Στη νεωτερικότητα, ελάχιστες είναι οι δικαστικές αποφάσεις που άλλαξαν τον ρουν της Ιστορίας. Γνωστότερη από αυτές, η πολυσχολιασμένη Dred Scott κατά Sanford του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ουάσιγκτον, η οποία, το 1857, κρίνοντας ότι η αμερικανική ιθαγένεια δεν μπορεί να δοθεί στους μαύρους, ακόμη και όταν αυτοί απελευθερώνονται από τα δεσμά της δουλείας, ήταν η αφορμή για τον εμφύλιο πόλεμο Βορείων και Νοτίων, που ξέσπασε λίγα χρόνια αργότερα.
Ανάλογη –θετική όμως αυτή τη φορά– επιρροή στη ροή των εξελίξεων στην από εδώ πλευρά του Ατλαντικού είχαν οι ιστορικές αποφάσεις που εξέδωσε στη δεκαετία του 1960 το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (το σημερινό ΔΕΕ) για την άμεση εφαρμογή (Van Gen en Loos, 1963) και για την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου (Costa κατά Enel, 1964). Χάρη σε αυτές, το δίκαιο της τότε ΕΟΚ απεξαρτήθηκε από τα κράτη-μέλη και απέκτησε τη δική του υπόσταση, αφού το ΔΕΕ το ερμήνευε ομοιόμορφα και δεσμευτικά για όλους.
Τη μείζονα αυτή κατάκτηση απειλεί να ανατρέψει η απόφαση που εξέδωσε την περασμένη εβδομάδα το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (ΓΟΣΔ) για το γνωστό QE, δηλαδή το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Διότι το πραγματικό διακύβευμα της απόφασης αυτής δεν περιορίζεται στη νομισματική πολιτική της Ενωσης και στην άσκησή της, αλλά θίγει τον βασικότερο ίσως πυλώνα του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης: την ισότητα των κρατών-μελών, την οποία μόνον η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ενωσης μπορεί να διασφαλίσει.
Δεν είναι της στιγμής να σχολιάσει κανείς τον δαιδαλώδη συλλογισμό με τον οποίο το γερμανικό δικαστήριο κατέληξε στο καταστροφικό του διά ταύτα. Ηδη πολλά γράφηκαν και ακόμη περισσότερα θα γραφούν για τον αυθαίρετο τρόπο με τον οποίο έκρινε ότι η ΕΚΤ υπερέβη τάχα τις αρμοδιότητές της, επειδή παρέλειψε να συνεκτιμήσει τις οικονομικές επιπτώσεις των αποφάσεών της σε ένα πεδίο όπου, παρά ταύτα, σύμφωνα με τις Συνθήκες, η ίδια είναι αποκλειστικά αρμόδια να αποφασίζει: τη νομισματική πολιτική. Το ίδιο και για την αβασάνιστη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, όχι βέβαια στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου –κάτι που θα ήταν θεμιτό και αναμενόμενο– αλλά σε ένα κατ’ εξοχήν ουδέτερο ηθικοπολιτικά ζήτημα, την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ ενωσιακών και εθνικών οργάνων.
Γιατί, για μένα, το στοιχείο της μοιραίας αυτής απόφασης που προπάντων εξοργίζει είναι η –προσχηματική, κατά τη γνώμη μου– επίκληση από τους Γερμανούς δικαστές μιας αρχής άσχετης με το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς, της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Συγκεκριμένα, για το ΓΟΣΔ, το δικαίωμα του εκλέγειν των Γερμανών πολιτών (άρθρο 38 γερμ. Σ.) δεν περιορίζεται στην ανάδειξη των αντιπροσώπων του στην ομοσπονδιακή Βουλή. Αφορά και την παραχώρηση αρμοδιοτήτων στην Ε.Ε., η οποία θα πρέπει τάχα να γίνεται με τρόπο που να «ικανοποιεί τις αρχές της δημοκρατίας». Σε αυτές, προέχουσα θέση κατέχει η ελευθερία της Βουλής να καταρτίζει ετησίως τον κρατικό προϋπολογισμό. Με άλλα λόγια, πάντοτε σύμφωνα με τον ΓΟΣΒ, τα ενωσιακά όργανα δεν μπορούν –στο παρόν τουλάχιστον στάδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης (Ιntegrationsprogramm)– να διευρύνουν τις αρμοδιότητές τους, αν το κρίνουν αναγκαίο για την αντιμετώπιση, για παράδειγμα, μιας έκτακτης ανάγκης, όπως η πανδημία του κορωνοϊού, ούτε να διαθέσουν τους κατά την κρίση τους αναγκαίους πόρους (επιβαρύνοντας κατ’ αποτέλεσμα τα κράτη-μέλη). Οφείλουν, απεναντίας, να αναζητήσουν τη συναίνεση των κρατών-μελών, εν προκειμένω της Bundestag, του μόνου οργάνου που, κατά την έκφραση του ΓΟΣΔ, είναι «απευθείας υπόλογο στον λαό».
Αν η σκέψη του ΓΟΣΔ σταματούσε σε αυτό το σημείο, το πλήγμα θα ήταν σοβαρό, όχι όμως μοιραίο. Με αυτή την απόφαση, εντούτοις, το δικαστήριο της Καρλσρούης προχώρησε ένα βήμα παραπέρα: πραγματοποίησε μια παλιά απειλή του και για πρώτη φορά έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι Βρυξέλλες υπερέβησαν τις αρμοδιότητες που τους αναγνωρίζουν οι Συνθήκες. Θέση που, αν επιβεβαιωθεί, θα οδηγήσει το ελεγχόμενο από τον κ. Ορμπαν Συνταγματικό Δικαστήριο της Βουδαπέστης να εξαιρέσει την Ουγγαρία από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα υποδοχής προσφύγων και μεταναστών ή το αντίστοιχο Δικαστήριο της Βαρσοβίας να θεωρήσει θεμιτή την επιβληθείσα από τη σημερινή πολωνική κυβέρνηση απαγόρευση στους Πολωνούς δικαστές να επικρίνουν ως αντιευρωπαϊκές κάποιες επιλογές της.
Για έμπειρους δικαστές ενός δικαστηρίου που ο ακτιβισμός του, μέχρι σήμερα, δεν ξεπέρασε ποτέ τα θεμιτά όρια, η οικειοποίηση αυτή μιας αρμοδιότητας που το ενωσιακό δίκαιο και τα κράτη-μέλη έχουν αναγνωρίσει, εδώ και πολλές δεκαετίες, αποκλειστικά στους δικαστές του Λουξεμβούργου, είναι ακατανόητη. Δεν αναφέρομαι τόσο στην προκλητική άγνοια των απώτερων συνεπειών της απόφασης, που μακροπρόθεσμα μπορεί να οδηγήσει στη διάλυση της Ε.Ε. (άγνοια που μυρίζει «καθηγητήλα», σύμφωνα με τη δηλητηριώδη αλλά –δυστυχώς!– ακριβή για τους περισσότερους πανεπιστημιακούς διατύπωση έγκριτου Ελληνα δικαστή). Εννοώ την τερατώδη υποκρισία που υποκρύπτει ο ανωτέρω συλλογισμός. Γιατί τι άλλο από υποκρισία είναι η επίκληση της δημοκρατίας για να πληγεί η μεγαλύτερη κατάκτηση της δημοκρατικής Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Πριν από σχεδόν δέκα χρόνια, σε μια ομιλία μου σε αμερικανικό πανεπιστήμιο για τον πολιτικό ρόλο των δικαστών στη σύγχρονη Ευρώπη (https://www.constitutionalism.gr/2160-who-decides-in-last-resort-elected-officials-and-j/), σχολίαζα την ίδια επίκληση της δημοκρατίας και κατ’ επέκταση των δημοσιονομικών εξουσιών της Bundestag από το ίδιο δικαστήριο, με τον ίδιο (σοσιαλδημοκράτη, σημειωτέον) πρόεδρο, στην υπόθεση, τότε, της στήριξης της Ελλάδας από την Ε.Ε. στο πλαίσιο του α΄ μνημονίου. Οπως και τώρα, έτσι και τότε, ακροδεξιοί κυρίως ήταν οι πολιτικοί και οι καθηγητές που είχαν εναντιωθεί στις αποφάσεις των Βρυξελλών. (Εκείνο που ελάχιστοι γνωρίζουν είναι ότι, τότε, τις απόψεις της γερμανικής κυβέρνησης είχε υποστηρίξει ενώπιον του ΓΟΣΔ ο Β. Σόιμπλε, υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρου.) Τότε, το δικαστήριο απέρριψε τις σχετικές προσφυγές ως αβάσιμες. Και ναι μεν στον σχολιασμό μου επαινούσα την απόφαση ως ορθή, διερωτώμουν ωστόσο έως πού μπορεί να φθάσει η αναγνώριση της δυνατότητας σε κάθε πολίτη να αμφισβητεί τέτοιου είδους αποφάσεις, κατ’ εξοχήν πολιτικές, ενώπιον των δικαστηρίων; Μήπως αυτό εγκυμονεί κινδύνους για τη δημοκρατία;
Η απάντησή μου τότε, όπως και τώρα, είναι η ίδια: προκειμένου να έχουν λόγο στα πάντα, ακόμη δηλαδή και σε ζητήματα για τα οποία, σε μια δημοκρατία, μόνη αρμόδια να κρίνει είναι η εκάστοτε πλειοψηφία, ορισμένοι δικαστές είναι έτοιμοι να ξεχάσουν τα νομικά τους και να βουτήξουν στα βαθιά νερά της πολιτικής. Μήπως όμως αυτό είναι μοιραίο να συμβαίνει όταν υπάρχει κενό ηγεσίας και, κατ’ επέκταση, κενό πολιτικής;
Θέλω να πιστεύω ότι η νεοεκλεγμένη Επιτροπή της Ε.Ε. θα το αντιληφθεί εγκαίρως και θα προσφύγει κατά της Γερμανίας στο ΔΕΕ για κραυγαλέα παράβαση του ενωσιακού δικαίου, αυτή τη φορά από το Συνταγματικό Δικαστήριό της. Το οφείλει και στην Ευρώπη και στους λαούς της.
Aναδημοσίευση από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13 Μάη 2020