Μια «φωτογραφική» τροπολογία και μια ατελής εκλογική ρύθμιση. H συμμετοχή παρένθετων προσώπων σε εταιρείες στην αλλοδαπή και η αναγραφή στο ψηφοδέλτιο από τον εκλογέα του συνολικού αριθμού των σταυρών προτίμησης που φέρει

Θανάσης Γ. Ξηρός, Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΣΕΙ-ΣΣΕ

Ι. Εισαγωγικές σκέψεις

Οι εργασίες της Βουλής και τα πεπραγμένα της συγκεντρώνουν σπάνια και, κατά κανόνα, όχι για «καλό» τα φώτα της δημοσιότητας. Πράγματι, η νομοθετική παραγωγή απασχολεί τον έντυπο και, δευτερευόντως, τον ηλεκτρονικό Τύπο, όταν το θεσπιζόμενο νομοθέτημα περιέχει ρυθμίσεις με αρνητικό οικονομικό «αποτύπωμα» για τους πολίτες ή όταν ενσωματώνει υπουργική τροπολογία, το πλείστον εκπρόθεσμη και με, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενο πολιτικά περιεχόμενο. Αντιθέτως, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, συνήθης ή επίκαιρος, περνά απαρατήρητος με την εξαίρεση των συζητήσεων σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών.

Στην επικαιρότητα βρέθηκαν πρόσφατα μια κοινή υπουργική τροπολογία και μία ερώτηση. Η πρώτη υποβλήθηκε αιφνιδιαστικά, προκειμένου να αρθεί η απαγόρευση της συμμετοχής σε παρένθετα πρόσωπα πολιτικών στη διοίκηση ή στο κεφάλαιο εταιρειών που έχουν την, πραγματική ή καταστατική, έδρα τους στην αλλοδαπή. Εξάλλου, βουλευτές της συμπολίτευσης έθεσαν με ερώτησή τους στο Υπουργό Εσωτερικών το ζήτημα της εκ των υστέρων παρέμβασης τρίτων στο περιεχόμενο των ψηφοδελτίων κατά τη διαλογή των ψήφων στις γενικές βουλευτικές, ζητώντας να αναγράφει ο ίδιος ο εκλογέας το συνολικό αριθμό των σταυρών προτίμησης που φέρει (το ψηφοδέλτιο).

ΙΙ. Η απαγόρευση συμμετοχής σε εταιρείες στην αλλοδαπή

1. Ο ν. 3213/2003 (Α΄ 65) οργανώνει με αναλυτικούς ορισμούς την υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης («πόθεν έσχες») και τον έλεγχό της, ενώ προβλέπει τις, ποινικές και διοικητικές, κυρώσεις που επιβάλλονται στους παραβάτες. Όσοι υπόκεινται στο ρυθμιστικό πεδίο του νόμου βαρύνονται και με απαγορεύσεις. Μία από αυτές, ενδεχομένως η σημαντικότερη, καταλαμβάνει τη συμμετοχή σε εταιρείες που εδρεύουν εκτός της χώρας. Ο Πρωθυπουργός, οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή ή/και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, οι Υπουργοί, οι Αναπληρωτές Υπουργοί και οι υφυπουργοί, οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές, όσοι διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων, οι Γενικοί και οι Ειδικοί Γραμματείς των Υπουργείων, οι Περιφερειάρχες και οι Δήμαρχοι απαγορεύεται να συμμετέχουν, αυτοπροσώπως ή με παρένθετα πρόσωπα, στη διοίκηση ή στο κεφάλαιο εταιρείας με έδρα, πραγματική ή καταστατική, στο εξωτερικό (άρθρο 8 παρ. 1).

Όλοι οι παραπάνω, καθώς επίσης οι Συντονιστές των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, οι δικαστικοί και οι εισαγγελικοί λειτουργοί, οι πρόεδροι, οι διοικητές, οι υποδιοικητές και οι γενικοί διευθυντές των ελεγχόμενων από το κράτος πιστωτικών ιδρυμάτων, οι αντιδήμαρχοι, οι πρόεδροι, τα, τακτικά και αναπληρωματικά, μέλη των επιτροπών των Δήμων, οι πρόεδροι και τα μέλη των Δημοτικών Συμβουλίων, οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες σύμβουλοι, τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων, οι γενικοί διευθυντές των δημοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων και των συνδέσμων Δήμων, οι προϊστάμενοι των γενικών διευθύνσεων και των διευθύνσεων των Δήμων, οι γενικοί διευθυντές των Υπουργείων, οι πρόεδροι, οι αντιπρόεδροι, οι διοικητές, οι υποδιοικητές, τα εκτελεστικά μέλη, οι διευθύνοντες ή οι εντεταλμένοι σύμβουλοι και οι γενικοί διευθυντές νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων, δημοσίων οργανισμών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά, τουλάχιστον, πενήντα τοις εκατό (50%) του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή τη διοίκησή τους ορίζει, άμεσα ή έμμεσα, το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος απαγορεύεται, αυτοπροσώπως ή με παρένθετα πρόσωπα να συμμετέχουν σε εταιρεία με, πραγματική ή καταστατική, έδρα σε κράτος μη συνεργάσιμο στο φορολογικό τομέα ή που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς [άρθρο 8 παρ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 65 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167)].

Η συμμετοχή σε εταιρεία, κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3213/2003, τιμωρείται και στον παραβάτη, υπόχρεο ή παρένθετο πρόσωπο, επιβάλλεται φυλάκιση έως δύο (2) έτη και χρηματική ποινή που κυμαίνεται μεταξύ των δέκα χιλιάδων (10.000) και των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ (άρθρο 8 παρ. 3 πρότ. 1). Με τις ίδιες ποινές τιμωρούνται και όσοι παραβιάζουν την απαγόρευση της παρ. 2 του ίδιου άρθρου (άρθρο 8 παρ. 3 πρότ. 2). Ο κοινός νομοθέτης καθορίζει, τέλος, την έννοια του παρένθετου προσώπου για τις ανάγκες εφαρμογής της απαγόρευσης και υπό τις δύο παραλλαγές της. Έτσι, στα παρένθετα πρόσωπα εντάσσει τους συζύγους, τους εν διαστάσει συζύγους και όσους έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τους αποδέκτες της απαγόρευσης, τους συγγενείς τους σε πρώτο βαθμό και το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο, το οποίο ενεργεί, από οποιαδήποτε αιτία, για λογαριασμό ή καθ’ υπόδειξη ή κατ’ εντολή άλλου που κατέχει θέση ή ιδιότητα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 8 (άρθρο 8 παρ. 4). Τέλος, προκειμένου να εναρμονιστούν στους, τότε, νέους νομοθετικούς ορισμούς τα πρόσωπα της παρ. 1, τάχθηκε, μεταβατικά, αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του νόμου, δηλαδή το αργότερο την 29η Φεβρουαρίου 2004, για να μεταβιβάσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία (άρθρο 8 παρ. 5 περίπτ. α΄), ενώ προβλέφθηκε ρητά ότι δεν αίρεται το αξιόποινο, ούτε αυτό επηρεάζεται από τη μεταβίβαση, για παραβάσεις που έχουν συντελεστεί σε εταιρείες της παρ. 2 του άρθρου 8 (άρθρο 8 παρ. 5).

ΙΙΙ. Η τροπολογία

Η επεξεργασία του σχεδίου νόμου αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό τον τίτλο: «Παρεμβάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και στον Κώδικα Συμβολαιογράφων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει στην Ολομέλεια της Βουλής την 14η Μαΐου 2025 και να ολοκληρωθεί, αυθημερόν, σε μία συνεδρίασή της. Λίγο πριν από τα μεσάνυκτα της προηγουμένης κατατέθηκαν δύο, κοινές, υπουργικές τροπολογίες. Η πρώτη (Αριθ. Γεν.: 361 και Ειδ.: 32/13.052025), κατά τη χρονική ακολουθία της κατάθεσής τους, περιλάμβανε τρία (3) άρθρα με διακριτό για καθεμιά τους αντικείμενο. Συγκεκριμένα, προτάθηκε να νομιμοποιηθούν και να εκκαθαριστούν, ώστε να καταβληθούν, οι δαπάνες που είχαν πραγματοποιηθεί για την εκπαίδευση του προσωπικού του αστυνομικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας από την 29η Απριλίου έως την 17η Αυγούστου 2024 (άρθρο 1). Ζητήθηκε, επίσης, να αυξηθούν οι ώρες που αποζημιώνονται για την εργασία τους, καθ’ υπέρβαση του υποχρεωτικού ωραρίου, τα πληρώματα του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας και του ελεγκτικού προσωπικού της Διυπηρεσιακής Μονάδας Ελέγχου Αγοράς (άρθρο 2).

Την τροπολογία συμπλήρωσε ρύθμιση με την οποία τροποποιούνταν, σημειακά, το άρθρο 8 του ν. 3213/2003 (άρθρο 3). Συγκεκριμένα, η απαγόρευση της παρ. 1 θα έπαυε να καταλαμβάνει τα παρένθετα πρόσωπα όσων διατηρούν τις αναφερόμενες σε αυτήν πολιτικές θέσεις ή ιδιότητες. Έτσι, αυτά θα μπορούσαν να συμμετέχουν στη διοίκηση και στο κεφάλαιο εταιρείας με έδρα, πραγματική ή καταστατική, στην αλλοδαπή. Συνακόλουθα, δεν θα περιλαμβάνονταν, πλέον, μεταξύ εκείνων στους οποίους επιβάλλονται οι κυρώσεις της παρ. 3. Επειδή με νεότερη ρύθμιση είχαν μεταβληθεί οι διατάξεις που καθόριζαν κατηγορίες υπόχρεων σε «δήλωση περιουσιακής κατάστασης», ζητήθηκε, για καθαρά νομοτεχνικούς λόγους, η επικαιροποίηση και η προσαρμογή στα ισχύοντα της, κατά παραπομπή, αναφοράς τους στην παρ. 2. Εξάλλου, τη δεύτερη κοινή υπουργική τροπολογία (Αριθ. Γεν.: 362 και Ειδ.: 33/13.052025) απάρτιζαν έξι (6) άρθρα. Το ενδιαφέρον του συνόλου τους επικεντρώθηκε, επίσης σημειακά, στο Νέο Οικοδομικό Κανονισμό [ν. 4067/2012 (Α΄ 79)] και σε ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή των κινήτρων του μετά την έκδοση των αποφάσεων 146-149/2025 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αμφότερες οι τροπολογίες έγιναν δεκτές, κατά πλειοψηφία, και ενσωματώθηκαν ως άρθρα 63-65 και, αντιστοίχως 66-71 στο ν. 5197/2025 (Α΄ 76).

ΙV. Οι τροπολογίες στο Σύνταγμα και τον Κανονισμός της Βουλής

1. Το περιεχόμενο κάθε σχεδίου νόμου, εξαιρουμένων όσων εισάγονται και ψηφίζονται με τη διαδικασία των κωδίκων (άρθρα 76 παρ. 6 Συντ. και 111 παρ. 3 ΚτΒ), μπορεί να διευκρινίζεται ή να συμπληρώνεται κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του στην οικεία μόνιμη διαρκή επιτροπή και την Ολομέλεια. Για το σκοπό αυτό, κατατίθεται προσθήκη ή τροπολογία με πρωτοβουλία ενός ή περισσοτέρων είτε Υπουργών είτε βουλευτών. Πρόκειται για δύο, καθόλα διακριτές, μορφές επιγενόμενης παρέμβασης στη ρυθμιζόμενη νομοθετικά ύλη, οι οποίες εμφανίζονται, κατά κανόνα, στην πράξη υπό ενιαίο τίτλο, αποτελώντας τα δύο συνθετικά του. Δηλαδή, αναφέρονται κατά την κατάθεσή τους ως τροπολογία-προσθήκη.

Ανεξαρτήτως της μορφής και του τίτλου τους, ο συνταγματικός νομοθέτης επιφυλάσσει την ίδια αντιμετώπιση στην τροπολογία και την προσθήκη. Όταν προέρχονται από τη Βουλή δεν εισάγονται για συζήτηση, εφόσον συνεπάγονται δαπάνες ή ελάττωση των εσόδων ή ελάττωση της περιουσίας του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, προκειμένου να δοθεί μισθός ή σύνταξη ή γενικά όφελος σε κάποιον (άρθρο 73 παρ. 3 Συντ.). Δεν εισάγονται, επίσης, αν δεν υποβληθούν έως και την παραμονή της ημέρας έναρξης της συζήτησης του σχεδίου ή της πρότασης νόμου στο Τμήμα ή στην Ολομέλεια, εκτός και αν η κυβέρνηση παράσχει τη συγκατάθεσή της για να συζητηθούν (άρθρο 74 παρ. 3 Συντ.). Αντιθέτως, η προσθήκη ή η τροπολογία είναι παραδεκτή, όταν υποβάλλεται από τον αρχηγό κόμματος ή εκπρόσωπό του σε νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου και αφορά την οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών και των οργανισμών δημοσίου ενδιαφέροντος ή την υπηρεσιακή κατάσταση των, εν γένει, υπαλλήλων του Δημοσίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης (άρθρο 73 παρ. 4 Συντ.). Εξάλλου, δεν εισάγεται για συζήτηση προσθήκη ή τροπολογία άσχετη με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου (άρθρο 74 παρ. 5 εδάφ. γ΄ Συντ.), ούτε συζητείται αν δεν έχει υποβληθεί τρεις, τουλάχιστον, ημέρες πριν από την έναρξη της επεξεργασίας στην Ολομέλεια ή στο Τμήμα ή στην αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή (άρθρο 74 παρ. 5 εδάφ. δ΄ Συντ.) και ανεξαρτήτως της υποβολής από Υπουργούς ή βουλευτές (άρθρο 74 παρ. 5 εδάφ. ε΄ Συντ.)· σε περίπτωση αμφισβήτησης αποφαίνεται η Βουλή (άρθρο 74 παρ. 5 εδάφ. στ΄ Συντ.). Τέλος, όταν κατά την επεξεργασία γίνονται δεκτή προσθήκη ή τροπολογία, αναβάλλεται η συζήτηση του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου για ένα εικοσιτετράωρο, με αφετηρία υπολογισμού τη διανομή του τροποποιημένου κειμένου, με την εξαίρεση του σχεδίου ή της πρότασης που ψηφίστηκε από την οικεία διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή, αυτή εισάγεται στην Ολομέλεια σε μία συνεδρίαση και τότε το νομοσχέδιο ή η πρόταση νόμου ψηφίζεται ενιαία επί της αρχής, επί των άρθρων και στο σύνολο (άρθρο 76 παρ. 3, σε συνδυασμό με την παρ. 4 του άρθρου 72, Συντ.).

Εξάλλου, ο Κανονισμός της Βουλής ρυθμίζει με ειδικούς ορισμούς την κατάθεση (άρθρο 87 ΚτΒ), το περιεχόμενο, την εκτύπωση και τη διανομή των τροπολογιών (άρθρο 88 ΚτΒ). Ενσωματώνοντας στοιχεία και από την προσθήκη, η τροπολογία περιλαμβάνει είτε τροποποιήσεις συγκεκριμένων άρθρων ή συγκεκριμένων διατάξεων νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου είτε προσθήκες νέων άρθρων ή διατάξεων (άρθρο 88 παρ. 1 ΚτΒ). Πρέπει, επίσης, να σχετίζεται με το κύριο αντικείμενό τους (άρθρο 88 παρ. 3) και, όταν προέρχεται από τη Βουλή, να κατατίθεται από το βουλευτή ή από τους βουλευτές που την υπογράφουν σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 73 Συντ. (άρθρο 88 παρ. 4 ΚτΒ). Τροπολογία, που συνεπάγεται επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, διαβιβάζεται, αν το ζητήσουν οι αρμόδιοι Υπουργοί, στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, προκειμένου να υποβάλει εντός τριών (3) ημερών την έκθεσή του, μπορεί πάντως να συζητηθεί και χωρίς αυτήν, στην περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η εν λόγω προθεσμία (άρθρο 88 παρ. 5 ΚτΒ). Η συζήτηση και η ψήφιση τροπολογίας οργανώνεται ειδικά (άρθρο 101 παρ. 1-5 ΚτΒ). Η σχέση της με το κύριο αντικείμενο του σχεδίου ή της πρότασης νόμου αμφισβητείται με πρωτοβουλία, τουλάχιστον, τριάντα (30) βουλευτών και η απόφαση λαμβάνεται, αποκλειστικά, με ανάταση ή με έγερση (άρθρο 101 παρ. 6 ΚτΒ). Τέλος, προβλέπεται ρητά ότι οι διατάξεις του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής που αναφέρονται στις τροπολογίες εφαρμόζονται και στις προσθήκες (άρθρο 101 παρ. 8 ΚτΒ).

2. Το επιτρεπτό της κατάθεσης και της εισαγωγής για συζήτηση τροπολογίας καθορίζουν οι διαδικαστικοί, κατά βάση, όροι του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής. Πρέπει, εν πρώτοις, να κατατίθεται εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Η διακρίβωση του εμπρόθεσμου, επειδή ο χρόνος και ο υπολογισμός του συνιστούν αντικειμενικά μεγέθη, δεν αντιμετωπίζει στην πράξη προβλήματα. Απαιτείται, επίσης, η τροπολογία να είναι σχετική με το κύριο αντικείμενο του σχεδίου ή της πρότασης νόμου. Όπως γίνεται δεκτό, δεν πρέπει να θεωρείται, καταρχήν, άσχετη μια υπουργική τροπολογία, που υποβάλλει ή έστω, συμπράττει στην υποβολή της ο Υπουργός στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει το συζητούμενο σχέδιο νόμου. Ανεξαρτήτως των επιταγών του Συντάγματος ή του Κανονισμού της Βουλής, η τροπολογία πρέπει, επίσης, να τελεί σε σχέση χρονικής εγγύτητας προς τις λοιπές διατάξεις του σχεδίου ή της πρότασης νόμου. Τούτη ενυπάρχει, άνευ ετέρου, στην περίπτωση των νομοτεχνικών βελτιώσεων, με τις οποίες αναδιατυπώνονται, συνήθως εξοικονομούμενες, διατάξεις του κατατεθέντος κειμένου τους και δίχως να απαιτείται η τήρηση συγκεκριμένου τυπικού.

Αντιθέτως, η χρονική εγγύτητα αποτελεί ζητούμενο, όταν, με την προσθήκη ή, ιδίως, με την τροπολογία, εισάγεται νέα, κατά νομική και πραγματική ακριβολογία, ρύθμιση. Δηλαδή, ορισμοί που δεν περιλαμβάνονται στο κατατεθέν και, ενδεχομένως, ψηφισθέν από την οικεία διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή ή το Τμήμα νομοσχέδιο. Φαίνεται να τη διαθέτουν οι νομοθετικές επιλογές που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένη ανάγκη. Δηλαδή, εισάγουν ρύθμιση που την αντιμετωπίζει, το πρώτον, και, επιπλέον, διαθέτει δύο ακόμη βασικά χαρακτηριστικά. Η ανάγκη να ανακύπτει, εν πρώτοις, το βραχύ, κατά κανόνα, διάστημα μεταξύ της κατάθεσης του σχεδίου ή της πρότασης νόμου και της κατάθεσης της τροπολογίας. Πρέπει, επίσης, η ανάγκη να χρήζει άμεσης αντιμετώπισης με διάταξη τυπικού νόμου. Δηλαδή, να μην είναι δυνατή, δίχως νομικές ή άλλες συνέπειες, η αναμονή για την εκδήλωση της σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας από τον αρμόδιο Υπουργό. Εν προκειμένω, η συνταγματική απαίτηση η τροπολογία να είναι σχετική με το κύριο αντικείμενο του σχεδίου ή της πρότασης νόμου μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να καμφθεί θεμιτά και, γι’ αυτό, επιτρεπτά.

V. Μια «θολή, φωτογραφική» τροπολογία

1. Το σχέδιο νόμου αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό τον τίτλο: «Παρεμβάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και στον Κώδικα Συμβολαιογράφων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» κατατέθηκε στη Βουλή την 2α Μαΐου 2025 και απασχόλησε τη μόνιμη διαρκή επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης σε τέσσερις συνεδριάσεις της, την 6η , την 7η , την 8η και την 13η Μαΐου 2025. Η επεξεργασία του στην Ολομέλεια ορίστηκε να αρχίσει την επομένη και να ολοκληρωθεί, αυθημερόν, σε μία συνεδρίασή της. Έτσι, οι υπουργικές τροπολογίες θα μπορούσαν να κατατεθούν παραδεκτώς, δίχως να απαιτείται η τήρηση της και συνταγματικής αποκλειστικής προθεσμίας των τριών (3) ημερών πριν από την έναρξη της συζήτησης.

Εξάλλου, από τις δύο υπουργικές τροπολογίες που κατατέθηκαν ελάχιστες ώρες μετά την ολοκλήρωση της επεξεργασίας του σχεδίου νόμου στη διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή την παραμονή της εισαγωγής του στην Ολομέλεια μόνον το ένα (1) από τα συνολικά εννέα (9) άρθρα τους, αυτό που ρύθμιζε την απογευματινή υπερωριακή εργασία κατηγοριών απασχολούμενων, ήταν, άνευ ετέρου, άσχετο προς το κύριο αντικείμενό του. Τα λοιπά, περιλαμβανομένου και εκείνου που αφορούσε τη συμμετοχή των παρένθετων προσώπων σε εταιρείες με έδρα στην αλλοδαπή, μπορούσαν, υπό την ευρεία πάντως ερμηνευτική προσέγγιση του κανόνα, να θεωρηθούν σχετικά, αφού η πρωτοβουλία εκδηλώθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Απομένει, λοιπόν, να διευκρινιστεί, αν πληρούνταν και η προϋπόθεση της χρονικής εγγύτητας.

2. Οι βασικές επιλογές του σχεδίου νόμου, πριν ακόμη τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, παρουσιάστηκαν σε συνέντευξή του από τον Υπουργό Δικαιοσύνης την 1η Απριλίου 2025. Η κατάργηση της απαγόρευσης για τα παρένθετα πρόσωπα δεν αναφέρθηκε, ούτε βέβαια περιλήφθηκε στο κείμενο που κατατέθηκε στη Βουλή. Δεν προέκυψε, επίσης, ανάγκη, τουλάχιστον τέτοια δεν προβλήθηκε δημόσια, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε έως την κατάθεση της τροπολογίας, που να απαιτούσε την άμεση αντιμετώπισή της. Συνεπώς, η σχετική ρύθμιση, δηλαδή η άρση της απαγόρευσης, θα μπορούσε να προταθεί οποτεδήποτε στο μέλλον, αποτελώντας διάταξη ενταγμένη σε επόμενο σχέδιο νόμου και όχι αναγκαστικά αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Εξάλλου, στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας αναφέρεται, επί λέξει, ότι η «απαγόρευση χρήζει εξορθολογισμού για την επίτευξη της αναγκαίας δίκαιης ισορροπίας ως προς τους θεμιτούς περιορισμούς στην οικονομική δραστηριότητα των συζύγων, συγγενών και άλλων προσώπων που συνδέοντα στενά με πολιτικά πρόσωπα» (σ. 6-7). Τέλος, την ανάλυση της αξιολογούμενης ρύθμισης προστίθεται η ανάγκη να αντιμετωπιστεί με τον εξορθολογισμό «ο σημαντικός περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας κατά το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο. . .στα πρόσωπα που απλώς τυγχάνει να συνδέονται προσωπικά με πολιτικά πρόσωπα (και) δεν έχουν επιλέξει τα ίδια μια τέτοια πολιτική δραστηριότητα» (σ. 11).

Η στιγμή κατάθεσης της τροπολογίας δεν επέτρεψε το περιεχόμενό της να απασχολήσει την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του σχεδίου νόμου και, δι’ αυτής, να αναδειχθούν, ενδεχομένως, ζητήματα συνταγματικότητας. Αλλά και ο ασφυκτικός, κυριολεκτικά, χρόνος έως την ψήφισή της περιόρισε σημαντικά, παρά τις όποιες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, και την, εν γένει, δημόσια συζήτηση. Στο απόηχο της άρσης της απαγόρευσης το Υπουργείο Δικαιοσύνης περιορίστηκε σε μια γενικόλογη ανακοίνωση για να απαντήσει σε όσα είδα το φως της δημοσιότητας. Αλλά και ο Υπουργός του, παρεμβαίνοντας στην Ολομέλεια, αναφέρθηκε στα «πολλά ερμηνευτικά προβλήματα της ισχύουσας ρύθμισης που έπρεπε να αντιμετωπιστούν» και στις διαδοχικές εμφανίσεις του σε ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης θα επιμείνει, μονότονα, στην αναφορά ότι «η τροπολογία δεν είναι φαύλη», υποστηρίζοντας ότι «ήταν στη Βουλή δέκα ώρες και κανείς δεν είπε τίποτε»!

3. Εάν πάντως η καταργηθείσα απαγόρευση ήταν αντίθετη στο Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, το ίδιο πρέπει, κατά βάση, να ισχύει και για την όμοιά της, με την οποία εξακολουθεί να μην επιτρέπεται η συμμετοχή των παρένθετων προσώπων σε εταιρείες με, πραγματική ή καταστατική, έδρα σε κράτος μη συνεργάσιμο στο φορολογικό τομέα ή με προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Υποστηρίζεται μάλιστα η καθόλα ενδιαφέρουσα θεωρητικά άποψη (βλ. Π. Τσούκα, «Παρένθετα πρόσωπα» σε φορολογικούς παραδείσους, εφημ. Η Καθημερινή, Πέμπτη 22 Μαΐου 2025, σ. 8) ότι η διατήρηση της απαγόρευσης σε αυτές τις περιπτώσεις πάσχει, ειδικά γι’ αυτούς, διττά για έναν ακόμη λόγο. Η ευθεία σύνδεση των πολιτικών προσώπων με τον/τη σύζυγό τους και η παραδοχή ότι οι πρώτοι κρύβονται πίσω τους καθιστά την έγγαμη σχέση αμάχητο τεκμήριο που αντιβαίνει, επιπλέον, στην ελευθερία του γάμου και της επιλογής συζύγου (άρθρο 21 παρ. 1 Συντ.).

Τη διαφορετική αντιμετώπιση των παρένθετων προσώπων, όταν συμμετέχουν στη διοίκηση ή στο κεφάλαιο εταιρειών με έδρα στην αλλοδαπή αναγνωρίζει ο κοινός νομοθέτης στην ανάλυση της αξιολογούμενης ρύθμισης. Προκειμένου να αιτιολογήσει την πρωτοβουλία του σπεύδει να δηλώσει, αμήχανα, ότι η μερική απαγόρευση είναι «αναλογικότερη» (σ. 11). Η επίμαχη τροπολογία κατοχυρώνει ειδικό ευνοϊκό καθεστώς μόνο για τα παρένθετα πρόσωπα που σχετίζονται με πολιτικούς, αιρετούς ή μετακλητούς και διορισμένους, στην κεντρική (πολιτική) σκηνή ή στην τοπική αυτοδιοίκηση και αποκλειστικά για εταιρείες που δεν εδρεύουν σε κράτη μη συνεργάσιμα φορολογικά ή με προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Η χρονική στιγμή της κατάθεσής της, η άρνηση ή η αδυναμία του νομοθέτη να εξηγήσει, στοιχειωδώς, την αιφνιδιαστική πρωτοβουλία του, η πολιτική ισχύς των ατόμων που συνδέονται με τους δικαιούχους της και, εντέλει, το περιεχόμενο της νέας ρύθμισης συνηγορούν ότι πρόκειται για καθόλα «φωτογραφική» τροπολογία, από την οποία δεν κατέστη δυνατόν να μας προφυλάξει η, ποικιλοτρόπως προβαλλόμενη, επικράτηση πρακτικών καλής νομοθέτησης στη νομοπαραγωγική διαδικασία

Βέβαια, εκείνοι που θα προκαλούσαν την τροπολογία δεν είναι αντικειμενικά πολλοί, ακόμη λιγότεροι εμφανίζονται μάλλον όσοι είναι σε θέση να τη ζητήσουν και ελάχιστοι εκείνοι που είναι δυνατό να την επιβάλουν. Οι τελευταίοι στην παρούσα φάση δύσκολα μπορούν πάντως συγκεκριμενοποιηθούν και, πολλοί περισσότερο, να ταυτοποιηθούν. Το ίδιο ισχύει και για τα παρένθετα πρόσωπά τους που θα την αξιοποιήσουν. Στην έντυπη κυριακάτικη έκδοση καθημερινής πρωινής εφημερίδας αναφέρθηκε στον απόηχο της ψήφισης ότι «όλο αυτό έγινε για να μπορεί το παιδί ενός πολιτικού (ποιου άραγε;) να πουλάει. . .παπούτσια στο εξωτερικό, που μέχρι τώρα δεν μπορούσε. . .». Η αναφορά είναι αρκούντως γενικόλογη και αόριστη για να επιτρέψει ασφαλείς εκτιμήσεις Όταν πάντως αποκαλυφθεί ο ωφελούμενος, θα εντοπιστεί και εκείνος που την προκάλεσε. Έως τότε η «φωτογραφική» τροπολογία θα παραμείνει «θολή».

VΙ. Η διαλογή των ψήφων

1. Ήδη από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1926, οπότε καταργήθηκε το σφαιρίδιο, το ψηφοδέλτιο αποτελεί το μέσο έκφρασης της λαϊκής θέλησης. Ο ψηφοφόρος επιλέγει στις γενικές βουλευτικές εκλογές συνδυασμό και δηλώνει, όταν δεν ισχύει το σύστημα των «δεσμευμένων συνδυασμών» (λίστα), την προτίμησή του σε υποψηφίους του, θέτοντας σταυρό προτίμησης παραπλεύρως του ονόματος των εκλεκτών του και σε αριθμό που ποικίλει αναλόγως των βουλευτών κάθε βασικής εκλογικής περιφέρειας. Η σταυροδοσία εφαρμόζεται, επίσης, στις εκλογές για την ανάδειξη τόσο των εκπροσώπων της χώρας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από το 2014 όσο και των αρχών στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των δύο βαθμών.

2. Στην εκλογική νομοθεσία, η ισχύουσα κωδικοποιείται στο π.δ. 26/2012 (Α΄ 57), οργανώνεται, με ειδικούς ορισμούς και ως σύνθετη διαδικασία, η διαλογή των ψήφων (άρθρο 91). Ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνος που διευθύνει τις εργασίες της ανασύρει, κάθε φορά από την κάλπη και έως την εξάντλησή τους, φάκελο που έχει ήδη αριθμήσει, τον αποσφραγίζει, διαπιστώνει την εγκυρότητα του ψηφοδελτίου που βρίσκεται εντός αυτού, το επιδεικνύει στα μέλη της (εφορευτικής επιτροπής) και, εάν παρίστανται, στους υποψηφίους ή τους αντιπροσώπους τους, διαβάζει το περιεχόμενό του, αριθμεί το ψηφοδέλτιο, κατά τη σειρά εξαγωγής του, το μονογράφει και ο αριθμός του σημειώνεται στον ειδικό πίνακα συνδυασμών (άρθρο 91 παρ. 1 περιπτ. α΄ και β΄ ). Η ίδια ακριβώς διαδικασία ακολουθείται για τη διαλογή των ψήφων στις δύο μορφές του δημοψηφίσματος, προσαρμοσμένης πάντως στις ιδιαιτερότητες του γνωστότερου θεσμού άμεσης δημοκρατίας [άρθρα 17 και 18 του ν. 4023/2011 (Α΄ 220)], αλλά και στις εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τούτη τη φορά με παραπομπή στις διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας [άρθρα 4 παρ. 3 και 5 παρ. 3 του ν. 4255/2014 (Α΄ 89)].

Η διαλογή συνεχίζεται με τους σταυρούς προτίμησης. Ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνος που διευθύνει της εργασίες της μονογράφει καθένα τους και αναγράφει, ολογράφως, το συνολικό αριθμό τους σε κάθε ψηφοδέλτιο (άρθρο 91 παρ. 1 περίπτ. β΄) και το ψηφοδέλτιο, αριθμητικά ταυτοποιημένο, σημειώνεται στον ειδικό πίνακα υποψηφίων απέναντι από το όνομα κάθε προτιμώμενου (άρθρο 91 παρ. 1 περίπτ. γ΄ και εδάφιο β΄). Η ίδια διαδικασία τηρείται, κατά παραπομπή στις διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας, και στις Ευρωπαϊκές εκλογές (άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 4555/2014). Με το πέρας της διαλογής των ψηφοδελτίων και των σταυρών προτίμησης οι ειδικοί πίνακες συνδυασμών και υποψηφίων κλείνουν με πράξη που γράφεται στο τέλος τους και υπογράφεται από όλους τους παριστάμενους στο εκλογικό τμήμα, ειδικά σε εκείνη των υποψηφίων αναγράφεται το άθροισμα όσων σταυρών προτίμησης έχει λάβει ο καθένας τους (άρθρο 93 παρ. 1). Το αποτέλεσμα, πρώτα για τους συνδυασμούς και μετά για τους υποψηφίους, ανακοινώνεται, αμέσως και χωρίς καθυστέρηση, στον οικείο αντιπεριφερειάρχη (άρθρο 91 παρ. 2) από τον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνον που διευθύνει τις εργασίες της.

Η παράλειψη του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνου που διευθύνει τις εργασίες της να θέσει τη μονογραφή του παραπλεύρως των σταυρών προτίμησης και να αναγράψει, ολογράφως, το συνολικό αριθμό τους στο ψηφοδέλτιο ρυθμίζεται ειδικά στην εκλογική νομοθεσία (άρθρο 72 παρ. 10). Όσοι (σταυροί προτίμησης) δεν μονογράφονται και ο συνολικός αριθμός τους δεν αναγράφεται, δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος. Δηλαδή, δεν υπολογίζονται στη δύναμη των υποψηφίων, ακόμη και όταν το ταυτοποιημένο αριθμητικά ψηφοδέλτιο και οι σταυροί προτίμησης που φέρει έχουν σημειωθεί στον οικείο ειδικό πίνακα και τα λοιπά εκλογικά έγγραφα. Η παράλειψη δεν επηρεάζει πάντως το κύρος του ψηφοδελτίου. Παραμένει έγκυρο, αφού οι λόγοι της ακυρότητάς του καθορίζονται περιοριστικά στην εκλογική νομοθεσία, η παράλειψη μονογραφής και αναγραφής δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών (άρθρο 76), και προσμετράται στη δύναμη του συνδυασμού, αρκεί να έχει μονογραφηθεί ή, έστω, να έχει καταχωρηθεί, δηλαδή να αποδεικνύεται η γνησιότητά του.

3. Με σταυρό εκφράζουν την προτίμησή τους και οι εκλογείς που δηλώνουν τη βούλησή του εξ αποστάσεως, δηλαδή ψηφίζουν επιστολικά, στις Ευρωπαϊκές εκλογές [ν. 5083/2023 (Α΄ 12)]. Κάθε ψηφοφόρος σημειώνει στο ψηφοδέλτιο το συνολικό αριθμό υποψηφίων που έχει επιλέξει, σταυροδοτώντας τους (άρθρο 13 παρ. 2 εδάφ. β΄ πρότ. 2). Αν δεν το πράξει, το κύρος του ψηφοδελτίου δεν θίγεται, υπολογίζεται στη δύναμη του συνδυασμού, αλλά δεν λαμβάνονται υπόψη οι σταυροί προτίμησης που, ενδεχομένως, φέρει (άρθρο 13 παρ. 2 εδάφ. β΄ πρότ. 3). Η διαδικασία διαλογής της επιστολικής ψήφου οργανώνεται με αναλυτικούς ορισμούς και επαναλαμβάνει, κατά βάση, τα γενικώς ισχύοντα (άρθρο 25).

Ο πρόεδρος της Εφορευτικής Επιτροπής Διαλογής Επιστολικής Ψήφου, μεταξύ άλλων, αριθμεί κάθε έγκυρο ψηφοδέλτιο κατά τη σειρά εξαγωγής του από την κάλπη και το μονογράφει, θέτει, επίσης, τη μονογραφή του δίπλα από κάθε σταυρό προτίμησης και συμπληρώνει, ολογράφως, το συνολικό αριθμό τους στο ψηφοδελτίου (παρ. 1 περίπτ. β΄). Η Επιτροπή συντάσσει ειδικό πίνακα για τους υποψηφίους των συνδυσμών, στον οποίο αναγράφεται ο αριθμος του ψηφοδελτίου για κάθε σταυρό προτίμησης (παρ. 1 περίπτ. γ΄), και πράξη στο βιβλίο πρακτικών της εκλογής, που υπογράφεται από το σύνολο των μελών της Επιτροής και αναγράφει τους σταυρούς προτίμησης που έλαβε κάθε υποψήφιος (παρ. 4).

Ο κοινός νομοθέτης απαιτεί δύο εγγραφές του αριθμού των σταυρών προτίμησης σε κάθε ψηφοδέλτιο, μια με σημείωση του εξ αποστάσεως ψηφοφόρου και μία μονογραφημένη από τον πρόεδρο της Εφορευτικής Επιτροπής Διαλογής Επιστολικής Ψήφου. Παραλείπει όμως να ορίσει τι θα συμβεί στην περίπτωση που οι εγγραφές τους δεν συμπίπτουν. Η ρύθμιση κατά το μέρος αυτό είναι ατελής. Δεν ορίζεται, επίσης, στο ν. 5083/2024 ότι εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας σε όσα ζητήματα δεν περιλαμβάνει ειδικό ορισμό. Ενδεχομένως, να κρίθηκε ότι δεν είναι απαραίτητο, αφού σχετική μέριμνα λαβάνεται ήδη στο οργανικό νόμο για τις Ευρωπαϊκές εκλογές (άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 4255/2014). Υπό αυτήν την παραδοχή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο σταυρός προτίμησης δεν λαμβάνεται υπόψη, όταν δεν φέρει παραπλεύρως του μονογραφή και στο ψηφοδέλτιο δεν αναγράφεται, ολογράφως, από τον πρόεδρο της Επιτροπής ο συνολικός αριθμός των σταυρών προτίμησης που έχουν σημειωθεί σε αυτό.

VIΙ. Η ερώτηση

Οκτώ (8) βουλευτές κατέθεσαν στις αρχές του προηγούμενου μήνα στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου ερώτηση με αποδέκτη τον Υπουργό Εσωτερικών. Οι ερωτώντες στο σύνολο τους έχουν εκλεγεί από τους συνδυασμούς της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Και μπορεί ο «ενδοστρεφής» έλεγχος να μην συνηθίζεται στον πλειψηφικό κοινοβουλευτισμό, δεν αποκλείεται πάντως οι βουλευτές της συμπολίτευσης να ελέγχουν τους Υπουργούς της. Εξάλλου, η πλειονότητα των ερωτώντων υπήρξαν στο παρελθόν, κάποιοι μάλιστα κατ’ επανάληψη, μέλη κυβερνήσεων ή υφυπουργοί της Νέας Δημοκρατίας υπό διάφορους Πρωθυπουργούς της και πρόσφατα υπό τον Κ. Μητσοτάκη, ενώ ορισμένοι φέρονται να ανήκουν στην «εσωκομματική αντιπολίτευση». Γι΄αυτό, η πρωτοβουλία τους έχει, καθαυτή, μείζον πολιτικό ενδιαφέρον.

Οι ερωτώντες ζητούν από τον Υπουργό Εσωτερικών να κατοχυρώσει την αναγραφή από τον εκλογέα που ψηφίζει αυτοπροσώπως στις γενικές βουλευτικές εκλογές του συνολικού αριθμού των σταυρών προτίμησης που θέτει στο ψηφοδέλτιο, προκειμένου να αποφευχθεί το «φαινόμενο της παράνομης σταυροδότησης την ώρα της διαλογής». Διαρροές στον Τύπο που είδαν το φως της δημοσιότητας τις επόμενες ημέρες της κατάθεσης της ερώτησης, προερχόμενες προφανώς από την ίδια πηγή, επαναλάμβαναν ότι τα αναφερόμενα είναι γνωστά από το παρελθόν, αλλά έχουν κορυφωθεί κατά τις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές με πρωταγωνιστές στελέχη της κομματικής νεολαίας του κυβερνώντος πολιτικού κόμματος να προσθέτουν, διά των διορισμένων εκλογικών αντιπροσώπων, σταυρούς σε ψηφοδέλτια που δεν είχαν ή έφεραν λιγότερους των επιτρεπόμενων, σε συγκεκριμένες, κατά κανόνα μεγάλες, βασικές εκλογικές περιφέρειες. Τα ίδια δημοσιεύματα εμφάνιζαν μάλιστα τον αρμόδιο Υπουργό να γνωρίζει, να βρίσκεται σε συνεννόηση με τον Πρωθυπουργό και να είναι έτοιμος να δώσει λύση.

VIII. Η διαλογή των σταυρών προτίμησης στην πράξη

Στον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή σε εκείνον που διευθύνει της εργασίες της ανατίθεται η ευθύνη της, εν γένει, εκλογικής διαδικασίας εντός του καταστήματος ψηφοφορίας. Η διεξαγωγή της (ψηφοφορίας) είναι χρονικά η μεγαλύτερη σε διάρκεια φάση της και σε αυτήν ενεργεί, πρωτίστως, ως εγγυητής της ελεύθερης έκφρασης της λαϊκής θέλησης. Σημαντικότερη είναι πάντως η εμπλοκή του κατά τη διαλογή των ψήφων και την εξαγωγή του αποτελέσματος. Τότε εγγυάται, ακριβέστερα διασφαλίζει, τη γνησιότητα της εκφρασμένης προτίμησης όσων έχουν ψηφίσει.

Ως εγγυητής του ανόθευτου της εκδηλωμένης λαϊκής βούλησης και, εντέλει, του αναλογούντος στο κατάστημα ψηφοφορίας κλάσματος της λαϊκής κυριαρχίας, ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνος που διευθύνει τις εργασίες της υποχρεούται σε συγκεκριμένες, καθορισμένες ex lege, ενέργειες κατά τη διαλογή των ψήφων. Αναφέρονται, κατά σειρά, η εξαγωγή των ψηφοδελτίων από την κάλπη, η αρίθμηση και η μονογραφή τους, η θέση της μονογραφής του παραπλεύρως κάθε σταυρού προτίμησης και η αναγραφή, ολογράφως, του συνολικού αριθμού τους σε καθένα (ψηφοδέλτιο). Εποπτεύει, επίσης, τη σημείωση, κατά κανόνα από το γραμματέα της εφορευτικής επιτροπής, του αριθμού κάθε ψηφοδελτίου στον ειδικό πίνακα διαλογής για τους υποψηφίους, τη σύνταξη των βιβλίων της και των πράξεων που τα συνοδεύουν, το περιεχόμενο όλων το νομιμοποιεί με τη υπογραφή του, και ανακοινώνει, μετά τη διαλογή των σταυρών προτίμησης, το αποτέλεσμά της στον οικείο αντιπεριφερειάρχη.

Αν η διαδικασία διαλογής των σταυρών προτίμησης, όπως οργανώνεται στην εκλογική νομοθεσία, τηρηθεί κατά γράμμα στις επιμέρους στιγμές της και αποτυπωθεί στα εκλογικά βιβλία, δεν καταλείπονται περιθώρια για να επιχειρηθεί η αλλοίωση της εκφρασμένης λαϊκής θέλησης στο πρόσωπο υποψηφίων. Η αναγραφή ολογράφως του συνολικού αριθμού (των σταυρών προτίμησης) τους σε κάθε ψηφοδέλτιο και το άθροισμά τους για κάθε υποψήφιο δεν μπορεί, καταρχήν, και δεν επιτρέπεται να είναι διαφορετικό από εκείνο που περιέχει και, αντιστοίχως, εκείνο που θα περιληφθεί στο σχετικό πίνακα, στην πράξη που το συνοδεύει και στο βιβλίο διαλογής. Έτσι, όταν εντοπιστούν διαφοροποιήσεις στις αντίστοιχες αναγραφές, αυτές αποδίδονται μόνο σε παραδρομή κατά τη μεταφορά του αποτελέσματος από την προηγούμενη χρονικά στην επόμενη στιγμή της διαδικασίας και τα αντίστοιχα έγγραφά της. Αν πάντως ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνος που διευθύνει τις εργασίες της δεν μονογράψει παραπλεύρως των ονομάτων και δεν αναγράψει ολογράφως το συνολικό αριθμό των σταυρών προτίμησης που φέρει το ψηφοδέλτιο των γενικών βουλευτικών εκλογών, οι τελευταίοι, ακόμη και αν ταυτίζονται με το περιεχόμενο του βιβλίου διαλογής, δεν λαμβάνονται υπόψη στην εκλογική δύναμη των υποψηφίων και το ψηφοδέλτιο υπολογίζεται μόνον υπέρ του συνδυασμού.

Τα περιθώρια οργανωμένης παρέμβασης εντός του καταστήματος ψηφοφορίας κατά τη διαλογή των ψήφων με την προσθήκη σταυρών προτίμησης υπέρ ενός ή περισσότερων υποψηφίων φαίνονται, καταρχήν, εξαιρετικά περιορισμένα. Άλλωστε, τούτο θα ήταν, εν πρώτοις, δυνατό να επιχειρηθεί μόνο σε όσα ψηφοδέλτια δεν έφεραν τον επιτρεπόμενο μέγιστο αριθμό τους, όταν το υπερέβαιναν παλιοί και νέοι σταυροί προτίμησης θα ήταν άκυροι. Θα έπρεπε, επιπλέον, να εγγραφεί παραπλεύρως των εκ των υστέρων προστεθέντων σταυρών προτίμησης μονογραφή, τουλάχιστον ομοιάζουσα στην ήδη τεθείσα από τον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή από εκείνον που διευθύνει τις εργασίες της. Συνεπεία της προσθήκης, θα επιβάλλονταν τέλος, να διορθωθεί ή να αναγραφεί το πρώτον ο συνολικός αριθμός των σταυρών προτίμησης στο ψηφοδέλτιο, δηλαδή να μεταβληθεί η προηγούμενη αναγραφή ή να εγγραφεί νέα, και μάλιστα να εναρμονιστούν ταυτόχρονα, όσα περιέχονται στο βιβλίο διαλογής, στην πράξη που το συνοδεύει και στην ανακοίνωση του αποτελέσματος στον αντιπεριφερειάρχη. Επισημαίνεται ότι όλα τούτα θα απαιτηθεί να λάβουν χώρα, σωρευτικά, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που ενεργείται, ex lege, αποκλειστικά από τον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνο που διευθύνει τις εργασίες της, τα πεπραγμένα της έχουν διαφορετικούς αποδέκτες και υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

ΙΧ. Η διαλογή των σταυρών προτίμησης de lege ferenda

1. Οι ερωτώντες βουλευτές εκκινούν, λοιπόν, από εσφαλμένη προϋπόθεση. Το πραγματικό, στο οποίο αναφέρονται, δεν είναι, κατά την αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων και υπό τον όρο ότι εφαρμόζεται κατά γράμμα η σχετική ρύθμιση της εκλογικής νομοθεσίας, δυνατόν να επιβεβαιωθεί στην πράξη. Αν ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνος που διευθύνει τις εργασίες της ενεργήσει όσα του επιβάλλονται από τον εκλογικό νομοθέτη, δεν καταλείπεται ουσιαστικά περιθώριο για εκ των υστέρων παρέμβαση στην εκφρασμένη εκλογική θέληση. Έχοντας την αποκλειστική αρμοδιότητα να διενεργήσει τη διαλογή των σταυρών προτίμησης σε κάθε έγκυρο ψηφοδέλτιο, αποτελεί ως γνωστό τον εγγυητή της γνησιότητας των επιλογών των ψηφοφόρων, η προσθήκη σταυρών μετά το άνοιγμα της κάλπης υπέρ ενός ή περισσότερων υποψηφίων αποδεικνύεται στην πράξη ανέφικτη.

Αλλά και στην περίπτωση που ο αριθμός των σταυρών προτίμησης υπολείπεται του μέγιστου επιτρεπόμενου, η συμπλήρωσή τους κατά τη διαλογή προϋποθέτει την εμπλοκή στη διαδικασία και άλλων, ενός ή περισσότερων, προσώπων πέραν του ex lege αρμόδιου. Δεν μπορεί να είναι μέλος της εφορευτικής επιτροπής ή, πολύ περισσότερο, τρίτος, το πιθανότερο εκλογικός αντιπρόσωπος, αφού κανένας τους δεν έχει πρόσβαση, τέτοια που να του επιτρέπει παρεμβάσεις, στο περιεχόμενο των ψηφοδελτίων, δίχως να γίνει αντιληπτός. Και αν ακόμη τούτο ήθελε γίνει δεκτό ότι μπορεί να λάβει τελικά χώρα, την πρωτοβουλία πρέπει να συνοδεύσει αντίστοιχη διόρθωση ή συμπλήρωση στο βιβλίο διαλογής και στη συνημμένη σχετική πράξη, ενώ η ανακοίνωση προς τον οικείο αντιπεριφερειάρχη θα εξακολουθεί, καταρχήν, να αναγράφει διαφορετικό αποτέλεσμα. Τα πράγματα δεν διαφοροποιούνται σημαντικά στο ενδεχόμενο η παρέμβαση στο εκλογικό αποτέλεσμα να επιχειρηθεί εκτός του καταστήματος ψηφοφορίας, όταν ο εκλογικός σάκος παραδοθεί στο οικείο Πρωτοδικείο. Εκεί πρόσβαση στο εκλογικό υλικό έχουν, κατά κανόνα και πέραν των επιφορτισμένων δικαστικών υπαλλήλων, οι συμμετέχοντες στην επανακαταμέτρηση. Ωστόσο, η διαδικασία, όπως εξελίσσεται, δεν επιτρέπει, ακόμη και αν υπάρχει προσεκτικά επεξεργασμένο στις λεπτομέρειες του σχέδιο, την εκ των υστέρων παρέμβαση. Άλλωστε, τούτο δεν το θέτουν οι ερωτώντες.

2. Ανεξαρτήτως της απάντησης που θα δοθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο εκλογικός νομοθέτης μπορεί να κατοχυρώσει οριζόντια, δηλαδή σε όλες τις στιγμές ενεργοποίησης του εκλογικού σώματος, την υποχρέωση κάθε ψηφοφόρου, όταν εκφράζει την προτίμησή του προσερχόμενος αυτοπροσώπως στο κατάστημα ψηφοφορίας όπου είναι εγγεγραμμένος, να αναγράφει στο ψηφοδέλτιο το συνολικό αριθμό των σταυρών προτίμησης που έχει θέσει. Η νομοθετική πρωτοβουλία δεν θα πρέπει πάντως να εξαντληθεί στην απλή επανάληψη όσων ισχύουν για την εξ αποστάσεως ψηφοφορία στις Ευρωπαϊκές εκλογές. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί να επαναλάβει απλώς μια ατελή διάταξη. Αντιθέτως, ο κοινός νομοθέτης οφείλει να την εξοπλίσει με την επιβαλλόμενη κανονιστική πληρότητα. Δηλαδή, να καθορίσει τη σχέση μεταξύ της αναγραφής από τον ψηφοφόρο και της εγγραφής, ολογράφως, του αριθμού τους από τον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή εκείνο που διευθύνει τις εργασίες της, ιδίως στην περίπτωση που οι αριθμοί δεν συμπίπτουν.

Η παράλειψη της εγγραφής και της αναγραφής είναι, επίσης, ορθότερο να μην συνεχίσει να αποτελεί στις γενικές βουλευτικές εκλογές ουσιώδη τύπο της διαδικασίας διαλογής των ψήφων, η παράβαση του οποίου επιφέρει την ακυρότητα των σταυρών προτίμησης, ενώ το ψηφοδέλτιο παραμένει έγκυρο και προσμετράται στη δύναμη του συνδυασμού. Ακόμη και εάν η ισχύουσα ρύθμιση είναι, πράγματι, συμβατή με τα άρθρα 1 παρ. 2 και 52 Συντ., όπως γίνεται δεκτό στη νομολογία, υπονομεύει, δίχως προφανή λόγο και μάλιστα στο σκληρό του πυρήνα, το σύστημα των επάλληλων κριτηρίων για τη διακρίβωση της γνήσιας έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας. Έτσι, η αποδεικτική αξία της καταχώρησης υποχωρεί έναντι της παράλειψης και η μεταξύ τους ισοτιμία ανατρέπεται, χάριν της εγκυρότητας του ψηφοδελτίου. Είναι, γι’ αυτό, συνταγματικά σκόπιμο να αναγνωριστεί ότι η σχετική εγγραφή αποτελεί, εναλλακτικά, κριτήριο για την εγκυρότητα του σταυρού προτίμησης, η οποία μπορεί να διακριβωθεί και από τα λοιπά εκλογικά έγγραφα, όπως συμβαίνει στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, η, κάθε μορφής, αμφισβήτηση θα κριθεί, εντέλει, δικαστικά.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

4 × three =