ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπεται στο άρθρο 19 του Ελληνικού Συντάγματος. Αποτελεί ένα εκ των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από κοινού με το άσυλο της κατοικίας και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, διασφαλίζουν την προστασία του ιδιωτικού βίου. Παρά την ρητή κατοχύρωση του δικαιώματος στο Ελληνικό Σύνταγμα και σε διατάξεις διεθνών και ευρωπαϊκών κειμένων, και παρά την σύσταση ανεξάρτητης αρχής, της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), στην Χώρα μας η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας έχει περάσει από πολλές «περιπέτειες», με αποτέλεσμα να αμφισβητείται στην πραγματικότητα η κατοχύρωση του δικαιώματος και ο πυρήνας του να αποδεικνύεται κούφιος .
Α. Διασάφηση Όρων
Η έννοια της «επικοινωνίας» μπορεί να λάβει διαφορετικές σημασίες. Αθροιστικά, μπορούμε να διακρίνουμε δύο κατηγορίες, την επικοινωνία εν στενή εννοία (stricto sensu επικοινωνία), δηλαδή την μεταβίβαση μηνύματος με προσδιορισμένο περιεχόμενο μεταξύ αυτών που επικοινωνούν, και την επικοινωνία εν ευρεία εννοία (lato sensu επικοινωνία) που δηλώνει κάθε ανθρώπινη σχέση . Το δικαίωμα του απορρήτου των επικοινωνιών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος αφορά την επικοινωνία εν στενή εννοία . Αναλυτικότερα, ως επικοινωνία μπορεί να οριστεί, μεταξύ άλλων, η αποστολή μηνυμάτων/πληροφοριών από κάποιον που νοείται ως πομπός προς κάποιον που νοείται ως δέκτης και αντίστροφα, μέσω κοινού συστήματος σημάτων, συμβόλων ή τρόπων συμπεριφοράς . Εξαιρετικά χρήσιμος είναι και ο ορισμός του όρου της επικοινωνίας με βάση τον ν. 3471/2006, όπου ως επικοινωνία ορίζεται «κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται ή διαβιβάζεται μεταξύ ενός πεπερασμένου αριθμού μερών, μέσω μίας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Δεν περιλαμβάνονται πληροφορίες που διαβιβάζονται ως τμήμα ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών στο κοινό μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες μπορούν να αφορούν αναγνωρίσιμο συνδρομητή ή χρήστη που τις λαμβάνει».
Η επικοινωνία εν στενή εννοία αναλύεται πρώτον, στα βασικά της στοιχεία που περιλαμβάνουν τους επικοινωνούντες και το διαβιβαζόμενο μήνυμα, και δεύτερον, στα δευτερεύοντα στοιχεία της, δηλαδή το σήμα, το κανάλι, τα μέσα εν ευρεία εννοία και το μεταδότη . Περαιτέρω, η έννοια της «επικοινωνίας» μπορεί εννοιολογικά να διαιρεθεί στην άμεση επικοινωνία, δηλαδή στην επικοινωνία που διεξάγεται «ενώπιος ενωπίω» , και στην έμμεση επικοινωνία που τελείται μέσω της χρήσης κάποιου μηχανικού ή αναπαραστατικού μέσου, στη δημόσια και στην απόρρητη-μυστική επικοινωνία, και τέλος στη μονόδρομη και στην αμφίδρομη επικοινωνία .
Αποσαφήνιση χρήζει και η έννοια της «ανταπόκρισης» που αναφέρεται μαζί με την επικοινωνία στο άρθρο 19 του Συντάγματος. Ως όρος η επικοινωνία έχει ευρύτερο περιεχόμενο και εμπεριέχει τόσο την ανταπόκριση, όσο και τις επιστολές . Η συμπερίληψη του όρου των ανταποκρίσεων από τον συντακτικό νομοθέτη έγινε προκειμένου να καταστεί σαφές ότι περιλαμβάνεται και η εξ αποστάσεως επικοινωνία που διεξάγεται με τη χρήση τεχνικών μέσων, καλύπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το συναφές εννοιολογικό περιεχόμενο από κάθε πιθανή μεταβολή που μπορεί να προκύψει από την εξέλιξη της τεχνολογίας .
Β. Η Ιστορική Πορεία του Δικαιώματος
Οι ρίζες του απορρήτου των επικοινωνιών εντοπίζονται στην αρχαία Ελλάδα, στη λατρεία του αγγελιαφόρου των θεών, του θεού Ερμή . Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στην Ιλιάδα του Ομήρου, όπου περιγράφεται η χρήση διπλωμένου πίνακος προκειμένου να διαφυλαχθεί το απόρρητο του μηνύματος , αλλά και η περιγραφή της λακωνικής σκυτάλης, που τη μία κρατούσαν οι έφοροι και την άλλη ο αρχηγός του σπαρτιατικού στρατού που εκστράτευε . Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, ενώ είχαν κατασχέσει επιστολές του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου, δεν παραβίασαν αυτές που απευθύνονταν προς την Ολυμπιάδα . Μετά το τέλος της αρχαιότητας και καθόλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα το απόρρητο των επιστολών παραβιαζόταν συστηματικά από την εκάστοτε μοναρχική εξουσία . Αυτό οδήγησε στην κατοχύρωση, για πρώτη φορά, της προστασίας του απορρήτου κατά τη Γαλλική Επανάσταση το 1789 με δυο ψηφίσματα. Έκτοτε, το απόρρητο της επικοινωνίας άρχισε να κατοχυρώνεται σε εθνικά Συντάγματα και διεθνή κείμενα.
Στη Χώρα μας, η κατοχύρωση του απορρήτου της αλληλογραφίας, και συνεπώς και της επικοινωνίας, κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά ευθέως – έμμεσα και αόριστα υπήρχε πρόβλεψη και στο άρθρο 13 του Συντάγματος της Τροιζήνας το 1827 – στο Σύνταγμα του 1844, όπου στο άρθρο 14 οριζόταν πως «Το απόρρητον των επιστολών είναι απαραβίαστον». Στο Σύνταγμα του 1864, άρθρο 20, προστέθηκε ο όρος «απολύτως». Ο δυναμικός αυτός όρος επελέχθη λόγω της συστηματικής παραβίασης του απορρήτου επί Όθωνος . Με το άρθρο 12 του Συντάγματος του 1927, το απόρρητο επεκτάθηκε στα τηλεφωνήματα και στα τηλεγραφήματα, ενώ στο άρθρο 20 του Συντάγματος του 1952 προβλεπόταν ότι «Το απόρρητο των επιστολών και της καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο ανταποκρίσεως είναι απολύτως απαραβίαστο». Στο δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 προστέθηκαν οι δύο σημερινές εξαιρέσεις για την άρση του απορρήτου την επικοινωνίας. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ψήφιση του Συντάγματος του 1975, το δικαίωμα προβλέφθηκε στο άρθρο 19, με την προσθήκη του επιθέτου «ελεύθερης» στην ανταπόκριση και του όρου «επικοινωνία», ενώ προστέθηκε και δεύτερο εδάφιο με επιφύλαξη υπέρ του νόμου για άρση του απορρήτου. Ως συνέπεια των παραπάνω προσθηκών, το άρθρο έλαβε την εξής μορφή: «Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος τροποποιήθηκε τελευταία φορά με την αναθεώρηση του 2001, όπου προστέθηκαν δύο νέοι παράγραφοι. Στην παράγραφο 2 του σημερινού άρθρου προβλέπεται η σύσταση ανεξάρτητης αρχής που θα διασφαλίζει το απόρρητο: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1». Στην τρίτη παράγραφο ορίζεται ότι «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α».
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
I. Διεθνής και Ευρωπαϊκή Κατοχύρωση
Σε διεθνές επίπεδο το απόρρητο της επικοινωνίας κατοχυρώθηκε στα αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο χρόνια, με διατάξεις διεθνών κειμένων που διακήρυσσαν πανηγυρικά την προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων που τόσο είχαν καταπατηθεί την προηγούμενη περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπεται στο άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: «1. Κανείς δεν επιτρέπεται να υποστεί αυθαίρετες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια, την κατοικία ή την αλληλογραφία του.» (1948), στο άρθρο 17 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (1966) και στο άρθρο 16 της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989). Στην αμερικανική ήπειρο προστατεύεται περαιτέρω με βάση το άρθρο 10 της Αμερικανικής Διακήρυξης (1948) και το άρθρο 11 της Αμερικανικής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1969), ενώ στον αφρικανικό και ισλαμικό χώρο γίνεται έμμεση μόνον αναφορά στην προστασία του δικαιώματος από τον Αφρικανικό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (1981) και την Διακήρυξη του Καΐρου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1990).
Στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη η προστασία του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών εδράζεται στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, 1950). Υπό το πρίσμα της διάταξης αυτής, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει πολύ πλούσια και διαφωτιστική νομολογία αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου , παρέχοντας χρήσιμα εργαλεία και για την ερμηνεία των εθνικών συνταγματικών διατάξεων. Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, στο ενωσιακό δίκαιο, αντιστοιχεί στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2000), με μόνη διαφορά την αντικατάσταση του όρου «αλληλογραφία» του Χάρτη με τον όρο «επικοινωνίες» στην ΕΣΔΑ, καθώς θεωρήθηκε ότι ο όρος «επικοινωνίες» εναρμονίζεται με τους σύγχρονους τρόπους ανταποκρίσεως και συμπεριλαμβάνει κάθε μέσο ανθρώπινης επικοινωνίας, που υπάρχει ή μπορεί να προκύψει από την τεχνολογική εξέλιξη . Συμπληρωματικό ως προς τον Χάρτη είναι το παράγωγο κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο, με μια σειρά από Οδηγίες που ενσωματώνονται στην εθνική νομοθεσία των κρατών-μελών της Ένωσης, θεσπίζοντας νέους κανόνες, διευρύνωντας το εύρος της προστασίας του δικαιώματος και αποσαφηνίζοντας κρίσιμους όρους και έννοιες που μεταβάλλονται διαρκώς, κυρίως στο πεδίο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας.
II. Συγκριτική Συνταγματική Επισκόπηση
Εκτός από την κατοχύρωση του δικαιώματος σε διεθνείς συνθήκες, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπεται και στα εθνικά Συντάγματα των χωρών. Στη Δυτική και Βόρεια Ηπειρωτική Ευρώπη, το δικαίωμα κατοχυρώνεται με συντηρητικές διατάξεις πρώτης γενιάς στο άρθρο 29 του βελγικού Συντάγματος και το άρθρο 72 του Συντάγματος της Δανίας. Με διατάξεις δεύτερης γενιάς στο άρθρο 10 του γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου, το άρθρο 18 του ισπανικού Συντάγματος και το άρθρο 13 του ολλανδικού Συντάγματος, ενώ διατάξεις τρίτης γενιάς περιλαμβάνονται στο άρθρο 8 του Συνταγματικού Νόμου της Φινλανδίας, το άρθρο 13 του ελβετικού Συντάγματος, το άρθρο 15 του ιταλικού Συντάγματος και τα άρθρα 34 και 32 του Συντάγματος της Πορτογαλίας. Ωστόσο, υπάρχουν και χώρες χωρίς ρητή συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας. Το Σύνταγμα της Γαλλίας δεν περιλαμβάνει κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων, εντούτοις, στο προοίμιό του διακηρύσσεται η προσήλωση του γαλλικού λαού στα δικαιώματα του ανθρώπου, όπως αυτά ορίστηκαν από την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, στο άρθρο 11 της οποίας προστατεύεται η ελεύθερη επικοινωνία . Απουσία συνταγματικής κατοχύρωσης παρατηρείται επιπλέον στην Αυστρία και τη Σουηδία, όπου η έλλειψη συνταγματικής διάταξης καλύπτεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ενώ στη Νορβηγία η κατοχύρωση του δικαιώματος βασίζεται στη συνταγματική διάταξη προστασίας της ελευθερίας του λόγου και την κοινή νομοθεσία.
Στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού τη δεκαετία του 1990, τα νέα Συντάγματα κινήθηκαν στο ίδιο πλαίσιο με αυτά της Δυτικής Ευρώπης. Στην πλειονότητα των εθνικών συνταγματικών κειμένων, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών κατοχυρώνεται με διατάξεις τρίτης γενιάς, όπως στο άρθρο 23 του ρωσικού Συντάγματος, το άρθρο 49 του πολωνικού Συντάγματος, το άρθρο 13 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της Τσεχίας, το άρθρο 34 του Συντάγματος της Βουλγαρίας, το άρθρο 31 του ουκρανικού Συντάγματος, το άρθρο 28 του Συντάγματος της Ρουμανίας και το άρθρο 32 του Συντάγματος του Αζερμπαϊτζάν. Διάταξη δεύτερης γενιάς κατοχυρώνεται στο άρθρο 36 του Συντάγματος της Αλβανίας, ενώ προβληματική είναι η προστασία του δικαιώματος από το άρθρο 59 του Συντάγματος της Ουγγαρίας .
Στην αγγλοαμερικανική οικογένεια του common law, η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας επιτυγχάνεται με διαφορετικούς όρους, δεδομένης της απουσίας ρητής συνταγματικής διάταξης, με σημαντικότερη παράμετρο τη σχετική με την αρχή της «privacy» νομολογία . Στις ΗΠΑ η προστασία του απορρήτου διασφαλίζεται μέσω της 4ης Τροποποίησης του Αμερικανικού Συντάγματος στα πλαίσια της προστασίας της ιδιωτικής ζωής . Στο Ηνωμένο Βασίλειο η προστασία της ιδιωτικότητας και συνεπώς και του απορρήτου της επικοινωνίας είναι ελλιπής, καθώς από την παράδοση η κρατική εξουσία είχε τη δυνατότητα να παραβιάζει το απόρρητο των επιστολών . Υπό αυτή την αγγλοσαξονική επιρροή τελεί και η προστασία του δικαιώματος στις έννομες τάξεις του Καναδά, της Αυστραλίας και της Ινδίας, όπου η προστασία επιτυγχάνεται μέσω της νομολογίας των δικαστηρίων και του κοινού δικαίου . Εξαίρεση των χωρών του common law αποτελεί το άρθρο 17 του Συντάγματος της Κύπρου, όπου συναντάται ρητή κατοχύρωση του απορρήτου των επικοινωνιών.
Ιδιαιτέρως διεξοδική είναι η προστασία του δικαιώματος στα περισσότερα Συντάγματα των χωρών της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής, παρά το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν τους. Χαρακτηριστική είναι η κατοχύρωση του απορρήτου με διατάξεις τέταρτης γενιάς στο άρθρο 16 του Συντάγματος του Μεξικού, το άρθρο 24 του Συντάγματος της Κόστα Ρίκα και το άρθρο 48 του Συντάγματος της Βενεζουέλα, οι οποίες προβλέπουν την απαγόρευση χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων. Διατάξεις τρίτης γενιάς εντοπίζονται στο άρθρο 5 του Συντάγματος της Βραζιλίας, το άρθρο 19 του Συντάγματος της Χιλής και το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κολομβίας, ενώ πιο συντηρητικές είναι οι διατάξεις του άρθρου 29 του Συντάγματος του Παναμά και τα άρθρα 18 και 19 του Συντάγματος της Αργεντινής.
Στην Αφρική, υπάρχουν χώρες χωρίς συνταγματική εγγύηση του δικαιώματος, όπως η Ζάμπια και η Λιβύη, αλλά και χώρες όπου το απόρρητο κατοχυρώνεται με λακωνικό τρόπο, λ.χ. το άρθρο 11 του Συντάγματος του Μαρόκου, το άρθρο 39 του Συντάγματος της Αλγερίας και το άρθρο 13 του Συντάγματος της Μαδαγασκάρης. Στη Νότια Αφρική το δικαίωμα διασφαλίζεται στο άρθρο 14 του Συντάγματος ως ιδιαίτερη έκφανση της ιδιωτικής ζωής. Πληρέστερη είναι η κατοχύρωση του δικαιώματος από το άρθρο 28 του Συντάγματος του Κονγκό και το άρθρο 13 του Συντάγματος της Ναμίμπια.
Το απόρρητο των επικοινωνιών κατοχυρώνεται και στους συνταγματικούς χάρτες των κρατών της Ασίας. Στις ασιατικές ισλαμικές χώρες το απόρρητο, ενώ προστατεύεται συνήθως με διατάξεις τρίτης γενιάς, τελεί υπό τη γενική επιφύλαξη του νόμου . Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις του άρθρου 40 του Συντάγματος της Σαουδικής Αραβίας, το άρθρο 25 του Συντάγματος του Ιράν, το άρθρο 39 του Συντάγματος του Κουβέιτ κ.λπ. Επαυξημένη είναι η προστασία του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 38 του Συντάγματος της Τουρκίας, με την απαγόρευση της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων σε ποινική δίκη . Στις έννομες τάξεις των χωρών της Άπω Ανατολής το δικαίωμα διακηρύσσεται ως ανεπιφύλακτο, άρθρο 18 του Συντάγματος της Νότιας Κορέας και άρθρο 12 του Συντάγματος της Ταϊβάν, ενώ στο άρθρο 16 του Συντάγματος της Μογγολίας και στο άρθρο 22 του Συντάγματος του Νεπάλ υπάρχει γενική επιφύλαξη υπέρ του νόμου. Διατάξεις τρίτης γενιάς περιλαμβάνονται στο άρθρο 37 του Συντάγματος της Ταϋλάνδης και το άρθρο 21 του Συντάγματος της Ιαπωνίας, ενώ και το άρθρο 40 του Συντάγματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας κατοχυρώνει το απόρρητο της επικοινωνίας, προσδιορίζοντας μάλιστα, τις περιπτώσεις εξαιρέσεων. Ασφαλώς η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος και μόνο δεν συνεπάγεται την πραγματική προστασία των δικαιωμάτων, ιδιαιτέρως στον ισλαμικό κόσμο όπου παρατηρούνται πολλά προβλήματα.
III. Ερμηνεία του Άρθρου 19 του Συντάγματος
Α. Φορείς και Αποδέκτες
Φορείς του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών είναι, εφόσον δεν υπάρχει κάποια αναφορά στη συνταγματική διάταξη, όλα τα φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως εθνικότητας και ασχέτως του αν πρόκειται για επικοινωνία εντός ή εκτός της ελληνικής επικράτειας . Κατά συνέπεια, υποκείμενα του ατομικού δικαιώματος είναι και οι αλλοδαποί και οι ανιθαγενείς . Το απαραβίαστο του απορρήτου ισχύει και όταν η επικοινωνία αφορά πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από καθεστώς ειδικών σχέσεων εξουσίασης, π.χ. πρόσωπα που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις, ακόμη και φυλακισμένους . Βέβαια, είναι συνταγματικά ανεκτός ο έλεγχος των επιστολών που απευθύνεται στους τελευταίους, εφόσον γίνεται ενώπιον του παραλήπτη τους, με αποκλειστικό σκοπό την έρευνα περί ύπαρξης απαγορευμένων ουσιών . Φορείς του δικαιώματος είναι όμως και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), συνεπώς και όλα τα ημεδαπά ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα πολιτικά κόμματα κ.λπ. . Προβληματισμός υπάρχει για το αν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) είναι φορείς των συνταγματικών δικαιωμάτων, ωστόσο, στις περιπτώσεις που υπάρχει πρόβλεψη περί αυτοδιοικήσεώς τους εκ του Συντάγματος, όπως στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΑΕΙ), θεωρείται απολύτως συμβατό .
Αποδέκτης της συνταγματικής επιταγής ήταν αρχικά μόνον το κράτος που διέθετε το μονοπώλιο της μεταφοράς της αλληλογραφίας μέσω των ταχυδρομείων, καθώς επίσης και της τηλεγραφικής και τηλεφωνικής ανταπόκρισης, είτε άμεσα μέσω κρατικών υπηρεσιών είτε έμμεσα, με δημόσιες εταιρείες που ίδρυε και έλεγχε ( π.χ. ΕΛΤΑ, ΟΤΕ) . Σήμερα, όμως, που το Κράτος έχει παύσει να διαθέτει το μονοπώλιο του ταχυδρομικού έργου, της κινητής τηλεφωνίας και ιδίως των νέων υπηρεσιών του διαδικτύου, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος ανήκει σε ιδιωτικές εταιρείες, αποδέκτες του δικαιώματος θεωρούνται και οι ιδιώτες, καθώς δεν θα μπορούσε να μείνει συνταγματικά απροστάτευτο ένα τόσο μεγάλο μέρος των υπηρεσιών επικοινωνίας . Το δικαίωμα, επομένως, ισχύει και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δηλαδή τριτενεργεί με βάση το άρθρο 25, παρ. 1 του Συντάγματος. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, στην έννοια των ιδιωτών συμπεριλαμβάνονται και οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις όταν αναμεταδίδουν δημόσια πληροφορίες που ληφθήκαν μέσω ενεργειών που παραβιάζουν το απόρρητο της επικοινωνίας . Συνεπώς, φορείς και αποδέκτες του σχετικού δικαιώματος είναι άπαντες.
Β. Περιεχόμενο-Πεδίο Προστασίας
Το άρθρο 19, παρ. 1, εδ. α´του Συντάγματος ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο». Το δικαίωμα εμπεριέχει δύο στοιχεία: α) την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας κάθε είδους και β) το απόρρητο όλων αυτών των μορφών επικοινωνίας, με την προϋπόθεση ότι όλοι όσοι επικοινωνούν επιθυμούν να διατηρήσουν τη μυστικότητα τους και έλαβαν τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα . Ο όρος «απόρρητο», δηλαδή, δηλώνει τη μυστικότητα. Εάν όμως, κάποιος από τους επικοινωνούντες δεν θέλει να διατηρήσει τη μυστικότητα της επικοινωνίας, τότε δεν τίθεται ζήτημα απορρήτου των ανταποκρίσεων, αλλά ελευθερίας της έκφρασης . Επίσης, εάν μόνο ο ένας από τους δύο επικοινωνούντες θέλει να διατηρήσει τη μυστικότητα, τότε προστατευτέο έννομο αγαθό είναι ο ιδιωτικός βίος του πρώτου . Απόρρητο λοιπόν υπάρχει όταν λ.χ. η επιστολή είναι σφραγισμένη ή το κύκλωμα επικοινωνίας είναι κλειστό, ενώ αν η επιστολή εκούσια και αβίαστα αφέθηκε ανοιχτή χωρίς φάκελο από τον αποστολέα, τότε δεν καλύπτεται από το απόρρητο των επιστολών . Βεβαίως, απαραίτητη προϋπόθεση της ελεύθερης επικοινωνίας είναι η δυνατότητα των μερών να επικοινωνούν ελεύθερα και απαλλαγμένα από το άγχος ότι κάποιος τους παρακολουθεί ή μπορεί να χρησιμοποιήσει το περιεχόμενο της επικοινωνίας για να τους ελέγξει ή ακόμη και να τους βλάψει .
Το άρθρο 19 του Συντάγματος διασφαλίζει την προστασία του απορρήτου για κάθε μέσο επικοινωνίας, υπαρκτό ή μελλοντικό, εφόσον είναι κατάλληλο για τη διεξαγωγή επικοινωνίας μέσα σε περιβάλλον οικειότητας και εμπιστοσύνης. Εφαρμόζεται, συνεπώς, εκτός από τις επιστολές-γραπτά μηνύματα και σε οποιαδήποτε άλλη μορφή επικοινωνίας, μέσω λ.χ. τηλεγραφημάτων, φαξ, κινητού ή σταθερού τηλεφώνου, καθώς και στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, όπως: ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail), κλήση ή βιντεοκλήση μέσω διαδικτύου . Παρά τις αρχικές αντιθέσεις συνταγματολόγων, γνωμοδοτήσεων και της πιο πρόσφατης νομολογίας του Αρείου Πάγου , στο απόρρητο υπάγονται τόσο τα εσωτερικά, το περιεχόμενο δηλαδή, όσο και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας. Τα τελευταία ενδεικτικώς περιλαμβάνουν τα στοιχεία ταυτότητας των επικοινωνούντων, τα δεδομένα κινήσεως και θέσεως, τη χρονική στιγμή της επικοινωνίας και τη διάρκειά της, τον τόπο των συνδιαλέξεων, τους τηλεφωνικούς αριθμούς ή τη διεύθυνση ΙP εάν πρόκειται για υπηρεσίες του διαδικτύου κ.ο.κ. . Η θέση αυτή επιρρωνύεται από την πλούσια νομολογία του ΕΔΔΑ , το οποίο έκρινε – με βάση το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ – ότι τα εξωτερικά στοιχεία αποτελούν «αναπόσπαστο κομμάτι της τηλεφωνικής επικοινωνίας». Η προστασία των εξωτερικών στοιχείων προβλέπεται και από οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ενσωματωθεί στο εσωτερικό δίκαιο με τους 3471/2006 και 3817/2011 νόμους, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η σχετική Γνωμοδότηση 1/2005 της ΑΔΑΕ.
Γ. Άρση του Απορρήτου-Περιορισμοί
Με τη διάταξη του εδ. β´, παρ. 1 του Άρθρου 19 του Συντάγματος το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο χαρακτηρίζεται ως «απόλυτα απαραβίαστο». Η επιλογή του όρου «απόλυτα απαραβίαστο» έγινε από τον συντακτικό νομοθέτη για ιστορικούς λόγους, προσθέτοντας ειδικό κύρος στο δικαίωμα, και με στόχο να διασφαλισθεί η άσκηση ενός δικαιώματος που παρουσιάζει υψηλό δείκτη διακινδυνεύσεως . Έτσι, η λέξη «απόλυτα» σημαίνει άμεσα εφαρμοστέο κανόνα απαγορεύσεως οποιασδήποτε μορφής παραβιάσεως του απορρήτου της επικοινωνίας, για οποιοδήποτε λόγο και από οποιοδήποτε αποδέκτη του δικαιώματος . Επίσης, δηλώνει την υποχρέωση της Πολιτείας να λαμβάνει θετικά μέτρα για την προστασία του δικαιώματος αλλά ταυτόχρονα, και τον περιορισμό των φορέων που είναι υπεύθυνοι για τη διεξαγωγή της επικοινωνίας από τη λήξη μέτρων που δυσχεραίνουν ή ακόμη και αφήνουν χώρο για την παραβίαση του απορρήτου .
Ωστόσο, το ίδιο το Σύνταγμα με το αμέσως επόμενο εδάφιο κάμπτει την αρχή της απολυτότητας καθώς προβαίνει σε πρόβλεψη περιορισμών του δικαιώματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Άρθρο 19, παρ.1, εδ. β´ «Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Η διάταξη αυτή θέτει το απόρρητο των επικοινωνιών υπό την επιφύλαξη του νόμου (τυπικού ή κανονιστική πράξη της διοικήσεως, όχι ατομική) και κατά συνέπεια ο περιορισμός δεν μπορεί να ισχύσει απευθείας εκ του Συντάγματος ούτε μπορεί να εφαρμοστεί in concreto από τη διοίκηση κατ’εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης . Επιπλέον, οι περιορισμοί μπορούν να εφαρμοσθούν μόνο έπειτα από προηγούμενη εντολή αρμόδιου δικαστικού λειτουργού και όχι από τη διοίκηση, η οποία ωστόσο μπορεί να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο . Η δικαστική αρχή έχει υποχρέωση να ακολουθεί σαφώς καθορισμένες διαδικασίες κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης, οι οποίες προσδιορίζονται από σχετικό νόμο, έτσι ώστε να μην θίγεται η ιδιωτική ζωή του ατόμου, παρά μόνο στο μέτρο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αυτό απολύτως αναγκαίο . Απαραίτητη προϋπόθεση είναι και η ύπαρξη εγγυήσεων που να αποτρέπουν την πρόσβαση στις επικοινωνίες, να παρεμποδίζουν την επιβολή αντισυνταγματικού περιορισμού ή κατάχρησης των περιορισμών και να εγγυώνται την εφαρμογή του συστήματος «περιορισμού των περιορισμών», ιδίως τις αρχές της αναλογικότητας και της μη προσβολής του πυρήνα του δικαιώματος .
Η ίδια η συνταγματική διάταξη προβλέπει περιοριστικά την άρση του απορρήτου για δύο μόνο περιπτώσεις, για λόγους εθνικής ασφάλειας και για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Η πρόβλεψη αυτή επελέγη λόγω του μεγάλου κινδύνου καταχρήσεως του δικαιώματος, ιδιαίτερα αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση της εθνικής ασφάλειας . Πρόκειται για έναν όρο που είναι καταρχήν πολύ γενικός και αόριστος, παρά ταύτα αναφέρεται στην προάσπιση της χώρας έναντι εξωτερικών κινδύνων, στην υπεράσπιση της εθνικής ακεραιότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας . Σε καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνει γενικά τη δημόσια ασφάλεια που αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη . Προβληματισμό γεννά η υπέρμετρη διεύρυνση της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» ακόμη και μετά την ψήφιση του άρθρου 3 του πρόσφατου ν. 5002/2022 . Κίνδυνος όμως υπάρχει και για τον ορισμό του ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος. Πρόκειται για μια αόριστη νομική έννοια που ωστόσο είναι στενότερη εκείνης του κακουργήματος . Η εν λόγω έννοια εξειδικεύεται από το άρθρο 4, παρ. 1 του εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου, ν. 2225/1994, που προβλέπει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση συγκεκριμένων κακουργημάτων που προβλέπονται ρητά στον Ποινικό Κώδικα, ενώ αντικαταστάθηκε με τον πρόσφατο ν. 5002/2022, στο άρθρο 6, παρ.1-3 του οποίου υπάρχει ένας σαφώς διευρυμένος κατάλογος εγκλημάτων. Ωστόσο, ως ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα πρέπει να ορίζονται περιοριστικά συγκεκριμένα μόνο εγκλήματα . Δεν προβλέπονται εξαιρέσεις από το απόρρητο των επικοινωνιών στο πλαίσιο ειδικών εξουσιαστικών σχέσεων εκούσιας ή ακούσιας μορφής . Τέλος, το εξεταζόμενο δικαίωμα υπόκειται σε αναστολή και υπό τους όρους του άρθρου 48, παρ. 1 του Συντάγματος. Κανένας άλλος περιορισμός δεν προβλέπεται πέραν των ανωτέρω.
Δ. Η Συνταγματική Πρόβλεψη περί Ιδρύσεως Ανεξάρτητης Αρχής
Με την αναθεώρηση του Συντάγματος από την Ζ´ Αναθεωρητική Βουλή το 2001 προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 19 που προβλέπει: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1». Η αναφορά αυτή στις αρμοδιότητες και την αποστολή της αρχής δηλώνει ότι ο σχετικός εφαρμοστικός νόμος οφείλει να την εξοπλίσει με τις αρμοδιότητες εκείνες που θα καθιστούν εφικτή τη διασφάλιση του απορρήτου των ανταποκρίσεων . Παρά την πολυεπίπεδη προστασία του δικαιώματος, προβλέφθηκε η σύσταση ανεξάρτητης αρχής, χωρίς επωνυμία, μίας μάλιστα εκ των πέντε συνταγματικά προβλεπόμενων ανεξάρτητων αρχών, προκειμένου να διασφαλιστεί το απόρρητο έτι περαιτέρω, καθώς υποθέσεις τηλεφωνικών υποκλοπών απασχολούσαν συχνά τις δικαστικές αρχές και την κοινή γνώμη . Η επιλογή αυτή του αναθεωρητικού νομοθέτη έγινε με αφορμή τις αποφάσεις της Βουλής για παραπομπή δύο πρώην πρωθυπουργών στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος το 1989 και το 1994, με κατηγορίες για ηθική αυτουργία σε υποκλοπές, αν και εν τέλει, και στις δύο περιπτώσεις η δίωξη ανεστάλη έπειτα από νέα απόφαση της Βουλής πριν την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο . Η πρόβλεψη περί ιδρύσεως ανεξάρτητης αρχής συνιστά θεσμική εγγύηση για τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας . Πολύ συχνά μάλιστα έχει φανεί στην πράξη ότι η μόνη αξιόπιστη εγγύηση για την προστασία του ιδιωτικού βίου είναι οι ανεξάρτητες αρχές .
Η ανεξάρτητη αρχή τελεί υπό τις εγγυήσεις του άρθρου 101Α, παρ. 1 του Συντάγματος, αναφορικά με την επιλογή, τη θητεία και την ανεξαρτησία, προσωπική και λειτουργική, των μελών της. Επιπροσθέτως, με βάση το άρθρο 101Α, παρ. 1, 2 εδ. α´ και β´, απαιτείται η έκδοση οργανικού νόμου για τον καθορισμό της διάρκειας της θητείας των μελών της ανεξάρτητης αρχής και της προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας, καθώς και για τα ανάλογα προσόντα, την επιλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού και λοιπού προσωπικού της υπηρεσίας. Με την ίδια διάταξη (παρ. 2, εδ. γ´, δ´, ε´), προβλέπεται η επιλογή των μελών της αρχής να γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, για τη λήψη της οποίας στο παρελθόν απαιτούνταν ομοφωνία ή αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων, ενώ με την αναθεώρηση του άρθρου από την Θ´ Αναθεωρητική Βουλή το 2019, πλέον η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της. Η θητεία των μελών των ανεξάρτητων αρχών παρατείνεται έως τον διορισμό νέων, ενώ τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής των μελών, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής ορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 101Α, ο ΚτΒ ρυθμίζει και τις σχέσεις των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή, ενώ προβλέπεται ρητά ότι η λειτουργία τους υπάγεται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο. Επισημαίνεται, πάντως, ότι η ανεξάρτητη αρχή δεν μπορεί να λάβει αποφάσεις για την άρση του απορρήτου, καθώς η αποκλειστική αρμοδιότητα ανήκει στις δικαστικές αρχές, ενώ η δράση της περιορίζεται στον προληπτικό έλεγχο και στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε όσους παραβιάζουν το απόρρητο .
Ε. Απαγόρευση Χρήσεως Παρανόμως Κτηθέντων Αποδεικτικών Μέσων
Εξόχως σημαντική είναι η διάταξη του άρθρου 19, παρ. 3 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001 και ορίζει τα εξής: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Η συνταγματική πρόβλεψη αυτή συμπληρώνει το άρθρο 19, καθιστώντας το μια χαρακτηριστική δέσμη διατάξεων τέταρτης γενιάς . Η ως άνω διατύπωση, με βάση τη γραμματική και την ιστορική ερμηνεία, είναι σαφής και καθιστά με τρόπο απόλυτο την απαγόρευση χρήσεως αποδεικτικών μέσων που αποκτώνται κατά παράβαση του ιδίου άρθρου και των άρθρων 9 και 9Α του Συντάγματος . Βέβαια, στη πράξη έχει αποδειχθεί ότι η συνταγματική πρόβλεψη, αν και πρωτοποριακή, είναι προβληματική, καθώς φαίνεται να παραβλέπει τη σύγκρουση με άλλα συνταγματικά δικαιώματα και να ενέχει κινδύνους .
Υποστηρίζεται λοιπόν, από τη θεωρία, ότι η απολυτότητα της απαγόρευσης χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων δεν συνεκτιμά, αρχικά, τις προβλεπόμενες εκ του ίδιου του Συντάγματος κάμψεις του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 19, παρ. 1 Συντ.), του ασύλου και της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής (άρθρο 9, παρ. 1 Συντ.), καθώς και την επιφύλαξη του κοινού νομοθέτη για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Συντ.) . Επιπλέον, είναι προφανές ότι η απόλυτη απαγόρευση συγκρούεται με την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2, παρ. 1 Συντ.) αλλά και το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας (άρθρο 20, παρ. 1 Συντ.) . Ειδικά δε στην περίπτωση κατηγορουμένου για ποινικό αδίκημα, περιορίζεται άρδην το δικαίωμα της αποδείξεως της αθωότητάς του και συνεπώς η τιμή και η ελευθερία του (άρθρο 5, παρ. 2 Συντ.) .
Ως εκ τούτου, ορθώς έγινε αποδεκτό ότι ενόψει της θεμελιώδους διάταξης προστασίας της αξίας του ανθρώπου και του γεγονότος ότι η τιμή και η ελευθερία του ατόμου καταπατώνται σε περίπτωση μη απόδειξης της αθωότητάς του, αίρεται η απόλυτη απαγόρευση χρήσεως παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, όταν αυτά συνιστούν το μοναδικό μέσο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου, πάντοτε υπό τον περιορισμό της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25, παρ. 1 Συντ.), σταθμίζοντας δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση τη βαρύτητα του εγκλήματος και το κατά πόσον το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου . Την άποψη αυτή υιοθέτησε εμμέσως ο κοινός νομοθέτης με τους ν. 3090/2002, ν. 3674/2008, ν. 4356/2015 και ν. 4637/2019, με μεγάλη όμως αστάθεια και ενίοτε κατά τρόπο επικίνδυνο, στην περίπτωση χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων για οικονομικά εγκλήματα που εισήγαγε ο νόμος του 2015 , αλλά και η νομολογία του Αρείου Πάγου . Συνεπώς, το απόρρητο μπορεί να αίρεται προκειμένου να απαλλαγεί ένας αθώος ή να αποφευχθεί μια άδικη βαρύτερη καταδίκη, και φυσικά στις περιπτώσεις που τα αποδεικτικά στοιχεία αποκτήθηκαν κατά τους όρους των άρθρων 9, παρ. 1, 9Α και 19, παρ. 1 του Συντάγματος .
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΠΕΡΙ
ΣΥΣΤΑΣΕΩΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ
I. Η Εθνική Επιτροπή Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών του Ν. 2225/1994
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 προβλέφθηκε με τον ν. 2225/1994 η ίδρυση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΕΘΕΠΑΕ). Επρόκειτο για μία από τις πρώτες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές που συστάθηκαν στην Ελλάδα, στα πλαίσια της μεταφοράς αυτών των νεωτερικών θεσμών από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία στον ελληνικό χώρο, φιλοδοξώντας να αποτελέσει θεσμική εγγύηση που θα περιβάλλει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το απόρρητο των επικοινωνιών και θα καθιστά αποτελεσματικότερη την προστασία του, ιδίως απέναντι στις σύγχρονες τεχνολογικές και επιστημονικές απειλές . Η ΕΘΕΠΑΕ είχε επιφορτιστεί από τον κοινό νομοθέτη με την αποστολή: πρώτον, να προστατεύει το κατά το Άρθρο 19 του Συντάγματος απόρρητο των επιστολών και της τηλεφωνικής και κάθε άλλης μορφής τηλεπικοινωνιακής ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, και δεύτερον, να ασκεί τον έλεγχο της τήρησης των όρων άρσης του απορρήτου που έθεσε η δικαστική αρχή.
Η ΕΘΕΠΑΕ, κατά το άρθρο 1 του ν. 2225/1994, εξυπηρετούνταν από δική της γραμματεία στην οποία προΐστατο ο πρόεδρος της Επιτροπής. Ως Πρόεδρος οριζόταν από τον Πρόεδρο της Βουλής ένας Αντιπρόεδρος της Βουλής. Μέλη της αποτελούσαν ένας βουλευτής-εκπρόσωπος κάθε κόμματος που διέθετε κοινοβουλευτική ομάδα, καθώς και ένα πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και με ειδικές γνώσεις σε θέματα επικοινωνιών. Η θητεία των μελών διαρκούσε όσο και η βουλευτική περίοδος κατά την οποία διορίστηκαν, ενώ υπήρχε πρόβλεψη και για τους αναπληρωτές των μελών της Επιτροπής. Επιπλέον, προβλεπόταν η συνοδεία των εκπροσώπων των κομμάτων στις συνεδριάσεις και τις άλλες ενέργειες της ΕΘΕΠΑΕ από ειδικούς τεχνικούς συμβούλους για την υποστήριξή τους σε τεχνικά ζητήματα. Λειτουργούσε κυρίως συλλογικά, υπήρχε όμως η δυνατότητα η διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων να αποφασίζεται από τουλάχιστον τριμελή κλιμάκια. Οι αποφάσεις για τις ενέργειές της λαμβάνονταν με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, ενώ σε περίπτωση ισοψηφίας υπερίσχυε η ψήφος του προέδρου.
Για την επιτέλεση των καθηκόντων της η ΕΘΕΠΑΕ είχε εφοδιαστεί κυρίως με ελεγκτικές και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες (άρθρο 2). Στις κυριότερες ελεγκτικές αρμοδιότητές της περιλαμβάνονταν η επιθεώρηση χωρίς προειδοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, η λήψη χρήσιμων πληροφοριών από τους ως άνω φορείς, η κλήση σε ακρόαση προσώπων, η αίτηση προς την αρμόδια δικαστική αρχή για την κατάσχεση των μέσων παραβίασης του απορρήτου και ο έλεγχος της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την άρση του απορρήτου. Επιπρόσθετα, διέθετε την αρμοδιότητα να γνωστοποιεί την άρση του απορρήτου, έπειτα από τη λήξη του μέτρου και εφόσον δεν διακινδυνευόταν ο σκοπός του (άρθρο 5, παρ. 9). Ιδιαιτέρως σημαντική ήταν η υποχρέωσή της να υποβάλλει στο τέλος κάθε χρόνου ετήσια έκθεση πεπραγμένων στη Βουλή.
Ο ν. 2225/1994 προέβλεπε στα άρθρα 3 και 4 αντιστοίχως, διαφορετική διαδικασία για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και διαφορετική για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Ο νομοθέτης δεν προσδιόριζε επακριβώς τους λόγους εθνικής ασφάλειας και δεν εξειδίκευε τις δημόσιες αρχές που θα ήταν αρμόδιες προς τούτο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ασάφεια αλλά και ένταση με τα άρθρα 19 και 25 του Συντάγματος . Αναφορικά δε με τη διακρίβωση εγκλημάτων, απαριθμούνταν περιοριστικά συγκεκριμένα μόνο κακουργήματα. Στην πρώτη περίπτωση αποφάσιζε Εισαγγελέας Εφετών, ενώ στην δεύτερη Δικαστικό Συμβούλιο, αμφότεροι εντός είκοσι τεσσάρων ωρών. Η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού στην διαδικασία άρσης ως εγγυητική και νομιμοποιητική λειτουργία , παρότι απαιτείτο και στις δύο περιπτώσεις, παρουσιάζει μια σημαντική διαφοροποίηση: η εισαγγελική διάταξη (άρθρο 5) στην άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του θιγομένου, ούτε και την αιτιολογία της επιβολής της άρσης. Η έλλειψη αυτών των στοιχείων δημιουργεί ζητήματα σύγκρουσης με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας, της διαφάνειας και του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ενώ η όλη διαδικασία καλύπτεται από ένα πέπλο μυστικότητας .
Συνολικά η ΕΘΕΠΑΕ λειτούργησε για οκτώ περίπου χρόνια και η συνεισφορά της, εάν κρίνουμε από τις ετήσιες εκθέσεις της, μπορεί να χαρακτηριστεί αναμφίβολα θετική . Αυτό γίνεται ακόμα πιο φανερό εάν λάβουμε υπόψη μας την ελλιπή οικονομική και υλικοτεχνική υποστήριξη της Επιτροπής από τον κρατικό μηχανισμό κατά τα τέσσερα πρώτα έτη της λειτουργίας της , την καθυστέρηση κατά πέντε χρόνια του αναγκαίου Προεδρικού Διατάγματος για την οργάνωσή της (πδ 137/1999), αλλά και την ανεπαρκή υποστήριξη που παρεσχέθη με βάση το τελευταίο, παρά τη ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη αλλά και του ίδιου του Συντάγματος, ως υποχρέωση της Πολιτείας για θετική προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών . Έτσι, με την αναθεώρηση του 2001, ορισμένες προβλέψεις του ν. 2225/1994 κατέστησαν ασύμβατες με τις νέες διατάξεις του Συντάγματος. Σε αντίθεση με τα όσα προέβλεπε ο κοινός νομοθέτης, το νέο άρθρο 101Α, παρ. 2 του Συντάγματος όριζε διαφορετική διαδικασία για την επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών , ενώ πλέον με το άρθρο 56, παρ. 3 η ιδιότητα μέλους αποτελεί κώλυμα εκλογιμότητας για το βουλευτικό αξίωμα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η λειτουργία της ΕΘΕΠΑΕ ήρθε σε δυσαρμονία με τις νέες συνταγματικές διατάξεις και προέκυψε η ανάγκη για ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα εξειδικεύει την επιταγή των άρθρων 19 και 101Α του Συντάγματος.
ΙΙ. Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών του Ν. 3115/2003
Α. Σύσταση και Λειτουργία
Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών συστάθηκε με τον εκτελεστικό του Συντάγματος ν. 3115/2003 ως θεσμική εγγύηση της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών , όπως ισχύει σήμερα έπειτα από διαδοχικές τροποποιήσεις. Ο νόμος αυτός κατήργησε τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 6 του ν. 2225/1994 περί ΕΘΕΠΑΕ. Ο ν. 3315/2003 είναι ειδικότερος του ν. 3051/2002, όπως ισχύει σήμερα, που ρυθμίζει τα περί των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών, και πλέον θέματα που αφορούν την ΑΔΑΕ ρυθμίζονται κατά ειδικό τρόπο μόνο από αυτόν. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 1 του ν. 3115/2003, σκοπός της ανεξάρτητης αρχής είναι είναι η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο κατά το άρθρου 19, παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ στην έννοια της προστασίας του απορρήτου περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου. Η ΑΔΑΕ ως ανεξάρτητη αρχή διαθέτει ξεχωριστή νομική προσωπικότητα. Ο ν. 3115/2003 της παρέχει ρητώς διοικητική αυτοτέλεια, ενώ υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό της Βουλής (άρθρο 1, παρ. 3). Ως έδρα της ορίζεται η Αθήνα, ωστόσο ύστερα από απόφασή της μπορεί να εγκαθιστά και να λειτουργεί γραφεία και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας (άρθρο 1, παρ. 2).
Κατά το άρθρο 7, παρ.1 του ν. 3115/2003, η δράση της εποπτικής αρχής διέπεται από τις αρχές της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας. Η αρχή της διαφάνειας συνεπάγεται ότι τα μέλη και το προσωπικό της ΑΔΑΕ δεν μπορούν να ενεργούν υπό μυστικότητα, για παράδειγμα προσποιούμενοι τους πελάτες ώστε να διεξάγουν κρυφό έλεγχο, και εφαρμόζεται κατά την εξέταση των καταγγελιών, την ακρόαση των ενδιαφερομένων αλλά και τη λήψη της απόφασης για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων . Η αρχή της αντικειμενικότητας επιτάσσει τη διεξαγωγή ελέγχων βάσει αντικειμενικών δεδομένων και με όμοιο τρόπο, ενώ η αρχή της αμεροληψίας εφαρμόζεται τόσο κατά τη διενέργεια ελέγχων όσο και κατά την επιβολή κυρώσεων .
Η ΑΔΑΕ συνέρχεται στην έδρα της, εκτός αν έχει οριστεί διαφορετικά προηγουμένως (άρθρο 7, παρ. 3). Συνεδριάζει τακτικά τουλάχιστον μία φορά το μήνα, αλλά και εκτάκτως, εφόσον ζητηθεί από τον Πρόεδρο ή από δύο τουλάχιστον μέλη της. Διαθέτει νόμιμη απαρτία με τη συμμετοχή το λιγότερο τριών μελών και οι αποφάσεις της λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, ενώ σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή, όταν αυτός απουσιάζει, του Αντιπροέδρου. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ και το Συμβούλιο της Επικρατείας, έπειτα από τη μεταβολή της νομολογίας του τελευταίου καθώς αρχικά αντιτίθετο, οι συνεδριάσεις της ΑΔΑΕ μπορούν να γίνονται κεκλεισμένων των θυρών . Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7, παρ. 4 του νόμου, η λειτουργία της ΑΔΑΕ διέπεται από τη συλλογική δράση των μελών της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Όλες οι αποφάσεις είναι αιτιολογημένες, καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο και μπορούν να δημοσιευθούν, εκτός αν αφορούν την εθνική άμυνα ή τη δημόσια ασφάλεια. Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης στα έγγραφα της αρχής για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, αλλά με την εξαίρεση πάλι των δύο προαναφερθεισών περιπτώσεων. Διαθέτει ικανότητα αυτοτελούς παράστασης σε κάθε είδους δίκες που την αφορούν, όπου εκπροσωπείται από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή από μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας (άρθρο 6, παρ. 5). Στο άρθρο 7, παρ. 5 του ν. 3115/2003, προβλέπεται ότι οι πιστώσεις που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της ΑΔΑΕ εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό ίδιο φορέα. Επιπρόσθετα, οι σχετικές δαπάνες εκκαθαρίζονται από την αρμόδια Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου και υπόκεινται στον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Β. Τα Μέλη
Η ΑΔΑΕ συγκροτείται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και άλλα πέντε μέλη, καθώς και από τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν τις αυτές ιδιότητες και προσόντα (άρθρο 2, παρ. 1 ν. 3115/2003). Τα μέλη της ΑΔΑΕ, όπως και όλων των ανεξάρτητων αρχών, κατά το άρθρο 101Α του Συντάγματος και το άρθρο 2, παρ. 1 του ν. 3115/2003 απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους πλήρη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία . Η θητεία τους, όπως η διάταξη του άρθρου 70 του ν. 4795/2021 τροποποίησε την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002, είναι εξαετής χωρίς δυνατότητα ανανέωσης, ενώ καθιερώθηκε για πρώτη φορά μετά το 2012 (άρθρο 61 ν. 4055/2012) η δυνατότητα των μελών ανεξαρτήτων αρχών που διανύουν τη θητεία τους να διορισθούν για πλήρη θητεία σε θέση υψηλότερης βαθμίδας της ίδιας αρχής. Η θητεία των μελών παρατείνεται έως τον διορισμό νέων (άρθρο 101Α Συντ.).
Όλα τα μέλη της ανεξάρτητης αρχής και οι αναπληρωτές αυτών επιλέγονται από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, με πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη συνδυαστικά με τον τρόπο συγκρότησης της επιτροπής, αν και πρακτικά προϋποθέτει τη σύμπραξη του πρώτου κόμματος με τουλάχιστον ένα ακόμη κόμμα, είναι πολύ πιθανό αυτή την πλειοψηφία να τη διαθέτει μόνη της η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και εν τέλει η επιλογή των μελών να καταλήγει να γίνεται μια κυβερνητική επιλογή . Η θητεία των μελών παρατείνεται έως τον διορισμό νέων μελών (άρθρο 101Α, παρ. 2, εδ. ε´ Συντ.). Σύμφωνα με τον νόμο (άρθρο 2, παρ. 3), τα πρόσωπα που επιλέγονται ως μέλη της αρχής πρέπει πρώτον, να τυγχάνουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής και δεύτερον, να διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα στο νομικό ή στο τεχνικό πεδίο των επικοινωνιών. Ο διορισμός τους γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μέσα σε δεκαπέντε μέρες από τη στιγμή που του κοινοποιήθηκε η απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, ενώ σε περίπτωση λήξης θητείας ή απώλεσης μέλους για οποιονδήποτε λόγο, ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσο και μετά την αποχώρησή τους, τα μέλη της ΑΔΑΕ δεσμεύονται από τον νόμο, υπόκεινται σε καθήκον εχεμύθειας και είναι υποχρεωμένα να υποβάλουν κάθε έτος στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την προβλεπόμενη δήλωση περιουσιακής κατάστασης (άρθρο 3 ν. 3115/2003).
Ως κωλύματα για τον διορισμό μέλους της ΑΔΑΕ ορίζονται από το άρθρο 4 του ν. 3115/2003 η τελεσίδικη καταδίκη για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου κατά τον Υπαλληλικό Κώδικα, η επαγγελματική δραστηριοποίηση ως εταίρος, μέτοχος, διοικών ή εργαζόμενος σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται με τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, τις τηλεπικοινωνίες, την πληροφορική ή την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εκτός από τα παραπάνω, η τέλεση πράξεων, η ανάληψη εργασιών ή έργων και η απόκτηση άλλων αρμοδιοτήτων που συγκρούονται με τα καθήκοντα ενός μέλους της ΑΔΑΕ, συνεπάγεται την έκπτωσή του. Επίσης, η έκπτωση μπορεί να περιέλθει ύστερα από αδικαιολόγητη απουσία από τρεις διαδοχικές συνεδριάσεις της αρχής (άρθρο 7, παρ. 2 ν. 3115/2003). Η έκπτωση λόγω τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης ή η αποδοχή της παραιτήσεως μέλους της ΑΔΑΕ γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και ακολουθεί μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κοινοποίηση της προαναφερθείσας απόφασης η τελική (διαπιστωτική) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, η ΑΔΑΕ προβαίνει σε διαπίστωση των υπολοίπων κωλυμάτων και ασυμβίβαστων, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους της και αποφασίζει έπειτα από ακρόαση του εν λόγω μέλους. Η όλη διαδικασία κινείται από τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ ή τον Υπουργό Δικαιοσύνης και η απόφαση μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου από το ενδιαφερόμενο μέλος, τον Υπουργό Δικαιοσύνης ή τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ (άρθρο 4, παρ. 4 ν. 3115/2003). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 4, παρ. 3 του ν. 3115/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 του ν. 3213/2003, τα μέλη της αρχής απαγορεύεται να ασκήσουν οποιοδήποτε άλλο δημόσιο λειτούργημα ή επάγγελμα και δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνουν άλλα καθήκοντα, αμειβόμενα ή μη, στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο κατ’εξαίρεση μπορούν, εκτός του προέδρου, να ασκήσουν διδακτικά καθήκοντα σε πανεπιστήμια υπό καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης.
Κατά το άρθρο 5 του ν. 3115/2003, τα μέλη της ΑΔΑΕ για παράβαση των υποχρεώσεών τους υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Αρμόδιο προς τούτο είναι πειθαρχικό συμβούλιο που αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο του ΣτΕ ως πρόεδρο, έναν Αεροπαγίτη και τρεις Καθηγητές Πανεπιστημίου με γνωστικό αντικείμενο του δικαίου, ενώ χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της αρχής. Το συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για τριετή θητεία. Την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου μπορεί να κινήσει ο Υπουργός Δικαιοσύνης για τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα απλά μέλη, αλλά και ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ για τον Αντιπρόεδρο και τα μέλη της. Το συμβούλιο αυτό αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την απαλλαγή ή την παύση του μέλους. Περαιτέρω, κάθε λεπτομέρεια για την πειθαρχική ευθύνη των μελών της αρχής και την πειθαρχική διαδικασία προβλέπεται στον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας της ΑΔΑΕ. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 10, παρ. 2 του ν. 3115/2003, η παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας από μέλος της ΑΔΑΕ συνεπάγεται ποινικές κυρώσεις.
Γ. Αρμοδιότητες
Η ΑΔΑΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3115/2003, όπως ισχύουν σήμερα, έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
• Διενεργεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, τακτικούς και έκτακτους ελέγχους σε εγκαταστάσεις, τεχνικό εξοπλισμό, αρχεία, τράπεζες δεδομένων και έγγραφα της ΕΥΠ, άλλων δημόσιων υπηρεσιών, οργανισμών, επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με ταχυδρομικές, τηλεπικοινωνιακές ή άλλες υπηρεσίες σχετικές με την ανταπόκριση και την επικοινωνία.
• Πληροφορείται σχετικά με την αποστολή της από τις προαναφερόμενες υπηρεσίες, οργανισμούς και επιχειρήσεις, καθώς και από τους εποπτεύοντες υπουργούς.
• Καλεί σε ακρόαση κάθε πρόσωπο των ως άνω φορέων που θεωρεί ότι μπορεί να συμβάλει στην εκπλήρωση της αποστολής της.
• Προχωρεί σε κατάσχεση των μέσων παραβίασης του απορρήτου που υποπίπτουν στην αντίληψή της κατά την άσκηση του έργου της και ορίζεται μεσεγγυούχος τους μέχρι να αποφανθούν για την τύχη τους τα αρμόδια δικαστήρια. Προβαίνει στην καταστροφή πληροφοριών, στοιχείων και δεδομένων που αποκτήθηκαν κατά παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών.
• Εξετάζει καταγγελίες σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων τα οποία θίγονται από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου.
• Στις περιπτώσεις των άρθρων 3, 4 και 5 του ν. 2225/1994, όπως έχουν καταργηθεί και αντικατασταθεί από τα άρθρα 4, 5, 6, 7 και 8 του ν. 5002/2022, η ΑΔΑΕ υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών.
• Τηρεί αρχείο απόρρητης αλληλογραφίας, σύμφωνα με το στοιχείο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3115/2003.
• Συνεργάζεται, για θέματα της αρμοδιότητάς της, με άλλες αρχές της χώρας, με αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών, με ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς.
• Συντάσσει κάθε χρόνο την προβλεπόμενη στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ιδρυτικού της νόμου Έκθεση πεπραγμένων, στην οποία περιγράφει το έργο της, διατυπώνει παρατηρήσεις, επισημαίνει παραλείψεις και προτείνει τις ενδεικνυόμενες νομοθετικές μεταβολές στον τομέα της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών.
• Γνωμοδοτεί και απευθύνει συστάσεις ή υποδείξεις για τη λήψη μέτρων διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, καθώς και για τη διαδικασία άρσης του.
• Εκδίδει τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας της, ο οποίος πρέπει να είναι σύμφωνος με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
• Εκδίδει κανονιστικές πράξεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με τις οποίες ρυθμίζεται κάθε διαδικασία και λεπτομέρεια σε σχέση με τις παραπάνω αρμοδιότητές της και την εν γένει διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.
• Καταρτίζει τον Κανονισμό Οικονομικής Διαχείρισης, ο οποίος υποβάλλεται αρμοδίως και εγκρίνεται από τον Υπουργό Οικονομικών.
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 11 του ν. 3115/2003 η ΑΔΑΕ διαθέτει κυρωτική αρμοδιότητα να επιβάλει, στο υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παραβίασε την νομοθεσία για την άρση του απορρήτου, σύσταση για συμμόρφωση με προειδοποίηση επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση υποτροπής και πρόστιμο από δεκαπέντε χιλιάδες έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ.
Επίσης, η ΑΔΑΕ έχει, μεταξύ άλλων, και τις παρακάτω αρμοδιότητες:
• Εκδίδει πράξη με την οποία καθορίζονται οι διαδικασίες, ο τρόπος και κάθε άλλη τεχνική λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 6, παρ. 4 του ν. 3471/2006 για την επεξεργασία των δεδομένων θέσης χρήστη ή συνδρομητή από τους φορείς παροχής δημοσίου δικτύου ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ώστε σε περίπτωση κλήσεων άμεσης επέμβασης, να παρέχουν στις αρμόδιες για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης αρχές τις απαραίτητες πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος. Η επεξεργασία των δεδομένων θέσης στην περίπτωση αυτή γίνεται, κατ’ εξαίρεση, χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση του συνδρομητή ή του χρήστη.
• Εκδίδει πράξη με την οποία καθορίζονται οι ειδικότερες διαδικασίες, ο τρόπος και η διάρκεια εξουδετέρωσης της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια της διαδικασίας για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8, παρ. 7 του ν. 3471/2006 για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μετά από αίτηση του συνδρομητή.
• Εκδίδει κοινή πράξη με την ΑΠΔΠΧ με την οποία ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τις εργασίες που πραγματοποιούνται σε συστήματα των παρόχων ηλεκτρονικών επικοινωνιών για το συσχετισμό των στοιχείων ταυτότητας των συνδρομητών τους με τα αντίστοιχα δεδομένα επικοινωνίας τους (άρθρο 13, παρ. 5 ν. 3471/2006)
• Εκδίδει κανονισμούς για τη ρύθμιση θεμάτων συμβατότητας της διαδικασίας κρυπτογράφησης φωνητικών μηνυμάτων μεταξύ των παρόχων σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3674/2008. Οι μέθοδοι κρυπτογράφησης γνωστοποιούνται από τον πάροχο στην ΑΔΑΕ. Ο πάροχος συμμορφώνεται προς τις οδηγίες της αρχής, καθόσον αφορά ιδίως την καταλληλότητα, την αποτελεσματικότητα ή την αντικατάσταση των μεθόδων κρυπτογράφησης που χρησιμοποιεί.
• Εκδίδει κανονισμό για τη ρύθμιση θεμάτων τήρησης αρχείων καταγραφής διαχειριστικών λειτουργιών από τους παρόχους οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 3674/2008, υποχρεούνται να καταγράφουν τις διαχειριστικές λειτουργίες που επιχειρούνται στο λογισμικό κάθε ψηφιακού κέντρου μεταγωγής.
• Προβαίνει σε τακτικούς και έκτακτους ελέγχους της υποδομής, των συστημάτων υλικού και λογισμικού και γενικώς των μέσων που τελούν υπό την εποπτεία του παρόχου, προκειμένου να διαπιστωθεί η τήρηση των διατάξεων του ν. 3674/2008 και της κείμενης νομοθεσίας για την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας. Ο έλεγχος της ΑΔΑΕ δύναται να περιλαμβάνει και τεχνικές δοκιμές με χρήση της υποδομής του παρόχου ή της υποδομής των συστημάτων υλικού και λογισμικού που διαθέτει η ΑΔΑΕ ή άλλη δημόσια αρχή (άρθρο 6 ν. 3674/2008).
• Εκδίδει κανονισμό για την επεξεργασία και τη διαβίβαση των διατηρούμενων δεδομένων από τους παρόχους, με τον οποίο καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με τις ειδικότερες αρχές ασφάλειας, τη διαδικασία και τον τρόπο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 8 του ν. 3917/2011 σχετικά με τις υποχρεώσεις των παρόχων.
• Εκδίδει κοινή πράξη με την ΑΠΔΠΧ με την οποία ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη διαδικασία και τον τρόπο εφαρμογής του άρθρου 7 του ν. 3917/2011 σχετικά με τις υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμων στο κοινό ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών ως προς την προστασία και την ασφάλεια των διατηρούμενων δεδομένων, όπως ορίζονται στον ίδιο νόμο.
• Πληροφορείται, σύμφωνα με το άρθρο 148 του ν. 4727/2020, από τους παρόχους δημοσίων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών αμελλητί κάθε συμβάν ασφάλειας που έχει αντίκτυπο στη λειτουργία των δικτύων και των υπηρεσιών. Η ΑΔΑΕ με τη σειρά της κοινοποιεί τα σχετικά συμβάντα στην Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας και στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές στα άλλα κράτη μέλη και τον Οργανισμό της ΕΕ για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών.
• Εκδίδει κανονιστικές πράξεις συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα μέτρα για την αντιμετώπιση συμβάντων ασφάλειας ή για την αποτροπή της, καθώς και τις προθεσμίες εφαρμογής τους, ενώ μπορεί να επιβάλει και διοικητικές κυρώσεις προς τούτο (άρθρο 149 ν. 4727/2020).
• Έπειτα από εισήγηση της αρχής και γνώμης της ΕΕΤΤ, κατά το άρθρο 216 του ν. 4727/2020, τα Υπουργεία Προστασίας του Πολίτη, Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης με κοινή απόφαση καθορίζουν τις ελάχιστες υποχρεώσεις προς τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται οι επιχειρήσεις για τη μέγιστη δυνατή διαθεσιμότητα υπηρεσιών. Αρμόδιος φορέας για τον έλεγχο τους είναι η ΑΔΑΕ, η οποία δύναται για τον σκοπό αυτό να ζητά από τις επιχειρήσεις την παροχή σχετικών πληροφοριών.
Με το άρθρο 87 του ν. 4790/2021 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 5, παρ. 9 του ν. 2225/1994 και καταργήθηκε πλήρως η αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί στους θιγόμενους την άρση του απορρήτου, μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακινδυνεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε. Η πρόβλεψη αυτή του νομοθέτη, η οποία μάλιστα ίσχυε αναδρομικά, στερεί από τον θιγόμενο την δυνατότητα να ζητήσει αποτελεσματική δικαστική λειτουργία και μειώνει σημαντικά την προστασία του απορρήτου, με αποτέλεμα να μην εναρμονίζεται με τα άρθρα 8 και 13 της ΕΣΔΑ , αλλά και το ίδιο το άρθρο 19 του Συντάγματος και ως εκ τούτου θα μπορούσε να ελεγχθεί ως αντισυνταγματική .
Ωστόσο, η παραπάνω πρόβλεψη δεν ίσχυσε για πολύ. Η υπόθεση παρακολουθήσεως αρχηγού κόμματος οδήγησε στην ψήφιση του ν. 5002/2022 «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών». Μεταξύ άλλων, με το άρθρο 50 ο ως άνω νόμος κατήργησε και αντικατέστησε τα άρθρα 3, 4, 5 και 7 του ν. 2225/1994, όπως ίσχυαν τροποποιημένα. Με το άρθρο 4 του ν. 5002/2022, διατηρείται το παλιό σύστημα ως προς την έκδοση εισαγγελικής διάταξης για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας στον εισαγγελικό λειτουργό της ΕΥΠ και της ΔΑΕΕΒ. Εντούτοις, ο αρμόδιος προς τούτο Εισαγγελέας Εφετών, αποσπασμένος στο περιβάλλον των ανωτέρω δύο υπηρεσιών, ενσωματώνεται τρόπον τινά στο περιβάλλον τους και απομακρύνεται από τη στόχευση του Συντάγματος που είναι ένας ανεξάρτητος δικαστικός λειτουργός ο οποίος θα δρα ως εγγυητής του δικαιώματος . Επιπλέον, οι εισαγγελικές διατάξεις εξακολουθούν να μην περιλαμβάνουν την αιτιολογία λήψεως του μέτρου, με αποτέλεσμα να αδυνατούν τόσο η ΑΔΑΕ όσο και η δικαιοσύνη να ελέγξουν τη νομιμότητα της άρσης, ιδιαιτέρως δε με τον κίνδυνο καταχρήσεως που επιφέρει η υπέρμετρη διεύρυνση της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» κατά το άρθρο 3, παρ. 1 του ν. 5002/2022 . Τροχοπέδη για τον αποτελεσματικό έλεγχο από την ΑΔΑΕ αποτελεί και η απαγόρευση προς τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου να τηρεί αρχείο. Η γνωστοποίηση της άρσης στο θιγέντα αν και επαναπροβλέφθηκε (άρθρο 4, παρ. 7), παρέχεται μόνο αφού περάσουν τρία ολόκληρα χρόνια από τη λήξη του μέτρου, δεν περιέχεται αιτιολόγηση, ενώ αφαιρέθηκε τελείως η αρμοδιότητα από την ΑΔΑΕ και ανατίθεται σε τριμελές όργανο, στο οποίο ωστόσο συμμετέχει ο Πρόεδρος της αρχής. Η ρύθμιση αυτή δεν εκπληρώνει τον σκοπό της γνωστοποίησης και έρχεται σε δυσαρμονία με την επιταγή του Συντάγματος που θέτει ως εγγυητή για την τήρηση της νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου την ΑΔΑΕ, αλλά και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ . Επιπρόσθετα, με το άρθρο 6 του νόμου, εκτός από τα κακουργήματα, προστίθενται και αρκετά πλημμελήματα που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση εγκλημάτων. Αυτό όμως παρουσιάζει μεγάλο πρόβλημα ασυμφωνίας με το άρθρο 19, παρ. 1, εδ. β´ του Συντάγματος, καθώς φαίνεται να μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα . Σύμφωνα με το άρθρο 8, παρ. 6, ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ υποχρεούται να ενημερώνει για θέματα άρσεων απορρήτου της επικοινωνίας τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων και τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Τέλος το άρθρο 14 του ν. 5002/2022 αναθέτει στην ΑΔΑΕ την αρμοδιότητα να καταγράφει σε ενδεικτικό κατάλογο λογισμικά ή συσκευές παρακολούθησης, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Συντονισμού για θέματα Κυβερνοασφάλειας, ο οποίος θα επικαιροποιείται το αργότερο κάθε έξι μήνες.
Για την τελέσφορη λειτουργία της αρχής και την αποτελεσματικότερη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών μέσω αποτελεσματικότερης εποπτείας , έχει προταθεί, άποψη που υποστηρίζει και ο γράφων, η συγχώνευση της ΑΔΑΕ και της ΑΠΔΠΧ. Η συγχώνευση των δύο αρχών είναι επιτρεπτή, καθώς τα άρθρα 19 και 9Α του Συντάγματος δεν προσδιορίζουν την ακριβή μορφή τους, ούτε επιβάλουν την ύπαρξη αυτοτελούς αρχής, ενώ η συγχώνευση είναι σύμφωνη και με την νομολογία του ΔΕΕ . Τα προστατευόμενα αγαθά του απορρήτου των επικοινωνιών και της διασφάλισης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αποτελούν αμφότερα ειδικότερες εκφάνσεις του ιδιωτικού και ουσιαστικά αλληλοσυμπληρώνονται. Επιπρόσθετα, η συγχώνευση θα εξυπηρετήσει την αρχή ne bis in idem, αφού τοιουτοτρόπως θα αποτρέπεται η επιβολή διπλής κύρωσης για την ίδια παράβαση και ταυτόχρονα θα διευκολύνεται η εξυπηρέτηση των πολιτών.
Δ. Προσωπικό και Οργανωτική Διάρθρωση
Η στελέχωση της ΑΔΑΕ αρχικά προβλεπόταν στο άρθρο 8 του ν. 3115/2003, κατ’ επιταγή του οποίου εκδόθηκε το πδ 40/2005, που αφορούσε την εσωτερική διάρθρωση της αρχής. Σήμερα τα ζητήματα αυτά προβλέπονται από τον νέο Οργανισμό της ΑΔΑΕ (ΦΕΚ 3030/Β/17.06.2022), όπως ισχύει τροποποιημένος (ΦΕΚ 2577/Β/20.04.2023). Συνολικά προβλέπονται πενήντα τέσσερις οργανικές θέσεις, οι οποίες κατανέμονται στις διευθύνσεις και στα επιμέρους τμήματά τους, καθώς και στα αυτοτελή τμήματα. Η διαδικασία επιλογής του προσωπικού προβλέπεται από το άρθρο 8, παρ. 2 και 3 του ν. 3115/2003. Το προσωπικό, όπως και τα μέλη, υπόκειται σε καθήκον εχεμύθειας και υπέχουν πειθαρχική ευθύνη.
Βάσει του Οργανισμού της ΑΔΑΕ, η αρχή διαρθρώνεται ως εξής:
Ι) Διοίκηση:
Α) Ολομέλεια-Πρόεδρος-Αντιπρόεδρος.
Β) Γραφείο Νομικού Συμβούλου και Νομικών Υπηρεσιών, το οποίο παρέχει νομική υποστήριξη στα όργανα της διοίκησης και στις οργανικές μονάδες της αρχής.
ΙΙ) Οργανικές μονάδες:
Α) Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ελέγχου Εφαρμογής Κανονιστικού Πλαισίου Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών. Η Διεύθυνση είναι επιφορτισμένη με τη διαμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου που αφορά τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, την ακεραιότητα των δικτύων, τη διαθεσιμότητα των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τη διενέργεια τακτικών ελέγχων.
Β) Διεύθυνση Παρακολούθησης και Ελέγχου Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών. Είναι αρμόδια για τη διενέργεια έκτακτων ελέγχων, κατόπιν καταγγελίας, γνωστοποίησης περιστατικού ασφάλειας ή αυτεπαγγέλτως, στους προβλεπόμενους φορείς, για ζητήματα σχετικά με τη διασφάλιση του απορρήτου, την ακεραιότητα των δικτύων και τη διαθεσιμότητα υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ακόμη, η Διεύθυνση επιλαμβάνεται ερωτημάτων πολιτών και φορέων σχετικά με τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, ενώ είναι και αρμόδια για την παρακολούθηση των τεχνολογικών εξελίξεων σε συστήματα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αφορούν τις αρμοδιότητές της αρχής.
Γ) Διεύθυνση Διασφάλισης Απορρήτου Ταχυδρομικών Επικοινωνιών, η οποία είναι αρμόδια για τη διασφάλιση του απορρήτου των πάσης φύσεως ταχυδρομικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβάνοντας και τις υπηρεσίες ταχυμεταφοράς.
Δ) Διεύθυνση Διοικητικών-Οικονομικών Υπηρεσιών και Πληροφορικής για την υποστήριξη και αποτελεσματικότερη εκτέλεση και συντονισμό όλων των οικονομικών, διοικητικών και διαχειριστικών θεμάτων.
Ε) Αυτοτελές Τμήμα Διεθνών Εργασιών και Δημοσίων Σχέσεων.
Στ) Αυτοτελές Τμήμα Άρσης του Απορρήτου. Είναι αρμόδιο για την κατάσχεση των μέσων παραβίασης του απορρήτου και ορίζεται μεσεγγυούχος αυτών έως την απόφαση των αρμοδίων δικαστηρίων.
Ζ) Αυτοτελές Τμήμα Υποστήριξης Ολομέλειας-Προέδρου.
Η) Αυτοτελές Τμήμα Ασφάλειας Υποδομών, Συστημάτων και Πληροφοριών.
Ε. Κοινοβουλευτικός και Δικαστικός Έλεγχος
Η συνταγματική διάταξη του άρθρου 101Α, παρ. 3 προβλέπει ρητά ότι η λειτουργία όλων των ανεξάρτητων αρχών, και συνεπώς και της ΑΔΑΕ, εμπίπτει στο πεδίο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, ο τρόπος άσκησης του οποίου ρυθμίζεται, όπως και όσα αφορούν τη σχέση των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή, από τον Κανονισμό της Βουλής. Ειδικότερα, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος επί των πράξεων της ΑΔΑΕ προβλέπεται και στον ιδρυτικό της ν. 3115/2003, άρθρο 1, παρ. 3. Η επιταγή αυτή του Συντάγματος είναι αναγκαία, καθώς δεν μπορεί να υπάρχει σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα διοικητικό όργανο εκτός κοινοβουλευτικού και συνεπώς δημοκρατικού ελέγχου . Επομένως, οι ανεξάρτητες αρχές υπόκεινται μόνον σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και όχι σε οποιαδήποτε άλλη εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή διοικητικές αρχές (λειτουργική ανεξαρτησία), ενώ συνιστούν κατά κάποιον τρόπο, ένα είδος longa manu της Βουλής για τον έλεγχο του διοικητικού σκέλους της εκτελεστικής εξουσίας, ελεγχόμενες ταυτόχρονα και οι ίδιες από τη Βουλή .
Η διάταξη λοιπόν που ρυθμίζει αυτή τη σχέση είναι το άρθρο 138Α του ΚτΒ. Με βάση το άρθρο 43Α, παρ. 2α του ΚτΒ, η ειδική μόνιμη επιτροπή θεσμών και διαφάνειας έχει ως αντικείμενο τον κοινοβουλευτικό έλεγχο κάθε συνταγματικά ή νομοθετικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής, η οποία έχει την υποχρέωση να υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους, ετήσια έκθεση πεπραγμένων (άρθρο 138Α, παρ. 1). Παράλληλα, υπάρχει η δυνατότητα κάθε ανεξάρτητη αρχή να υποβάλλει ειδικές εκθέσεις για θέματα της αρμοδιότητάς της στις επιτροπές της Βουλής (παρ. 2). Επιπλέον, η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας μπορεί να παραγγέλλει στις αρχές τη σύνταξη ειδικών εκθέσεων σε υποθέσεις γενικότερου ενδιαφέροντος, ώστε να ενημερώσει τη Βουλή (παρ. 3). Έπειτα από την αξιολόγηση του έργου κάθε ανεξάρτητης αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής υποβάλει στον Πρόεδρο της Βουλής τα πορίσματα των συζητήσεών τους, ο οποίος τα αποστέλλει στον αρμόδιο Υπουργό και την ελεγχόμενη αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 138Α, παρ. 4. Υποστηρίζεται από μέρος της θεωρίας ότι οι ανεξάρτητες αρχές δεν υπόκεινται ουσιαστικά σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, αλλά σε μια μορφή ήπιας λογοδοσίας που στοχεύει στη διασφάλιση της διαφάνειας και την άσκηση κριτικής επί του έργου τους , καθώς π.χ. δεν μπορεί ούτε να επιφέρει ως κύρωση την αποπομπή μέλους ανεξάρτητους αρχής . Ακόμη, αμφισβητείται η δυνατότητα της ίδιας της επιτροπής θεσμών και διαφάνειας να ελέγξει αποτελεσματικά το έργο των ανεξάρτητων αρχών λόγω του εξαιρετικά ευρέως φάσματος αρμοδιοτήτων της . Προβλέπεται δε και η δυνατότητα ακρόασης του Προέδρου ή των μελών της αρχής (παρ. 5). Περαιτέρω, κάθε ανεξάρτητη αρχή μπορεί να αναφέρεται προς τη Βουλή για την επίλυση τυχόν θεμάτων της, ενώ έχουν την υποχρέωση να καταθέτουν στον Πρόεδρο της Βουλής αντίγραφο του σχεδίου προϋπολογισμού τους, που υποβάλλουν στον Υπουργό Οικονομικών (άρθρο 138Α, παρ. 7). Τέλος, παρέχεται η δυνατότητα στη Διάσκεψη των Προέδρων, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να καλεί οποιαδήποτε ανεξάρτητη αρχή για θέματα που αφορούν τη λειτουργία τους, καθώς και να υποβάλει στον Ολομέλεια της Βουλής σχετικές εκθέσεις και προτάσεις (άρθρο 14, εδ. ζ´ του ΚτΒ).
Οι συνταγματικές ρυθμίσεις περί του κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας θέτουν την ΑΔΑΕ υπό δικαστικό έλεγχο, ακόμη και κατά τη διάρκεια άσκησης των συνταγματικά κατοχυρωμένων καθηκόντων της. Αυτό συμβαίνει καθώς η ΑΔΑΕ, όπως και κάθε άλλη ανεξάρτητη αρχή, αποτελεί μέρος της Εκτελεστικής Εξουσίας ως, lato sensu, διοικητικό όργανο, ασχέτως από την, εκ του Συντάγματος παραχωρημένης, ευρεία ανεξαρτησία της, και υπόκειται στον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων, παραλείψεων και υλικών ενεργειών της από τα δικαστικά όργανα που εντάσσονται στο δικαιοδοτικό πλαίσιο της διοικητικής δικαιοσύνης . Πρέπει να διευκρινιστεί ότι πρόκειται αυστηρά για έλεγχο νομιμότητας και μόνο, ενώ ο έλεγχος αυτός, εκτός από τη δέσμια αρμοδιότητα, αφορά και τη διακριτική ευχέρεια των οργάνων της ΑΔΑΕ .
Οι ατομικές διοικητικές πράξεις της ΑΔΑΕ, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, μπορούν να προσβληθούν μέσω του ένδικου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ (άρθρο 66, παρ. 2 ν. 4055/2012). Όταν όμως προκύπτουν διοικητικές διαφορές ουσίας από την επιβολή προστίμων για παραβιάσεις συγκεκριμένων διατάξεων του ν. 3674/2008, οι αποφάσεις υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με δυνατότητα αίτησης αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ (άρθρο 11, παρ. 3 ν. 3674/2008). Τέλος, αν οι διοικητικές διαφορές ουσίας προέρχονται από παράνομες και επιβλαβείς πράξεις ή παραλείψεις της ΑΔΑΕ κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αρμόδια είναι τα πρωτοβάθμια Διοικητικά Δικαστήρια μέσω του ένδικου βοηθήματος της αγωγής. Τα μέλη της ΑΔΑΕ και το προσωπικό της δεν υπέχουν αστική ευθύνη έναντι οποιουδήποτε τρίτου, ούτε εξετάζονται ή διώκονται ποινικά για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός αν ενήργησαν με δόλο ή βαρεία αμέλεια (άρθρο 55 ν. 5043/2023).
Αναφορικά με τα Ποινικά Δικαστήρια, ενώ ο ρόλος τους είναι προδήλως κατοχυρωμένος από τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 19, παράλληλα εκ του Συντάγματος, η δικαστική αυτή αρχή τελεί υπό εγγυήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τον πλήρη σεβασμό των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ, και συνεπώς, απαγορεύουν κατ’ απόλυτο τρόπο στα όργανα της Ποινικής Δικαιοσύνης να περιορίζουν τις αρμοδιότητες της αρχής . Τα Ποινικά Δικαστήρια εκδικάζουν μόνο εγκλήματα για παραβίαση του απορρήτου κατά τα άρθρα 370 και 370Α του Ποινικού Κώδικα, ενώ διαθέτουν και συγκεκριμένες αρμοδιότητες σύμφωνα με τον ν. 5002/2022, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19 του Συντάγματος, χωρίς εννοείται να παρεισφρέουν στις κατοχυρωμένες αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.
Επίμετρο: Αξιολόγηση της Υπόθεσης Τηλεφωνικών Υποκλοπών 2022
Τον Ιούλιο του 2022, η καταγγελία του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου για την παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του από κακόβουλο λογισμικό, μετά από ευρήματα της υπηρεσίας πληροφορικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου , επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των ανεπαρκών, όπως αποδείχθηκε, εγγυήσεων για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών στην Ελλάδα. Η υπόθεση αυτή συνδέθηκε με την υπόθεση παρακολουθήσεως του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, ενώ τους επόμενους μήνες η δημοσιογραφική έρευνα έφερε στο φως πλήθος περιπτώσεων παρακολουθήσεων πολιτών μέσω του παράνομου λογισμικού Predator, που χρησιμοποιούσε η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) . Η Κυβέρνηση αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη κρατικών αρχών στη χρήση του λογισμικού και τα διαθέσιμα στοιχεία δεν μας επιτρέπουν να έχουμε μια ξεκάθαρη άποψη του τι πραγματικά συνέβη. Έτσι, είναι δύσκολο να κρίνουμε τα γεγονότα από συνταγματική σκοπιά, ωστόσο μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:
I. Με βάση τις ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων της ΑΔΑΕ προκύπτει μια ιλιγγιώδη αύξηση των εισαγγελικών διατάξεων για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, από τις 406 το 2005 στις 5.459 το 2010 και στις 9.132 το 2015, και από τις 13.751 το 2020 στις 15.475 το 2021 . Αυτός ο τεράστιος αριθμός άρσης του απορρήτου φαίνεται να παραβιάζει κατάφωρα το Σύνταγμα , καθώς το άρθρο 19, παρ. 1 προβλέπει κατ’ εξαίρεση μόνο την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, έννοια η οποία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ερμηνεύεται στενά. Εξάλλου, όλες αυτές οι παρακολουθήσεις δεν οδήγησαν, όπως και στην περίπτωση των παραπάνω προσώπων, στην στοιχειοθέτηση ούτε ενός φακέλου ποινικής δικογραφίας και άρα δεν επιβεβαιώθηκε η υποψία που οδήγησε στην παρακολούθησή τους .
II. Η προσπάθεια της ΕΥΠ να συγκαλύψει τις συνθήκες άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου του Προέδρου ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, αποτελεί μεγάλο ατόπημα που πλήττει βαθιά το κράτος δικαίου . Κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ , οι διοικητικές αρχές δεν μπορούν να αρνηθούν την άσκηση δικαστικού ελέγχου επί των πράξεων τους, επικαλούμενες το απόρρητο ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου. Έτσι και η ΕΥΠ έχει την υποχρέωση να παρέχει στοιχεία ενώπιον των οργάνων της ΑΔΑΕ , αλλά και ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, με την εξαίρεση του αν συντρέχουν λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος ή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τους οποίους εκθέτει ο αρμόδιος Υπουργός (άρθρο 43Α ΚτΒ), διαφορετικά αίρεται η ουσία άσκησης του ελέγχου. Ωστόσο, στις περιπτώσεις Κουκάκη και Ανδρουλάκη η ΕΥΠ ανακοίνωσε ότι εκ παραδρομής, καταστράφηκαν τα αρχεία της παρακολούθησής τους, συσκοτίζοντας έτι περαιτέρω την όλη υπόθεση.
III. Προβληματισμό προκάλεσε και ο ισχυρισμός ότι για τους βουλευτές και γενικώς για τα πολιτικά πρόσωπα δεν ισχύουν οι εξαιρέσεις του Άρθρου 19 του Συντάγματος περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Τούτο όμως δεν προκύπτει ούτε από την πρόβλεψη του ίδιου του άρθρου 19 και τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη, καθώς θα διεύρυνε την προστασία των βουλευτών έναντι των λοιπών πολιτών , ούτε από τη γραμματική, συστηματική ιστορική ή τελολογική ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 του Συντάγματος, περί ανεύθυνου και ακαταδίωκτου των βουλευτών .
IV. Η παραίτηση του γενικού γραμματέα του Πρωθυπουργού και του διοικητή της ΕΥΠ δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη πολιτική ευθύνη του Πρωθυπουργού ως πολιτικού και διοικητικού προϊσταμένου της ΕΥΠ, η οποία είναι αντικειμενική και μη μεταβιβάσιμη . Ωστόσο, ελλείψει συνταγματικής επιταγής περί παραίτησης του Πρωθυπουργού, συνταγματικής αρχής ή ακόμη και «Συνθήκης του Πολιτεύματος», ανήκει στην διακριτική του ευχέρεια να σταθμίσει την προσωπική του πολιτική ευθύνη και τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν στη Χώρα .
V. Προβληματικές καθίστανται, για τους λόγους οι οποίοι αναλύθηκαν παραπάνω , οι διατάξεις του ν. 5002/2022, ο οποίος είχε ως στόχο να αποκαταστήσει τη νομιμότητα γύρω από το απόρρητο μετά τις υποθέσεις τηλεφωνικών υποκλοπών. Ωστόσο, παρατηρείται και πάλι η υποβάθμιση της αποστολής της ΑΔΑΕ, η οποία δεν αποτελεί το αξιόπιστο και αποτελεσματικό αντίβαρο απέναντι στην αυθαιρεσία των δημοσίων και ιδιωτικών εξουσιών που επιβουλεύονται την ελευθερία των επικοινωνιών . Μοναδική χαραμάδα αισιοδοξίας αποτελεί η προσπάθεια της ΑΔΑΕ, και ιδίως η έντιμη και συνεπής στάση του Προέδρου της, Χρήστου Ράμμου, να επιτελέσει το συνταγματικό της καθήκον, μέσα σε ένα πραγματικά αντίξοο περιβάλλον .
VI. Τέλος, ανεπαρκής φάνηκε και ο ρόλος της Δικαιοσύνης, η οποία αντί να προχωρήσει σε ταχεία διερεύνηση του θέματος, επικεντρώθηκε στο πως ανακάλυψαν οι δημοσιογράφοι τις κρίσιμες αυτές πληροφορίες . Ανησυχία ωστόσο, προκάλεσε και η Γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ι. Ντογιάκου, σε ερώτημα τηλεπικοινωνιακού παρόχου. Η γνωμοδότηση εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, καθώς ο Εισαγγελέας δεν γνωμοδοτεί «επί υποθέσεων, επί των οποίων επιλήφθηκαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές» και σε αντίθεση με την πάγια παράδοση «αυτοπεριορισμού» της Εισαγγελίας, ενώ φαίνεται να εξισώνει την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ, η οποία της απονέμεται απ’ ευθείας από το Σύνταγμα και δεν μπορεί να περιοριστεί νομοθετικώς, με τη δυνατότητα ενημέρωσης των θιγόμενων, η οποία με τον ν. 5002/2022 πέρασε από την αρμοδιότητα της αρχής σε τριμελές όργανο .
Επίλογος
Συμπερασματικώς, όπως κατέστη σαφές, μέσα στις τρέχουσες πολιτικές συγκυρίες της Χώρας μας και με τους κινδύνους που αναδύονται συνεχώς από την τεχνολογική-ψηφιακή εξέλιξη, η διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών πρέπει να καταστεί κύριο μέλημα της Πολιτείας. Το απόρρητο της επικοινωνίας αποτελεί ένα θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, το οποίο συμπίπτει με τον πυρήνα της ανθρώπινης υποστάσεως . Δυστυχώς, παρά την πολυεπίπεδη προστασία του δικαιώματος, η άρση του επικοινωνιακού απορρήτου κατά παράβαση των επιταγών του Άρθρου 19 του Συντάγματος, ιδίως για λόγους εθνικής ασφάλειας, έχει καταστεί πλέον συχνό φαινόμενο. Παράλληλα, προβληματική εμφανίζεται και η λειτουργία της επιφορτισμένης εκ του Συντάγματος ανεξάρτητης αρχής για τη διασφάλιση του απορρήτου. Η αποστολή της ΑΔΑΕ υποτιμάται συνεχώς από την εκτελεστική εξουσία, αντιμετωπίζεται όμως με καχυποψία και από τη δικαιοσύνη . Καταδεικνύεται λοιπόν, ότι η προστασία του απορρήτου είναι άκαρπη, ενώ ο πυρήνας του δικαιώματος αποδεικνύεται κούφιος . Εντούτοις, η παρούσα κατάσταση δεν πρέπει να είναι ανεκτή. Στα πλαίσια της λειτουργίας του Πολιτεύματός μας ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για περαιτέρω θωράκιση των θεσμών και πλήρη σεβασμό των επιταγών του Συντάγματος . Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, αλλά και στοιχειώδες καθήκον όλων μας.
Πίνακας Βιβλιογραφίας
Ελληνική Βιβλιογραφία
Αλιβιζάτος Ν., Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, Ι. Η αρχή του πολιτικού ελέγχου, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1987.
Βενιζέλος Ε., Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, νέα έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021.
Βενιζέλος Ε., Το αναθεωρητικό κεκτημένο, Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2002.
Βλαχόπουλος Σ., Θεμελιώδη Δικαιώματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2022.
Γιαννακόπουλος Κ., Αναζητώντας αποτελεσματικότερες εγγυήσεις διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, Δικαιώματα του Ανθρώπου Ν° 94, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012.
Ηλιοπούλου-Στράγγα Τ., Συνταγματική αξιολόγηση των υποκλοπών εις βάρος πολιτικών προσώπων, Δικαιώματα του Ανθρώπου Ν° 94, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
Ηλιοπούλου-Στράγγα Τ., Χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων και δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003.
Καμίνης Γ., Παράνομα αποδεικτικά μέσα και συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική και πολιτική δίκη, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1998.
Καμίνης Γ., Το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας: Η συνταγματική προστασία και η εφαρμογή της από τον ποινικό νομοθέτη και τα δικαστήρια, Νομικό Βήμα, 1995.
Κοντιάδης Ξ., Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και οι δικαιοκρατικές επιπτώσεις του, Δικαιώματα του Ανθρώπου Ν° 94, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
Μάνεσης Α., Ατομικές Ελευθερίες α´, Β´ έκδοση, Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1979.
Μακρυδημήτρης Α./Πραβίτα Μ-Η., Διοικητική Επιστήμη Ι, Δημόσια Διοίκηση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012.
Μουστάκας M., Η αρχή ne bis in idem και το ελληνικό διοικητικό δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018.
Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Ε´ έκδοση, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα, 2019.
Μπενάκη-Ψαρούδα Α., «Οι ανεξάρτητες αρχές στο πολιτειακό σύστημα», σε Ν. Φραγκάκης, Οι Ανεξάρτητες Αρχές στη σύγχρονη δημοκρατία, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2008.
Μπότση Φ., Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των συνταγματοποιημένων Ανεξάρτητων Αρχών, ΕφημΔΔ 3/2007.
Ξενοφώντος, Ελληνικά, Α´ 22-24.
Ομήρου, Ιλιάδα, Ζ 169-180.
Παναγούλιας Κ., Ο δικαστικός έλεγχος της δράσης των ανεξάρτητων αρχών, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2023.
Παναγοπούλου-Κουτνατζή Φ., «Άρθρο 19», σε Σ. Βλαχόπουλος/Ξ. Κοντιάδης /Γ.Τασόπουλος, Σύνταγμα, Ερμηνεία κατ’άρθρο, ηλεκτρονική έκδοση, www.syntagmawatch.gr, 2023.
Παπαδόπουλος Ν., «Ερμηνεία Άρθρου 19 Σ.», σε Φ. Σπυρόπουλος /Ξ. Κοντιάδης /Χ. Ανθόπουλος /Γ. Γεραπετρίτης, Σύνταγμα, Κατ’άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2017.
Παπαδόπουλος Ν., Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 19 του Συντάγματος της Ελλάδας, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008.
Παυλόπουλος Π., Τεχνολογική εξέλιξη και συνταγματικά δικαιώματα. Οι σύγχρονες περιπέτειες του απορρήτου των ανταποκρίσεων, Νομικό Βήμα, 1987.
Σωτηρέλης Γ., Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης». Εναλλακτικές θέσεις και προτάσεις συνταγματικής πολιτικής, με αφορμή τη φυγομαχία της «συναινετικής αναθεώρησης», Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000.
Τασόπουλος Γ., Ο κούφιος πυρήνας του δικαιώματος για το απόρρητο της επικοινωνίας και η εθνική ασφάλεια, Δικαιώματα του Ανθρώπου Ν° 94, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
Τάχος Α., Το απαραβίαστο του απορρήτου των επικοινωνιών και της εν γένει ανταποκρίσεως, Συμβολή εις την ερμηνεία του άρθρου 20 του Συντάγματος της Ελλάδος, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη-Αθήναι, 1967.
Τσόλιας Γ., «Απόρρητο ηλεκτρονικών επικοινωνιών Ι, Συνταγματικό Πλαίσιο προστασίας του απορρήτου στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών», σε Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Δίκαιο και Οικονομία, 2013.
Τσόλιας Γ., Απόρρητο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ΙΙ, άρθρα 3-5,7 Ν. 2225/1994, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Δίκαιο και Οικονομία, 2013.
Τσόλιας Γ., «Ερμηνεία Άρθρου 8 ΕΣΔΑ (Απόρρητο της επικοινωνίας)», σε Ι. Σαρμάς/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος, ΕΣΔΑ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021.
Τσόλιας Γ., Η προληπτική και κατασταλτική δράση της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) στο πλαίσιο των ελεγκτικών της αρμοδιοτήτων (Διενέργεια προανακριτικών πράξεων ή διοικητικών ελέγχων;), Νομικό Βήμα, 2009.
Χρυσανθάκης Χ., Εισηγήσεις Διοικητικού Δικαίου Ι, Γ’ Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2021.
Χρυσόγονος Κ./Βλαχόπουλος Σ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Δ´ Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017
Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Ε´ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2023.
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία
Electronic Privacy Information Center: Privacy & Human Rights-An international survey of Privacy Laws and Developments ( in association with Privacy International), 2005.
Feldman D., Civil Liberties and Human Rights in England and Wales, Clarendon Press, Oxford, 1993.
Georgel J., Les libertés de communication, Dalloz, 1996.
Spiliotopoulos E., Droit administratif hellénique, Libraire Générale de Droit et de Jurisprudence, Paris, 1991.
Αρθρογραφία
ΑΔΑΕ, Δελτίο Τύπου σχετικά με το νομοσχέδιο για τη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία προσωπικών δεδομένων, www.syntagmawatch.gr, 21.11.2022.
Βενιζέλος Ε., Η σχέση εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών-Σεβασμός ή παραβίαση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου; Σχόλιο στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, www.constitutionalism.gr, 12.01.2023.
Βενιζέλος Ε., Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των πολιτικών προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας-Η υπόθεση Ανδρουλάκη, www.constitutionalism.gr, 27.08.2022.
Γιαννακόπουλος Κ., Το ενδεχόμενο συγχώνευσης και ο σεβασμός της διαρκείας της θητείας των μελών της ΑΠΔΠΧ και της ΑΔΑΕ, www.constitutionalism.gr, 05.07.2023.
Δήλωση 20 Καθηγητών του Συνταγματικού Δικαίου για την Γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, www.constitutionalism.gr, 12.01.2023.
Λεοντόπουλος Ν./Χονδρόγιαννος Θ., Υποκλοπές: ένας χρόνος έρευνας από το Reporters United, www.reportersunited.gr, 04.01.2022.
Μακρής Σ., Το Predator και τα προσωπικά δεδομένα. Οι πολλαπλές παραβιάσεις της εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και τα πρακτικά και νομικά προβλήματα για την εφαρμογή της, www.constitutionalism.gr, 10.02.2023.
Παπανικολάου Α, Επικοινωνιακό απόρρητο: προβληματισμοί για τη διασφάλιση ενός κλασικού δικαιώματος στο πεδίο των σύγχρονων κατασκοπευτικών λογισμικών, www.syntagmawatch.gr, 31.08.2022
Παυλόπουλος Π., Παρατηρήσεις ως προς την συνταγματική κατοχύρωση των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ, www.constitutionalism.gr, 11.1.2023.
Πρεβεδούρου Ε., Οι ανεξάρτητες αρχές (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο), www.prevedourou.gr, 19.6.2023.
Σπυροπούλου Φ., Το απόρρητο της επικοινωνίας του βουλευτή: Μια ερμηνεία των άρθρων 61 παρ. 3 και 62 Σ, www.constitutionalism.gr, 05.09.2022.
Σωτηρέλης Γ., Οι ανεξάρτητες αρχές είναι η μόνη αξιόπιστη εγγύηση για την συνταγματική προστασία της ιδιωτικής ζωής, www.constitutionalism.gr, 11.09.2022.
Σωτηρέλης Γ., Συνταγματική αποτίμηση και θεσμικές προεκτάσεις της ομόθυμης καταδίκης της γνωμοδότησης Ντογιάκου, www.constitutionalism.gr, 16.01.2023.
Χρυσόγονος Κ., Ο σεβασμός του απορρήτου, www.syntagmawatch.gr, 04.08.2022.
Πρωτογενείς Πηγές
Τυπικοί Νόμοι
Ν. 2225/1994
Ν. 3051/2002
Ν. 3090/2002
Ν. 3115/2003
Ν. 3213/2003
Ν. 3471/2006
Ν. 3674/2008
Ν. 3817/2011
Ν. 3917/2011
Ν. 4055/2012
Ν. 4356/2015
Ν. 4637/2019
Ν. 4727/2020
Ν. 4790/2021
Ν. 4795/2021
Ν. 5002/2022
Ν. 5043/2023
Προεδρικά Διατάγματα
ΠΔ 137/1999
ΠΔ 40/2005
Υπουργικές Αποφάσεις
ΦΕΚ 3030/Β/17.06.2022
ΦΕΚ 2577/Β/20.04.2023
Αποφάσεις Αρείου Πάγου
ΑΠ 42/2004
ΑΠ 611/2006
ΑΠ 813/2008
ΑΠ 453/2010
ΑΠ 653/2013
ΑΠ 203/2014
ΑΠ 689/2014
ΑΠ 1891/2016
Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελίας ΑΠ
ΓνωμΕισΑΠ 9/2009
ΓνωμΕισΑΠ 12/2009
ΓνωμΕισΑΠ 9/2011
ΓνωμΕισΑΠ 1/2023
Νομολογία ΣτΕ
ΣτΕ 4600/2005
ΣτΕ 3319/2010
ΣτΕ 1091/2015
ΣτΕ 302/2016
ΣτΕ 1047/2019
Εκθέσεις Πεπραγμένων ΕΘΕΠΑΕ
1997, 1998
Εκθέσεις Πεπραγμένων ΑΔΑΕ
2005, 2010, 2015, 2020, 2021
Αποφάσεις ΕΔΔΑ
Malone v. The United Kingdom, 8691/1979, 02.08.1984.
Peers v. Greece, 28524/95, 19.04.2001.
Copland v. The United Kingdom, 62617/00, 03.04.2007.
Association for European Integration and Human Rights and Ekimdzhiev v. Bulgaria, 62540/00, 28.6.2007.
Sigma RTLtd v. Cyprus, 32181/2004, 35122/2005, 21.07.2011.
Roman Zakharov v. Russia, 47143/06, 04.12.2015.
Szabó and Vissy v. Hungary, 37138/14, 12.1.2016.
Big Brother Watch and others v. The United Kingdom, 58170/13, 62322/14, 24960/15, 13.09.2018.