Το Σύνταγμα ως Οδυσσέας: Το γερμανικό «χρεόφρενο»

Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Ο καλύτερος τρόπος για να ερμηνεύσει κανείς σύγχρονα θέματα, είναι τα κλασικά κείμενα. Το ίδιο ισχύει και για τα νομικά ζητήματα. Μάλιστα, δεν υπάρχει ίσως ωραιότερος τρόπος για να προσεγγίσει κανείς νομικά θέματα από τη μελέτη κλασικών έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Έτσι και όπως έχει ήδη επισημάνει ο συνάδελφος Γιάννης Δρόσος, το Σύνταγμα μπορεί να παρομοιασθεί με τον Οδυσσέα που διέταξε τους ναύτες του να τον δέσουν στο κατάρτι και να μην τον λύσουν, όσο και αν τους παρακαλούσε, όταν θα περνούσαν από τις Σειρήνες. Αντιστοίχως, το Σύνταγμα αλλάζει μόνο με ειδική διαδικασία, με αυξημένη πλειοψηφία και αφού παρέλθει ένα χρονικό διάστημα από την προηγούμενη συνταγματική αναθεώρηση. Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάζουμε «αυστηρό Σύνταγμα». Με τον τρόπο αυτόν, το Σύνταγμα αντιστέκεται στις «Σειρήνες» της εκάστοτε πολιτικής ή κοινωνικής πλειοψηφίας που επιθυμούν την αλλαγή του. Η ιδιότητα αυτή του Συντάγματος είναι καταρχήν θετική και δεν είναι τυχαίο ότι υιοθετείται από την συντριπτική πλειοψηφία των εννόμων τάξεων. Αρκεί το περιεχόμενο του Συντάγματος να περιορίζεται στους θεμελιώδεις και διαχρονικούς κανόνες που πρέπει να διέπουν κάθε Κράτος και κάθε κοινωνία και να μην επεκτείνεται σε θέματα ευμετάβλητα που εξ ορισμού δεν συμβιβάζονται με την ανθεκτική φύση του Συντάγματος.

Αφορμή για τις σκέψεις αυτές αποτέλεσε μια πρόσφατη απόφαση του Νοεμβρίου 2023 του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η απόφαση  στηρίχθηκε σε διάταξη του γερμανικού Συντάγματος (άρθρο 109) που εισήχθη το 2009 και θέτει κανόνες για τη δημοσιονομική μεταχείριση, επιδιώκοντας τον ισοσκελισμό δημοσίων εσόδων και εξόδων και επιτρέποντας τη δημιουργία σοβαρών δημοσιονομικών χρεών μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις. Η διάταξη αυτή, που είναι γνωστή με την ονομασία «χρεόφρενο» («Schuldenbremse»), στηρίζεται στην εύλογη σκέψη ότι η πολιτική εξουσία θα πρέπει να αυτοδεσμευθεί απέναντι στις «Σειρήνες» της σπατάλης των δημόσιων πόρων. Τα κρατικά έσοδα είναι περιορισμένα και δεν θα πρέπει να διατίθενται αφειδώς εις βάρος των νέων ανθρώπων και των μελλοντικών γενεών. Άλλωστε, εάν είχαμε διαπιστώσει την αλήθεια αυτή, μάλλον δεν θα είχαμε βιώσει την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010. Πρόκειται για την επιταγή της «διαγενεακής ισότητας», η οποία κερδίζει συνεχώς έδαφος και σε άλλους τομείς πέραν των οικονομικών, όπως στο δίκαιο της προστασίας του περιβάλλοντος και στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης. Κανείς δεν επιτρέπεται να υποθηκεύει το μέλλον των επόμενων γενεών.

Μόνο που ρυθμίσεις, όπως αυτές του γερμανικού Συντάγματος, ενίοτε οδηγούν σε σημαντικά προβλήματα. Συγκεκριμένα, για την αντιμετώπιση της πανδημίας συγκεντρώθηκε ένα σημαντικό κεφάλαιο χωρίς να τηρηθούν οι δημοσιονομικοί κανόνες  του «χρεόφρενου», παρόλα ταύτα κρίθηκε δικαιολογημένο λόγω των έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών για τη διαχείριση του Covid – 19. Τα προβλήματα άρχισαν μετά τη λήξη της πανδημίας: Εξήντα δισεκατομμύρια ευρώ από το εν λόγω κεφάλαιο που περίσσεψαν, μεταφέρθηκαν σε ένα άλλο κεφάλαιο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Μεταξύ άλλων, τα χρήματα αυτά θα διατίθεντο για την ενεργειακή μετάβαση με τις συνακόλουθες διαρθρωτικές αλλαγές στη γερμανική οικονομία και την ενίσχυση των πολιτών στις αυξήσεις των τιμών ενέργειας. Το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι ανωτέρω περιβαλλοντικοί-οικονομικοί σκοποί ήταν μεν σοβαροί, δεν αποτελούσαν όμως, σε αντίθεση με την πανδημία, τις έκτακτες και απρόβλεπτες περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν κατά το γερμανικό Σύνταγμα την παράκαμψη του «χρεόφρενου». Το τι έγινε από εκεί και πέρα εύκολα μπορεί να το φανταστεί κανείς: Πολιτική κρίση στον κυβερνητικό συνασπισμό και αγωνιώδεις προσπάθειες για να καλυφθεί η τρύπα των εξήντα δισεκατομμυρίων ευρώ. Ακόμη και σήμερα, οι χαμηλές δημοσκοπικές επιδόσεις του τρικομματικού συνασπισμού εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό με τις συνέπειες, οι οποίες προκλήθηκαν από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αυτό όμως που φοβούνται όλοι, είναι η κρίση στη γερμανική οικονομία. Και αυτό προφανώς δεν αφορά μόνον τους Γερμανούς, αλλά όλες τις οικονομίες, ιδίως τις ευρωπαϊκές.

Η υπόθεση αυτή θέτει εκ νέου και σε ένα γενικότερο επίπεδο το ζήτημα των σχέσεων οικονομίας και Συντάγματος. Είναι το Σύνταγμα το κατάλληλο εργαλείο για τη ρύθμιση των δημοσιονομικών ζητημάτων και της οικονομίας γενικότερα; Τι γίνεται όταν η αδήριτη και πιεστική οικονομική αναγκαιότητα προσκρούει σε συνταγματικούς κανόνες που δεν αλλάζουν εύκολα; Μπορούμε να ζητάμε από τους δικαστές να «κλείνουν τα μάτια» σε συνταγματικούς κανόνες; Τελικά, μήπως οι ευμετάβλητες οικονομικές ανάγκες συμβιβάζονται πολύ δύσκολα με τις δυσμετάβλητες συνταγματικές διατάξεις;

Βέβαια, καλό είναι το Σύνταγμα, ως άλλος Οδυσσέας, να αντιστέκεται στις Σειρήνες και στις ευκαιριακές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, προστατεύοντας τα θεμέλια της έννομης τάξης. Αρκεί όμως να υπάρχει ο Οδυσσέας και το πλήρωμά του, δηλαδή ο λαός. Και προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η σταθερότητα της οικονομίας και η δυνατότητά της να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες χωρίς νομικές αγκυλώσεις.

 

Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής, 21 Ιανουαρίου 2024

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

10 − seven =