Αλλαγή παραδείγματος; Η πρόκληση μιας νέας συνταγματικής οργάνωσης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Είναι αναμφισβήτητο, ότι τόσο η χώρα μας, ειδικά, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, γενικότερα, βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια πρωτοφανή κρίση που συντάραξε συθέμελα όλες τις παραδοχές και όλες τις βεβαιότητες που σφράγισαν, τις προηγούμενες δεκαετίες, τόσο την ελληνική όσο και την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
*** Ομιλία στο Συνέδριο "Ελληνική Πολιτεία και Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία" στη μνήμη των καθηγητών Δημήτρη Θ. Τσάτσου και Γιώργου Παπαδημητρίου, Θεσσαλονίκη 20-21/02/2015. ***

Αξιότιμοι προσκεκλημένοι της σημερινής εκδήλωσης, αγαπητοί συνάδελφοι της ακαδημαϊκής κοινότητας, φίλες και φίλοι, αγαπητή μας Άννα,

Ευχαριστώ θερμά τους οργανωτές, που μου δίνουν σήμερα την ευκαιρία να μιλήσω, για μια ακόμη φορά, σε μια εκδήλωση προς τιμήν των αείμνηστων φίλων και συναδέλφων Δημήτρη Τσάτσου και Γιώργου Παπαδημητρίου. Ειλικρινά πιστεύω ότι τόσο αυτή όσο και οι άλλες εκδηλώσεις, που προηγήθηκαν, δεν είναι παρά ένα ελάχιστο μέρος από τον οφειλόμενο φόρο τιμής για όσα μας προσέφεραν, όχι μόνον με το έργο τους και τη διδασκαλία τους αλλά και με το φωτεινό επιστημονικό και ανθρώπινο παράδειγμά τους.

Είναι αναμφισβήτητο, ότι τόσο η χώρα μας, ειδικά, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, γενικότερα, βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια πρωτοφανή κρίση που συντάραξε συθέμελα όλες τις παραδοχές και όλες τις βεβαιότητες που σφράγισαν, τις προηγούμενες δεκαετίες, τόσο την ελληνική όσο και την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Είναι επίσης αναμφίβολο ότι η πλέον προφανής και έκδηλη πλευρά της κρίσης είναι η οικονομική. Η πρωτοφανής ύφεση των τελευταίων χρόνων οδήγησε σε ραγδαία χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών λαών, και ιδίως του νότου, ενώ ο δικός μας, λόγω και των ιδιαίτερων οικονομικών μας παθογενειών, είναι μακράν το πιο κραυγαλέο θύμα αυτής της κρίσης.

Ωστόσο, η οικονομική κρίση δεν είναι παρά μόνον η ορατή πλευρά του παγόβουνου. Πίσω από αυτήν σοβεί μια άλλη κρίση, εντονότερη και ίσως σημαντικότερη, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο.

Ι. Πρόκειται προεχόντως για την δομική κρίση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, καθώς οι θεσμικές και λειτουργικές ατέλειες της Ευρωζώνης όχι μόνο ανατροφοδοτούν και μεγεθύνουν τα οικονομικά προβλήματα αλλά και αναδεικνύουν ανάγλυφα την εγγενώς ελλειμματική και καταφανώς ατελέσφορη, υπό τις παρούσες συνθήκες, συνταγματική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μέσω αργόσυρτων διαδικασιών και αμήχανων, ενίοτε δε και αντικρουόμενων, θεσμικών πολιτικών.

Παράλληλα, όμως, η κρίση φαίνεται να αγγίζει πλέον και τη συνταγματική τάξη της χώρας μας, η οποία κατά την περίοδο της κρίσης έδειξε να αποτελεί και η ίδια, πλέον, μέρος του προβλήματος, καθώς δεν μπόρεσε να αποτρέψει κραυγαλέες παρεκτροπές του πολιτικού συστήματος, ενώ παρουσίασε και εμφανή σημεία κόπωσης, καθώς και έκδηλες αδυναμίες και υστερήσεις.

Πέρα λοιπόν από το ζήτημα της οικονομικής κρίσης καθεαυτό, το μεγάλο ερώτημα που τίθεται πλέον, κατά την άποψή μου, είναι το ακόλουθο: μήπως ήρθε η ώρα να υιοθετηθούν ριζικές θεσμικές λύσεις, αντί των μεσοβέζικων λογικών και πολιτικών, που έχουν επικρατήσει έως τώρα, με αμφίβολα αν όχι ανύπαρκτα αποτελέσματα; Ή, για να το πούμε αλλιώς: μήπως ήρθε η ώρα για αλλαγή παραδείγματος στην συνταγματική οργάνωση τόσο της Ευρώπης όσο και τη χώρας μας;

ΙΙ. Ας δούμε όμως το ερώτημα αυτό πιο συγκεκριμένα:

1. Τα εγγενή ελλείμματα και τα δομικά προβλήματα στο συνταγματικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι λίγο πολύ γνωστά και έχουν αναλυθεί σε βάθος από τους δύο τιμώμενους σήμερα αείμνηστους συναδέλφους, οι οποίοι κυριολεκτικά άνοιξαν δρόμους στην μελέτη του σύγχρονου και ιδιότυπου ευρωπαϊκού συνταγματισμού.

Τι θα σήμαινε λοιπόν, με βάση και την πολύτιμη συνεισφορά τους, αλλαγή παραδείγματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

Θα σήμαινε, πρώτα και πάνω από όλα, αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας του «οικονομικού» απέναντι στο «πολιτικό» και κατ’επέκτασιν της πρωτοκαθεδρίας της ιδιωτικής κοινωνίας των «αγορών» απέναντι στην πολιτική κοινωνία των δημόσιων θεσμών και λειτουργιών. Θα σήμαινε δηλαδή την αποκατάσταση μιας στοιχειώδους έστω πολιτικής αυτονομίας του ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου.

2. Η αποκατάσταση, όμως, μιας τέτοιας αυτονομίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Κι αυτό βέβαια δεν οφείλεται μόνο στον ηγεμονικό ρόλο που έχει αναλάβει σήμερα, εν τοις πράγμασι, το ισχυρότερο οικονομικά εθνικό κράτος της Ευρωζώνης. Το πρόβλημα αυτό, που είναι σχετικά πρόσφατο, έρχεται απλώς να προστεθεί σε ένα πλέγμα παλαιότερων και προ πολλού διαπιστωμένων προβλημάτων, που δυσχεραίνουν ούτως ή άλλως την πορεία αποκατάστασης της πολιτικής αυτονομίας του ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου. Πρώτον διότι η πολιτική αυτή αυτονομία είναι εξ αρχής υπονομευμένη, λόγω του πολλαπλά ελλειμματικού μοντέλου συνταγματικής οργάνωσης που έχει επικρατήσει έως τώρα και δεύτερον διότι ναι μεν ο ρόλος και οι αρμοδιότητες των ευρωπαϊκών θεσμών διευρύνθηκαν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης πλην όμως κατά έναν τρόπο πολιτικά μονομερή και οικονομικά υπονομευμένο.

Το πρώτο λοιπόν που χρειάζεται η ΕΕ, προκειμένου να επιτευχθεί η πολιτική της αυτονομία, είναι η εγκατάλειψη του σημερινού εγγενώς ερμαφρόδιτου και πολιτικοοικονομικά μεροληπτικού μοντέλου, που προσπαθεί μάταια να ισορροπήσει ανάμεσα στο εθνικό και στο υπερεθνικό, ανάμεσα στους οικονομικά ισχυρούς και στους οικονομικά αδυνάμους και συνάμα ανάμεσα στον ρόλο της μακράς χειρός των αγορών, που προσπαθούν να της επιβάλουν οι ιδιωτικές εξουσίες του υπερεθνικού οικονομικού περιβάλλοντος και στον ρόλο του επαρκούς αντιβάρου στην ασυδοσία των αγορών, που τον υπαγορεύει η παράδοση του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού.

3. Μια τέτοια επιλογή προϋποθέτει και συνεπάγεται, πρώτα και πάνω απ’ όλα, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει επιτέλους να υιοθετήσει ισχυρούς και αποτελεσματικούς κεντρικούς θεσμούς, οι οποίοι, για να είναι τέτοιοι, πρέπει ταυτόχρονα να διαθέτουν επαρκείς αρμοδιότητες και ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση. Στο σημείο αυτό οι επιλογές είναι δύο:

Η πρώτη είναι να επιταχύνει τον μετασχηματισμό των ισχυόντων ασθενών ευρωπαϊκών κοινοβουλευτικών θεσμών, ώστε η Επιτροπή να μετασχηματισθεί σε μια ισχυρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση, που θα λειτουργεί στο πρότυπο ενός ιδιότυπου «ορλεανικού κοινοβουλευτισμού». Αυτό σημαίνει, ιδίως, διπλή εμπιστοσύνη, αφ’ενός μεν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αφ’ετέρου δε από ένα δεύτερο ισχυρό νομοθετικό σώμα, στο οποίο πρέπει να εκπροσωπούνται στο ανώτερο δυνατό επίπεδο και με την μέγιστη δυνατή (αναλογική πάντως) ισοτιμία τα κράτη μέλη, με δικαίωμα αρνησικυρίας για ένα σημαντικό αριθμό κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων.

Β. Η δεύτερη επιλογή είναι να υιοθετηθεί ένα εναλλακτικό μοντέλο, προεδρικού χαρακτήρα. Η αλλαγή θα είναι πλέον ριζική, καθώς ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας θα εκλέγεται με άμεση εκλογή και θα διορίζει στη συνέχεια την Επιτροπή (κυβέρνηση), ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά και το δεύτερο Νομοθετικό Σώμα, στο οποίο θα εκπροσωπούνται κατά τα ανωτέρω τα κράτη μέλη, θα έχουν ακόμη σημαντικότερες ελεγκτικές αρμοδιότητες και ακόμη ισχυρότερο δικαίωμα αρνησικυρίας για κρίσιμες αποφάσεις.

4. Μια τέτοια συνταγματική ανασυγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης τελεί υπό δύο απαρέγκλιτες προϋποθέσεις:

Πρώτον, ότι θα αποδοθεί ένα είδος ευρωπαϊκής ιθαγένειας, προκειμένου να συγκροτηθεί ένας ενιαίος ευρωπαϊκός «δήμος», που θα αποτελέσει νέα παράλληλη πηγή νομιμοποίησης του έτσι αναδομούμενου ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος και των επί μέρους οργάνων του.

Δεύτερον, ότι θα αναδιοργανωθεί το κομματικό σύστημα της ΕΕ, με ισχυρά πανευρωπαϊκά κόμματα, που θα κατέρχονται με τα δικά τους ξεχωριστά ονόματα και σύμβολα και θα αποτελέσουν πλέον τους κύριους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς για την πολιτική έκφραση των ευρωπαϊκών κοινωνικών δυνάμεων, κατ’ επέκτασιν δε και τους καθοριστικούς μοχλούς για την επίτευξη ενός νέου, υπερεθνικού πλέον, πολιτικού πλουραλισμού, που θα αποτελέσει τη βάση της ουσιαστικής κοινωνικοπολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης.

Μόνο μια τέτοια συνταγματική αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, που θα συνδυάσει την δημοκρατία με την αποτελεσματική άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, μπορεί να επιτρέψει την αντιστοίχηση των ευρωπαϊκών θεσμών με τις προκλήσεις των καιρών, τόσο σε ό,τι αφορά την διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων όσο και σε ό,τι αφορά την άσκηση πρόσφορων για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία δημόσιων πανευρωπαϊκών πολιτικών. Δεν μπορώ να επεκταθώ σε αυτό το σημείο, λόγω της έλλειψης χρόνου, είμαι όμως βέβαιος ότι η αναγκαιότητα τέτοιων ισχυρών οικονομικών θεσμών και μηχανισμών θα επισημανθεί και σε επόμενες εισηγήσεις.

5. Σπεύδω πάντως, στο σημείο αυτό, να προλάβω ένα εύλογο ερώτημα:

Αν υιοθετηθεί αυτή η νέα συνταγματική αρχιτεκτονική, σε τι θα διαφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση από τα υπάρχοντα ομοσπονδιακά κράτη; Και πως θα μπορούμε να μιλάμε, πλέον, για την Ευρώπη των κρατών και των λαών, όπως την ανέδειξε ο Δημήτρης Τσάτσος;

Είναι αλήθεια ότι οι αλλαγές που σε αδρές γραμμές, και κατ’ ανάγκην σχηματικά και ελλειπτικά, περιέγραψα είναι πολύ πλησιέστερα στο ομοσπονδιακό μοντέλο από όσο η σημερινή δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, υπό τις παρούσες συνθήκες, η λογική αυτή, της οποίας πρωτεργάτης στη χώρα μας ήταν ο Γιώργος Παπαδημητρίου, είναι, ταυτόχρονα, πολύ πλησιέστερα πλέον και στην λογική της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας, την οποία ανέδειξε ο Δημήτρης Τσάτσος.

Η Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, αγαπητοί φίλοι, είναι μια έννοια δυναμική και όχι στατική. Για όσο διάστημα η ΕΕ λειτουργούσε παράλληλα με ισχυρά και ευημερούντα εθνικά κράτη, η ευαισθησία για την τήρηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στο εθνικό και το υπερεθνικό ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Σήμερα όμως, ζούμε σε μια Ευρώπη ανίσχυρων και παραπαιόντων εθνικών κρατών και ανασφαλών και φοβισμένων λαών, που είναι τα πραγματικά θύματα της κρίσης, διότι τιμωρούνται αυτοί για όσα έπραξαν οι διεφθαρμένες, ενδοτικές και ανίκανες κυβερνητικές ελίτ των εθνικών κρατών. Ως εκ τούτου η επιτάχυνση της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης αποτελεί, όσο και αν φαίνεται οξύμωρο, την μόνη ορατή προοπτική για την διάσωση, σε ανώτερο πλέον επίπεδο, τόσο της εθνικής κυριαρχίας όσο και των δημοκρατικών και κοινωνικών κατακτήσεων που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο των εθνικών κρατών και αποτελούν την ρομφαία του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού.

6. Αυτό όμως προϋποθέτει την τήρηση δύο απαρέγκλιτων προϋποθέσεων, που είναι, κατά την άποψή μου, και η πλέον σημαντική επιστημονική παρακαταθήκη των τιμώμενων σήμερα αείμνηστων συναδέλφων.

Πρώτον, ότι τόσο η μεταφορά κρίσιμων εθνικών αρμοδιοτήτων όσο και η άσκησή τους από ευρωπαϊκά πλέον όργανα, θα γίνει με όρους ευρείας δημοκρατικής νομιμοποίησης, ώστε να συνοδεύεται από ένα ισοδύναμο λαϊκής κυριαρχίας και να αποτελεί έτσι συνέχεια και όχι οπισθοδρόμηση στην μακρά πορεία εκδημοκρατισμού του δημόσιου χώρου και των λειτουργιών του.

Δεύτερον, ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ούτε ενός αφελούς και συχνά άκριτου φιλοευρωπαϊσμού αλλά ούτε και μιας στενής και εν πολλοίς στυγνής λογικής για την εξυπηρέτηση αγοραίων συμφερόντων. Αντίθετα, οφείλει να υπηρετεί τις προσδοκίες, τις ανησυχίες και τις ανάγκες ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, που αποτελούν την πλουραλιστική έκφραση του ευρωπαϊκού «δήμου» και παρέχουν έτσι το ασφαλέστερο υπόβαθρο και την καλύτερη εγγύηση για τον δημοκρατικό και κοινωνικά χρήσιμο χαρακτήρα της.

6. Υπό το πρίσμα αυτό, ένα κρίσιμο στοιχείο που συνδέεται με την αλλαγή παραδείγματος είναι και το ότι πρέπει να επανεξετασθεί η σχέση του κρατούντος συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις ανερχόμενες δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δεδομένου ότι αυτή, κατά την άποψή μου, σε αντίθεση με την εθνικιστική και λαϊκιστική δεξιά, είναι εξ ορισμού ενσωματώσιμη στο ως άνω ενοποιητικό εγχείρημα. Διότι είναι φανερό, αγαπητοί φίλοι, για όποιον δεν βλέπει το παρόν με τα παραμορφωτικά γυαλιά του παρελθόντος, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση προοπτικά είναι το μόνο ισχυρό πολιτικοθεσμικό αντίβαρο απέναντι στην επαπειλούμενη ολιγαρχία των αγορών, που φιλοδοξεί να θυσιάσει, στον βωμό του κέρδους, όλες τις μείζονες πολιτικές και κοινωνικές κατακτήσεις της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.

Ως εκ τούτου, η αλλαγή παραδείγματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συνδέεται μόνον με μια νέα συνταγματική αρχιτεκτονική, που θα επιτρέψει την άσκηση ενιαίων και αποτελεσματικών πολιτικών στο πεδίο της οικονομίας, της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής. Απαιτείται, ταυτόχρονα, ο απογαλακτισμός των ευρωπαϊκών θεσμών από την λογική ενός μονόπλευρου οικονομικού και πολιτικού προσανατολισμού, που αποκλείει αντί να αθροίζει δυνάμεις στην προσπάθεια εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

ΙΙ. Αυτά σε πολύ γενικές γραμμές, αγαπητοί φίλοι, για την αλλαγή παραδείγματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ισχύει όμως το ίδιο και για την χώρα μας;

1. Είναι γνωστό ότι το συνταγματικό μας οικοδόμημα δεν εμφανίζει ανάλογα προβλήματα με αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπήρξε ένα πολύ σημαντικό Σύνταγμα, που σφράγισε την εποχή της μεταπολίτευσης αλλά και επανασυνέδεσε, με καθυστέρηση 30 χρόνων, τον ελληνικό με τον μεταπολεμικό ευρωπαϊκό συνταγματισμό, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου υπήρξαν οι ευρύτατες συναινέσεις και συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν ως προς τις θεμελιώδεις επιλογές τους.

Αντίστοιχες συναινέσεις επιτεύχθηκαν και στο Σύνταγμα του 1975, με μοναδική εξαίρεση τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, η κατάστρωση των οποίων, υπαγορευμένη από την προσωπική πολιτική στρατηγική του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχε έντονα πατερναλιστικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο οι αρμοδιότητες αυτές, παρότι δεν ασκήθηκαν, καταργήθηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος με την πρώτη συνταγματική αναθεώρηση, του 1986, υπαγορευμένη πλέον από την πολιτική στρατηγική του Ανδρέα Παπανδρέου για τις εκλογές του 1985.

Το μοντέλο που επικράτησε έκτοτε, έως και σήμερα, είναι αυτό της πλέον αποδυναμωμένης εκδοχής της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Το μοντέλο αυτό, όμως, ανέδειξε εύγλωττα τις αδυναμίες του κατά την πρόσφατη περίοδο της κρίσης, όταν η εκτελεστική λειτουργία βρέθηκε χωρίς έναν δεύτερο ισχυρό πόλο, που θα μπορούσε να υπερβεί το κατακερματισμένο κομματικό τοπίο και να αναλάβει ενωτικές πρωτοβουλίες για την επικράτηση εθνικά επωφελών πολιτικών. Ωστόσο, η άκριτη συρρίκνωση των προεδρικών αρμοδιοτήτων δεν ήταν το μόνο συνταγματικό πρόβλημα που ανέδειξε η κρίση.

Κατ’ αρχάς, το Σύνταγμά μας δεν αποδείχθηκε εν τέλει αθώο ούτε για τα αίτια αυτής της κρίσης. Είτε λόγω προβληματικών ρυθμίσεων είτε λόγω της παράλειψης κρίσιμων εγγυήσεων επέτρεψε –ή έστω δεν απέτρεψε– την επικράτηση ενός ιδιότυπου κοινωνικοπολιτικού καθεστωτισμού, με κύρια χαρακτηριστικά την προνομιακή μεταχείριση του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου, τον καταθλιπτικό ρόλο του μαύρου πολιτικού χρήματος, την ασυδοσία των ιδιωτικών ηλεκτρονικών ΜΜΕ, την κοινοβουλευτική φαυλοκρατία και την πελατειακό κρατισμό.

Περαιτέρω, το Σύνταγμά μας, έστω και υπό την αδυσώπητη πίεση του δικαίου της ανάγκης, δεν αποδείχθηκε αρκούντως ανθεκτικό ούτε στην παραβίαση κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων ούτε τις παρεκτροπές ως προς την άσκηση του νομοθετικού έργου.

2. Έχω διατυπώσει επανειλημμένα την αντίθεσή μου στον συνταγματικό λαϊκισμό, που βαφτίζει αντισυνταγματικό οτιδήποτε μη αρεστό πολιτικά, τροφοδοτώντας μια ισοπεδωτική λογική που θεωρεί ότι το Σύνταγμα έγινε ένα άνευ σημασίας κουρελόχαρτο και άρα ότι μια παραβίαση πάνω μια παραβίαση κάτω δεν έχει σημασία. Ωστόσο δεν μπορώ να παραβλέψω και το ότι πράγματι υπήρξε ένας ιδιότυπος συνταγματικός μιθριδατισμός, των παραβιάσεων σε δόσεις, ώστε να τις συνηθίζουν οι πολίτες αλλά και να τις «καλύπτουν» πιο εύκολα τα Δικαστήρια.

Ιδίως δε το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, δυστυχώς, στην πιο κρίσιμη στιγμή της μεταπολιτευτικής ιστορίας του, έδωσε εξετάσεις στον έλεγχο συνταγματικότητας και κάθε άλλο παρά διέπρεψε. Σε ορισμένα μάλιστα σημεία απέτυχε παταγωδώς, με αποκορύφωμα, κατά την άποψή μου, αφ’ενός μεν την περίπτωση της επίταξης προσωπικών υπηρεσιών των εκπαιδευτικών και των εργαζομένων στις μεταφορές, που την έκρινε συνταγματική με μια αιτιολογία που προκαλεί θυμηδία, αφ’ετέρου δε με την άκρως επιλεκτική και βαθύτατα συντεχνιακή αντιμετώπιση των μισθολογικών και κοινωνικοασφαλιστικών περικοπών.

Με βάση τα ανωτέρω, θεωρώ ότι και η συνταγματική μας τάξη, παρότι δεν παρουσιάζει τα ελλείμματα και τα προβλήματα της ευρωπαϊκής, χρειάζεται επίσης αλλαγή παραδείγματος. Αυτό σημαίνει, ιδίως, μια συνολική συνταγματική πολιτική, συνδεδεμένη με τις νέες ανάγκες της χώρας, η οποία πρώτον θα απομακρυνθεί από την εμβαλωματική και αποσπασματική λογική της άτολμης και άχρωμης αναθεώρησης του 2001 και δεύτερον θα εστιασθεί κυρίως στις ως άνω παθογένειες και υστερήσεις, προκειμένου να υπάρξει θεσμική και εγγυητική αναβάθμιση του ισχύοντος Συντάγματος, όπως άλλωστε πρότειναν, σε όλους τους τόνους, και οι σήμερα τιμώμενοι αείμνηστοι συνάδελφοι.

3. Μια τέτοια συνταγματική πολιτική, κατά την άποψή μου σημαίνει προεχόντως τα ακόλουθα στο πεδίο της συνταγματικής οργάνωσης και λειτουργίας του πολιτεύματος:

Α. Αποκατάσταση, κατ’αρχάς, του Προέδρου της Δημοκρατίας στον ρόλο ενός ρυθμιστή του πολιτεύματος, που δεν θα υπηρετεί πλέον ιδιοτελείς στρατηγικές. Αυτό σημαίνει εν πρώτοις ανάκτηση μεγάλου μέρους –αλλά όχι όλων– των παλαιών αρμοδιοτήτων του σε συνδυασμό με την καθιέρωση ορισμένων νέων, όπως η ανάδειξη της ηγεσίας των ανώτατων Δικαστηρίων, μεταξύ περισσότερων προτεινόμενων υποψηφίων είτε από τις αντίστοιχες Ολομέλειες είτε από την κατωτέρω προτεινόμενη Γερουσία, καθώς και η ανάδειξη των ηγεσιών των Ανεξάρτητων Αρχών, και πάλι μετά από πρόταση περισσότερων υποψηφίων από την ως άνω Γερουσία, προκειμένου να σταματήσει η γελοιοποίηση της ισχύουσας διαδικασίας.

Β. Αλλαγή, κατά δεύτερον, του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, είτε με την πρόβλεψη εναλλακτικά άμεσης εκλογής, αν αποτύχει η τρίτη ψηφοφορία (που θέλει πλειοψηφία 3/5), είτε με την απευθείας καθιέρωση άμεσης εκλογής, η οποία σε κάθε περίπτωση, όπως δείχνει το παράδειγμα άλλων χωρών, είναι συμβατή με το πολίτευμα της προεδρευόμενης δημοκρατίας.

Γ. Αναδιάταξη, επίσης, της νομοθετικής εξουσίας, με την καθιέρωση Γερουσίας, συγκροτούμενης από 50 μέλη (που θα αφαιρεθούν από την Βουλή), προκειμένου να ενισχυθούν οι εγγυήσεις ποιότητας και κύρους του νομοθετικού έργου αλλά και να λειτουργήσει ένα σώμα αιρετό μεν αλλά σχετικά αποστασιοποιημένο από στενά κομματικές λογικές, ώστε να μπορεί να αναλάβει ιδιαίτερο ρόλο τόσο σε ορισμένες κρίσιμες μορφές κοινοβουλευτικού ελέγχου, όπως οι εξεταστικές επιτροπές, όσο και σε ανάδειξη υψηλόβαθμων δημόσιων λειτουργών, κατά τα ανωτέρω.

Δ. Τέλος, για να ολοκληρωθεί η αλλαγή παραδείγματος στο πεδίο της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, αλλά και για να χτυπηθεί στη ρίζα του η κακοδαιμονία του πολιτικού μας συστήματος, που ερείδεται στην τυραννία, τις ποικίλες εξουσιαστικές παρεκβάσεις και τις αθέμιτες διαπλοκές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η ως άνω συνταγματική μεταρρύθμιση πρέπει απαρεγκλίτως να συνοδευθεί:

Πρώτον, από την κατάργηση του ισχύοντος σταυρού προτίμησης, που κατά την άποψή μου αποτελεί στη χώρα μας την βασική αιτία της κυριαρχίας του μαύρου πολιτικού χρήματος και της συναλλαγής, την πηγή της φαυλοκρατίας και την μητέρα όλων των πελατειακών παρεκτροπών.

Δεύτερον, από την προσεκτική αλλαγή του εκλογικού συστήματος, προκειμένου να επιτευχθεί μεν η διασφάλιση της συνταγματικής αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, χωρίς όμως να αγνοείται πλήρως και η ανάγκη κυβερνησιμότητας της χώρας, που αποτελεί και αυτή, έστω έμμεσα και διαμεσολαβημένα, συνταγματική προτροπή.

Τρίτον, από την λελογισμένη και πολλαπλά εγγυημένη καθιέρωση μορφών άμεσης δημοκρατίας, που θα εμβολιάσουν με συμμετοχικές διαδικασίες το κουρασμένο σώμα και τα αργά αντανακλαστικά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ανατρέποντας τις ολιγαρχικές λογικές των τεχνικών της εξουσίας και φέρνοντας ένα φρέσκο αέρα ανανέωσης και ανανοηματοδότησης των δημοκρατικών θεσμών.

4. Μια άλλη σημαντική παράμετρος των αλλαγών που συγκροτούν την απαιτούμενη αλλαγή παραδείγματος είναι αυτή που αφορά την προστασία κρίσιμων θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Πρόκειται, εν πρώτοις, για την ανάγκη θωράκισης των δικαιωμάτων ομαδικής δράσης, που ασκούνται συλλογικά αλλά και λειτουργούν οιονεί διαμεσολαβητικά ως προς την καθιέρωση ή εφαρμογή κοινωνικών δικαιωμάτων. Ιδιαίτερο βάρος, εν προκειμένω, πρέπει να δοθεί, αφ’ενός μεν στην συνταγματική εγγύηση της συλλογικής αυτονομίας, που τρώθηκε βάναυσα τα τελευταία χρόνια, αφ’ετέρου δε στην αποσαφήνιση των όρων για την κήρυξη απεργίας και την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών.

Πρόκειται, επίσης, και για την αναγκαία ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων, που ήταν τα μεγάλα θύματα της κρίσης. Στο σημείο αυτό η συνταγματική πολιτική της αλλαγής παραδείγματος πρέπει να κινηθεί πολύ προσεκτικά, πλην αποφασιστικά, ώστε να κλείσει οριστικά η αμφισβήτηση του κανονιστικού χαρακτήρα των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτό, δε, κατά την άποψή μας, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την συνταγματική κατοχύρωση του εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, που είναι πολύ ευρύτερη και απείρως προτιμότερη από την κατοχύρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, Και αυτό διότι προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται, για την πραγμάτωσή της, την ταυτόχρονη κατοχύρωση –αλλά και την επακόλουθη ενεργοποίηση– ενός σκληρού πυρήνα όλων των κοινωνικών δικαιωμάτων, προσδίδοντας σε αυτά συγκεκριμένο και απευθείας δεσμευτικό, εκ του Συντάγματος, κανονιστικό περιεχόμενο.

5. Η τελευταία πτυχή της προτεινόμενης συνταγματικής πολιτικής για την αλλαγή παραδείγματος αφορά την καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Γνωρίζω και σέβομαι όλα τα επιχειρήματα υπέρ του σημερινού συστήματος του παρεμπίπτοντος και διάχυτου ελέγχου. Ωστόσο στην εποχή μας, και με δεδομένα τα όσα έχουν μεσολαβήσει, θεωρώ αυτά τα επιχειρήματα όλο και πιο θεωρητικά, όλο και πιο απομακρυσμένα από την ζέουσα πραγματικότητα του χώρου της Δικαιοσύνης, με τις κραυγαλέες αποτυχίες του ελέγχου Συνταγματικότητας –ενδεικτικά παραδείγματα των οποίων ανέφερα προηγουμένως– αλλά και με τα πολλαπλά δείγματα μιας οιονεί αρνησιδικίας, που αφορά συχνά και τα θέματα συνταγματικότητας.

Είναι φανερό, ειδικότερα, ότι χρειαζόμαστε πρώτον ένα πολλαπλά εγγυημένο σύστημα προληπτικού ελέγχου και δεύτερον ένα αυστηρά δομημένο σύστημα συγκεντρωτικού κατασταλτικού ελέγχου της συνταγματικότητας, προκειμένου αφ’ενός μεν να είναι εγγυημένη η ασφάλεια δικαίου αφ’ετέρου δε οι σχετικές υποθέσεις, και ιδίως οι σοβαρές, να αντιμετωπίζονται γρήγορα και αποτελεσματικά, από δικαστές που θα γνωρίζουν σε βάθος τα της ερμηνείας του Συντάγματος.

Περαιτέρω, δε, το Συνταγματικό αυτό Δικαστήριο θα αναλάβει, πέρα από τον έλεγχο του κύρους των εκλογών, που ανήκει σήμερα στο ΑΕΔ, και τον έλεγχο συνταγματικότητας των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου –για να μην επαναληφθούν τα φαινόμενα του πρόσφατου παρελθόντος– καθώς και έναν στοιχειώδη έλεγχο της λειτουργίας των κομμάτων, ως συνταγματικών προεχόντως θεσμών, που πρέπει πρώτον να σέβονται έμπρακτα τις αρχές και τους κανόνες της Δημοκρατίας και δεύτερον να οργανώνουν ανάλογα και την εσωκομματική τους λειτουργία.

Αυτό άλλωστε ήταν μια ακόμη πολύτιμη θεωρητική συνεισφορά των σήμερα τιμώμενων αείμνηστων συναδέλφων, οι οποίοι, θέλω να το τονίσω για μια ακόμη φορά ότι άνοιξαν δρόμους, εμπλούτισαν την συνταγματική μας θεωρία, μας ενέπνευσαν και εξακολουθούν να μας εμπνέουν.