H απονομή διεθνούς δικαιοσύνης στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση

Πέτρος Στάγκος, Ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, Νομική Σχολή

Καμία δύναμη από εκείνες που οι ειδικοί των διεθνών σχέσεων συγκαταλέγουν στους ισχυρούς «δρώντες» (actors) του διεθνούς συστήματος (οι ΗΠΑ, το G7, η ΕΕ, το ΝΑΤΟ …) δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι ικανή να εξαναγκάσει τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου και τον ηγέτη της Χαμάς Γιαχία Σινουάρ (τον εμπνευστή της μαζικής δολοφονίας και της ομηρίας ισραηλινών πολιτών στις 7 Οκτωβρίου 2024) να θέσουν τέρμα, σε μόνιμη και διαρκή βάση, στην προαιώνια ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, ώστε να δώσουν στους λαούς τους μια αληθινή ύπαρξη μέσα σε συνθήκες ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας. Ο καθένας από τους δυο τροφοδοτείται από τα εξατομικευμένα και κοντόφθαλμα πολιτικά συμφέροντά του και, κατά τούτο, είναι συνένοχοι και αλληλέγγυοι σε ό,τι αφορά τη συνέχιση του πολέμου και την απόρριψη κάθε πρότασης διακοπής των εχθροπραξιών και έναρξης ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων.

Αυτός είναι ο λόγος που ο Εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) της Χάγης Καρίμ Χαν ζήτησε το Μάϊο 2024 από το Δικαστήριο να εγκρίνει τα εντάλματα σύλληψης των δυο ηγετών, ώστε να δικαστούν ο μεν πρώτος (μαζί με τον υπουργό Άμυνας Γιοάβ Γκαλάν) για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και ο δεύτερος για εγκλήματα πολέμου.[1] Ο εισαγγελέας είχε ζητήσει να εκδοθούν εντάλματα σύλληψης και των Παλαιστίνιων πολέμαρχων Ισμαήλ Χανίγιε και Μοχάμεντ Ντέιφ, αλλά οι επίλεκτες δυνάμεις του Τσαχάλ πρόλαβαν και τους δολοφόνησαν!

Μέχρι σήμερα τα δυο εντάλματα δεν έχουν εγκριθεί από την ολομέλεια του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη δικονομία του Δικαστηρίου, μια ομάδα τριών δικαστών εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που κατέθεσε ο Εισαγγελέας, ώστε να εισηγηθεί την έγκρισή τους από το σώμα.  Την ομάδα αυτή για τα συγκεκριμένα εντάλματα αποτελούν οι δικαστίνες από τη Ρουμανία, το Μπενίν και το Μεξικό. Ακόμη όμως και αν τεθούν σε ισχύ τα εντάλματα, είναι πολύ αμφίβολο αν θα καταφέρουν να εκτελεστούν.

Επ’ αυτού, η συσσωρευμένη εμπειρία των τελευταίων 30 χρόνων από την άσκηση της διεθνούς ποινικής δικαιοδοσίας σε πολεμικές συγκρούσεις είναι εξόχως διδακτική.

Καταρχάς, την εμπειρία αυτή συνθέτουν οι «πρόγονοι» του ΔΠΔ, τα διεθνή ποινικά δικαστήρια για την τέως Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα. To δικαστήριο για την τέως Γιουγκοσλαβία, που ήταν το πρώτο που δίκασε τέως αρχηγό κράτους (τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ο οποίος πέθανε στη διάρκεια της δίκης του στη φυλακή της Χάγης) εξέδωσε 90 καταδικαστικές αποφάσεις για γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Το δικαστήριο της Ρουάντα δίκασε 93 άτομα και καταδίκασε 63 από αυτά. Το ΔΠΔ, επί του παρόντος διεξάγει έρευνες σε 17 χώρες, έχει εκδώσει πάνω από 40 εντάλματα σύλληψης και κλητήρια θεσπίσματα και έχει καταδικάσει 5 κατηγορούμενους για εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Από την εμπειρία αυτή της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης προκύπτει ότι ένας πολιτικός ή στρατιωτικός ηγέτης του οποίου ζητείται η έκδοση στη Χάγη, δεν  υπάρχει περίπτωση να εκδοθεί παρά μόνο αν προηγουμένως έχει απομακρυνθεί από την εξουσία με ειρηνικά ή βίαια μέσα και οι διάδοχοι-πολιτικοί αντίπαλοί του δεν έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό να τον συλλάβουν και να τον εκδώσουν. Όμως, ο Νετανιάχου, χάρη στον πόλεμο που διεξάγει, έχει εδραιωθεί στην πολιτική εξουσία στο Ισραήλ χωρίς σαφή ημερομηνία λήξεως και με υποταγμένη στη μεγαλομανία και τον επεκτατισμό του την πάλαι ποτέ ολοζώντανη κοινωνία των πολιτών του Ισραήλ.[2] Τον Σινουάρ, αν υποτεθεί ότι υπάρχει αντιπολιτευόμενη δύναμη στην Χαμάς είναι πρακτικά δύσκολο αυτή να τον ανατρέψει και να τον συλλάβει, από τη στιγμή που η φυσική, προστατευτική ασπίδα του είναι οι Ισραηλινοί όμηροι της 7ης Οκτωβρίου 2023.

Τούτων δοθέντων, είναι άραγε δικαιολογημένες οι επικρίσεις ή οι υποθέσεις που συχνά απαντώνται όχι μόνο στον ημερήσιο αλλά και στον εξειδικευμένο νομικό Τύπο, για την αναποτελεσματικότητα του ΔΠΔ και τον ανούσιο ρόλο του στην επίλυση των διεθνών συγκρούσεων και κατ’ επέκταση στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση; Η απάντηση είναι αρνητική αν ληφθεί υπόψη η πολυδιάστατη δικαιοδοτική και «μετα-δικαιοδοτική» λειτουργία του ΔΠΔ.

 

Το διεθνές δικαστήριο των θυμάτων των πολέμων

Το ΔΠΔ, με την ίδρυσή του το 1998 και τη μέχρι σήμερα λειτουργία του, έχει διαρρήξει το γνωσιακό κεκτημένο της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης ως «δικαιοσύνης των νικητών», το οποίο ενσάρκωσε η διεθνής δίκη της Νυρεμβέργης του 1945-1946. Εκείνο το διεθνές «στρατιωτικό» δικαστήριο άσκησε, προνομιακά, μόνο τη μια από τις τρεις λειτουργίες που ασκεί η ποινική δικαιοσύνη εντός της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου: την εκδικητική (την τιμωρία των ενόχων). Το διεθνές δικαστήριο της Νυρεμβέργης δεν συμμερίστηκε ούτε την προληπτική λειτουργία της δικαιοσύνης (την αποτροπή της υποτροπής) ούτε την επανορθωτική (αποκατάσταση των θυμάτων στα δικαιώματά τους). Αρκέστηκε στο να εγγραφούν οι αποφάσεις τους στη συλλογική, οικουμενική μνήμη εναντίον των εγκλημάτων του ναζισμού. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης ιδρύθηκε και λειτουργεί σκοπώντας να υπηρετήσει και τις τρεις λειτουργίες της ποινικής δικαιοσύνης, ιδίως της πρώτης σε συνδυασμό με την τρίτη. Έγκυρα θεωρείται και αποκαλείται «διεθνές δικαστήριο των θυμάτων» των πολέμων.[3]

Πράγματι, σύμφωνα με το Καταστατικό της Ρώμης του 1998, τα θύματα του πολέμου τροφοδοτούν την αναζήτηση της αλήθειας για την ενοχή των υπαιτίων συμμετέχοντας στην προδικασία και τη δίκη, αναπτύσσοντας τα επιχειρήματά τους ενώπιον του Δικαστηρίου, διεκδικώντας επανορθώσεις. Μια ειδική υπηρεσία του ΔΠΔ συντονίζει και κατευθύνει την εφαρμογή, στην πράξη, όλων των προνοιών του Καταστατικού που αναδεικνύουν τα θύματα του κάθε πολέμου σε «πρωταγωνιστές» της διεθνούς δίκης.

Σε μια από τις πρώτες υποθέσεις που δικάστηκαν ενώπιον του ΔΠΔ, που αφορούσε την εξέταση της κατάστασης στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, το πρώτο Τμήμα Προδικασίας με απόφαση της 17.1.2006 επέδειξε τόλμη που επιβεβαίωνε τη σημασία της συμμετοχής των θυμάτων για τα μέλη του Δικαστηρίου.[4] H παρέμβαση του Δικαστηρίου έγινε κατόπιν καταγγελίας για διάπραξη εγκλημάτων πολέμου από πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες της ΛΔ του Κογκό από έξι πρόσωπα που επλήγησαν κατά τη σύρραξη. H απόφαση για το αν μπορούσαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα να μετάσχουν στη δίκη, κατά βάση καθόρισε τα κριτήρια που οφείλουν να συντρέχουν ώστε να χαρακτηριστεί το καθένα από αυτά «θύμα» (ύπαρξη ζημίας, διάπραξη εγκλήματος που η εκδίκασή του ανήκει στην αρμοδιότητα του ΔΠΔ και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και του εγκλήματος), μιας που η σχετική διάταξη του Καταστατικού ήταν διφορούμενη, προσθέτοντας ότι τα θύματα μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία από την αρχή της έρευνας που διεξάγει ο Εισαγγελέας και ότι στο βαθμό που η έρευνα του εισαγγελέα προχωρεί δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία θα έχει κάθε νέο πρόσωπο που η έρευνα αποδεικνύει ότι σχετίζεται με αυτήν (εφόσον, πάντα, πληρούνται τα κριτήρια του θύματος). Με τον τρόπο αυτό το ΔΠΔ θέλησε να αποστασιοποιηθεί από τα «προγονικά» ειδικά διεθνή ποινικά δικαστήρια της τέως Γιουγκοσλαβίας και της Ρουάντα, τα οποία επικρίθηκαν ότι ήταν υπέρμετρα εστιασμένα στους δράστες των εγκλημάτων, αν και ο Εισαγγελέας του 2006 ήταν επιφυλακτικός όσον αφορά τη γενναιόδωρη συμμετοχή των θυμάτων ήδη από το στάδιο της έρευνας διάπραξης των εγκλημάτων, φοβούμενος ότι έτσι θα επιβραδυνόταν η όλη διαδικασία.

Στο πλαίσιο κάθε υπόθεσης, όταν η τιμωρητική λειτουργία του ΔΠΔ ολοκληρωθεί, εντός μιας νέας ολιστικής διεργασίας, η οποία κατά κανόνα αποκαλείται «δικαιοσύνη της μετάβασης» (transitional justice) και είναι κι αυτή (μαζί με τη διεθνή ποινική δίκη) μέρος του κατά την τυπολογία του διεθνούς δικαίου juris post bellum,[5] η φωνή των θυμάτων-μαρτύρων που νομιμοποιήθηκε από τη διεθνή δίκη αναδεικνύεται σε καταλύτη ενός συλλογικού εξαγνισμού της ενδιαφερόμενης κοινότητας (ή των ενδιαφερόμενων κοινοτήτων) από τις ενοχές, ο οποίος διευκολύνει την εμπλοκή σε μια μαζική διαβουλευτική διαδικασία, όπου κυριαρχούν οι στόχοι της συμφιλίωσης, της διατήρησης και ενδυνάμωσης της ιστορικής μνήμης και της οικοδόμησης διακρατικών ή ενδοκρατικών σχέσεων (ανάλογα αν η σύρραξη ήταν διεθνής ή εμφύλια) βασισμένων στο ιδεώδες της δικαιοσύνης και στη δημοκρατική διακυβέρνηση.[6]

 

Νετανιάχου versus Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου

Έναν άτυπο πόλεμο, δυσδιάκριτο από την παγκόσμια κοινή γνώμη, έχει ξεκινήσει ο  πρωθυπουργός Νετανιάχου εναντίον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, αμέσως μόλις γνωστοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο η πρωτοβουλία του Εισαγγελέα Καρίμ Χάν για την έκδοση εντάλματος σύλληψής του. Την εχθροπάθεια του ισραηλινού πρωθυπουργού εναντίον του ΔΠΔ ενεργοποίησε πολύ λιγότερο ο φόβος μήπως συλληφθεί εάν και εφόσον το ένταλμα εκδοθεί, απ’ όσο το εμπόδιο που θα ορθώσει η παρέμβαση του Δικαστηρίου (ιδιαίτερα δε η καταλυτική συμβολή της διεθνούς δικαστικής παρέμβασης στην εγκαθίδρυση της «δικαιοσύνης της μετάβασης» ως δομικού στοιχείου μιας  ισραηλινο-παλαιστινιακής ειρηνικής συνύπαρξης) στην «ειρήνη των  νικητών», την οποία ο Νετανιάχου και το πολιτικό καθεστώς του θα θελήσουν να επιβάλλουν manu militari στις ισραηλινο-παλαιστινιακές σχέσεις μόλις η πολεμική εκστρατεία στη Γάζα πετύχει όλους τους στρατιωτικο-πολιτικούς της στόχους.

Τα περισσότερα μέλη του ΔΠΔ έγιναν δέκτες ωμών απειλών και κυνικών εκφοβισμών από αξιωματούχους της ισραηλινής κυβέρνησης ώστε να απορρίψουν το αίτημα του εντάλματος σύλληψης του Νετανιάχου, με τέτοια ένταση και συχνότητα που ανάγκασαν το γραφείο του Εισαγγελέα να δηλώσει δημόσια ότι η συμπεριφορά αυτή των ισραηλινών αξιωματούχων είναι, κατά το Καταστατικό της Ρώμης, αξιόποινη, και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην έκδοση εντάλματος σύλληψης των υπαιτίων. Ο ίδιος ο Νετανιάχου ζήτησε και πέτυχε από τον πρόεδρο Μπάιντεν να αποδοκιμάσει ρητά το ενδεχόμενο έκδοσης εντάλματος σύλληψης, ζητώντας, επιπρόσθετα, από μεν την προεδρική διοίκηση να πιέσει τις κυβερνήσεις της Ρουμανίας, του Μπενίν και του Μεξικού ώστε οι τρεις δικαστίνες «τους» να απορρίψουν το αίτημα του Εισαγγελέα, από δε το Κογκρέσο, ειδικότερα, να επιβάλλει μέτρα απαγόρευσης εισόδου στις ΗΠΑ όλων των μελών του Δικαστηρίου αν τολμήσουν να εγκρίνουν το δικαστικό ένταλμα. Οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου προώθησαν με «διπλωματική γλώσσα», αλλά χωρίς επιτυχία, τη συμβιβαστική λύση της παραπομπής της έγκρισης του εντάλματος στις «ελληνικές καλένδες». Ωστόσο, 93 κυβερνήσεις που είναι Μέρη του Καταστατικού της Ρώμης δημοσίευσαν κοινή δήλωση υποστήριξης του Εισαγγελέα όσον αφορά την έκδοση εντάλματος σύλληψης του Νετανιάχου και του Σινουάρ, ενώ η γραμματεία του Δικαστηρίου στα τέλη του καλοκαιριού ήρθε σε συνεννόηση με την κυβέρνηση της Ιρλανδίας, ώστε αυτή να παράσχει στο Δικαστήριο πρόσθετα υλικά μέσα για την ενίσχυση της ασφάλειας των μελών του και την προστασία των μαρτύρων που θα κληθούν να μετάσχουν στη δίκη.

Στο μεταξύ, στο δημόσιο χώρο άρχισαν να κατατίθενται σκέψεις για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης, προς την κατεύθυνση της καθιέρωσης της δυνατότητας εκδίκασης των εγκλημάτων ερήμην των κατηγορουμένων.[7] Η μόνη κυβέρνηση που «έτεινε ευήκοον ούς» στις σκέψεις αυτές ήταν η αμερικανική: παρόλο που οι ΗΠΑ δεν είναι Μέρος του Καταστατικού της Ρώμης, το ενδιαφέρον τους για μια τέτοια εξέλιξη εξηγείται από την αθρόα διπλωματική υποστήριξη που επιλεκτικά παρέχουν στο ΔΠΔ από το Μάρτιο 2023 αναφορικά με το ένταλμα σύλληψης του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για τα εγκλήματα πολέμου που του καταλογίζεται ότι διέπραξε στην Ουκρανία. Ωστόσο, πέραν του ότι είναι εξαιρετικά δυσχερές να εξασφαλιστεί η ομοφωνία των 123 Κρατών Μερών προκειμένου να αναθεωρηθεί το Καταστατικό της Ρώμης προς την προταθείσα κατεύθυνση, η in absentia εκδίκαση των εγκλημάτων πολέμου θα αποδυναμώσει τη διεθνή νομιμοποίηση των αποφάσεων του Δικαστηρίου και θα μετατρέψουν τον θεσμό από όργανο απονομής της δικαιοσύνης σε εργαλείο επίτευξης πολιτικών στόχων.

H συζήτηση για το εάν θα εγκριθεί το ένταλμα σύλληψης του Νετανιάχου και του Σινουάρ και, μακροσκοπικά, εάν και πότε θα παραπεμφθούν σε διεθνή δίκη για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, θα συνεχίζεται, ενόσω οι αποφάσεις και οι πολιτικές τους οδηγούν τους δυο λαούς σε υπαρξιακό κίνδυνο. Αυτός ο υπαρξιακός κίνδυνος είναι φυσικός, ζωτικός και άμεσος για τους Παλαιστίνιους. Είναι νομικός, γεωπολιτικός και απώτερος για τους Ισραηλινούς. Οι πρώτοι απειλούνται στη Γάζα από τους βομβαρδισμούς, την πείνα, τις επιδημίες, τις επανειλημμένες εκτοπίσεις και την καταστροφή όλων των υποδομών και ειδικότερα του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, όπως και στη Δυτική Όχθη από τη δολοφονική βία των εποίκων, τους οποίους ο ίδιος ο Ισραηλινός πρόεδρος θεώρησε ότι επιδόθηκαν σε «πογκρόμ» εναντίον του παλαιστινιακού χωριού Jit τον Αύγουστο που μας πέρασε. Οι τελευταίοι απειλούνται απομόνωση από την αυξανόμενη περιφερειακή του Ισραήλ, από την κατάρρευση της διεθνούς νομιμότητάς του που είναι τόσο ζωτικής σημασίας για αυτό το νεαρό κράτος, το οποίο γεννήθηκε όχι από κάποια επανάσταση ή -στη χειρότερη περίπτωση- από κάποια απόσχιση, αλλά με την ψήφο των τότε μελών της Γενικής συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών το 1947. Το Ισραήλ απειλείται επίσης από το φευγιό των πιο προικισμένων και μορφωμένων πολιτών του.

Δυο πληροφορίες του περασμένου μήνα δεν έχουν αμφισβητηθεί: το 40% των νέων ισραηλινών γιατρών που εκπαιδεύονται έχουν ανακοινώσει ότι θέλουν να εγκαταλείψουν τη χώρα όταν ολοκληρώσουν τις σπουδές τους× o ισραηλινός στρατός στρατολογεί πολίτες τρίτων χωρών που ζητούν άσυλο για να πολεμήσουν στη Γάζα, με αντάλλαγμα την χορήγηση αδειών παραμονής.

Η απονομή διεθνούς δικαιοσύνης μπορεί να προσφέρει ηθική και σημειολογική πυξίδα για τις κοινωνίες που έχουν περιέλθει σε σύγχυση από τη μέθη της βίας, η οποία πλήττει τόσο τους Παλαιστίνιους όσο και τους Ισραηλινούς. Μπορεί επίσης να χτίσει γέφυρες σε μια περιοχή όπου έχουν υψωθεί τείχη.  Πάνω απ’ όλα, μπορεί και πρέπει να προκαλέσει αλλαγή παραδείγματος σε μια ιστορική σύγκρουση, την οποία ούτε η βία ούτε η διπλωματία μπόρεσαν να επιλύσουν. Όμως η ερμηνεία και η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου δεν πρέπει να υπόκεινται σε «μεταβλητή γεωμετρία», σε δυο μέτρα και δυο σταθμά,  όπως συμβαίνει σήμερα στη Μέση Ανατολή.  Τα κράτη της Δύσης, που υποστηρίζουν την πλήρη και ολοκληρωμένη εφαρμογή του διεθνούς δικαίου στην Ουκρανία, πρέπει να επιδείξουν την ίδια αυστηρότητα και ηθική διαύγεια στην Παλαιστίνη. Δεν διακυβεύεται μόνο η αξιοπιστία του λόγου τους, αλλά και η ίδια η ύπαρξη μιας διεθνούς τάξης βασισμένης στο κράτος δικαίου, στην οποία προσβλέπουν και από την οποία εξαρτάται η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια.

 

[1] Όλες οι πληροφορίες για την εκφορά της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης ενώπιον του ΔΠΔ, όπως και, ευρύτερα, για τη λειτουργία του Δικαστηρίου, προέρχονται από το site του Δικαστηρίου (www.icc-cpi.int).

[2] Ξ. Κουναλάκη, «Η σιωπή της κοινωνίας των πολιτών στο Ισραήλ», Η Καθημερινή, 310.2024.

[3] Βλ., αντιπροσωπευτικά, J. Fernandez, “Variations sur la victime et la justice pénale internationale », σε Amnis (http://journals.openedition.org/amnis/890), 2006, 6, και πιο πρόσφατα V. Lefebve, « De plaats van Justitie in het parcours van de erkenning van de slachtoffers van massamoorden », σε Témoigner. Entre histoire et mémoire, 2019 (DOI: 10.4000/temoigner.8654).

[4] ICC, Pre-Trial Chamber I, Decision on the Applications for Participation Filed in Connection with the Investigation in the Democratic Republic of the Congo by … …, 17 January 2006, Document n° ICC-01/04.

[5] Το jus post bellum είναι διακριτό τόσο σε σχέση με το jus in bello (το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, που διέπει τη διεξαγωγή του πολέμου) όσο και το jus ad bellum (το διεθνές δίκαιο που νομιμοποιεί, υπό προϋποθέσεις, την προσφυγή σε πόλεμο).

[6] Βλ., ενδεικτικά στην πρόσφατη γαλλόφωνη βιβλιογραφία, Ch. Nadeau, « Quelle justice après la guerre ? Éléments pour une théorie de la justice transitionnelle », www.laviedesidees.fr, 2019× A. Garapon, « D’autres justices », Esprit, mars 2024, σ. 87 επ.

[7] Βλ., επί παραδείγματι, την αρθρογραφία των Γάλλων νομομαθών Julian Fernandez και Serge Sur στην Le Monde της 4.6.2024 (« L’absence de possibilité pour la Cour pénale internationale de juger par contumace la condamne au rôle de spectateur engagé »), καθώς και τη «συνηγορία» της νομικής εμπειρογνώμονα του ΔΠΔ Sandrine de Sena, επίσης στην Le Monde της 17.6.2024 («Juger Poutine et Nétanyahou implique nécessairement un procès équitable et contradictoire »).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

four − four =