Κύριε Πρύτανη,
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Επιτρέψατέ μου ν’ αποφύγω άλλες προσφωνήσεις. Όχι γιατί δεν έχουν σημασία, αλλά γιατί ορισμένες φορές οι προσφωνήσεις χάνουν το ουσιαστικό νόημά τους. Υπό τέτοιες, λοιπόν, συνθήκες είναι καλύτερα να εκφράζεις τα αισθήματά σου δίχως τύπους και τυπικότητες και απευθυνόμενος σε όλους, ανεξαιρέτως, τους συμμετέχοντες, όπως θέλω να πράξω τώρα ενώπιόν σας. Πολλώ μάλλον όταν κατά την κορυφαία, κυριολεκτικώς, αυτή στιγμή της ακαδημαϊκής μου ζωής -και το εννοώ στο ακέραιο- «αντιφωνώ» απλώς ως ένας εξ υμών. Και για να γίνω σαφέστερος:
Ι. «Αναφορά» στην Πανεπιστημιακή Κοινότητα
Σήμερα, μαζί σας, συναισθάνομαι αυτό που πάντα με διακατείχε στην Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, αλλά εδώ «κορυφώνεται» μέσα μου: Την έννοια του Πανεπιστημίου, της Πανεπιστημιακής Κοινότητας, όπως στην Ηπειρωτική Ευρώπη την προσλαμβάνουμε ως κανόνα. Μπορεί άλλοι Πανεπιστημιακοί κύκλοι στον Κόσμο να έχουν υιοθετήσει διαφορετικά πρότυπα, τα οποία σέβομαι ανυπόκριτα βεβαίως στο μέτρο που πραγματικά τους αναλογεί. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η παράδοση της Ηπειρωτικής Ευρώπης εκπροσωπεί κάτι το εξαιρετικά σημαντικό σε ό,τι αφορά την πεμπτουσία της Επιστήμης, ήτοι αυτό που δεχόμαστε ως «σωματειακό χαρακτήρα» των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Με άλλες λέξεις εκείνο που άρχισε από τον Μεσαίωνα, όταν εμφανίσθηκαν τα πρώτα Πανεπιστήμια, και αποκλήθηκε -και παραμένει έως σήμερα ως πανεπιστημιακός «πυρήνας»- «Universitas Magistrorum et Scholarium». Πρόκειται για την άρρηκτη ένωση διδασκόντων και διδασκομένων που δεν συμβιβάζεται με την στείρα ιεραρχία και την υποταγή στο «δόγμα» ή στην «αυθεντία». Μια τέτοια ένωση επικεντρώνεται στην διδασκαλία, στην κοινή ζωή, στην κοινή αντίληψη περί Επιστήμης, αφού ο «Δάσκαλος» πρέπει να μεταδίδει αυτό το οποίο διδάσκει. Αλλά, επιπροσθέτως, πρέπει να έχει μέσα του και την ολοκληρωμένη ενσυναίσθηση ότι οι διδασκόμενοι είναι εκείνοι, οι οποίοι διαρκώς τον κρίνουν και είναι πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν.
Η προαναφερόμενη έννοια της «Universitas Magistrorum et Scholarium» μας μαθαίνει και κάτι το οποίο είναι αναντικατάστατο για την Επιστήμη, ιδίως δε σήμερα: Το ότι δεν υπάρχει το επιστημονικώς «αλάθητο», αφού ο ρόλος του πραγματικού επιστήμονα -και όχι μόνο των Θεωρητικών Επιστημών αλλά και των Θετικών Επιστημών, ξέρω δε καλά σε ποιους απευθύνομαι- «συμπυκνώνεται» στο να «σπέρνει» αμφιβολίες και όχι στο να «θερίζει» βεβαιότητες. Σε τελική ανάλυση η Επιστήμη εξελίσσεται μόνο μέσα από τις «αμφιβολίες», από την «επιλάθευση» της κατεστημένης γνώσης.
ΙΙ. Πίσω στις «ρίζες» μου
Μίλησα πριν λίγο για κορυφαία στιγμή της ακαδημαϊκής μου σταδιοδρομίας, επειδή πραγματικά είναι η «κορύφωση» μιας διαδρομής που ξεκίνησε απ’ αυτόν εδώ τον χώρο. Είναι δε η «κορύφωση» που επήλθε ύστερα από την ανακήρυξή μου σε Επίτιμο Καθηγητή, η οποία συνέβη όταν ήμουν ακόμη Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τότε είχα γράψει και την τελευταία «μονογραφία» -ας την πω έτσι- που ολοκλήρωσα το 2016, δηλαδή την «Δημόσια Υπηρεσία». Τώρα έρχεται ο «Τιμητικός Τόμος», η προσφορά των Συναδέλφων μου και Φίλων μου προς εμένα. Δεν έπεται ότι και άλλοι που δεν γράφουν σε αυτό τον Τόμο δεν είναι, και δη αδιαλείπτως, Συνάδελφοί μου ή και Φίλοι μου. Κάθε άλλο. Θα το εξηγήσω αυτό στην συνέχεια. Όμως ο Τιμητικός Τόμος είναι η προσφορά ορισμένων εξ αυτών, εκ των οποίων άλλοι είναι Συνάδελφοι που συμπορευθήκαμε, άλλοι είναι πρώην Φοιτητές με τους οποίους επίσης διανύσαμε κοινούς δρόμους. Ευχαριστώ δε την Θεία Πρόνοια διότι στέκομαι σήμερα μπροστά σας όντας ακόμη «μάχιμος». Εύχομαι, όσο οι δυνάμεις μου το επιτρέπουν, να παραμείνω «μάχιμος» έως το τέλος του βίου μου. Και το νοιώθω αυτό περισσότερο όσο γυρίζω πίσω, στις «ρίζες» μου. Όπου κι αν πήγαινα, όπου κι αν έφτασα, γύριζα σε αυτές τις ρίζες, που «εισχωρούν» βαθιά μέσα σε αυτό το Κτίριο, στην «Alma Mater», στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και εκείνο που θέλω να σας εξομολογηθώ είναι ότι όταν λέω πως ξεκίνησα από αυτή την Αίθουσα, πραγματικά κυριολεκτώ. Είναι ανεξίτηλα χαραγμένη στην μνήμη μου μια «παράσταση», ας το πω έτσι. Άλλωστε η ζωή μοιάζει με μια θεατρική παράσταση, απλώς δεν είμαστε ηθοποιοί. Διότι δεν υποδυόμαστε ένα ρόλο αλλά τον ζούμε. Πολλοί από σας τον ζήσατε μαζί μου. Ήταν Μάρτης του 1973, στα δύσκολα και «σκοτεινά» χρόνια της δικτατορίας. Σε αυτή την Αίθουσα ορκίσθηκα ως απόφοιτος της Νομικής και αμέσως πήρα τον δρόμο για το Παρίσι, με μια υποτροφία της Κυβέρνησης αυτής της μεγάλης Χώρας, της Γαλλίας, η οποία πολλούς από μας που βρισκόμαστε σήμερα εδώ και που τότε το ζήσαμε μαζί μας «φιλοξένησε», διδάσκοντάς μας περισσότερα απ’ όσα, δυστυχώς, είχαμε διδαχθεί ως φοιτητές στην δική μας Χώρα, την Ελλάδα, την καθημαγμένη τότε από την δικτατορία.
ΙΙΙ. Προς το Συμβούλιο της Επικρατείας
Όταν έφευγα από τούτη την Αίθουσα είχα το αίσθημα του ανθρώπου που είναι πια ελεύθερος να επιλέξει τον δρόμο του, με την έννοια της «Ελευθερίας» υπό την ετυμολογία της λέξης -από το «ελεύθω» και «ερώ»- όπως ακριβώς την βίωνα στα «πρώτα βήματα». Και συγκεκριμένα ν’ αναζητήσω την μοίρα μου, έχοντας φύγει από την πόλη της Καλαμάτας, κάπου αλλού διότι, δυστυχώς, ήταν δυστοπικά τα χρόνια εκείνα. Αναχωρούσα όχι ξέροντας με βεβαιότητα τι πρόκειται να κάνω. Δεν πίστευα ούτε σχεδίαζα στην ζωή μου να κάνω ακριβώς αυτά που έγιναν στην συνέχεια. Δηλαδή ν’ αναμιχθώ με την Πολιτική και, πολύ περισσότερο, να φτάσω στο ύψιστο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ξέρετε ποιο ήταν το «όνειρό» μου; Οι άνθρωποι του Συμβουλίου Επικρατείας το γνωρίζουν, και ιδίως οι εκεί παλιοί μου συμφοιτητές. Ήταν να γίνω δικαστής-μέλος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Γι’ αυτό πήγα στο Παρίσι να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές στο Διοικητικό Δίκαιο, ορθότερα στο Δημόσιο Δίκαιο, αφού στην Γαλλία από τότε δεν γινόταν –και ορθώς- διάκριση μεταξύ Συνταγματικού Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου. Ποιο ήταν το «πρότυπό» μου; Ένα «πρότυπο» που είχα θέσει μέσα στην δικτατορία, ο Μιχαήλ Στασινόπουλος. Ούτε που φανταζόμουν φυσικά -γιατί όταν έφυγα ούτε εκείνος είχε γίνει προσωρινός Πρόεδρος Δημοκρατίας, εγώ δε θαύμαζα μόνο τον «Δικαστή της Ελευθερίας», θαύμαζα το «Δικαστήριο της Ελευθερίας»- τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, και δεν κολακεύω, κάθε άλλο, το Συμβούλιο Επικρατείας. Σ’ εκείνα τα «δίσεκτα» χρόνια της δικτατορίας το Συμβούλιο Επικρατείας ήταν αυτό που υπερασπίσθηκε επαξίως την τιμή της Δικαιοσύνης, ιδίως μετά τις μεγάλες δίκες που είχαν οδηγήσει π.χ. στην δικαίωση του Χρήστου Σαρτζετάκη κι όλων των υπολοίπων γενναίων Δικαστών.
ΙV. Η ακαδημαϊκή ζωή μου στην Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ
Ταξίδεψα λοιπόν στην Γαλλία. Σπούδασα εκεί, ολοκλήρωσα την διδακτορική μου διατριβή και επέστρεψα στην Αθήνα. «Δρομολόγησα» αμέσως τις προετοιμασίες για να δώσω εισιτήριες εξετάσεις στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Τότε γνώρισα ορισμένους Καθηγητές αρχικώς στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου -με το Πανεπιστήμιο η οικογένειά μου κι εγώ δεν είχαμε καμία προγενέστερη σύνδεση- και θα πω γι’ αυτούς λίγα λόγια αργότερα, ιδίως ως προς το πόσο μου στάθηκαν στην πανεπιστημιακή μου πορεία. Ορισμένοι είναι σήμερα εδώ -εδώ και και στην Ακαδημία- και αυτό με συγκινεί ιδιαίτερα. Θυμάμαι όμως με συγκίνηση προεχόντως τον Καθηγητή του Διοικητικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο να μου λέει: «Βρε Παυλόπουλε, δεν αποφασίζεις αφού δεν έχουμε υφηγητή, να γράψεις μια υφηγεσία. Ήταν πολύ καλή η διατριβή σου στο Paris II». Ούτε που το είχα φαντασθεί. Για να μην τα πολυλογώ, δεν έδωσα εξετάσεις στο Συμβούλιο Επικρατείας. Υπέβαλα την υφηγεσία μου και στην συνέχεια ακολούθησα ακαδημαϊκή κατεύθυνση. Οφείλω να ομολογήσω ότι σε αυτόν τον δρόμο συνάντησα ανθρώπους που μου συμπαραστάθηκαν αμέριστα. Και αναφέρομαι εδώ μόνο σε δύο Καθηγητές που δεν μπορώ ούτε πρέπει να τους ξεχάσω, όταν μάλιστα το φέρνει η μοίρα να συμβαδίζουμε ακόμη: Τον κ. Απόστολο Γεωργιάδη και τον κ. Μιχάλη Σταθόπουλο, οι οποίοι με έκριναν από τα πρώτα κιόλας πανεπιστημιακά μου βήματα ως Επίκουρο Καθηγητή, ως Αναπληρωτή Καθηγητή και, τέλος, ως Καθηγητή πρώτης βαθμίδας.
V. Η πολιτική μου «περιπέτεια»
Στη συνέχεια ήλθε η Πολιτική. Ούτε που το είχα διανοηθεί στην ζωή μου. Όλα έγιναν τυχαία, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής -τον οποίο εγώ γνώριζα φυσικά ως τεράστια πολιτική προσωπικότητα, αλλά δεν ήξερα ότι αυτός γνώριζε εμένα- με φώναξε στο γραφείο του και μου ζήτησε ν’ αναλάβω την διεύθυνση του Νομικού Γραφείου της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Μια μεγάλη αλλαγή που δεν την συνειδητοποίησα πλήρως στην αρχή γιατί μου ζητήθηκε να υπηρετήσω στην Προεδρία της Δημοκρατίας αποκλειστικώς ως Καθηγητής. Ήταν όμως εκείνος ο οποίος -ας το πω έτσι- μου έβαλε στην συνέχεια το «σαράκι» της Πολιτικής. Συγκεκριμένα, μετά από πολλή περίσκεψη μου είπε, περί το τέλος της θητείας του, τον Μάρτιο του 1995: «Πρέπει να κάνεις πολιτική». Με πολύ δισταγμό το δέχθηκα σαν μια δοκιμή. Όλα ξεκίνησαν με την βουλευτική ιδιότητα, προχώρησα με την κοινοβουλευτική ιδιότητα, την υπουργική ιδιότητα, για να καταλήξω στον «θώκο» του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σας είπα τίποτα δεν είχα σχεδιάσει στο μυαλό μου από αυτά. Όταν εκλεγόμουν Βουλευτής Επικρατείας, ζώντος ακόμη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, έλεγα μέσα μου: «Ας του κάνω το χατίρι αλλά εγώ με “σταυρό” βουλευτής δεν πρόκειται να εκτεθώ». Η γυναίκα μου είναι εδώ και το θυμάται, δοθέντος ότι ήταν εντελώς αντίθετη με την ανάμιξή μου στην Πολιτική. Δεν ήθελα ν’ ασχοληθώ με την Πολιτική, διαισθανόμουν τον πόνο και την αγωνία που κρύβει μέσα της. Ήξερα τις περιπέτειες, την αβεβαιότητα. Μετέπειτα, όταν πια ασχολήθηκα ενεργώς με την Πολιτική – ελέχθησαν ήδη αυτά και ευχαριστώ και τον Σπύρο (Βλαχόπουλο) και την Πατρίνα (Παπαρρηγοπούλου) για όσα εν προκειμένω ανέφεραν και είναι αλήθεια, όπως ξέρουν οι παλιοί Συνάδελφοι- ποτέ δεν εγκατέλειψα, σε καμία στιγμή, το Πανεπιστήμιο. Ποτέ δεν άφησα την πολιτική να είναι μονόδρομος στην ζωή μου. Και το τονίζω αυτό απευθυνόμενος στους νεότερους Συναδέλφους, εκλεκτούς Συναδέλφους. Τους λέω από καρδιάς ότι είναι «ταλέντα» στην Πολιτική, το έχω διαγνώσει. Απλά ορισμένοι δεν έχουν τολμήσει ακόμη να «διαβούν αυτόν τον Ρουβίκωνα» της επιλογής. Και τους καταλαβαίνω, είναι η αλήθεια, σε αυτή την εποχή της αναξιοκρατίας, στην εποχή που επιβεβαιώνεται εκείνο το οποίο είχε πει ο Γιάννης Τσαρούχης στο Παρίσι, το 1973, στο σπίτι της Μελίνας Μερκούρη: «Οι δικτάτορες θα πέσουν γρήγορα και με κακό τρόπο, όμως η Ελλάδα θα είναι πάντα “θύμα” της δικτατορίας των μετρίων». Τους καταλαβαίνω όταν τούτο ισχύει πολύ περισσότερο στον χώρο της Πολιτικής, αφού η Πολιτική απορρίπτει τελικά κορυφαίους Πολιτικούς -έστω και προς το παρόν, κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον- ορισμένοι από τους οποίους παρευρίσκονται σε αυτή την Αίθουσα. Και τους «αντικαθιστά» με άλλους, οι οποίοι δυστυχώς επιλέγονται ακριβώς γιατί δέχθηκαν να είναι «αιχμάλωτοι» της Πολιτικής. Αυτό δηλαδή που δεν δέχθηκαν άλλοι, πραγματικά άξιοι. Γιατί «βολεύει», και σας μιλάω από καρδιάς, ορισμένους -εννοώ ορισμένους «ισχυρούς»- οι Πολιτικοί να μην έχουν άλλη διέξοδο, να είναι «αιχμάλωτοι», να υποκύπτουν εύκολα. Δοθέντος ότι ο ελεύθερος άνθρωπος, αυτός που έχει και άλλο «δρόμο» να διαβεί, άλλη «πόρτα» ν’ ανοίξει, δεν είναι δεδομένος.
VΙ. Για την Νομική Επιστήμη
Προτρέπω, λοιπόν, τους νεότερους Συναδέλφους ναι, να τολμήσουν την Πολιτική, την μεγάλη περιπέτεια. Στο κάτω-κάτω ο Ελληνικός Λαός είναι αυτός που θα κρίνει την μοίρα τους. Αλλά εκείνοι δεν πρέπει ν’ αφήσουν ποτέ την Επιστήμη «στην άκρη». Θα είναι αυτό το «λιμάνι» στο οποίο θα γυρίζουν πάντοτε και θα υπηρετούν και την Πολιτική ακόμη και με τον τρόπο που θ’ ασκούν εν γένει τα πολιτικά τους δικαιώματα και καθήκοντα. Το λέω ιδίως στους Συναδέλφους της Νομικής Επιστήμης διότι «το έχει» η Νομική Επιστήμη να συνεισφέρει, διαχρονικώς, σπουδαίους Πολιτικούς, γυναίκες και άνδρες, σπουδαία πολιτικά πρόσωπα. Ήταν πρόσωπα που μπήκαν στην Πολιτική αφού προηγουμένως είχαν καταξιωθεί κοινωνικώς και επαγγελματικώς και ουδέποτε αντιμετώπισαν την πολιτική διαδρομή ως «μονόδρομο». Απευθύνομαι δε στους νεότερους Συναδέλφους, και ιδίως στους Φοιτητές, παροτρύνοντάς τους να αισθάνονται τυχεροί που υπηρετούν την Νομική Επιστήμη. Δεν έχει, ίσως, την «γοητεία» των Θετικών Επιστημών. Ήμουν καλός στα μαθηματικά και εκεί με προόριζαν να πάω, δεν το επέλεξα τελικά και ήταν δική μου η επιλογή, όμως πάντα αισθάνομαι αυτή την «γοητεία» των Θετικών Επιστημών. Ήτοι εκείνο το οποίο σε κάνει να ζεις την πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται μακριά και έξω από σένα, αλλά αποκτώντας τα επιστημονικά εφόδια για να «μπαίνεις» και να «αποκωδικοποιείς» τα μυστικά της. Η Νομική Επιστήμη όμως, που βεβαίως δεν ανταποκρίνεται σε αυτά τα ειδικά και ιδιαίτερα επιστημονικά δεδομένα, είναι πραγματική Επιστήμη. Επιστήμη, η οποία μάλιστα προϋποθέτει μια πολυπρισματικότητα σε ό,τι αφορά την κατανόηση του νομικού επιστητού και του νομικού φαινομένου. Είναι μια Επιστήμη «γοητευτική» με τον δικό της τρόπο, όταν την προσεγγίσει κανείς όχι αποκλειστικώς ως πεδίο γνώσης που εξασφαλίζει το επάγγελμα και τα προς το ζην -ναι, είναι και αυτό σαφώς σημαντικό- αλλά πριν απ’ όλα ως Επιστήμη κατά την ουσία της, και κατ’ ακρίβεια ως Επιστήμη των Θεσμών.
VII. Υπεράσπιση των Θεσμών
Άρα, κατά βάθος, ως Επιστήμη της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας –κατ’ εξοχήν δε της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι, κατά βάση, η Επιστήμη η οποία κυρίως επικεντρώνεται στην εμβάθυνση της ουσίας του «αγαθού» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, το οποίο σήμερα στην κυριολεξία απαξιώνεται παγκοσμίως. Ακόμη και στον Ευρωπαϊκό χώρο, ακόμη και στον Τόπο μας τα φαινόμενα, δυστυχώς, δεν είναι παρήγορα. Οι Θεσμοί δεν λειτουργούν με την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα που απαιτεί η «αυθεντική» Δημοκρατία. Και αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, επέκεινα δε άμεσο αντίκτυπο στην Διάκριση των Εξουσιών, άμεσο αντίκτυπο στο Κράτος Δικαίου, άμεσο αντίκτυπο στην ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ιδίως εμείς, οι Ευρωπαίοι Πολίτες, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί σήμερα η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία μας. Είμαστε όλοι υπεύθυνοι γι’ αυτό το φαινόμενο, και προεχόντως οι Νομικοί, που οφείλουν κατά την αποστολή τους να υπηρετούν με συνέπεια τους Θεσμούς. Εδώ και χρόνια μιλώ και γράφω για την «επικυριαρχία του οικονομικού επί του θεσμικού», προκειμένου να εξηγήσω τι συμβαίνει σ’ επίπεδο κατάλυσης των Θεσμών ή «παραλυσίας» των Θεσμών ή παρακμής των Θεσμών. Ώσπου, βεβαίως, αυτό επιβεβαιώθηκε και τεκμηριώθηκε πλήρως από τους τρεις εκείνους σημαντικούς επιστήμονες –είναι «πολύπλευροι» επιστήμονες, καίτοι επικεντρώνονται πρωτίστως στον οικονομικό χώρο- οι οποίοι πήραν το 2024 το Βραβείο Νόμπελ στην Οικονομία. Αυτοί οι τρεις, Ντάρον Ατζέμογλου, Σάϊμον Τζόνσον και Τζέϊμς Ρόμπινσον, ανέλυσαν την σημασία των Θεσμών για την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και, γενικότερα, για την Δημοκρατία και για την Ελευθερία. Και την ανέλυσαν κυρίως σε οικονομικό επίπεδο γιατί η Οικονομία, η πραγματική Οικονομία, σε κάθε Δημοκρατική Χώρα είναι Ελεύθερη Οικονομία. Ελεύθερη Οικονομία αλλά όχι ασύδοτη Οικονομία. Και ανέλυσαν την σημασία των Θεσμών οι οποίοι «τιθασεύουν» ευεργετικώς την Οικονομία, κατά την «λογική» των «θεσμικών αντιβάρων». Ανέδειξαν δε την σημασία όχι μόνο των Δημόσιων Θεσμών αλλά και των Οικονομικών Θεσμών καθώς και των Κοινωνικών Θεσμών. Διότι οι Θεσμοί δεν έχουν αποκλειστικώς δημόσιο χαρακτήρα stricto sensu. Οι Θεσμοί είναι ένα πολύ γενικότερο φαινόμενο. Οι Θεσμοί, απ’ ό,τι φαίνεται και ξέρουμε, δεν «συμπλέουν» μόνο με τους stricto sensu Νομικούς Θεσμούς. Άρα, λοιπόν, οι νέοι Συνάδελφοι, οι Φοιτητές που έχουν μπει στην Νομική με τόσα όνειρα και που συνήθως δυστυχώς διαψεύδονται, ας νoιώσουν ειλικρινά αυτό που είπα πριν: Ότι η Νομική είναι μια «γοητευτική» Επιστήμη, κυρίως διότι «διακονεί» την Δημοκρατία, «διακονεί» την Ελευθερία. Δίχως Θεσμούς δεν μπορεί να λειτουργήσει η Δημοκρατία ως σύστημα πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης. Αυτό υπηρετούμε και οφείλουμε να υπηρετήσουμε ως Νομικοί. Αυτό προσπάθησα να κάνω σε ολόκληρη την ζωή μου. Αν το πέτυχα δεν ξέρω. Ότι έχω ελαττώματα το γνωρίζω. Ότι έχω τεράστιες ελλείψεις το αντιλαμβάνομαι καθημερινά, προδήλως δε όταν διαβάζω κάτι και λέω: «Και αυτό μου έχει ξεφύγει». Τότε καταλαβαίνω, βεβαίως, ότι τούτο είναι μια αυταπάτη. Γιατί δεν είναι μέσα στις δυνάμεις του ανθρώπου να τα ζήσει, να τα βιώσει, να τα μάθει όλα. Όταν καταλήξει σε αυτό το, κενό περιεχομένου, συμπέρασμα να ξέρετε ότι έχει αποτύχει. Εκείνος ο οποίος αισθάνεται ότι είναι κάτοχος της «αυθεντίας» και της «παντογνωσίας», ήδη βρίσκεται στο κατώφλι της παρακμής, δίχως δίοδο διαφυγής. Και δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση και όποια αξιώματα και αν καταλάβει κανείς, να αισθάνεται «αυτάρκης» και «βέβαιος» για τις γνώσεις του ή και για την «εμπειρία» του.
VΙII. «Ομολογία» και «απολογία» για την Φιλία
Σας κούρασα. Δεν θέλω να πω τίποτα παραπάνω γι’ αυτά τα οποία αφορούν την Νομική Επιστήμη, τους Συναδέλφους –ιδίως εκείνους που θέλουν ν’ ασχοληθούν με την Πολιτική- την σημασία της για την Δημοκρατία που κινδυνεύει σήμερα. Γυρίζω μόνο, εν επιλόγω, όπως ξεκίνησα από αυτή την Αίθουσα. Γυρίζω πάλι πίσω, προκειμένου να μιλήσω για τους Φίλους με τους οποίους συμπορευθήκαμε στον παρελθόν, για τους Συναδέλφους που έγραψαν σε αυτόν τον Τόμο, αλλά και άλλους που δεν συμμετέχουν γραπτώς. Ήταν Πρωτοχρονιά του 1981, μάλλον λίγες μέρες μετά, νομίζω την επομένη της Πρωτοχρονιάς. Περνούσα έξω από το βιβλιοπωλείο της «Εστίας» και μπήκα στο γραφειάκι -χώρο ελεύθερης σκέψης και έκφρασης- της αείμνηστης Μάνιας Καραϊτίδου, αυτής της εμβληματικής φυσιογνωμίας του Ελληνικού εκδοτικού χώρου. Μόλις είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο καλαίσθητο, το οποίο και αγόρασα. Μου το συνέστησε εκείνη λέγοντάς μου: «Για πάρε το, θα σου αρέσει». Ήταν το βιβλίο του Αλέξη Μινωτή «Μακρινές φιλίες». Αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε, υπάρχουν ακόμη κάποια αντίτυπα. Σε αυτό το βιβλίο ο «δύσκολος» -και με την «εμπειρία» της μεγάλης Κατίνας Παξινού- Αλέξης Μινωτής περιέγραφε τις φιλίες εκείνες που «φώτισαν» την ζωή του, την πορεία του, ακόμη και με ανθρώπους με τους οποίους δεν διατήρησε έως το τέλος την ίδια «ισχυρή» σχέση. Αλλά ανθρώπους με τους οποίους συμπορεύθηκε σε κρίσιμες στιγμές του. Και αυτό είναι που μένει ως ουσία της ουσιαστικής συντροφικότητας. Ξέρετε, δεν είναι μόνο οι «ανέφελες» φιλίες που «σημαδεύουν» τον άνθρωπο στην πορεία του. Είναι και αυτές οι φιλίες που διακόπτονται, επανέρχονται, και στο τέλος καθένας πρέπει μέσα του ν’ αναλογίζεται αν, εκτός από εκείνους που ανέκοψαν την κοινή πορεία, και ο ίδιος είναι υπεύθυνος ως προς τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετώπισε. Μια τέτοια αυτοκριτική χρειάζεται πάντοτε για να σε «προσγειώνει» στην πραγματικότητα και να σε κάνει ρεαλιστή και υπεύθυνο. «Ξεφυλλίζω» ξανά τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Και έτσι ακριβώς αντιμετωπίζω όλους εκείνους τους Συναδέλφους με τους οποίους βαδίσαμε μαζί στην ζωή, έστω και με «διαλείμματα». Κρατάω από αυτούς, ακόμη και αν τώρα πια κάτι μπορεί να έχει «γκριζάρει», μόνο τα θετικά που βιώσαμε. Ώρες-ώρες καταλήγω, όταν συλλογιέμαι ότι κάτι «έχει ξεφτίσει» μεταξύ μας, έναν από τους έξοχους στίχους του Μιχάλη Γκανά: «Θα ’χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί κι έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια». Όμως, όπως ήδη είπα, μένει μέσα μου το «ίζημα» της συμπόρευσης, της κοινής εμπειρίας και, εν τέλει, της Φιλίας, όσο και αν κράτησε αυτή. Της Φιλίας με την έννοια που την έχει «υμνήσει» με τόσο απλά λόγια ο Τάσος Λειβαδίτης σε ένα μικρό ποίημά του, γραμμένο το 1957. Ο τίτλος του είναι «Συμφωνία αρ.1» και επιλέγω τον στίχο: «Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων». Για σκεφθείτε, πόσο σημαντικό είναι αυτό. Και πόσα οφείλω και εγώ σ’ εκείνους τους «άλλους» ανθρώπους, μέσα στην ζωή των οποίων βρήκα ώρες-ώρες τον εαυτό μου.
Αυτή την στιγμή, την κορυφαία για μένα στιγμή όπως μνημόνευσα, τώρα βέβαια που σιγά-σιγά η «αυλαία» της ακαδημαϊκής -και όχι μόνο- ζωής μου αρχίζει να «κατεβαίνει», στέκομαι μπροστά σας με τρία αισθήματα: Το ένα, εκείνο της ύψιστης τιμής που μου περιποιείτε όλοι όσοι είσθε εδώ, σ’ αυτή την σεμνή τελετή, και ιδίως εκείνοι που έγραψαν τον Τιμητικό μου Τόμο. Το δεύτερο αίσθημα είναι εκείνο της ταπεινότητας αφού, προσπαθούσα και προσπαθώ πάντοτε να συναισθάνομαι την προσκαιρότητα των «εγκοσμίων» και το πόσο η «δόξα» παρέρχεται. Όποια «δόξα» και αν είναι εκείνη που κάποτε αποζητήσαμε, ως ελάχιστο μέρος της «αιωνιότητας» η οποία αναλογεί -όσο αναλογεί- στους θνητούς. Και το τρίτο αίσθημα είναι εκείνο της γλυκιάς αλλά και βαθιάς νοσταλγίας για όσα «έφυγαν». Θα μου πείτε, νοσταλγώ τι; Να ξαναγύριζα πίσω; Δεν θα το έλεγα. Γιατί ήταν δύσκολα αυτά τα χρόνια. Τι μου μένει, λοιπόν, από αυτή την νοσταλγία; Μου μένουν οι αγώνες, μου μένουν τα ιδανικά που σε κρίσιμες ώρες μας ενέπνευσαν, μου μένουν οι αρχές και οι αξίες οι οποίες, όσο περνούν τα χρόνια, «φθίνουν», δεν τις «συναντάμε» πια στην καθημερινότητά μας, την «φτηνή» καθημερινότητά μας. Αν μου λείπει συνεπώς κάτι είναι η εποχή. Η εποχή εκείνη, η οποία έκλεινε μέσα της όλο αυτό το ανθρώπινο στοιχείο που πρέπει να μας συνέχει, να μας καθοδηγεί, έως το τέλος του επί γης βίου μας.
Σας ευχαριστώ θερμώς.
* Αντιφώνηση κατά την επίδοση Τιμητικού Τόμου για τον Προκόπιο Παυλόπουλο, στις 24.10.2024, στην Αίθουσα Τελετών του ΕΚΠΑ