Μονιμότητα δημοσίων υπαλλήλων και συνταγματική αναθεώρηση

Χ. Ανθόπουλος, Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ

Η εξωτερίκευση των σκέψεων του Πρωθυπουργού για την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 103 παρ. 4 Συντ., άφησε ανοικτό ακόμη και το ενδεχόμενο για μία πρόταση αναθεώρησης από τη Νέα Δημοκρατία με σκοπό την κατάργηση του συνταγματικού θεσμού της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Έτσι κι αλλιώς όμως καμία σημασία δεν έχει το σκεπτικό με το οποίο θα προταθεί η αναθεώρηση του άρθρου 103 παρ.4 Συντ., αφού αν αυτό κριθεί αναθεωρητέο, το περιεχόμενό του θα προσδιοριστεί ελεύθερα από την επόμενη Βουλή. Από τις αντιδράσεις των άλλων κομμάτων έχει ήδη γίνει σαφές ότι δεν υπάρχουν στην παρούσα Βουλή 180 βουλευτές που θα ψηφίσουν υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 103 παρ.4 Συντ., ώστε να μπορεί η επόμενη Βουλή να καταργήσει τη συνταγματική μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων με την πλειοψηφία 151 βουλευτών. Και από πουθενά δεν προκύπτει ότι στις επόμενες εκλογές η Νέα Δημοκρατία θα είναι ένα υπερ-πλειοψηφικό κόμμα στην Αναθεωρητική Βουλή, δηλαδή ότι θα διαθέτει μόνη της ή με τη βοήθεια μικρότερων κομμάτων την αυξημένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών, για να ολοκληρώσει το εγχείρημα της αναθεώρησης του άρθρου 103 παρ.4 Συντ. Οι laudatores της πρωτοβουλίας του Πρωθυπουργού, οι οποίοι αναπαράγουν όλα τα γνωστά στερεότυπα εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, δημιουργούν ένα διχαστικό κλίμα στην κοινωνία που θα απομονώσει τελικά την ίδια τη Νέα Δημοκρατία.

Η τυχόν σκέψη της κατάργησης του συνταγματικού θεσμού της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι πραγματοποιήσιμη όχι μόνο από πολιτική αλλά και από συνταγματική άποψη. Μία τέτοια επέμβαση στο άρθρο 103 παρ. 4 Συντ. εμποδίζεται από το ίδιο το άρθρο 110 παρ.1 Συντ., το οποίο εξαιρεί από την αναθεώρηση του Συντάγματος τη θεμελιώδη αρχή του Κράτους Δικαίου (άρθρο 25 παρ.1 εδ. α΄  Συντ.), με την οποία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη η αρχή της συνταγματικής μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, όπως την εμπνεύστηκε και την καθιέρωσε στο άρθρο 102 του Συντάγματος του 1911 ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Υπό τις συνθήκες της ελληνικής πολιτικής και συνταγματικής ιστορίας μετά το 1911, η αρχή της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων παραβιάστηκε επανειλημμένως, παρότι επιβεβαιώθηκε από όλα τα μεταγενέστερα δημοκρατικά Συντάγματα, εξακολουθεί όμως και σήμερα να αποτελεί τον έσχατο συνταγματικό φραγμό στην εξάπλωση της κομματοκρατίας στη δημόσια διοίκηση. Χωρίς τη συνταγματική εγγύησή της δεν θα υπάρχει καμία προστασία των δημοσίων υπαλλήλων απέναντι στο εκάστοτε κυβερνών κόμμα: το ένστικτο εξουσίας του νικητή των εκλογών θα είναι ακαταμάχητο. Γι’ αυτό, όποιος σκέφτεται να αγγίξει το άρθρο 103 παρ. 4 Συντ. πρέπει να έχει, όπως θα έλεγε και ο θεμελιωτής της θεωρίας της διάκρισης των εξουσιών, «τρεμάμενο χέρι».

Το ουσιώδες περιεχόμενο της αρχής της μονιμότητας στο οποίο δεν έχει πρόσβαση ούτε ο αναθεωρητικός νομοθέτης συνίσταται στην απαγόρευση αναθεώρησης (κατάργησης) της διάταξης ότι «Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν» (άρθρο 103 παρ.4 εδ. α΄ Συντ.) καθώς και στην πρόβλεψη ότι αυτοί δεν μπορούν να παυθούν «χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους» (άρθρο 103 παρ.4 εδ. β΄ Συντ.). Κατά μείζονα λόγο οι δύο αυτές θεσμικές εγγυήσεις της αρχής της μονιμότητας ισχύουν απέναντι και στον κοινό νομοθέτη. Το άρθρο 103 παρ.4 Συντ. δεν εμποδίζει την εισαγωγή συστήματος αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων και δεν χρειάζεται η αναθεώρησή του για να βρει αυτό συνταγματική κάλυψη. Όμως, ούτε ο κοινός νομοθέτης ούτε καν ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν μπορεί να καταργήσει την υφιστάμενη ήδη από το Σύνταγμα του 1911 πρόβλεψη για τη σύνθεση των υπηρεσιακών συμβουλίων που αποφασίζουν για την παύση των δημοσίων υπαλλήλων, κατά τα δύο τρίτα τουλάχιστον από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους. Υπηρεσιακά συμβούλια κατά την έννοια του άρθρου 103 παρ.4 εδ. β΄ Συντ. είναι και τα πειθαρχικά συμβούλια στα οποία ανατέθηκε με τον ν. 4057/2012 η κρίση των πειθαρχικών υποθέσεων των δημοσίων υπάλληλων. Γι’ αυτό αποτελεί καταστρατήγηση του πνεύματος και του σκοπού του άρθρου 103 παρ. 4 εδ. β΄ Συντ. η συγκρότησή τους αποκλειστικά από μέλη του ΝΣΚ, όπως προβλέπει το προσχέδιο νόμου για το νέο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, διότι οι δημόσιοι αυτοί λειτουργοί δεν έχουν υπηρεσιακό δεσμό με τους διωκόμενους υπάλληλους, όπως απαιτεί το συγκεκριμένο συνταγματικό άρθρο, όταν προβλέπει την κατά πλειοψηφία συγκρότηση των υπηρεσιακών συμβουλίων από «μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους». Ενώ στα όρια της αρχής της αναλογικότητας βρίσκεται η καθιέρωση της μέγιστης πειθαρχικής ποινής, δηλαδή της απόλυσης, για την άρνηση συμμετοχής σε δύο συνεχείς διαδικασίες αξιολόγησης, μία ρύθμιση που έχει καθαρά τιμωρητικό χαρακτήρα.

 

Για περαιτέρω εμβαθύνσεις στα θέματα του άρθρου 103 παρ. 4 Συντ. βλ. Ι. Συμεωνίδη, Η μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων στην εποχή των Μνημονίων, 2014, Ι. Μαθιουδάκη, Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων στην προοπτική της συνταγματικής αναθεώρησης, σε: ΕφημΔΔ 3/2013, σ. 303 επ., Α. Τσιρωνά, Η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων (μια συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε ήδη στην πράξη), σε: Β. Τζέμος-Μ.-Η. Πραβίτα, Συνταγματική Αναθεώρηση, 2015, σ. 85 επ., Α.-Δ. Σακελλαροπούλου (Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ), Μονιμότητα και ουδετερότητα των δημοσίων υπαλλήλων, σε: Ένωση Διοικητικών Δικαστών. Τιμητικός Τόμος για τα 50 χρόνια των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, 2015, σ. 405 επ., Α. Παπατόλια, Η αξιοκρατία ως αρχή και ως δικαίωμα, 2019, Β. Κονδύλη, σε: Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης, ΕρμΣυντ (2017) Άρθ. 103.

 

 Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» 1.6.2025

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

5 × 2 =