Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης δεν επανέφεραν απλώς στο προσκήνιο την προοπτική αναθεώρησης του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 Συντ., που ρυθμίζει την νομική ταυτότητα των ιδρυμάτων της ανώτατης εκπαίδευσης. Έθεσαν επίσης στον δημόσιο διάλογο την πρόταση να παρακαμφθούν οι σαφείς επιταγές του παραπάνω άρθρου με αναγωγή σε άλλη συνταγματική διάταξη, στο άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. που αποδίδει στις διεθνείς συμβάσεις τυπική ισχύ υπέρτερη του νόμου και να χρησιμοποιηθεί το νομικό εργαλείο των διακρατικών συμφωνιών, προκειμένου να ιδρύονται ιδιωτικά πανεπιστήμια στην χώρα.
Πρόκειται για μια ερμηνευτική ακροβασία, που αναζητεί νομιμοποίηση στο αίτημα συμφιλίωσης της ακαδημαϊκής ελευθερίας με την ελευθερία της έρευνας και της διδασκαλίας και ιδίως στην ανάγκη εναρμόνισης της ελληνικής έννομης τάξης με την ιεραρχία των ελευθεριών που έχει εγκατασταθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση[1]. Πραγματικά, με την βοήθεια και του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου, έχει δημιουργηθεί στην Ένωση μια πυραμίδα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, στην κορυφή της οποίας τοποθετήθηκαν οι οικονομικές ελευθερίες, με αποτέλεσμα η προστασία τους να συρρικνώνει το εύρος του πεδίου της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας. Αυτή την ιεραρχία επιχειρούν να επιβάλλουν και σε εθνικό επίπεδο, παρακάμπτοντας βασικούς κανόνες της συνταγματικής επιστήμης και στρεβλώνοντας τόσο τις ισχύουσες θεσμικές πρόνοιες, όσο και την κοινωνική και νομολογιακή πραγματικότητα. Ας επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε τα επιχειρήματα
Α) Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι μια διακρατική συμφωνία μπορεί, με βάση το άρθρο 28 Συντ., να παραμερίσει το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 Συντ και να επιτρέψει την ίδρυση ιδιωτικού πανεπιστημίου στην Ελλάδα. Μια τέτοια συμφωνία έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση δικαιωμάτων και την ίδρυση υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών, που στην επίμαχη περίπτωση εικάζεται ότι θα αφορά την δέσμευση της ελληνικής δημοκρατίας να επιτρέπει την ίδρυση πανεπιστημιακού ιδρύματος σύμφωνα με το δίκαιο του αντισυμβαλλόμενου της κράτους. Με άλλα λόγια, η ελληνική πολιτεία θα επιτρέψει σε αλλοδαπή έννομη τάξη, με απλούς νόμους ή κανονιστικές της πράξεις, να εξουθενώνει τις συνταγματικές μας προβλέψεις και να ρυθμίζει σημαντικά ζητήματα για το πολίτευμα και την κοινωνία. Έτσι, όμως, δεν καταλύεται μόνον η τυπική και ουσιαστική ισοτιμία των συνταγματικών κανόνων[2], αλλά καταρρέει όλη η αρχιτεκτονική του συνταγματικού κράτους δικαίου: αν δοθεί η ευχέρεια στους κυβερνώντες να επιλέγουν κάθε φορά την συνταγματική ρύθμιση που εξυπηρετεί τις πολιτικές τους σκοπιμότητες, αν αυτοί απαλλαγούν από την υποχρέωση να ερμηνεύουν τις θεμελιώδεις διατάξεις με τρόπο που θα εξασφαλίζεται η λογική ενότητα και η κανονιστική πληρότητα των κανόνων που διατυπώνονται, τότε ένα εξουσιαστικό constitution shopping θα καθορίζει την λειτουργία του πολιτεύματος. Οι κυβερνώντες θα προσδιορίζουν κατά βούληση το περιεχόμενο του Συντάγματος, αντί οι κανόνες του να οριοθετούν την δράση τους και θα μπορούν να υπάγουν τους έλληνες πολίτες σε δίκαιο που οι ίδιοι δεν θέσπισαν. Η εγγυητική λειτουργία του καταστατικού χάρτη θα εξουθενωθεί και η αυτοκυβέρνηση του λαού θα δεχθεί ισχυρό πλήγμα.
Β) Η ελευθερία της έρευνας και της διδασκαλίας συμπορεύονται αρμονικά με την ακαδημαϊκή ελευθερία και δεν τίθεται θέμα συμφιλίωσής τους. Το ελληνικό Σύνταγμα, όπως τα περισσότερα ευρωπαϊκά Συντάγματα, καθώς και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ εγγυώνται αυτοτελώς τις παραπάνω ελευθερίες, ανταποκρινόμενα στην πολιτική ανάγκη να προστατευτούν σημαντικές δραστηριότητες πνευματικής κίνησης που διαμορφώνουν τους όρους συγκρότησης της κοινωνίας και ανάπτυξης της προσωπικότητας των μελών της. Είναι σημαντικό οι επιχειρήσεις να διενεργούν έρευνα ώστε να βελτιώνεται η ποιότητα των προϊόντων τους και ακόμη πιο σημαντικό τα σωματεία, οι ενώσεις προσώπων, οι Δήμοι και τα Επαγγελματικά Επιμελητήρια να διοργανώνουν σεμινάρια και μαθήματα, ώστε να συζητούνται ευρύτερα οι επιστημονικές, κοινωνικές και ιδεολογικές εξελίξεις.
Ωστόσο, οι παραπάνω θεσμικοπολιτικά πολύτιμες κοινωνικές δράσεις διαφοροποιούνται από την εκπαιδευτική διαδικασία, που με την σειρά της διαιρείται σε εγκύκλιες και πανεπιστημιακές σπουδές. Οι τελευταίες δεν εξαντλούνται στην διδασκαλία ζητημάτων που άπτονται μιας επιστήμης, αλλά στην άρτια και πλήρη εκπαίδευση όσων θα ασκούν συστηματικά πράξεις που συνιστούν παρέμβαση στις σχέσεις των κοινωνικών υποκειμένων με τους τρίτους και με τον εαυτό τους σύμφωνα με επιστημονικές μεθόδους. Για τον λόγο αυτό, τα πανεπιστήμια υπήρξαν πάντοτε κρατική υπόθεση: στον θεοκρατικό μεσαίωνα, όταν πρωτοεμφανίστηκαν πανεπιστήμια, την ίδρυση και λειτουργία τους καθόριζε η εκκλησίαˑ με τις μεγάλες αστικές επαναστάσεις την ευθύνη τους ανέλαβε το κράτος και με την ανάπτυξη των δημοκρατικών κινημάτων τα πανεπιστήμια απέκτησαν την διοικητική τους αυτονομία, ώστε η έρευνα και η διδασκαλία σε αυτά να μην υπακούει ούτε στα κελεύσματα της εξουσίας ούτε στις σκοπιμότητες των ισχυρών της αγοράς.
Έτσι, η επιλογή του ελληνικού Συντάγματος να τους προσδώσει την μορφή του ν.π.δ.δ. δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα ούτε βέβαια εισάγει κρατικό μονοπώλιο. Αφενός πλήθος συλλογικοτήτων και οι ιδιώτες μπορούν σήμερα να ιδρύσουν πανεπιστήμιο (δήμοι, περιφέρειες, απλοί πολίτες) προσδίδοντας του την προβλεπόμενη νομική ταυτότητα, αφετέρου καμιά προνομία της κυβέρνησης ή του κράτους δεν επηρεάζει την πορεία των Α.Ε.Ι. Με την ρύθμιση των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 Συντ, δεν εισάγεται, λοιπόν, περιορισμός στις ελευθερίες της έρευνας και της διδασκαλίας, αλλά ειδικότερη, πιο εγγυητική ρύθμισή τους όταν αυτές ασκούνται στο πλαίσιο της ανώτατης εκπαίδευσης : τα πανεπιστήμια ως πλήρως αυτοδιοικούμενα ν.π.δ.δ. ενσωματώνουν το πρόταγμα της εξυπηρέτησης του γενικού συμφέροντος, που συμπυκνώνεται στην οργάνωση των δραστηριοτήτων τους με βάση τους κανόνες και τα διδάγματα των επιστημών, παράλληλα δε τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας εξοπλίζονται με την ακαδημαϊκή ελευθερία για να αποκρούουν πιο αποτελεσματικά τους πολιτικούς καταναγκασμούς ή/και τις αγοραίες επιβουλές.
Γ) Η παιδεία δεν είναι εμπόρευμα και η επιχειρηματική ελευθερία των Σχολαρχών δεν καταργεί την βασική αποστολή του κράτους να οργανώνει και να αναπτύσσει τις εκπαιδευτικές δομές[3]. Υποστηρίχτηκε, τέλος, ότι η ίδρυση ιδιωτικού πανεπιστημίου, είτε ως εγκατάσταση ιδιωτικής επιχείρησης, είτε ως παροχή υπηρεσιών επ’ αμοιβή υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου και τίθεται υπό την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς. Τούτη η παραδοχή στηρίζεται σε μια ευφάνταστη ανάγνωση της ενωσιακής και εθνικής νομολογίας που μέχρι σήμερα έχουν ασχοληθεί αποκλειστικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων[4], αναγνωρίζοντας μάλιστα στα κράτη-μέλη την αρμοδιότητα να θεσπίζουν ειδικές διαδικασίες προκειμένου να προχωρήσουν στην ισοτίμηση των επαγγελματικών προσόντων[5]. Συγχέοντας, λοιπόν, την ελευθερία εγκατάστασης των επαγγελματιών στο εσωτερικό της Ένωσης με την ελευθερία ίδρυσης οργανισμού που στην πράξη επιτελεί δημόσια υπηρεσία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κράτος δεν μπορεί να θεσπίσει παρά συγκεκριμένους περιορισμούς στους Σχολάρχες που επιθυμούν να αναπτύξουν μια κερδοσκοπική δραστηριότητα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια, οι θιασώτες των ιδιωτικών πανεπιστημίων για να εξασφαλίσουν την πρωταρχικότητα της επιχειρηματικής ελευθερίας, εξαφανίζουν την βασική αποστολή της ανώτατης εκπαίδευσης σε μια δημοκρατία: η ισότιμη πρόσβαση στην επιστημονική γνώση και η χωρίς εξαρτήσεις έρευνα ως όροι συνοχής και ανάπτυξης της κοινωνίας[6] παραγκωνίζονται χάριν της εγκατάστασης μιας επικερδούς αγοράς.
Και εδώ αναδεικνύεται η βασική αντίφαση της «απελευθερωτικής» για τα πανεπιστήμια πρότασης: Προκειμένου η αγορά των πανεπιστημιακών πτυχίων να μην εξελιχθεί σε πεδίο αχαλίνωτου ανταγωνισμού που θα εξαντλήσει τους επιχειρηματίες, ίσως και για να μην καθιερωθεί ως αγορά ελπίδας των νέων ανθρώπων[7], οι υποστηρικτές των ιδιωτικών πανεπιστημίων αναγνωρίζουν ότι το κράτος θα πρέπει να ορίζει τους βασικούς κανόνες λειτουργίας των πανεπιστημίων, δηλαδή αναθέτουν στην κεντρική εξουσία την επιτήρηση των ακαδημαϊκών λειτουργιών. Προσκαλώντας μας να απολαύσουμε τον δογματικό ύπνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης[8] και να στηρίξουμε τις γερασμένες νεοφιλελεύθερες προτεραιότητές της, προετοιμάζουν την μετεξέλιξη της εκπαίδευσης σε εμπόρευμα και την υπαγωγή του πανεπιστημίου στην κρατική επιτήρηση.
⁕ Η παρούσα μελέτη εκπονήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου «Λαϊκιστικός
συνταγματισμός», που ενισχύεται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας
(ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) στο πλαίσιο της Δράσης «1η Προκήρυξη ερευνητικών έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.
για την ενίσχυση των μελών ΔΕΠ και Ερευνητών/τριών και την προμήθεια ερευνητικού εξοπλισμού μεγάλης αξίας» (αριθμός έργου: HFRI-FM17-1502) και σε μια πιο συνεπτυγμένη μορφή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Εποχή» της 22-23/7/2-23.
[1] Α. Μανιτάκης, «Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης», https://www.constitutionalism.gr/i-sintagmatiki-apagorefsi-tis-idrisis-sxolon-apo-idiotes/
[2] Πρβλ Κ. Μποτόπουλος, «Διάλογος με το Δάσκαλο Αντώνη Μανιτάκη. Επί του άρθρου του ‘Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης’» https://www.constitutionalism.gr/dialogos-me-ton-daskalo-antoni-manitaki/
[3] Αλλά σπουδαίο δημόσιο αγαθό, όπως αποδέχονται και υποστηρικτές της αναγκαιότητας αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος, βλ. για παράδειγμα, Ν. Αλιβιζάτος, Πέρα από το 16. Τα πριν και τα μετά, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2007, σ. 90 επ.
[4] Ενδεικτικά, Ι. Καμτσίδου, «Η αναθεώρηση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 Συντ. στην κατεύθυνση της κατάργησης του δημόσιου χαρακτήρα των ΑΕΙ: όρια του εθνικού Συντάγματος και των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών- μελών της ΕΕ», σε Τιμητικό Τόμο για τον Ι.Μανωλεδάκη ΙΙΙ, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη- Αθήνα, 2007 και τις εκεί παραπομπές, πρβλ., Ι. Σαρμάς, Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ενωσιακό θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΔτΑ 77/2018, σ. 647 επ.
[5] Βλ. Χ. Ανθόπουλος, «Τα μη κρατικά πανεπιστήμια και η δημόσια φύση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης», ΕφημΔΔ 4/2006, σ. 423 επ.
[6] Νίκος Παρασκευόπουλος, «Το αιώνιο ζήτημα του δημόσιου πανεπιστημίου», News 247, ανάρτηση 14/7/2023.
[7] Εντυπωσιακή παραμένει η επικαιρότητα των διαπιστώσεων του Β.Βενιζέλου που σημείωνε πριν από 20 περίπου χρόνια «ότι άγνωστοι παραμένουν οι «δωρητές και χορηγο[ί] που θα θελήσουν να κάνουν ένα μη κερδοσκοπικό πανεπιστήμιο» συνέχισε δε λέγοντας «Ξέρω όμως επιχειρηματίες και σχολάρχες, οι οποίοι, άλλος πολύ άλλος λίγο, ασχολούνται με μια αγορά, ιδιαίτερα επικερδή, αλλά η αγορά αυτή είναι η αγορά της αγωνίας των νέων παιδιών» Ευ.Βενιζέλος, Η αναθεώρηση του Συντάγματος: Συνολικό σχέδιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα, σ. 72
[8][8] A. Supiot, « Le sommeil dogmatique européen », Revue française des affaires sociales, 2012/1, p. 185