Γίνεται πολύς λόγος για την ανάγκη αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου σχετικά με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. Έχουν ήδη ληφθεί κάποια πρώτα νομοθετικά μέτρα. Δεν μπορεί να έχει αντίρρηση κανείς ότι χρειάζεται βελτίωση των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων, με πρόβλεψη περισσότερων εγγυήσεων και τρόπων αποτελεσματικότερου ελέγχου. Αλλά η συζήτηση αυτή μπορεί να θέσει σε δεύτερη μοίρα (και ίσως κάποιοι να αποβλέπουν σε αυτό) τη διερεύνηση των τωρινών παραβιάσεων, όπως στην υπόθεση Ανδρουλάκη. Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι ό,τι έγινε τελείωσε και αυτό που χρειάζεται τώρα είναι να κοιτάξουμε, με νέα μέτρα, να αποφύγουμε να σημειωθούν πάλι τέτοιες παραβιάσεις. Έτσι θα παραμείνουν ανεξιχνίαστα αυτά που συνέβησαν. Με αυτά τα τελευταία επομένως θα ασχοληθώ στη συνέχεια.
Η επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας για την άρση του απορρήτου του Ευρωβουλευτή κ. Ανδρουλάκη δεν πείθει. Και μόνο το γεγονός ότι η παρακολούθησή του άρχισε όταν ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά του για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ μιλάει από μόνο του. Τότε ακριβώς ανέκυπταν πολιτικοί ανταγωνισμοί (σχετικοί με τη νέα υποψηφιότητα) και συμφέροντα των πολιτικών δυνάμεων ως προς το ποιος θα είναι ο μελλοντικός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, αν υπήρχαν πράγματι κάποιες σχετικές υποψίες άσχετες με το ζήτημα της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ, αυτές διαψεύσθηκαν, αφού η παρακολούθηση απέβη άκαρπη. Αν είχε αποδώσει κάτι, θα είχαμε ασφαλώς τελείως διαφορετική πολιτική εικόνα σήμερα. Ο κ. Ανδρουλάκης δεν θα ήταν κατήγορος, αλλά «ύποπτος».
Η νομιμότητα της παρακολούθησης εξαρτάται από το αν είχε γίνει επίκληση λόγων γι’ αυτήν, π.χ. κάποιων ενδείξεων επικίνδυνης για την εθνική ασφάλεια συμπεριφοράς του κ. Ανδρουλάκη, ενδείξεων όμως που ύστερα διαψεύσθηκαν. Επομένως η εθνική ασφάλεια δεν έχει θιγεί και δεν θα θιγεί από την αποκάλυψη των λόγων ή της έλλειψης λόγων για την παρακολούθηση, αφού, όπως είπαμε, η παρακολούθηση τελικά απέβη άκαρπη. Είτε δηλαδή έγινε επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας είτε όχι, τέτοιοι λόγοι δεν υπήρχαν. Η εθνική ασφάλεια δεν κινδυνεύει από την αποκάλυψη αυτής της αλήθειας.
Επομένως ο Πρωθυπουργός, στον οποίο υπάγεται απευθείας η ΕΥΠ και ο οποίος έχει (ο ίδιος και όχι ο Γενικός Γραμματέας του γραφείου του Πρωθυπουργού) την ευθύνη για τη λειτουργία της, όφειλε να εξετάσει, έστω εκ των υστέρων, το ζήτημα της νομιμότητας της παρακολούθησης, ζητώντας από την ΕΥΠ να τον πληροφορήσει για τον λόγο της παρακολούθησης. Ο Πρωθυπουργός στη συνέχεια όφειλε ως ο αντικειμενικά υπεύθυνος για την ΕΥΠ, ανεξάρτητα από το αν γνώριζε ή όχι ως τότε τί είχε συμβεί, να πει (π.χ. με συμπληρωματικές δηλώσεις του μετά τις πρώτες της 8ης.8.2022 ή με άλλο τρόπο) την αλήθεια, δηλαδή αν υπήρξε για την παρακολούθηση Ανδρουλάκη επίκληση από την ΕΥΠ λόγων εθνικής ασφάλειας ή όχι. Το ζήτημα μας ενδιαφέρει όλους (και όχι μόνο τον κ. Ανδρουλάκη), γιατί αφορά τη λειτουργία του κράτους δικαίου. Έτσι θα μπορούσε π.χ. ο κ. Μητσοτάκης να ζητήσει τον φάκελο Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ και αν αυτός δεν υπήρχε (διότι κυκλοφορούν οι φήμες ότι έχει καταστραφεί) να παραπέμψει αμέσως στον εισαγγελέα τους υπεύθυνους της απώλειας. Αν ο φάκελος υπάρχει και του δοθεί, όπως όφειλε να πράξει η ΕΥΠ, ο Πρωθυπουργός έπρεπε να ενημερώσει για το περιεχόμενό του, για να αναδειχθεί η αλήθεια στο θέμα, όπως ο ίδιος υποσχέθηκε. Αυτά δεν τα έπραξε και σ’ αυτό νομίζω ότι έγκειται το θεσμικό σφάλμα του.
Συνέπεια του σφάλματος αυτού δεν είναι κατ’ ανάγκην η παραίτηση του Πρωθυπουργού. Άλλο αν αυτό επιβάλλεται ή ενδείκνυται από πολιτική άποψη. Η παραίτηση είναι ζήτημα προσωπικής και πολιτικής ευθιξίας και ευαισθησίας. Τελικά πάντως πάνω από τον Πρωθυπουργό και πάνω από την Κυβέρνηση είναι η Βουλή και πάνω από τη Βουλή ο λαός.
Διερωτάται κανείς αν υπάρχει τρόπος να μάθουμε την αλήθεια για το τι «άκουσε» ο κοριός της ΕΥΠ, παρακολουθώντας τον κ. Ανδρουλάκη και κυρίως να μάθουμε τους λόγους για τους οποίους αποφασίσθηκε η παρακολούθησή του. Νομίζω ότι ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος τρόπος (αφού η Κυβέρνηση δεν ενημερώνει και στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής ανακύπτουν οι γνωστές πολιτικές διαφωνίες) είναι να μιλήσει η Δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα:
Αυτά επιτάσσει το Σύνταγμα. Οτιδήποτε αντίθετο τυχόν προβλέπεται σε κοινούς νόμους θα είναι αντισυνταγματικό.
Βάσει των λεχθέντων, πιστεύω ότι τώρα είναι πλέον η ώρα της Δικαιοσύνης. Μέσω αυτής οι υπεύθυνοι της παράνομης παρακολούθησης θα υποχρεωθούν να μιλήσουν και να πουν την αλήθεια. Δεν δικαιολογείται δισταγμός της. Οφείλει να τολμήσει. Η Δικαιοσύνη είναι ο φρουρός της νομιμότητας. Και οι δικαστικοί μας λειτουργοί δεν στερούνται θάρρους και ευρύτητας πνεύματος.
Φυσικά το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί, αν ο κ. Ανδρουλάκης προσφύγει στα πολιτικά ή στα διοικητικά δικαστήρια, όπου επίσης ο δικαστής θα εφαρμόσει κατά τα λεχθέντα το συνταγματικό δικαίωμα πληροφόρησης του πολίτη. Αλλά η ποινική διαδικασία κινείται και πρέπει να κινηθεί αυτεπαγγέλτως.
Θα ήθελα επίσης να σχολιάσω τη συζήτηση που γίνεται για το εκλογικό σύστημα, το οποίο ισχύει στις επόμενες ή θα πρέπει να ισχύσει στις μεθεπόμενες εκλογές. Γίνεται συγκεκριμένα λόγος για αλλαγή του τελευταίου αυτού εκλογικού συστήματος. Αλλά δεν είναι καθόλου σοβαρή η ελληνική συνήθεια της συνεχούς αλλαγής του εκλογικού νόμου. Δείχνει ότι οι εκάστοτε κυβερνήσεις, που έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή, θέλουν ένα νόμο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, δηλαδή στο κομματικό συμφέρον τους. Αν μιλάμε για σταθερότητα, έπρεπε πριν από όλα να έχουμε ένα σταθερό εκλογικό νόμο. Και για να μην υπάρχει ο πειρασμός της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας, ο εκλογικός νόμος έπρεπε να προβλέπεται στο Σύνταγμα και μόνο οι λεπτομέρειες και οι σχετικές διαδικασίες να αφήνονται στον κοινό νομοθέτη. Από παλαιά υποστηρίζω ότι το μόνο δημοκρατικό εκλογικό σύστημα είναι η απλή αναλογική, που θα έπρεπε να προβλέπεται στο Σύνταγμα. Συνήθως εκφράζεται η άποψη ότι η απλή αναλογική οδηγεί σε κυβερνητική αστάθεια. Πίσω από αυτό βρίσκεται η άποψη ότι σταθερή κυβέρνηση είναι μόνο η μονοκομματική (και όχι οι κυβερνήσεις συνεργασίας), άποψη που εκτός των άλλων είναι άκρως εγωιστική. Θέλουμε να κυβερνάμε μόνοι μας.
Αλλά την άποψη αυτή για μη σταθερότητα των κυβερνήσεων συνεργασίας τη διαψεύδουν τα ισχύοντα και εφαρμοζόμενα σε πολλές χώρες της Ευρώπης, που έχουν σταθερές (σταθερές και σε διάρκεια χρόνου) τέτοιες κυβερνήσεις. Η σταθερότητα εξασφαλίζεται με τη συνεργασία, η οποία βέβαια προϋποθέτει πολιτικό πολιτισμό κάποιου επιπέδου.
Μήπως όσοι διαφωνούν πιστεύουν ότι είμαστε πολιτικά απολίτιστοι και αδυνατούμε να συνεργαζόμαστε; Αν αυτό το αποδέχονται και οι πολιτικές μας δυνάμεις, ας συνεχίσουν τις φανατικές αντιπαραθέσεις, υποστηρίζοντας ότι το αντίπαλο κόμμα οδηγεί ή θα οδηγούσε τη χώρα στη συμφορά και στον όλεθρο. Αν όχι, ας εγκαταλείψουν τις ακραίες, εκμηδενιστικές για τα αντίπαλα κόμματα, οξύτητες και ας προσπαθήσουν να αποκτήσουν πνεύμα συνεργασίας, που εκτός των άλλων ειρηνεύει την πολιτική κατάσταση και ανυψώνει και το δικό τους επίπεδο και γενικά τα πολιτικά μας ήθη.
Μιχάλης Σταθόπουλος, ομότιμος καθηγητής και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, πρώην πρόεδρος της ΑΠΔΠΧ