάλυσης των μεταδεδομένων επικοινωνίας, τα οποία αποτελούν από τη φύση τους δομημένα δεδομένα με τυποποιημένη και προβλέψιμη μορφή, αποτυπώνοντας κυρίως νούμερα, τηλεφωνικούς αριθμούς, συντεταγμένες, ημερομηνία, ώρα και διάρκεια της επικοινωνίας, τα καθιστούν αντικείμενα ευχερούς ποσοτικής ανάλυσης σε μεγάλη κλίμακα, καθώς μπορούν με ευχέρεια να μετατραπούν σε ουσιαστικές και ζωτικές πληροφορίες για τα υποκείμενα[16].
Παρά το γεγονός ότι έχουν προβλεφθεί νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις αναφορικά με το ιδιαίτερο πλαίσιο της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας, πρόκειται για ένα θέμα με έντονη αμφισημία, που εξακολουθεί να δημιουργεί προβληματισμούς τόσο στη νομική θεωρία όσο και στην πρακτική σχετικά με την έκταση του προστατευτέου πεδίου του επικοινωνιακού απορρήτου και τη διαδικασία που ακολουθείται, ώστε να αρθεί το απόρρητο της επικοινωνίας ενός υποκειμένου και να χορηγηθούν τα μεταδεδομένα αυτής.
Γ. Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΩΝ ΜΕΤΑΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΚΑΚΟΒΟΥΛΗΣ / ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
- i. Το νομοθετικό πλαίσιο της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας
Το ζήτημα προστασίας του απορρήτου των μεταδεδομένων επικοινωνίας στο πλαίσιο της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας πυροδότησε έντονο διάλογο στην εθνική έννομη τάξη, καθώς δημιουργήθηκε κλίμα ανασφάλειας δικαίου και διχογνωμία σχετικά με το αν η συνταγματική προστασία του άρθρου 19 εκτείνεται και στην περίπτωση αυτή. Η διαχείριση των «κακόβουλων» ή «ενοχλητικών» κλήσεων και του αιτήματος του συνδρομητή για εξουδετέρωση της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής συνιστά ιδιόρρυθμο ζήτημα, καθώς η μαξιμαλιστική διάταξη του άρθρου 19 δεν αφήνει περιθώρια εξαιρέσεων των κακόβουλων κλήσεων, γεγονός που φαίνεται να έρχεται σε ένταση με το άρθρο 10 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ[17]. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 36 και το άρθρο 10 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ προβλέπεται ότι τα κράτη µέλη δύνανται να περιορίζουν το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής των συνδρομητών αναφορικά με την αναγνώριση της καλούσας γραµµής, όταν αυτό είναι απαραίτητο, προκειμένου να ανιχνευθούν κακόβουλες ή οχληρές κλήσεις, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους Παρόχους να εξουδετερώνουν την απόκρυψη του καλούμενου αριθμού, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μετά από αίτηση του συνδρομητή, που ζητεί τον εντοπισμό τους και τη γνωστοποίηση σε αυτόν των μεταδεδομένων επικοινωνίας των αφορωµένων συνδροµητών και μάλιστα χωρίς την εκ των προτέρων συγκατάθεσή τους.
Ακολούθως, στο άρθρο 8 του Ν. 3471/2006, ο οποίος ενσωμάτωσε την ανωτέρω Οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη, προβλέπεται η δυνατότητα εξουδετέρωσης της υπηρεσίας απόκρυψης της ταυτότητας του καλούντος, όταν αποσκοπεί στον εντοπισμό των κακόβουλων κλήσεων. Ως εκ τούτου, ορίζεται ότι ο Πάροχος οφείλει να διαθέτει μέσα εξουδετέρωσης της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων μετά από αίτηση του συνδρομητή. Τα δεδομένα που περιέχουν την αναγνώριση της ταυτότητας του καλούντος συνδρομητή αποθηκεύονται και είναι διαθέσιμα στο κοινό από τον Πάροχο μόνο έναντι του συνδρομητή, που ζητεί τον εντοπισμό και κατόπιν διαγράφονται. Με πράξη δε της Α.Δ.Α.Ε. καθορίζονται οι ειδικότερες διαδικασίες, ο τρόπος και η διάρκεια εξουδετέρωσης των δυνατοτήτων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια της διαδικασίας[18].
- ii. Το κανονιστικό πλαίσιο της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας και οι γνωμοδοτήσεις της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ως προς το εν λόγω ζήτημα.
Η Α.Δ.Α.Ε. συμμορφούμενη με την Οδηγία 2002/58/ΕΚ εξέδωσε την υπ’ αριθ. 2322/2006 Πράξη της σχετικά με το ζήτημα της κακόβουλης επικοινωνίας και της προστασίας των μεταδεδομένων στο πλαίσιο αυτής[19]. Εξετάζοντας το θέμα της δυνατότητας εξουδετέρωσης της υπηρεσίας απόκρυψης της καλούσας γραμμής για τον εντοπισμό των «κακόβουλων» ή «ενοχλητικών» κλήσεων, οριοθέτησε τη διαδικασία βάσει της οποίας ο συνδρομητής δύναται να ζητήσει από τον Πάροχο τα δεδομένα, που περιέχουν την αναγνώριση της ταυτότητας των «κακοβούλως» και «ενοχλητικώς» καλούντων. Σύμφωνα με την ανωτέρω Πράξη «κακόβουλη επικοινωνία αποτελεί αυτή, η οποία ενέχει απειλή βίας, εξύβριση, προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, εκβιασμό, ενώ ενοχλητική επικοινωνία είναι εκείνη η οποία, χωρίς να είναι κακόβουλη, διαταράσσει την οικιακή ειρήνη και προκαλεί ανησυχία, όπως για παράδειγμα οι σιωπηλές και επαναλαμβανόμενες κλήσεις»[20].
Στην ανωτέρω Πράξη ορίζεται η δυνατότητα του Παρόχου να χορηγεί ορισμένα μεταδεδομένα επικοινωνίας ήτοι τα δεδομένα, που περιέχουν την αναγνώριση της ταυτότητας των καλούντων συνδρομητών και πιο συγκεκριμένα τον καλούντα αριθμό τηλεφώνου, την ημερομηνία, ώρα και διάρκεια κλήσης, αποκλειστικά και μόνο στο συνδρομητή, που υπέβαλε την αντίστοιχη αίτηση, ενώ παράλληλα προέβλεψε ότι η διάθεση από τον Πάροχο στοιχείων επικοινωνίας, πέραν των προαναφερομένων, για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων τελεί υπό τους όρους και τις διαδικασίες του ν. 2225/1994[21]. Με αυτόν τον τρόπο, η Α.Δ.Α.Ε. υπήγαγε αυτή τη μορφή άρσης του απορρήτου των μεταδεδομένων επικοινωνίας και αποκάλυψης στοιχείων σχετικών με την ταυτότητα του καλούντος σε μια διοικητική διαδικασία[22], την οποία ενέταξε εν μέρει στους όρους του Ν. 2225/1994, στην προσπάθειά της να μετριάσει τους σοβαρούς κινδύνους που εγκυμονεί μια τέτοια πρακτική.
Παράλληλα, η Α.Δ.Α.Ε. προέβλεψε ότι η εξουδετέρωση της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τις δεκαπέντε ημέρες από την έναρξη της εξουδετέρωσης, διάστημα που άρχεται δύο εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής της σχετικής αίτησης από τον Πάροχο[23], ενώ παράλληλα υποχρέωσε τον Πάροχο να ενημερώνει τους καλούντες με ηχογραφημένο μήνυμα ότι η δυνατότητα μη αναγραφής της καλούσας γραμμής προς τον συγκεκριμένο αριθμό πρόκειται να εξουδετερωθεί και ότι τα στοιχεία ταυτότητάς του θα είναι διαθέσιμα έναντι του συνδρομητή, που τυχόν θα ζητήσει τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων[24], με αποτέλεσμα να δίνει τη δυνατότητα στους καλούντες να γνωρίζουν εκ των προτέρων και να συναινούν εν τοις πράγμασι σε τυχόν καταγραφή και γνωστοποίηση των στοιχείων τους.
Στον αντίποδα, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου υποστήριξε ότι τα μεταδεδομένα στις περιπτώσεις της κακόβουλης επικοινωνίας δεν υπάγονται στο πεδίο προστασίας του άρθρου 19 του Συντάγματος και τις προϋποθέσεις του Ν. 2225/1994, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω επικοινωνία είναι μονομερής και όχι αμφίδρομη, καταλήγοντας με αυτόν τον τρόπο σε αξιολογική αντινομία, καθώς στερείται λογικής να θεωρείται ότι η συνταγματική διάταξη και ο εκτελεστικός νόμος θέτουν υπό τις εγγυήσεις της διαδικασίας άρσης απορρήτου την αμφίδρομη επικοινωνία με εγκληματικό περιεχόμενο και αντίθετα να εξαιρούν το έλασσον ήτοι τη μονομερή επικοινωνία με εγκληματικό περιεχόμενο, όταν δηλαδή πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνο με στόχο ο παρενοχλών να υβρίσει, να απειλήσει και να ασκήσει ψυχολογική βία[25]. Κατόπιν ερωτήματος του Τμήματος Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δυνάμει της υπ’ αριθ. 9/2009 Γνωμοδότησης ασχολήθηκε με το θέμα της επικοινωνίας μέσω διαδικτύου και της νομιμότητας των αιτημάτων εισαγγελικών κι ανακριτικών Αρχών προς τους Παρόχους να τους παρέχουν εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας των προσώπων, που ενεργούν τηλεφωνικές κλήσεις εξυβριστικού κι απειλητικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με την εν λόγω Γνωμοδότηση υποστηρίχθηκε ότι η προστασία του απορρήτου αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης προσωπικής επικοινωνίας και προϋποθέτει δύο τουλάχιστον πρόσωπα, ενώ βασικό στοιχείο της προσωπικής επικοινωνίας είναι η μυστικότητα του περιεχομένου. Ως εκ τούτου, δυνάμει της ανωτέρω Γνωμοδότησης υποστηρίχθηκε ότι οι αρμόδιες Αρχές δύνανται να ζητούν και να έχουν πρόσβαση στα μεταδεδομένα επικοινωνίας των προσώπων, που κάνουν υβριστικές ή απειλητικές κλήσεις και εν γένει διαπράττουν εγκλήματα μέσω οποιουδήποτε μέσου επικοινωνίας χωρίς να χρειάζεται να προηγηθεί η διαδικασία άρσης απορρήτου το Ν. 2225/1994[26]. Την ίδια ως άνω άποψη επιβεβαίωσε και η υπ’ αριθ. 12/2009 Γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε ότι οι περιπτώσεις στις οποίες οι ανακριτικές Αρχές κατά τη διενέργεια ανάκρισης κατόπιν εγκλήσεως του παθόντος ζητούν για τον εντοπισμό του δράστη εξυβριστικής, συκοφαντικής ή απειλητικής επικοινωνίας τη γνωστοποίηση εκ μέρους των Παρόχων των μεταδεδομένων επικοινωνίας, εκφεύγουν του προστατευτέου πεδίου της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς δεν πρόκειται για επικοινωνία, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος προστασίας του απορρήτου. Συναφώς προς τα ανωτέρω, οι ανακριτικές Αρχές δύνανται, στο πλαίσιο του δικαιώματός τους να συγκεντρώνουν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για τη βεβαίωση του εγκλήματος, να απαιτούν τα προαναφερόμενα συναφώς παραγόμενα δεδομένα, χωρίς την προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας άρσεως του απορρήτου του Ν. 2225/1994, αφού, όπως ελέχθη, δεν πρόκειται για απόρρητο[27].
Κατόπιν των ανωτέρω, η Α.Δ.Α.Ε. δυνάμει της με αριθ. 234/2009 Πράξης της[28] τροποποίησε το ως άνω κανονιστικό της πλαίσιο, πραγματοποιώντας μεταβολή στη στάση της ως προς το εν λόγω ζήτημα κατά την προσπάθειά της να άρει τις αντιφάσεις, προφανώς επειδή το αίτημα των επιχειρησιακών και δικαστικών αρχών για πρόσβαση των ιδίων στα μεταδεδομένα επικοινωνίας παρέμενε πιεστικό[29]. Ειδικότερα, η Αρχή, μνημονεύοντας ρητά στο Προοίμιο της Πράξης της την ως άνω υπ’ αριθ. 12/2009 Γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε ότι στις περιπτώσεις των κακόβουλων κλήσεων, εφόσον διενεργείται ανάκριση κατόπιν σχετικής έγκλησης, οι αρμόδιες ανακριτικές Αρχές δύνανται να ζητήσουν με ειδική παραγγελία προς τους Παρόχους, και εκείνοι υποχρεούνται να παρέχουν, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα, στοιχεία ταυτότητας του κακοβούλως καλούντος συνδρομητή, εφόσον κρίνουν ότι μόνο με αυτό το μέσο θα καταστεί δυνατή η βεβαίωση του εγκλήματος και η αποκάλυψη του δράστη.
Από μια συγκριτική επισκόπηση των ανωτέρω πράξεων της Α.Δ.Α.Ε. καθίσταται σαφές ότι η Ανεξάρτητη Αρχή διεύρυνε τον κύκλο παραληπτών των μεταδεδομένων επικοινωνίας του παρενοχλούντος, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτόν και τις ανακριτικές Αρχές πλην του παρενοχλούμενου συνδρομητή, καθ’ υπέρβαση του άρθρου 8 του Ν. 3471/2006, με αποτέλεσμα να εισάγει έτσι μια δεύτερη παράλληλη διαδικασία για τη γνωστοποίηση μεταδεδομένων στις περιπτώσεις αδικημάτων, που συνδέονται με κακόβουλες κλήσεις και μάλιστα χωρίς τις εγγυήσεις του Ν. 2225/1994, παρακάμπτοντας τη διαδικασία του δικαστικού συμβουλίου και θέτοντας την παραγγελία ενός μονοπρόσωπου οργάνου στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας μετά την υποβολή έγκλησης[30]. Στο πλαίσιο αυτού, η Α.Δ.Α.Ε. επέτρεψε την κοινολόγηση όλων των δεδομένων ταυτότητας του παρενοχλούντος, χωρίς να προβαίνει στην προγενέστερη εξαντλητική εξειδίκευσή τους, ενώ παράλληλα δεν προέβλεψε υποχρέωση των Παρόχων να ενημερώνουν τους καλούντες με ηχογραφημένο μήνυμα ότι η απόκρυψη της καλούσας γραμμής προς τον συγκεκριμένο καλούμενο αριθμό πρόκειται να εξουδετερωθεί, στερώντας τους έτσι τη δυνατότητα της εκ των προτέρων γνώσης για τυχόν γνωστοποίηση των δεδομένων ταυτότητάς τους και της εν τοις πράγμασι συναίνεσής τους να προχωρήσουν ή μη στην πραγματοποίηση της συγκεκριμένης κλήσης. Περαιτέρω, έντονη ανασφάλεια δημιούργησε η διατύπωση της ανωτέρω Πράξης της Α.Δ.Α.Ε. αναφορικά με το χρονικό διάστημα του ενός μήνα για την παροχή των στοιχείων ταυτότητας του παρενοχλούντος συνδρομητή, αφού από τη γραμματική ερμηνεία της απόφασης δεν προκύπτει σαφώς εάν το εν λόγω χρονικό διάστημα άρχεται από την ημερομηνία της εξουδετέρωσης και εφεξής ή έχει αναδρομική ισχύ. Συνάγεται ευχερώς από τα παραπάνω ότι η ανωτέρω μεταβολή της στάσης της Α.Δ.Α.Ε. σε συνδυασμό με την ηχηρή απουσία των εγγυήσεων του Ν. 2225/1994 και των ασφαλιστικών δικλείδων, που παρέχει η συμμετοχή συλλογικού οργάνου στη διαδικασία άρσης του απορρήτου, έχει δημιουργήσει έντονο προβληματισμό, καθώς μάλιστα η Α.Δ.Α.Ε., υιοθετώντας τη θέση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, της προσέδωσε κανονιστική ισχύ[31]. Τέλος, δυνάμει της υπ’ αριθ. 9/2011 Γνωμοδότησης, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου επανήλθε στο εν λόγω ζήτημα, επιβεβαιώνοντας ότι οι ανωτέρω Γνωμοδοτήσεις εξακολουθούν να ισχύουν μετά τις ρυθμίσεις του Ν. 3917/2011[32], τονίζοντας ότι οι αρμόδιες δικαστικές Αρχές μπορούν να ζητούν από τους Παρόχους να τους ανακοινώσουν τα στοιχεία εντοπισμού των προσώπων, που τελούν διάφορα εγκλήματα μέσω κακόβουλης επικοινωνίας, χωρίς να τηρούν την προβλεπόμενη διαδικασία άρσεως του απορρήτου, θεωρώντας ότι ο νομοθέτης με τη ρύθμιση αυτή δεν θέλησε να εισαγάγει νέο περιοριστικό καθεστώς για την χορήγηση των παραπάνω εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας[33].
Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι το Δ.Ε.Ε. μέσω της νομολογίας του έχει δεχτεί πάγια ότι το άρθρο 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ δεν αντιτίθεται στη θέσπιση από κράτος μέλος ρύθμισης, η οποία επιτρέπει προληπτικώς τη στοχευμένη διατήρηση των μεταδεδομένων επικοινωνίας, με σκοπό την καταπολέμηση σοβαρών εγκλημάτων. Στην εγχώρια έννομη τάξη, δυνάμει του Ν. 5002/2022, ο οποίος τροποποίησε το Ν. 2225/1994, διευρύνθηκε ο κατάλογος των «ιδιαιτέρως σοβαρών αδικημάτων», για τα οποία δύναται να πραγματοποιηθεί η άρση του απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 19 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 5002/2022 εξορθολογίσθηκε ο κατάλογος των «ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων», για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου, καθώς συμπεριλήφθηκαν εγκλήματα με ιδιαίτερη ποινική απαξία κατόπιν αξιολόγησης της φύσης τους, της προσφορότητας του μέτρου της άρσης του απορρήτου για τη διαλεύκανσή τους και της βαρύτητας της επαπειλούμενης ποινής. Όμως, παρά το γεγονός ότι στο σχετικό κατάλογο των περιοριστικώς απαριθμούμενων «ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων» συμπεριλήφθηκαν όλα τα κακουργήματα και πάνω από είκοσι πλημμελήματα[34], σε καμία περίπτωση δεν εντάχθηκε η κακόβουλη ή ενοχλητική επικοινωνία, καθώς αφορά μορφές ήσσονος παραβατικότητας σε σύγκριση με τα «ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα» ιδιαίτερης ποινικής απαξίας, με αποτέλεσμα η εν λόγω διαδικασία άρσης απορρήτου στην κακόβουλη ή ενοχλητική επικοινωνία να υπολείπεται σε διαδικαστικές εγγυήσεις ακόμα και σε σχέση με τα minima που καθιερώνει ο κατ’ εξουσιοδότηση του Συντάγματος νόμος, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει[35]. Εξάλλου, η τυχόν διεύρυνση του καταλόγου των «ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων» του άρθρου 6 Ν. 5002/2022 με την ένταξη της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας σε αυτόν δεν αποτελεί λύση, αλλά αντιθέτως κρίνεται δυσανάλογη, διότι κατά την στάθμιση των αντικρουόμενων δικαιωμάτων σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας αναδεικνύεται ότι η προσβολή του ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης και απόρρητης επικοινωνίας θα είναι σαφώς εντονότερη σε σύγκριση με την προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, που προξενείται από την εν λόγω επικοινωνία. Σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται παραχρήμα το δικαιοκρατικό έλλειμμα που ανακύπτει κατά την άρση του επικοινωνιακού απορρήτου στο πλαίσιο της κακόβουλης επικοινωνίας, όπου έχει προταχθεί η ταχύτητα και η απλούστευση της διαδικασίας χωρίς τις εγγυήσεις του Ν. 2225/1994, όπως ορίζει η συνταγματική επιταγή.
Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι όσο ο νομοθέτης δεν παραβάλλει τις απαιτήσεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ περί διαχείρισης κακόβουλων κλήσεων προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 19 Σ, δημιουργείται ζήτημα ανασφάλειας δικαίου και ανάγκη κανονιστικής εναρμόνισης του εγχώριου νομοθετικού πλαισίου με το ευρωπαϊκό[36]. Καθίσταται πασιφανές από τα παραπάνω ότι στην περίπτωση της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας υφίσταται άμεση ανάγκη να διαμορφωθεί ένα νομικό πλαίσιο, που να θέτει ισχυρές ασφαλιστικές δικλείδες ανάλογες του Ν. 2225/1994, έτσι ώστε ο εντοπισμός του παρενοχλούντος και η χρήση των μεταδεδομένων επικοινωνίας του να πραγματοποιείται, με σκοπό να κινηθούν οι νόμιμες διαδικασίες μέσω των δικαστικών αρχών για την τιμωρία του και όχι να πραγματοποιηθεί αυτοδικία ή ανταπόδοση των ενοχλητικών κλήσεων[37]. Και τούτο, διότι, το παρόν καθεστώς δίνει το περιθώριο να χρησιμοποιείται καταχρηστικά η κακόβουλη ή ενοχλητική επικοινωνία ως δικαιολογία για να αποκαλυφθούν τα στοιχεία ταυτότητας καλούντων χωρίς να πληρούνται καν οι όροι αυτής, αφού είναι σύνηθες να παρατηρείται στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική ότι οι καταγγελλόμενες κλήσεις χαρακτηρίζονται ως κακόβουλες από τον καταγγέλλοντα, χωρίς την προσκόμιση κανενός αποδεικτικού μέσου, με αποτέλεσμα να αποδεικνύονται στην πράξη ψευδείς, προκειμένου ο καταγγέλλων να πληροφορηθεί τα στοιχεία ταυτότητας των «παρενοχλούντων» για λόγους που δεν αφορούν εγκληματικές σε βάρος του πράξεις, αλλά ακόμη και προσωπικά ή οικογενειακά ζητήματα[38].
Τελικά, όπως φαίνεται, τη λύση στο ανωτέρω αδιέξοδο αναμένεται να δώσει ο επερχόμενος Κανονισμός E- Privacy[39] με τις εξειδικευμένες ρυθμίσεις του στο εν λόγω ζήτημα. Δυνάμει του άρθρου 13 παρ. 2 της Πρότασης Κανονισμού δίνεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να καταρτίζουν ειδικότερες διατάξεις σχετικά με τη θέσπιση διαδικασιών για την προσωρινή εξουδετέρωση της δυνατότητας απάλειψης της ένδειξης της ταυτότητας της καλούσας γραμμής από τον Πάροχο, όταν ζητείται από τελικούς χρήστες ο εντοπισμός κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων, ενώ με το άρθρο 14 προβλέπεται η δυνατότητα των Παρόχων να περιορίζουν τη λήψη από την πλευρά των τελικών χρηστών ανεπιθύμητων κλήσεων. Μάλιστα, στην αιτιολογική σκέψη 29 της ως άνω Πρότασης ορίζεται ότι υπάρχει τεχνολογία που προσφέρει στους Παρόχους τη δυνατότητα να περιορίζουν, με διάφορους τρόπους, τη λήψη από τους τελικούς χρήστες ανεπιθύμητων κλήσεων, περιλαμβάνοντας τη φραγή σιωπηρών κλήσεων και άλλων δόλιων και ενοχλητικών κλήσεων, προκειμένου να προστατεύουν δωρεάν τους τελικούς χρήστες από αυτές. Άλλωστε, οι Πάροχοι θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι τελικοί χρήστες γνωρίζουν την ύπαρξη αυτών των λειτουργιών, για παράδειγμα μέσω της δημοσίευσης της σχετικής ενημέρωσης στην ιστοσελίδα τους. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 28 της Πρότασης Κανονισμού προβλέπεται ότι μόνο σε ειδικές περιπτώσεις συγχωρείται ο περιορισμός του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των τελικών χρηστών – συνδρομητών, όταν αυτό είναι απαραίτητο με την παρεμπόδιση της απάλειψης της ένδειξης της ταυτότητας της καλούσας γραμμής, προκειμένου να ανιχνευθούν οχληρές κλήσεις.
Καθίσταται σαφές από τις ως άνω διατυπώσεις ότι η Πρόταση του Κανονισμού E- Privacy αφήνει στα κράτη μέλη τη διακριτική ευχέρεια να θεσπίζουν ειδικότερες εθνικές διατάξεις σχετικά με την καθιέρωση διαφανών διαδικασιών παράκαμψης, εντοπισμού, εξάλειψης και εν γένει αντιμετώπισης της κακόβουλης κι ενοχλητικής επικοινωνίας[40], με αποτέλεσμα να προκρίνεται κατ’ αρχάς η φραγή των εισερχομένων κακόβουλων κλήσεων και δευτερευόντως η άρση του απορρήτου υπό τις απαιτούμενες δικαστικές εγγυήσεις στις περιπτώσεις που δια της εν λόγω επικοινωνίας διαπράττονται αδικήματα για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την Πρόταση του Κανονισμού E- Privacy τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν τη διαδικασία με την οποία θα εξουδετερώνεται προσωρινά η απόκρυψη της ταυτότητας της καλούσας γραμμής, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά σε τυχόν υποχρέωση του Παρόχου για άρση του απορρήτου των μεταδεδομένων επικοινωνίας του καλούντος και στη γνωστοποίηση αυτών στον αιτούντα συνδρομητή στην περίπτωση της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας, σε αντίθεση με την Οδηγία 2002/58/ΕΚ, που το επιτρέπει και μάλιστα χωρίς την εκ των προτέρων συγκατάθεση του καλούντος συνδρομητή.
[1] Μαρκόπουλος, Ν. (2018) «Η συνταγματική προστασία των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας», Πρακτικά Ημερίδας της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών με θέμα Απόρρητο Επικοινωνιών – Σύγχρονες Προκλήσεις. Αθήνα, 08-05-2018. Αθήνα: Α.Δ.Α.Ε., σελ. 65.
[2] Παπανικολάου, Α. (2021) «Κακόβουλες κλήσεις» και επικοινωνιακό απόρρητο: μια καθόλου αυτονόητη σύμπλευση, ΤοΣ 4/2021, σελ. 1312.
[3] Χρυσόγονος, Κ. (2006) Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 256 επ.
[4] Χρυσόγονος, Κ. (1998) Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλας, σελ. 213.
[5] Τσόλιας, Γ. (2013) «Απόρρητο Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών Ι – Συνταγματικό πλαίσιο προστασίας του απορρήτου στον τομέα των τηλεπικοινωνιών». Σε Παύλου, Σ., Σάμιο, Θ. επιμ. Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι. Αθήνα: Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, σελ. 3.
[6] Λυντέρης, Χ. (1995) «Η άρση του απορρήτου της επικοινωνίας ως μέσο αντεγκληματικής πολιτικής – παρουσίαση του Ν. 225/1994». ΠοινΧρ, 1995, σελ. 119.
[7] Μάνεσης, Α. (2013) Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄ Ατομικές Ελευθερίες, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλας, σελ. 245.
[8] Καμίνης, Γ. (1998) Παράνομα αποδεικτικά μέσα και συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων. Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλας, σελ. 207.
[9] Μαρκόπουλος, Ν. (2018) «Η συνταγματική προστασία των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας», Πρακτικά Ημερίδας της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών με θέμα Απόρρητο Επικοινωνιών – Σύγχρονες Προκλήσεις. Αθήνα, 08-05-2018. Αθήνα: Α.Δ.Α.Ε., σελ. 67.
[10] Παπαδόπουλος, Ν. (2008) Προστασία του Απορρήτου της Επικοινωνίας, Ερμηνευτική Προσέγγιση του Άρθρου 19 του Συντάγματος της Ελλάδος. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 172, 183.
[11] Τσόλιας, Γ. (2013), ό.π., σελ. 8.
[12] Καμίνης, Γ. (1995) «Το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας: Η συνταγματική προστασία και η εφαρμογή της από τον ποινικό νομοθέτη και τα δικαστήρια». ΝοΒ, τόμος 43, σελ. 205.
[13] Καμίνης, Γ. (1995) ο.π., σελ.512.
[14] Young, K. (2004) “Internet Addiction: A New Clinical Phenomenon and Its Consequences”. American Behavioral Scientist, 48(4), σελ. 402-415. Διαθέσιμο στο Researchgate, https://www.researchgate.net/publication/232496700_Internet_Addiction_A_New_Clinical_Phenomenon_and_Its_Consequences.
[15] Loideain, N.N. (2015) “EU Law and Mass Internet Metadata Surveillance in the Post-Snowden Era”. Cogitatio Media and Communication, Τόμος 3 (Τεύχος 2), σελ. 54. Διαθέσιμο στο https://www.mendeley.com/search/?query=EU+Law+and+Mass+Internet+Metadata+Surveillance+in+the+Post-Snowden+Era&dgcid=md_homepage, σελ. 54.
[16] Felten, E. (2013) “Written Testimony”, Committee on the Judiciary Hearing on Continued Oversight of the Foreign Intelligence Surveillance Act. United States Senate, 02-10-2013, σελ. 4.
[17] Παναγοπούλου, Φ. (2023) «Σύνταγμα – Ερμηνεία κατ’ άρθρο – Άρθρο 19», Σε Βλαχόπουλο, Σπ., Κοντιάδη, Ξ., Τασόπουλο, Γ., επιμ. Ηλεκτρονική Έκδοση, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, σελ. 16.
[18] Ν. 3471/2006 άρθρο 8.
[19] Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών. (2006) Πράξη 2322/11-12-2006 με θέμα «Εξουδετέρωση της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων», Αθήνα (ΦΕΚ 1853/2006).
[20] Α.Δ.Α.Ε. Πράξη 2322/2006, ό.π., άρθρο 2.
[21] Α.Δ.Α.Ε. Πράξη 2322/2006, ό.π., άρθρο 5.
[22] Αρκουλή, Κ. (2010) Σειρά Μελετών Αστικού Δικαίου – Προστασία προσωπικών δεδομένων στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 84 επ.
[23] Α.Δ.Α.Ε. Πράξη 2322/2006, ό.π., άρθρο 5 παρ. 1.
[24] Α.Δ.Α.Ε. Πράξη 2322/2006, ό.π., άρθρο 5 παρ. 3.
[25] Τσόλιας, Γ. (2013), ό.π., σελ. 9.
[26] Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά 9/2009.
[27] Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τέντε 12/2009.
[28] Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών. (2009) Πράξη 234/04-11-2009 Τροποποίηση της υπ’ αριθ. 2322/11-12-2006 Πράξης της Αρχής με θέμα «Εξουδετέρωση της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων» (ΦΕΚ 2359/2009).
[29] Παπανικολάου, Α. (2021), ό.π., σελ. 1318.
[30] Παπανικολάου, Α. (2021), ό.π., σελ. 1333-1334.
[31] Τσόλιας, Γ. (2013), ό.π., σελ. 18.
[32] Ο Νόμος που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2006/24/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη, η οποία κηρύχθηκε ανίσχυρη το 2014 από το Δ.Ε.Ε. δυνάμει της απόφασης Digital Rights Ireland, επαναφέροντας με αυτόν τον τρόπο σε ισχύ το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τη διατήρηση των μεταδεδομένων επικοινωνίας ήτοι του άρθρου 15 παράγραφο 1 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ.
[33] Γνωμοδότηση του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη 9/2011.
[34] Κανέλλος, Λ. (2023), The GDPR Handbook, 2023 για DPOs, Επιχειρήσεις & Οργανισμούς, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 140-141.
[35] Παπανικολάου, Α. (2021), ό.π., σελ. 1339.
[36] Παπανικολάου, Α. (2021), ό.π., σελ. 1340.
[37] Τσόλιας, Γ. (2004) «Τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα υπό το πρίσμα του απορρήτου: προβληματισμοί εν όψει της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ». ΔΙΤΕ (π. ΔΙΜΕΕ), (Τεύχος 3/2004), σελ. 22.
[38] Τσόλιας, Γ. (2013), ό.π., σελ. 9.
[39] Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2017) Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 10-1-2017 για τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και την κατάργηση της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, 2017/0003.
[40] Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2021) Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 10-02-2021 για τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και την κατάργηση της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, 6087/21, άρθρο 14.