Η στρατιωτική πειθαρχία στην ελληνική έννομη τάξη

Μιχαήλ Κυριακάκης, Στρατιωτικός Νομικός Σύμβουλος, Μέλος Στρατιωτικού Διδακτικού Προσωπικού Σχολής Ικάρων

1. Εισαγωγή
Η πειθαρχία χαρακτηρίζεται και από τα τρία κομβικά θεσμικά κείμενα του Στρατού Ξηράς, του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας ως η βασικότερη στρατιωτική αρετή, η οποία επιτυγχάνει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων. [1] Ο στόχος ενός πολέμου είναι η με τη χρήση ένοπλης βίας κάμψη της αντίστασης του αντιπάλου και η υποταγή της βούλησής του στη βούληση του νικητή. [2] Έτσι, ο στρατιωτικός, ανεξάρτητα από το βαθμό και τη θέση του, για να καταστεί μέλος του νικηφόρου στρατεύματος, οφείλει να πειθαρχήσει κάμπτοντας την προσωπική του άποψη και υποτάσσοντας την ατομική του θέληση και δραστηριότητα στις εντολές και οδηγίες, «τις οποίες μία θέληση που ευρίσκεται πιο πάνω από τα άτομα, καθορίζει σαν υποχρεωτικούς κανόνες συμπεριφοράς και δράσεως». [3]
Η ενσυνείδητη πειθαρχία, που βασίζεται στη βαθιά αίσθηση προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, στη συνείδηση της ευθύνης και της ηθικής υποχρέωσης για την επίτευξη του κοινού στόχου και την εκπλήρωση του συλλογικού έργου, μέσω της ανάπτυξης σχέσεων σεβασμού και εμπιστοσύνης μεταξύ του κατώτερου και του ανώτερου ιεραρχικά, αν και κρίνεται προτιμητέα από το άρ. 2 του Κανονισμού Πολεμικής Αεροπορίας, δεν φαίνεται να είναι αρκετή. Προκειμένου το διακηρυκτικό και πανηγυρικό περιεχόμενο των περί πειθαρχίας διατάξεων των θεμελιωδών νομοθετημάτων και των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων να εφαρμοστεί στην πράξη, κρίθηκε εξ αρχής [4] απαραίτητη η θέσπιση πειθαρχικών ποινών για τη συμμόρφωση των παραβατών.
Οι υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις έχουν ενταχθεί σε ένα πλαίσιο πειθαρχίας, το οποίο εκ της φύσεώς του περιλαμβάνει τη δυνατότητα επιβολής περιορισμών σε συγκεκριμένα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες. [5] Οι περιορισμοί αυτοί είναι αναπόσπαστο μέρος της στρατιωτικής λειτουργίας και απορρέουν από τις ειδικές απαιτήσεις της υπηρεσίας στις Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά δεν θα μπορούσαν να φτάσουν στο επίπεδο κατάργησης του πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων. [6]

2. Η δικαιοπολιτική διάσταση της στρατιωτικής πειθαρχίας
Όπως έχει κριθεί νομολογιακά, [7] η αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως εξειδικεύεται από τους εκτελεστικούς του άρθρου 45 του Συντάγματος νόμους, συνίσταται στη διασφάλιση της εθνικής άμυνας, έννοια στην οποία περιλαμβάνεται η διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας, η προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, η προστασία των Ελλήνων πολιτών έναντι εξωτερικών επιθέσεων και απειλών και η εν γένει υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων, σκοπών, δηλαδή, που, ως εκ της φύσεώς τους, συνάπτονται άμεσα με την ίδια την κρατική υπόσταση. Η εθνική άμυνα, ως κατεξοχήν δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, αποτελεί αρμοδιότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας.
Για την εκπλήρωση της συνταγματικής τους αποστολής, οι Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν στρατιωτικώς οργανωμένο σώμα, με αυστηρή ιεραρχική δομή και λειτουργία, βασισμένη στην απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων της πειθαρχίας και της υπακοής των κατωτέρων προς τους ανωτέρους τους. [8] Η στρατιωτική πειθαρχία συνιστά αναπόσπαστο μέρος κάθε μορφής στρατιωτικής οργάνωσης, δεδομένου ότι αυτή στηρίζεται σε μία ιεραρχημένη πυραμίδα, εντός της οποίας κανένας στρατιωτικός δεν είναι ίσος με άλλον στρατιωτικό, καθώς υφίστανται πάντα σχέσεις μεταξύ ανωτέρων – κατωτέρων και μεταξύ αρχαιοτέρων – νεοτέρων (για τους ομοιόβαθμους). Οι διατάξεις των στρατιωτικών κανονισμών προστατεύουν με δραστικό τρόπο την πειθαρχία, η οποία εν τέλει είναι αυτή που διαμορφώνει την ιεραρχικά διαρθρωμένη σχέση στο στράτευμα. [9]
Περαιτέρω, ανάμεσα στο κράτος και τον κάθε πολίτη αναπτύσσεται μία γενική κυριαρχική σχέση, απόρροια της κυριαρχίας του κράτους, η οποία ως «άκρα όρια» [10] έχει τα ατομικά δικαιώματα. Υπάρχουν, ωστόσο, πολίτες, οι οποίοι, εκτός από τη γενική, τελούν και σε ειδική κυριαρχική σχέση με το κράτος, όπως π.χ. ο ιδιώτης που εκτίει ποινή φυλάκισης, ή εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος, ή φοιτά σε κάποιο σχολείο ή εκπληρώσει τη στρατεύσιμη στρατιωτική του υποχρέωση. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι πολίτες, κατά τη διάρκεια της ζωής τους, βρίσκονται, για κάποιο χρονικό διάστημα, σε μία ειδική κυριαρχική σχέση με το κράτος, στο πλαίσιο της οποίας εμφανίζεται πολλές φορές η ανάγκη περιορισμού των συνταγματικών τους δικαιωμάτων. Ως ειδική κυριαρχική σχέση καλείται η ειδική σχέση εξουσίασης, στην οποία βρίσκεται πρόσκαιρα ή για περισσότερο χρόνο ο πολίτης και ένεκα της οποίας έχει αυξημένες έναντι του κράτους υποχρεώσεις, οι δε περιορισμοί, που απορρέουν από τις σχέσεις αυτές, δικαιολογούνται από την ιδιαίτερη φύση του θεσμού στον οποίο ο πολίτης είναι τοποθετημένος. [11]
Ενόψει της συνταγματικής θέσης των ενόπλων δυνάμεων, οι στρατιωτικοί υπάλληλοι τελούν σε ιδιαίτερο καθεστώς, προσιδιάζον προς τον χαρακτήρα και την αποστολή της στρατιωτικής υπηρεσίας που αποβλέπει στην υπεράσπιση της χώρας από εξωτερικούς κινδύνους, [12] εξ αυτού δε του λόγου συνδέονται με οικειοθελή ειδική σχέση με το κράτος (ειδική σχέση εξουσιάσεως, άλλως ιδιαίτερη σχέση διοικητικής εξάρτησης). [13]
Κατά την άσκηση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις (αξιωματικοί, ανθυπασπιστές, υπαξιωματικοί) υπόκεινται τόσο στους γενικούς περιορισμούς, που επιβάλλει ο νόμος για κάθε φυσικό πρόσωπο, όσο και σε ειδικότερους περιορισμούς που δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσης τους με το κράτος και των συναφών υποχρεώσεών τους που απορρέουν από αυτήν τη σχέση, οι οποίοι, πάντως, είναι ελέγξιμοι με βάση την αρχή της αναλογικότητας και δεν επιτρέπεται να αναιρούν, στην ουσία τους, τα συνταγματικά δικαιώματα και την αναγνωριζόμενη γενική έκταση εφαρμογής τους. [14]

3. Ισχύον θεσμικό πλαίσιο
Το άρ. 53 του ν. 3883/2010 (Α΄167), παρέχει εξουσιοδότηση για την ενοποίηση του πειθαρχικού δικαίου του συνόλου του στρατιωτικού προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, τόσο των στελεχών, δηλαδή των αξιωματικών και των υπαξιωματικών που σταδιοδρομούν στις Ένοπλες Δυνάμεις, όσο και των στρατευμένων, δηλαδή των οπλιτών θητείας.
Δώδεκα έτη μετά το νόμιμο έρεισμα της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διάταξης, εκδόθηκε το π.δ. 48/2022 (Α΄120), με το οποίο θεσπίστηκε ο Διακλαδικός Κανονισμός Πειθαρχίας του στρατιωτικού προσωπικού, μονίμων και στρατευμένων, εξαιρουμένων των σπουδαστών των παραγωγικών σχολών αξιωματικών και υπαξιωματικών, ήτοι ο κοινός κανονισμός πειθαρχίας για όλους τους Κλάδους (Στρατό Ξηράς, Πολεμικό Ναυτικό και Πολεμική Αεροπορία) και τα Κοινά Σώματα (Νομικό, Οικονομικών Επιθεωρητών, Πληροφορικής, Στρατιωτικών Δικαστικών Γραμματέων και Στρατιωτικών Ιερέων) των Ενόπλων Δυνάμεων, με αντίστοιχη κατάργηση α) των περί πειθαρχικού δικαίου διατάξεων που αφορούν στο προσωπικό εκάστου Κλάδου και απαντώνται στο π.δ. 130/1984 «Κύρωση του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στο Στρατό» (Α΄ 42), στο π.δ. 210/1993 «Διατάξεις Πολεμικού Ναυτικού» (Α΄ 89) και στο π.δ. 60/2009 «Κύρωση Κανονισμού Πειθαρχίας Πολεμικής Αεροπορίας» (Α΄ 83), καθώς και β) των ειδικών διατάξεων που ρυθμίζουν τον πειθαρχικό έλεγχο των ανθυπασπιστών και των υπαξιωματικών με καταστατικές ποινές και απαντώνται σε ειδικά γι’ αυτούς νομοθετήματα, δηλαδή στο π.δ. της 27.7/2.8.1930 «περί ποινών ανθυπασπιστών» (Α΄ 267), στον α.ν. 1101/1938 «περί καταστάσεως υπαξιωματικών του Βασιλικού Ναυτικού» (Α΄ 73), στο ν. 2342/1953 «περί ιεραρχίας, προαγωγών και καταστάσεων των μονίμων υπαξιωματικών της Βασιλικής Αεροπορίας» (Α΄ 74) και στο ν.δ. 4105/1960 «περί μονίμων και εθελοντών οπλιτών και ανθυπασπιστών του Στρατού Ξηράς» (Α΄ 151).
Στο προγενέστερο νομικό καθεστώς, οι διατάξεις για τα παραπτώματα, τις ποινές και τη διαδικασία των ανθυπασπιστών και των υπαξιωματικών ομοιάζουν μεταξύ των τριών Κλάδων και εν πολλοίς ταυτίζονται με τις αντίστοιχες για τους αξιωματικούς. Επίσης, ομοιάζουν τα παραπτώματα που επισύρουν, γενικώς, συνήθεις ποινές με εκείνα που επισύρουν καταστατικές.
Οι βασικές μεταβολές που εισάγει το π.δ. 48/2022 είναι: α) η θέσπιση ενιαίου συστήματος κανόνων πειθαρχικού δικαίου για τους στρατιωτικούς υπαλλήλους και τους οπλίτες θητείας όλων των Κλάδων, με αντίστοιχη κατάργηση των υφισταμένων κανονισμών πειθαρχίας και β) η εξομοίωση, ως προς τις καταστατικές ποινές, των ανθυπασπιστών και των υπαξιωματικών με τους αξιωματικούς. Οι νέοι κανόνες εν πολλοίς επαναλαμβάνουν τους καταργούμενους, περιέχουν, ωστόσο, και νέες ρυθμίσεις, όπως νέα πειθαρχικά παραπτώματα και νέες διατάξεις για την ένορκη διοικητική εξέταση. Επιπλέον, επαναλαμβάνονται γενικές αρχές και κανόνες, που έχουν διαμορφωθεί νομολογιακά και αποτυπώνονται κανονιστικά στον κυρωθέντα με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (Α΄ 26) Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ..
Σκοπός της ενιαίας ρύθμισης της πειθαρχικής διαδικασίας σε διακλαδικό επίπεδο είναι η επίτευξη της ίσης μεταχείρισης των στρατιωτικών υπαλλήλων, ανεξαρτήτως του βαθμού που φέρουν και της θέσης που κατέχουν. Με τις διατάξεις του π.δ. 48/2022 επιχειρείται η δημιουργία ενιαίου κανονιστικού πλαισίου για τα πειθαρχικά παραπτώματα και τις ποινές του συνόλου του στρατιωτικού προσωπικού, διότι -κατά την κρίση του νομοθέτη- δεν υφίσταται λόγος διαφοροποίησης των στρατιωτικών ανάλογα με τον Κλάδο, στον οποίο υπηρετούν. Επιπλέον, επιδιώκεται «τα στοιχεία των ατομικών φακέλων και του εν γένει ιστορικού των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων σε θέματα τάξης και πειθαρχίας να είναι ομογενοποιημένα και να διασφαλίζονται οι όροι αμεροληψίας κρίσης και αξιολόγησής τους». [15] Έπειτα, καταπολεμάται το φαινόμενο της πολυνομίας, δεδομένου ότι το πειθαρχικό δίκαιο των στρατιωτικών, πριν τη θέση σε ισχύ του Διακλαδικού Κανονισμού Πειθαρχίας, βρισκόταν εγκατεσπαρμένο σε επτά διαφορετικά νομοθετήματα, ορισμένα εξ αυτών προπολεμικά.
Για τη διατήρηση της πειθαρχίας στο στράτευμα, ο νομοθέτης και, κατ’ εξουσιοδότησή του, η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, έχουν προβλέψει σειρά πειθαρχικών παραπτωμάτων, κοινών για όλο το στρατιωτικό προσωπικό, η διάπραξη των οποίων επισύρει δύο διαφορετικά είδη ποινών, αμφότερα αποβλέποντα στον υπηρεσιακό σωφρονισμό και στη δι’ αυτού διασφάλιση της εσωτερικής πειθαρχίας στο στράτευμα: α) τις συνήθεις ποινές (επίπληξη, περιορισμός, κράτηση, φυλάκιση), οι οποίες επιβάλλονται σε όλους τους στρατιωτικούς, άρα και στους οπλίτες θητείας, και β) τις καταστατικές ποινές (πρόσκαιρη παύση, προσωρινή απόλυση, απόταξη, αποβολή), οι οποίες επιβάλλονται μόνον στους στρατιωτικούς υπαλλήλους, συμπεριλαμβανομένων των εφέδρων αξιωματικών. [16] Από τις ως άνω ποινές, οι πρώτες συνιστούν ηθική – διοικητική κύρωση του στρατιωτικού υπαλλήλου, καθόσον, σύμφωνα με το αρ. 1 παρ. 2 περ. η του π.δ. 48/2022, δεν επιφέρουν στέρηση της προσωπικής ελευθερίας των στρατιωτικών, πλην όμως επηρεάζουν έμμεσα την υπηρεσιακή κατάστασή τους, αφού λαμβάνονται υπόψη κατά τις κρίσεις προς προαγωγή. Αναφορικά με τους οπλίτες θητείας, οι εν λόγω ποινές έχουν το χαρακτήρα μέτρων εσωτερικής τάξης και ως εκ τούτου δεν προσβάλλονται παραδεκτά στο ανώτατο ακυρωτικό. [17] Αντιθέτως, οι δεύτερες (ενν. οι καταστατικές ποινές) επιβάλλονται, κατά το νόμο, για συγκεκριμένα παραπτώματα και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, και μεταβάλλουν ευθέως την κατάσταση του παραβάτη στρατιωτικού ή επιφέρουν στέρηση του βαθμού και της ιδιότητάς του αυτής.
Από το συνδυασμό των άρθρων 19 έως 23 του π.δ. 48/2022 προκύπτει ότι τα ίδια πειθαρχικά παραπτώματα, όταν διαπράττονται από στρατιωτικούς υπαλλήλους, τιμωρούνται, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητα διάπραξης, είτε με συνήθεις είτε με καταστατικές ποινές, ενώ, όταν διαπράττονται από οπλίτες θητείας, τιμωρούνται μόνον με συνήθεις ποινές. Η δε πειθαρχία προστατεύεται όχι μόνο με την καθιέρωση ειδικού πειθαρχικού συστήματος για τα εν ενεργεία στελέχη αλλά και αυτοτελώς ως έννομο αγαθό στη διάταξη της περ. 22 της υποπαρ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του π.δ. 48/2022, όπου προβλέπεται ρητά ότι «κάθε πράξη που προσβάλλει την πειθαρχία και την υπηρεσιακή τάξη στις Ένοπλες Δυνάμεις» αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.

4. Η στρατιωτική πειθαρχία ως παράγοντας περιορισμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των στρατιωτικών
Σύμφωνα με την περ. 10 της υποπαρ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του π.δ. 48/2022, «η ανάρμοστη ενέργεια ή συμπεριφορά» συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, δυνάμενο να τελεστεί από κάθε στρατιωτικό, οιουδήποτε βαθμού. Από την ερμηνεία της διάταξης αυτής συνάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν πράξεις ή παραλείψεις, που παραβιάζουν τους κοινωνικούς ή και ηθικούς κανόνες του μέσου συνετού κοινωνού. Πρόκειται δηλαδή για μία αναξιοπρεπή, προσβλητική και απροσάρμοστη συμπεριφορά, η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη στρατιωτική πειθαρχία και δεν γίνεται αποδεκτή από τη στρατιωτική ιεραρχία. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν προσδιορίζει και άρα δεν περιορίζει τον τόπο και το χρόνο εκδήλωσης της ακατάλληλης συμπεριφοράς σημαίνει ότι αυτή μπορεί να εκφραστεί είτε εντός είτε εκτός της υπηρεσίας. Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του (άλλου – τρίτου) ανθρώπου, κατά το άρθρο 2 του Συντάγματος, απαιτεί τη λελογισμένη συμπεριφορά του στρατιωτικού σε κάθε έκφανση της ζωής του. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ως ανάρμοστη ενέργεια ή συμπεριφορά και κατ’ επέκταση ως πειθαρχικό αδίκημα για το στρατιωτικό προσωπικό νοείται η παραβίαση των κανόνων καλής γειτονίας, η ρίψη απορριμμάτων σε κοινόχρηστους χώρους ή εντός γειτονικών ακινήτων, η ηχορύπανση, ο εμπαιγμός με την πραγματοποίηση επαναλαμβανόμενων τηλεφωνικών κλήσεων ή κρούσεων των κωδώνων, η αποστολή (ηλεκτρονικών) μηνυμάτων με ακατάλληλη φρασεολογία, η χωρίς ενδυμασία περιφορά σε εμφανείς από εξωτερικά άτομα ιδιωτικούς χώρους, η παρακολούθηση άλλων ατόμων, η παραβίαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας κλπ. Σημειώνεται ότι όλα τα ποινικά αδικήματα, όπως π.χ. η εξύβριση, αποτελούν ταυτόχρονα και πειθαρχικά παραπτώματα, με βάση την περ. 21 της υποπαρ. γ’ της παρ. 1 του αρ. 8 του π.δ. 48/2022.
Εις επίρρωση τούτου, το ΣτΕ έκρινε ότι, με βάση το άρθρο 45 του Συντάγματος, ο νομοθέτης έχει υποχρέωση να θεσπίσει, μεταξύ άλλων, το κατάλληλο καθεστώς στρατιωτικής πειθαρχίας, η μη τήρηση του οποίου αποτελεί αιτία επιβολής πειθαρχικών ποινών από τη Διοίκηση. [18] Τέτοια κατάλληλη πειθαρχική διάταξη αποτελεί, σύμφωνα με το ΣτΕ, αυτή του εδ. α΄ της παρ. 1 του άρ. 32 του ν.δ. 1400/1973 (Α΄114), με την οποία προβλεπόταν το πειθαρχικό παράπτωμα της ασυμβίβαστης ή αναξιοπρεπούς διαγωγής προς την ιδιότητα του αξιωματικού, ειδικότερα κατά το μέρος που αυτή αναφέρεται στον εκτός υπηρεσίας βίο των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων. Η διάταξη αυτή αποτελεί κατ’ αρχήν θεμιτή επέμβαση στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη στο άρθρο 5 ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Με τη θέση σε ισχύ του Διακλαδικού Κανονισμού Πειθαρχίας, αντίστοιχη διάταξη είναι αυτή της περ. 14 της υποπαρ. γ’ της παρ. 1 του αρ. 8 του π.δ. 48/2022, με την οποία προβλέπεται ως πειθαρχικό παράπτωμα «η αναξιοπρεπής διαβίωση εν γένει, η ανειλικρίνεια και κάθε πράξη αντίθετη προς την εντιμότητα, την ευθύτητα, την αξιοπρέπεια και τα χρηστά ήθη». Επομένως, και η νέα ρύθμιση θα πρέπει να θεωρηθεί επί της αρχής ότι συνάδει με τις συνταγματικές επιταγές. Παραδείγματα τέλεσης του ως άνω πειθαρχικού αδικήματος είναι: η χρήση πλάνης, απάτης ή απειλής με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού οφέλους σε βάρος αντισυμβαλλομένου (π.χ. παρουσίαση ψευδών πληροφοριών περί των κατασκευαστικών υλικών του προς πώληση ακινήτου στον υποψήφιο αγοραστή), η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, ο λεκτικός ή ψυχολογικός εκφοβισμός, η παραβίαση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας (π.χ. η πρόσληψη υδραυλικού για εργασίες στην οικία του χωρίς την καταβολή εργοσήμου).
Η αόριστη και ασαφής διατύπωση των ανωτέρω πειθαρχικών παραπτωμάτων εναρμονίζεται προς την αρχή του κράτους δικαίου, παρόλο που η ελεγχόμενη συμπεριφορά ανάγεται ακόμα και στον εκτός υπηρεσίας βίο των στρατιωτικών, αφενός για λόγους γενικού δημοσίου συμφέροντος και αφετέρου για πρακτικούς λόγους. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το μέρος που ορίζει ότι το ποινικό αδίκημα πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς κατά την αντικειμενική του υπόσταση στον ποινικό νόμο, δεν εφαρμόζεται στα πειθαρχικά αδικήματα των υπαλλήλων του Δημοσίου, [19] ωσαύτως και των στρατιωτικών. Το αυτό ισχύει και για το άρθρο 7 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.. [20] Τούτο, διότι το πειθαρχικό αδίκημα, συνδεόμενο, αμέσως ή εμμέσως, με το υπαλληλικό καθήκον, δηλαδή με την εν γένει διαγωγή που πρέπει να τηρεί ο υπάλληλος εντός ή εκτός της υπηρεσίας, αφετέρου δε με το κύρος και τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς και εξαντλητικά εκ των προτέρων, αφού συμπεριφορά του υπαλλήλου αντίθετη με το υπηρεσιακό καθήκον και βλαπτική για τη δημόσια υπηρεσία είναι δυνατόν να εκδηλωθεί με πολλές και ποικίλες μορφές, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να προβλέψει εκ των προτέρων ο νομοθέτης. [21]
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η στρατιωτική πειθαρχία δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο θραύσης του κελύφους του πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών. Στην κατά το άρθρο 9 του Συντάγματος απαραβίαστη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής περιλαμβάνεται αναμφίβολα η ερωτική ζωή, [22] η οποία από μόνη της, δεν μπορεί να ελέγχεται πειθαρχικά από τις διοικητικές αρχές. Ειδικότερα, κατά την έννοια του Συντάγματος, η σύναψη, η διατήρηση και η διάλυση ερωτικών σχέσεων δεν μπορεί, αυτοτελώς, να χαρακτηρισθεί ως ανάρμοστη ενέργεια ή συμπεριφορά ή ως ασυμβίβαστη διαγωγή προς την ιδιότητα του αξιωματικού των Ενόπλων Δυνάμεων, εκτός αν συνάπτεται άμεσα με την άσκηση των καθηκόντων του και την εν γένει ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας ή συνοδεύεται από παραβάσεις του υπηρεσιακού καθήκοντος ή εκμετάλλευση της υπηρεσιακής ιδιότητας ή από επίμεμπτες εν γένει πράξεις εν όψει των ειδικών συνθηκών που εκάστοτε συντρέχουν. [23] Συνεπώς, δεν αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα η εκ μέρους στρατιωτικού υπαλλήλου σύναψη εξωσυζυγικών ερωτικών σχέσεων με τη σύζυγο συναδέλφου του (και μάλιστα ανωτέρου του), εφόσον, βέβαια, οι σχέσεις αυτές συνήφθησαν με την ελεύθερη βούληση των δύο προσώπων. [24] Κατά συνέπεια, η σύναψη ερωτικών σχέσεων ενός στρατιωτικού με άτομο του ιδίου φύλλου ή η ερωτική συνεύρεση με περισσότερα του ενός άτομα δεν θα πρέπει να χαρακτηρισθούν ως πειθαρχικά αδικήματα. Αντιθέτως, η ανάρτηση πορνογραφικού υλικού στο διαδίκτυο, στο οποίο πρωταγωνιστεί στρατιωτικός θα πρέπει να θεωρηθεί πειθαρχικό αδίκημα, αφ’ ης στιγμής είναι ορατό σε αόριστο αριθμό ατόμων και δύναται να επιφέρει δυσμενείς κρίσεις για την εικόνα του στρατεύματος, μεταβάλλοντας επί τα χείρω το ηθικό φρόνημα του έμψυχου δυναμικού των Ενόπλων Δυνάμεων και δυσχεραίνοντας την εκπλήρωση της αποστολής τους. Επιπλέον, αφού το υλικό αυτό δημοσιεύεται οικειοθελώς παύει να είναι μέρος της ιδιωτικής ζωής του στρατιωτικού.
Ο πειθαρχικός έλεγχος των διοικητικών αρχών, που εκτείνεται στη σφαίρα της ανάπτυξης της προσωπικότητας, και μάλιστα εκτός υπηρεσίας, προκειμένου να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για αναξιοπρεπή διαβίωση στρατιωτικού, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί αντικειμενικά με βάση έναν ορισμένο ενδεδειγμένο τρόπο συμπεριφοράς στο πεδίο αυτό, στο οποίο ισχύει κατ’ αρχήν η ελευθερία, ενόσω δεν υπάρχει αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση. Ο στρατιωτικός υπάλληλος πληροφορείται με ακρίβεια τα στοιχεία της επίμεμπτης πράξης, που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού αδικήματος, αφού πρώτα τελέσει την πράξη, με την επιβολή σχετικής ποινής από την Διοίκηση και περαιτέρω, εφ’ όσον ζητήσει έννομη προστασία, από τον Δικαστή, ο οποίος ελέγχει την ορθότητα της εξειδίκευσης της αόριστης έννοιας της αναξιοπρεπούς διαβίωσης. Το πρόβλημα αυτό καλείται να επιλύσει η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί το εργαλείο κρίσης και εξέτασης κάθε συμπεριφοράς.

5. Επίλογος
Συμπερασματικά, η στρατιωτική πειθαρχία αποτελεί θεμελιώδη αξία για την αποτελεσματική λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων και την εκπλήρωση του αποστολής τους, η οποία σχετίζεται άμεσα με την προστασία της εθνικής άμυνας και την ασφάλεια της χώρας. Το νέο θεσμικό πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασία, που εισάγει το π.δ. 48/2022, φιλοδοξεί να εξασφαλίσει ίση μεταχείριση για όλο το στρατιωτικό προσωπικό, προωθώντας τη δημιουργία ενός ενιαίου και ομοιογενούς συστήματος πειθαρχίας.
Παράλληλα, η νομική διάσταση της στρατιωτικής πειθαρχίας ενσωματώνει τη δυνατότητα περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιτυχία του στρατιωτικού έργου, χωρίς όμως να είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η παραβίαση της θεμελιώδους προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Από νομοτεχνικής πλευράς, εντύπωση προκαλεί η ενσωμάτωση αρχαίων ρητών σε προεδρικό διάταγμα, αφού στην παρ. 2 του άρ. 1302 του π.δ. 210/1993 καταγράφεται πανηγυρικά ότι «Οι Διατάξεις του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, του Ναυτικού με την αρχαιότερη ιστορία μεταξύ των Ναυτικών του κόσμου, δικαιούνται να δανεισθούν από την αρχαία Ελληνική σοφία τις ρήσεις: α. “Πειθαρχία γάρ ἐστί εὐπραξίας μήτηρ” (Αισχύλου). β. “Τό πείθεσθαι μέγιστον ἀγαθόν εἶναι καί ἐν πόλει καί ἐν στρατιᾷ καί ἐν οἴκῳ” (Ξενοφώντος).» Η αναφορά αυτή επιδιώκει να συνδέσει το σύγχρονο Πολεμικό Ναυτικό με την ένδοξη παράδοση της αρχαίας Ελλάδας, αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητα των αξιών που το διαπνέουν, όπως η πειθαρχία και η υπακοή. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται η ιδεολογική νομιμοποίηση του νομικού πλαισίου, προβάλλοντας την ελληνική κλασική παράδοση ως οδηγό για τις σύγχρονες Ένοπλες Δυνάμεις. Τονίζεται η αξία της συνεργασίας και της πειθαρχημένης υπακοής, τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και στη καθημερινή ζωή (στο στρατό, την πόλη και το σπίτι). Δεν πρόκειται απλώς για μια άστοχη νομοτεχνική επιλογή, αλλά για μία στρατηγική κίνηση συμβολικής σημασίας.

[1] Άρ. 2 π.δ. 130/1984 (Α’ 42) «Γενικός Κανονισμός Υπηρεσίας στο Στρατό»∙ Άρ. 1302 π.δ. 210/1993 (Α’ 89) «Διατάξεις Πολεμικού Ναυτικού»∙ Άρ. 1 π.δ. 60/2009 (Α’ 83) «Κανονισμός Πολεμικής Αεροπορίας»
[2] U. Steinhoff, The Ethics of War and the Force of Law: A Modern Just War Theory. Routledge, New York 2021, 14
[3] Άρ. 2 παρ. 4 π.δ. 130/1984 (Α’ 42) «Γενικός Κανονισμός Υπηρεσίας στο Στρατό»
[4] Η πειθαρχία αποτελούσε ανέκαθεν το ζητούμενο για την ποιοτική οργάνωση και λειτουργία του στρατού. Ήδη η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου με το από 1 Ιανουαρίου 1822 ψήφισμά της «θεωρούσα την ανάγκην της στρατιωτικής ευταξίας, δια να ευδωκιμώσι τα στρατεύματα και να εμποδισθώσι όσα από την αταξία προέρχονται κακά» όρισε τα εξής: «Ο στρατιωτικός κώδιξ της Γαλλίας, με τας αναγκαίας προσθαφαιρέσεις, ισχύει εις το Στρατιωτικόν της Ελλάδος (άρθρο θ΄)». Τ. Φιλιππίδη, Η ποινική νομοθεσία κατά την εθνεγερσίαν, Θεσσαλονίκη, 1974, 54
[5] ΕΔΔΑ Γρηγοριάδης κατά Ελλάδας 25-11-1997, Λαρίσης κατά Ελλάδας 24-2-1998
[6] Α. Δημητρόπουλου, Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Τόμος Γ’, ημιτόμος I, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, 95 επ.
[7] Ολ. ΣτΕ 2192/2014
[8] Ibid
[9] Α. Παπαδαμάκη, Ποινικά Ανάλεκτα, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 1994, 142
[10] Π. ∆αγτόγλου, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, Ατοµικά ∆ικαιώµατα, τ. Α΄, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2005, 197 – 198
[11] Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 1998, 51-52
[12] ΣτΕ 1680/2007
[13] ΣτΕ Γνωμοδότηση 155/2021 για την έκδοση του π.δ. 48/2022 (Α’ 120)
[14] ΣτΕ 1560, 573/2005, 3356/2004, 780/1981
[15] Αιτιολογική Έκθεση ν. 3883/2010 (Α’ 167)
[16] ΣτΕ Γνωμοδότηση 155/2021 για την έκδοση του π.δ. 48/2022 (Α’ 120)
[17] ΣτΕ 2018/1981
[18] ΣτΕ 1680/2007
[19] ΣτΕ 1094/2021, 2817/2018, 2666/2017, 2577/2014, 116/2004
[20] Ολ. ΣτΕ 4662/2012
[21] ΣτΕ 1094/2021, 1680/2007, 1600/2015
[22] ΣτΕ 3922/2005, 554/2003, 3545/2002
[23] ΣτΕ 888/2008
[24] Ibid

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

one × four =