Υπεράσπιση του Συντάγματος

Κώστας Μποτόπουλος, Διδάκτορας Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής

 Να λοιπόν που φτάσαμε σε αυτό το σημείο: να πρέπει να υπερασπιστούμε το Σύνταγμα μας, αφού, με την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», παραβιάστηκε μπροστά στα μάτια όλων το άρθρο 16.

Και τούτο παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις περί αντισυνταγματικότητας του σχετικού νομοσχεδίου εκ μέρους πολλών, αν όχι της πλειοψηφίας των συνταγματολόγων της Χώρας[1]. Παρά την αποκαθήλωση, από την ίδια την κυβέρνηση, της αρχικής σκέψης να χρησιμοποιήσει, ως τρόπο εισχώρησης των «ιδιωτικών πανεπιστημίων» στο ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 28 του Συντάγματος, μέσω σύναψης διεθνών συμφωνιών με άλλες χώρες[2]. Παρά τη σαφή ανάδειξη από τη δημόσια συζήτηση ότι δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής, προκειμένου να επιτευχθεί ο ίδιος σκοπός, ούτε η «νομολογία Soros» του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκής Ένωσης[3], ούτε η «νομολογία του βασικού μετόχου» του Συμβουλίου της Επικρατείας[4]. Και παρά τη διαπίστωση ότι τα «Παραρτήματα» του νόμου, που υποτίθεται ότι θα σέβονταν το άρθρο 16[5], είναι στην πραγματικότητα νέα νομικά πρόσωπα (με την καινοφανή ονομασία «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» -«νππε»- και την μη ασκούσα νομική επιρροή  προσθήκη ότι θα πρόκειται, κατά δήλωση του νόμου, για «μη κερδοσκοπικά ιδρύματα»), τα οποία θα εκδίδουν «ελληνικούς» πανεπιστημιακούς τίτλους: δεν πρόκειται, συνεπώς, για «εγκατάσταση παρατημάτων» αλλά για εισχώρηση στην ελληνική έννομη τάξη νέου –απαγορευόμενου- τύπου ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων[6].

Είναι η πρώτη φορά στη μεταπολίτευση που συμβαίνει τέτοια ευθεία παραβίαση –έμμεσες έχουν υπάρξει πολλές και συνέβη ίσως πάλι πρόσφατα με την παράνομη χρήση προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Συντάγματος) από ευρωβουλευτή. Είναι επίσης η πρώτη φορά που η βιασύνη για μια επιχειρηματική διευθέτηση, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο μεταρρυθμιστικός ζήλος, επικρατούν, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και ψήφο της Βουλής, όχι μόνο του γράμματος και του πνεύματος του Συντάγματος αλλά της κοινής λογικής. Γιατί δεν αντέχει στη δοκιμασία της λογικής –εκτός αν κάποιο μυαλό λειτουργεί με όρους κομματικούς ή «ακολουθεί» πρόσωπα και όχι επιχειρήματα- ούτε ότι μέσω της ερμηνείας, «ενωσιακού» ή άλλου τύπου, μπορεί να επιτραπεί κάτι που το Σύναγμα απαγορεύει, ούτε ότι συνταγματική αναθεώρηση είναι απαραίτητη, αλλά μετά την ψήφιση νόμου που χωρίς αναθεώρηση θα είναι αντισυνταγματικός[7].

Το Σύνταγμα θα έπρεπε να είχε υπερασπιστεί, καταρχήν και μετά λόγου γνώσης, σύσσωμη η κοινότητα των ειδικών, δηλαδή των συνταγματολόγων -πόσο μάς λείπουν ο Μάνεσης και ο Τσάτσος, που θα είχαν βρει τον τρόπο να αποφύγουμε αυτά που ακούμε σήμερα από την κοινωνία: «αφού δεν τα βρίσκετε μεταξύ σας, τι μας νοιάζει εμάς το Σύνταγμα». Και δικαίως τα ακούμε, όταν όχι μόνο δεν είμαστε μια γροθιά, αλλά όσοι υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα χαρακτηριζόμαστε παρωχημένοι ή σχολαστικοί και αναγκαζόμαστε να επιχειρηματολογήσουμε για τα αυτονόητα εναντίον αυτών που μας είχαν διδάξει τα αυτονόητα:

  • την κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος, που όταν λέει, 7 μόνο φορές σε όλο το κείμενο, «απαγορεύεται», απαιτεί να τηρείται η απαγόρευση. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με την απαγόρευση, και μάλιστα τριπλή (άρθρο 16 παρ. 5,6 και 8), λειτουργίας ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που να έχουν άλλη μορφή από νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου –νπδδ- και να στηρίζονται σε ιδιωτικούς πόρους,
  • το θεμελιώδες γεγονός ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να αντιστρέψει ή να παραμερίσει το περιεχόμενο ρητής διάταξης θετού δικαίου, πόσο μάλλον συνταγματικού επιπέδου[8], και ότι, ειδικώς η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, «συμπληρώνει και επεκτείνει το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος»[9], ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να «το περιορίζει», ποτέ όμως να το διαστρέφει ή να το καταργεί, κάτι που δέχεται και το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C-573/17)[10]
  • τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος: ο μόνος τρόπος να τραπεί το «απαγορεύεται» σε «επιτρέπεται» είναι μέσω συνταγματικής αναθεώρησης,
  • τη σχέση του Συντάγματος με το ευρωπαϊκό/ενωσιακό δίκαιο, που είναι μια σχέση εναρμόνισης και όχι σύγκρουσης, πόσο μάλλον όταν, ειδικά στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκρουση, αφού το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 165 παρ. 1 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 14 παρ. 2 Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), ρητά καθορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση οργανώνεται με βάση τις εθνικές –στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οι συνταγματικές- ρυθμίσεις,
  • τη δημοκρατική σημασία του Συντάγματος, που είναι όχι απλώς κείμενο πολιτικό, αλλά κείμενο που εκφράζει δεσμευτικά, στο υψηλότερο επίπεδο, τη βούληση της νομοθετικής εξουσίας και άρα του κοινωνικού σώματος στην ολότητα του. Η «ρευστοποίηση» του Συντάγματος και η μείωση της κανονιστικής του ισχύος συνιστούν όχι μόνο νομικές παραβιάσεις, αλλά και δημοκρατικές απειλές.

Το Σύνταγμα, που έχουν ψηφίσει και στο οποίο ορκίζονται, θα έπρεπε και οι βουλευτές να είχαν βάλει πάνω από πολιτικά προγράμματα, κυβερνητικές πιέσεις, προσωπικές φιλοδοξίες, τα ήξεις αφήξεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής[11]. Στοιχειώδες αίσθημα ευθύνης, αυτοπροστασίας και αυτοσυγκράτησης θα έπρεπε να είχε κάνει να πρυτανεύσει, υπεράνω κομματικών συσχετισμών, η απλή σκέψη ότι ακόμα και αν ήταν απλώς αμφιλεγόμενο τι επιτρέπει και τι απαγορεύει το Σύνταγμα, η Βουλή, ως εκφραστής της λαϊκής βούλησης, θα έπρεπε να οδηγηθεί σε λύση συμφιλίωσης –την αναθεώρηση- και όχι σύγκρουσης –στο όνομα, μάλιστα, μιας ανεξήγητης βιασύνης.

Τέλος, για το Σύνταγμα θα έπρεπε –αλλά δεν βρέθηκε κανείς να του το εμφυσήσει- να μάχεται το κοινωνικό σύνολο, αφού γεύεται και επιθυμεί την υπό τη σκέπη του δημοκρατία και έχει πατριωτικό καθήκον (άρθρο 120 Συντάγματος) να διεκδικεί πλήρως και αδιάκοπα την τήρηση του.

Τώρα πλέον, μετά την ψήφιση του νόμου, μόνος υπερασπιστής του Συντάγματος μένει το Συμβούλιο της Επικρατείας, από το οποίο, στη βέβαια περίπτωση που προσβληθεί μια στηριζόμενη στο νέο νόμο διοικητική πράξη, θα «ζητηθεί» από την κυβέρνηση όχι μόνο να μεταστρέψει τη νομολογία του, αλλά να νομολογήσει ότι για την ελληνική ανώτατη εκπαίδευση δεν ισχύει το ελληνικό Σύνταγμα.

Κι όμως, η νομολογία του ΣτΕ σε σχέση με το άρθρο 16 είναι πάντα στην ίδια γραμμή, από το 1974 έως σήμερα:

  • «απαγορεύεται απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών» και δεν επιτρέπεται να τρωθεί «ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης και το κύρος του δημοσίου πανεπιστημίου» (ΣτΕ 922/2023)[12],
  • τα ΑΕΙ «δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα αλλά οι σκοποί τους, όπως προβλέπονται από το Σύνταγμα (άρθρο 16), αποβλέπουν στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας και του ερευνητικού και εν γένει εκπαιδευτικού έργου και άρα δεν εμπίπτουν στην έννοια της «επιχείρησης»» (ΣτΕ 2350-63/2023)[13],
  • είναι «διαφορετικό το ζήτημα της επαγγελματικής αναγνώρισης τίτλων σπουδών από το ζήτημα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης αυτών» (ΣτΕ 3451/2011, 3101/2027, 2253/2019)[14].

Το ζήτημα είναι εθνικής συνταγματικής τάξης, αφού, παρά την –ορθότερα: μέσα στην- υπαρκτή ελληνική ιδιοτυπία της απαγόρευσης «ιδιωτικών πανεπιστημίων», την ανώτατη εκπαίδευση ρυθμίζει, με αρμοδιότητα που της παρέχει και το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, η εθνική έννομη τάξη. Δεν είναι, συνεπώς, νομοτελειακή η θέση προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πάντως, σε περίπτωση που τεθεί τέτοιο ερώτημα, η απάντηση πάλι με όρους εθνικής συνταγματικής τάξης, και υπό το φως της ελληνικής νομολογίας, θα κριθεί.

Με την «υπόθεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων», το Δικαστήριο της συνταγματικής νομιμότητας έχει, συνεπώς, μια μεγάλη ευκαιρία να δώσει σε όλους, και κυρίως στην κοινωνία, ένα μάθημα συνταγματικής δημοκρατικότητας.

 

[1] Μια επισκόπηση των κειμένων που έχουν δημοσιευθεί σε αυτή εδώ την ιστοσελίδα το επιβεβαιώνει. Σε ρεπορτάζ των Reporters United αναφέρονται, με αντίστοιχες παραπομπές σε άρθρα και γνωμοδοτήσεις τους: «ενδεικτικά: Κωνσταντίνος ΓιαννακόπουλοςΑλκιβιάδης ΔερβιτσιώτηςΓιάννης ΔρόσοςΑκρίτας ΚαϊδατζήςΙφιγένεια ΚαμτσίδουΓιώργος ΚατρούγκαλοςΞενοφών ΚοντιάδηςΠαναγιώτης ΜαντζούφαςΚώστας ΜποτόπουλοςΓιώργος ΣωτηρέληςΠάνος ΛαζαράτοςΒασιλική ΧρήστουΚώστας Χρυσόγονος)». Θα μπορούσαν να προστεθούν, από αυτούς που γνωρίζω, οι Γιώργος Κουβελάκης («Ας διαφυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε περισσότερο από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια»), Ηλίας Νικολόπουλος, Γιώργος Καραβοκύρης, Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Απόστολος Παπατόλιας, Γιάννης Τασόπουλος («θα ήταν από κάθε άποψη προτιμότερο το «νέο» άρθρο 16 να προέκυπτε μέσα από συνταγματική αναθεώρηση» και «η προσπάθεια δικαιολόγησης της νέας ερμηνείας μέσα από μια νομικοπολιτική ρητορική περί «ζωντανού Συντάγματος» δεν νομίζω ότι είναι ούτε ορθή ούτε χρήσιμη»), καθώς και οι Καθηγητές Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Αστέρης Πλιάκος, Χάρης Τσιλιώτης, Αντώνης Μεταξάς, Μανώλης Περάκης, Βασίλης Χατζόπουλος, υπογράφοντες το σχετικό Υπόμνημα της ΕΕΕΣ (Ένωσης Επιστημόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών) προς την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων (προσβάσιμο στην ιστοσελίδα euscientists.eu), όπου γίνεται λόγος για «πρόδηλη ασυμβατότητα των νππε με τις σαφούς και αδιάστικτης διατύπωσης διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος»

[2] Βλ. Αντώνη Μανιτάκη, «Η κρυφή γοητεία του άρθρου 28 του Συντάγματος», στα ΝΕΑ, 16 Ιουλίου 2023 και αναδημοσίευση στο  www.constitutionalism.gr

[3] «Επιτροπή κατά Ουγγαρίας», (C-66/18 της 6.10.2020), όπου επρόκειτο για κρίση σχετική με την επιχειρηματική ελευθερία και υπό συνταγματικό καθεστώς –της Ουγγαρίας- που δεν περιέχει απαγόρευση ίδρυσης «ιδιωτικών πανεπιστημίων»

[4] Στην περίπτωση του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος, η εθνική νομοθεσία περιόριζε αρμοδιότητα οικονομικού χαρακτήρα, άρα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσέκρουε σε ενωσιακή αρμοδιότητα, και όχι σε εκπαιδευτική αρμοδιότητα, η οποία ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο

[5] Έτσι, χαρακτηριστικά, ο Α. Μανιτάκης, στην Καθημερινή, 11 Φεβρουαρίου 2024: «η νομοθετική πρωτοβουλία, εφόσον (η έμφαση δική μου) περιορίζεται στην πρόβλεψη εγκατάστασης παραρτημάτων, μόνον (η έμφαση δική μου), αλλοδαπών πανεπιστημίων … δεν ανοίγει την πόρτα στην ίδρυση νέων ιδιωτικών πανεπιστημίων. Διότι άλλο ίδρυση και άλλο εγκατάσταση παραρτήματος». Συνεπώς, προεκτείνω, το ότι δεν πρόκειται για παράρτημα, αλλά για νέο ίδρυμα, δημιουργεί συνταγματικό πρόβλημα

[6] Βλ. αναλυτικά, Κ. Μποτόπουλου, «Εικονικά Πανεπιστήμια», στο Βήμα, 20 Φεβρουαρίου 2024

[7] Στο βιβλίο των Β. Σκουρή/Ε/ Βενιζέλου, «Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιοι ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα, 2024, αναφέρεται: «Η εξαγγελθείσα αναθεώρηση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος προϋποθέτει την τήρηση των διαδικαστικών προδιαγραφών του άρθρου 110 παρ. 2-6. Ακόμα συνεπώς (ο τονισμός δικός μου) και αν όλες οι διαδικασίες κινηθούν με τον ταχύτερο ρυθμό, υπάρχει ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξακολουθεί να έχει πρακτική σημασία το ερώτημα για τα περιθώρια που έχει ο εθνικός νομοθέτης…». Με όλο το σεβασμό, αυτό το «συνεπώς» και αυτά τα προ της αναθεώρησης περιθώρια αμφισβητούμε αρκετοί

[8] Άλλο το ότι όλες οι διατάξεις υπόκεινται σε ερμηνεία και άλλα τα όρια της ερμηνείας σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της λογικής. Άλλο το «ζωντανό Σύνταγμα» και άλλο η contra constitutionem εφαρμογή του (αντίθετος ο Νίκος Αλιβιζάτος, «Δεν αντίκεται στο Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα», στο Νομικό Βήμα, 72 (2024)/1, σελ. 46)

[9] Ευάγγελος Βενιζέλος, «Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα, 2022, σελ. 59

[10] Η απόφαση, που υπενθυμίζεται από τον Κ. Γιαννακόπουλο, «Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου», στο Βήμα, 3 Μαρτίου 2024, καθώς και από το Υπόμνημα της ΕΕΣ (βλ. υποσημ. 1), επισημαίνει ότι η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία «δεν μπορεί να χρησιμεύει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου»

[11] Που πάντως, στην σχετική Έκθεση της επί του νομοσχεδίου, αναφέρει σαφώς ως «κρατούσα έως σήμερα» ερμηνεία και νομολογία εκείνη που θεωρεί ότι «δεν δύναται να ανατραπεί» η συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 16 «στο πλαίσιο οποιασδήποτε ερμηνευτικής προσαρμογής»

[12] Κάτι εντελώς διαφορετικό από την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων για τα κολέγια ή επιβολής διδάκτρων σε μεταπτυχιακές σπουδές, όπως ρητά αναφέρει και η ήδη μνημονευθείσα Έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής

[13] Άρα δεν μπορεί να γίνει επίκληση της επιχειρηματικού δικαιώματος που ενδεχομένως ενυπάρχει (και) στην ανώτατη εκπαίδευση για παράκαμψη του τρόπου με τον οποίο το Σύνταγμα ρυθμίζει την ανώτατη εκπαίδευση

[14] Άρα δεν ισχύει ότι μπορεί να γίνει χρήση της νομολογίας για τα «κολέγια» ως βάση για αλλαγή νομολογίας σε σχέση με τα πανεπιστήμια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

18 − nine =