Να το πω από την αρχη. Το κυριο αισθημα που με διακατεχει σημερα εδώ είναι η αμηχανια. Δεν είναι βεβαια η πρωτη φορα που αναφερομαι στον εαυτο μου. Αλλα είναι η πρωτη φορα που αυτό γινεται ρητα. Ετσι, ενώ είναι αληθεια πως ο,τι και αν λες η γραφεις αναφερεται τελικα σε σενα τον ιδιο, όταν η εαυτολογια παραμενει αρρητη και υπαινικτικη, υπαρχουν παντα ρητορικα τερτιπια για να βγεις από τη δυσκολη θεση. Όταν κρυβεται πισω από πρωτους πλυθυντικους και αποστασιοποιημενους συλλογισμους, το Εγω μπορει να εμφανιζεται ευπρεπως καλυμμενο.
Όταν ομως καλεισαι να μιλησεις δημοσια για τον εαυτο σου βρισκεσαι μπροστα σε πρωτογνωρα διλληματα. Εισαι υποχρεωμενος να επιλεξεις όχι μονο το λογο σου και το υφος σου, αλλα και τις σιωπες σου. Και αυτό δεν ισχυει λιγοτερο όταν καλεισαι να μιλησεις για το «εργο» σου, για την υποτιθεμενη αντικειμενικοποιηση της υποκειμενικοτητας σου, για την αποτιμηση της κοινωνικης σου «συμβολης», για την προβαλλομενη λειτουργια σου ως μελους της κοινωνιας. Εκτιθεμενος ο ιδιος στο παντα απροβλεπτο βλεμμα των «αλλων», δεν μπορεις παρα να δινεις επιλεκτικες πληροφοριες και να προσφερεις ανεπαρκεις εξηγησεις.
Και εδώ ακριβως ενσκηπτει η αμηχανια για την οποια μιλησα. Ταλάντευομενος αναμεσα στην αυτοικανοποιηση και στην αυτοκριτικη, αναμεσα στο ναρκισσισμο και στην αποστασιοποιηση, βρισκεσαι γυμνος μπροστα στις αντικρυστες παγιδες της αυτοπροβολης και της (ακομα πιο υπουλης) ψευδοσεμνοτυφιας. Αλλα η δοσολογια των εκ πρωτης και μονον οψεως ασυμβατων αυτων πλευρων δεν είναι ποτε εξωθεν δεδομενη. Τα υλικα που θα φανουν στον καθρεφτη οπου θα εμφανισθει το ειδωλο σου, τα επινοεις και τα συνθετεις ο ιδιος.
Στα πλαισια αυτά, επελεξα να κανω κατι που σπανια κανω. Δεν θα μιλησω από στηθους η με σημειωσεις όπως συνηθιζω, αλλα θα στηριχθω σε ένα γραπτο κειμενο. Και ο λογος είναι απλος. Οι τυχον αβλεψιες και τα λαθη εχουν μικρη σημασια όταν μιλας γενικα και θεωρητικα. Όταν όμως εχεις ως αντικειμενο το Εγω σου απειλουν να εμφανισθουν εσκεμμενες αρα και παρεξηγησιμες. Δεν θελω όμως να οχυρωθω πισω από αμφισημιες και αμφιβολιες. Στο μετρο που το ιδιο το διαβημα αποτελει προκληση, θα την αναλαβω. Εις πεισμα η ισως και λογω της αμηχανιας μου, των αβεβαιοτητων μου και της δυσκολιας να εμφανισω ως συνεκτικο η ψευδοσυνεκτικο κατι που μεχρι τωρα μπορουσε να παραμενει χαλαρα απροσδιοριστο.
Εδώ όμως ανακυπτει μια προσθετη δυσκολια. Το διαβημα της συνθεσης συνιστα προκληση προς τις μνημες μου, εκεινες που επαναλαμβανονται αλλα εκεινες που ανασυρονται από τη ληθη. Και οι μνημες αυτές παραμενουν, κατ αναγκην, ανεπαρκεις, επιλεκτικες, στρεβλωτικες και εκλογικευτικες. Αρα και ψευτικες. Όπως ελεγε ο Μπορχες, το παρελθον μας εμφανιζεται παντα αντι και στη θεση ενός αλλου, για το οποιο δεν μπορουμε να γνωριζουμε τιποτε, ουτε καν ότι είναι, και αυτό, κιβδηλο. Με αυτην την εννοια λοιπον, μιλωντας για τον εαυτο μας, τον παραχαραζουμε. Αλλα ταυτοχρονα τον χαραζουμε και παλι εξ υπαρχης.
Πραγματι, στο ματαιο και αναπαντητο ερωτημα «ποιος ειμαι», η οποιαδηποτε απαντηση εμπεριεχει εκεινο που νομιζω σημερα πως ειμαι, εκεινο που θελω να δηλωσω πως ειμαι, εκεινο που φαντασιωνω ότι να μπορουσα ισως να ειμαι, η και εκεινο που δεν ειμαι επειδη η ζωη και η τυχη «τα εφεραν αλλοιως». Ως ειδος λογου, η αυτοπαρουσιαση είναι λοιπον «από-λογια» τοσο για οσα εισαι, οσο και για οσα δεν εισαι. Μια απολογια προς τον εαυτο σου και τους αλλους, για κατι που μοιαζει να εχει προκυψει από τη συναντηση του ηθελημενου, του αθελητου και του τυχαιου. Μια απολογια που στοχευει να εξηγησει επιλογες που δεν ησαν παντα επιλογες και αποφασεις που εμφανιστηκαν σαν δικες σου, ενώ εχουν απλως γλυστρησει στα διακενα και τις ρωγμες που αφηναν πισω τους οι αντιστασεις των εκαστοτε γεγονοτων. Απολογια δηλαδη για ένα τυχαιο που μας επικαθορισε διχως ποτε να το εχουμε ελεγξει, προβλεψει η τιθασσευσει. Ετσι, ως αντικειμενο αφηγησης, η ζωη μας είναι εξ ισου ειρωνικη και πανουργα με την ιστορια. Και με την εννοια αυτή, η αφηγηση παραμενει αυθαιρετη.
Αυθαιρετα λοιπον και εγω επιλεγω να αυτοπαρουσιασθω μεσα από την ολισθηση του προβληματισμου οσων ετυχε να δημοσιευσω αποσιωπωντας όλα εκεινα που παρεμειναν αποτυχημενα, ανολοκληρωτα η κρυφα. Και σε αυτό ακριβως παραπεμπει ο τιτλος της σημερινης εκδηλωσης. Η φραση από τη «Ελληνικη τραγωδια» στη «Δυσφορια της παγκοσμιοποιησης» σηματοδοτει τη δημοσια μεταβαση από το πρωτο στο πιο προσφατο βιβλιο μου.
Προφανως όμως σημαινει και κατι άλλο, κατ που μεχρι τωρα δεν χρειαστηκε να το αρθρωσω, τουλαχιστον ρητα. Το «από»… «στο» υπαινισσεται μια μεταβαση, μια μετατοπιση και μια στροφη από το μερικο στο καθολικο, από το τοπικο στο οικουμενικο, από το ελληνικο στο παγκοσμιο. Δεν μπορω να ειμαι βεβαιος αν αυτή η πορεια, αυτό το ταξειδι, απηχει βαθυτερες μεταλλαγες του εσωτερου εαυτου μου. Δεν μπορει όμως να μη συνδεεται με τις περιπετειες και περιπλανησεις μου στον τοπο και στο χρονο. Δεν μπορει να είναι τυχαιο ότι για οσο ζουσα μακρυα και στερημενος από την Ελλαδα, συγκεντρωνα την προσοχη μου σε ελληνικα θεματα, ενώ από τη στιγμη που επεστρεψα και «ανεκτησα» τον τοπο μου, αρχισα να επιχειρω να τον «υπερβω». Και σημερα ακομα δεν ξερω τι ακριβως συνεβη. Η μονη απαντηση που μπορω να προτεινω αναφερεται στους χωρους τους ασυνειδητου και στις προεκτασεις των Απωλειων που μας συνοδευουν ολους. Γυριζοντας, καταλαβα πως αυτό που με προβληματιζε δεν ηταν πια τοσο η αιχμαλωσια της ιδιας της Ελλαδας στους συνταγματαρχες, οσο η αιχμαλωσια ενός κοσμου που κυριως μετα το 1985-1990, φαινονταν να κινειται προς ανοικειες κατευθυνσεις. Νεες «Απωλειες» και νεες «Ελλειψεις» μπηκαν στη θεση των παλιων. Εννοιωθα ισως πως εκεινο που ολο και περισσοτερο ελλειπε από τη ζωη μου ηταν η ελπιδα, που με κινητοποιουσε και με ζωογονουσε ακομα και στις πιο μαυρες εποχες της Χουντας. Βαθμιαια αρχισα να εμποτιζομαι στα αδιεξοδα που απερρρεαν από την προιουσα αναξιοπιστια της πολιτικης και τη σωρευομενη ανημπορια της Αριστερας. Και αυτό ακριβως υπαινισσομαι μιλωντας για τη δυσφορια της παγκοσμιοποιησης.
Ας αρχισω λοιπον. Αντιθετα με τους επικους ποιητες που αρχιζουν από τη μεση, θα ακολουθησω τον Εμμανουηλ Ροιδη αρχιζοντας από την αρχη. Ως αυτοσχεδιος αυτοβιογραφος, θα μιλησω πρωτα για τις καταβολες μου, για τις επιρροες που με σφραγισαν και για τις συγκυριες και συμπτωσεις που με διαμορφωσαν. Θα περιορισθω βεβαια σε ο,τι παραμενει συνειδητο. Το «Αθροισμα και το Υπολοιπο», (κατά την εκφραση του Ανρυ Λεφεβρ), οι υπογειες και ασυνειδητες διαδρομες που παντα παραμονευουν με τη μορφη αλυτων γριφων, δεν ειμαι ουτε αρμοδιος ουτε καταλληλος να τα αποκρυπτογραφησω.
Θα περιοριστω λοιπον σε οσα θυμαμαι, αρχιζοντας υποχρεωτικα από την καταγωγικη μου σφραγιδα. Προερχομενος απο ένα μεσοαστικο οικογενειακο περιβαλλον, μεγαλωσα προφυλαγμενος από τις αντιφασεις της ζωης. Ειχα την τυχη, η την ατυχια, να ανατραφω μεσα σε κουκουλι. Οντας παιδι της κατοχης, θυμαμαι τον πατερα μου ντυμμενο στα χακι και τους ενστολους Γερμανους να παρελαυνουν, αλλα ουτε νεκρους ειδα, ουτε πυροβολισμους ακουσα. Ακομα και αν πεινασα, δεν εζησα την τραγωδια της πεινας. Δεν επαιζα με παιδια στην αλανα. Ονειροπολουσα ως αυταρκης, ασφαλης και μονος μου.
Οι γονεις μου ειχαν χωρισει από τοτε που ημουν τριων ετων. Και γιαυτον το λογο ισως, οι αμεσες επιρροες που μου ασκησαν υπηρξαν διαφορετικες, ισως και αντιρροπες. Από τη μια μερια η μητερα μου. Από πλουσια οικογενεια της Πατρας που ειχε καταστραφει στο μεσοπολεμο, και ιδιαιτερα καλλιεργημενη, μου ανοιξε το δρομο προς την ευρωπαικη κουλτουρα. Μουμαθε τρεις ξενες γνωσσες,- η ιδια μιλουσε τεσσερεις.- και μου εμφυσησε την αγαπη για την τεχνη, τη λογοτεχνια και την μουσικη. Θυμαμαι, ημουν δεν ημουν δεκα ετων που μου εφερε ένα πικαπ και τους πρωτους μου δισκους, την εβδομη συμφωνια του Μπετοβεν, φυσικα σε 78 στροφες. Θυμαμαι που μου εδειχνε τις αυτοπροσωπογραφιες του Ρεμπραντ και μου διαβαζε ποιηματα του Καβαφη και του Κητς. Θυμαμαι οτι για να με αποτρεψει από το να διαβαζω τη «Μασκα», μου επαιρνε ένα βιβλιο κάθε βδομαδα, αρχιζοντας από τον «Μαγελανο» του Στεφαν Τσβαιγκ. Δεν σταματησα βεβαια να διαβαζω τη «Μασκα», που τα παλια της τευχη προμηθευομουνα από τον Αποστολο Μαγγαναρη στο σκονισμενο παταρι της οδου Χρυσοσπηλαιωτισσης αριθ, 3. Ακομα και σημερα αλλωστε καταβροχθιζω αστυνομικα μυθιστορηματα. Παραλληλα όμως με αυτά, και μαζι με τον Ιουλιο Βερν, στις υπεροχες καθαρευουσιανικες εκδοσεις του Σιδερη, αρχισα να διαβαζω αχορταγα ο,τι επεφτε στο χερι μου. Οι πρωτοι ηρωες μου ηταν ο ντετεκτιβ Χ, ο Αγιος-Σαιμον Τεμπλαρ, ο Ανθρωπος-Αραχνη, ο Φιλεας Φογκ, ο πλοιαρχος Νεμος και ο Μιχαηλ Στρογκωφ σε συνεχη συμβιωση με τον Μαρκο Πολο, το Μαγελανο και τον Κουκ. Δεν είναι τυχαια η ακαταμαχητη γοητεια που εμελλαν να ασκησουν επανω μου ο Μπορχες και ο Ιταλο Καλβινο και από μιαν άλλη αποψη ο Σουιφτ και ο Ερνστ Μπλοχ. Από την αποψη της οικοδομησης των φαντασιακων πολεων των τοπιων, των τοπων και των ουτοπιων που θα με συντροφευαν στο δικο μου ταξιδι, η παρουσια της μητερας μου στη ζωη μου ηταν διαρκης και ανεξιτηλη. Μεσα απ αυτην εμαθα να μη φοβαμαι να φευγω και να μη βιαζομαι να επιστρεφω.
Από την άλλη μερια, αντιθετα, η συμβολη του πατερα μου, υπηρξε εξ ισου αποφασιστικη, αλλα εμμεση και θαλεγα «ανακλαστικη». Δεν με επηρεασε προς την κατευθυνση που επιθυμουσε, αλλα προς την εντελως αντιθετη. Υποχρεωνοντας με να σπουδασω νομικα (τεσσερεις γενιες δικηγορων!) μου ανοιξε το δρομο προς την αυστηροτητα της νομικης επιχειρηματολογιας, μου εμφυσησε την αγαπη της καθαρης λογικης ταυτοχρονα όμως μου δημιουργησε και απωση προς την δικηγορικη πρακτικη. Και οντας εμπλεγμενος στην πολιτικη και εισαγοντας με στα (πιο αθωα και ορατα βεβαια) παρασκηνια των παιγνιων της εξουσιας, με επεισε αθελα του για την αθεραπευτη διγλωσια του κυριαρχου πολιτικου λογου. Με εκανε νομικο αλλα όχι δικηγορο, με κατεστησε πολιτικοποιημενο αλλα όχι πολιτευομενο. Και επισης αθελα του, με εισηγαγε στην τραγικη διασταση του κοινωνικο-πολιτικου γιγνεσθαι. Οντας συνηγορος του Μπελογιαννη,- γεγονος που μπορει ισως να εκπληξει εκεινους που τον ταυτιζουν με τη μεταγενεστερη πολιτικη του «σταδιοδρομια»-, με πηρε μια μερα μαζι του στο δικαστηριο. (Ειμαι μαλιστα ισως ενας από τους ελαχιστους επιζωντες που βρεθηκα στην απολογια του). Χωμενος μεσα στα δικηγορικα εδρανα, εβλεπα και ακουγα διχως όμως να καταλαβαινω και πολλα. Όταν όμως μετα το στρατοδικειο, στο εστιατοριο,- νομιζω ηταν στο «Αβερωφ» οπου η ορχηστρα επαιζε ευθυμες μελωδιες του Λεχαρ και του Καλμαν,- ο πατερας μου εξηγησε πως ο ανθρωπος αυτος προκειται να εκτελεσθει για αυτά που πιστευει, αρχισα να καταλαβαινω την ουσια του πολιτικου δραματος οπου ειχα παραστει ως μαρτυρας. Κατι εσπασε μεσα μου. Βουβαθηκα. Και αρχισα να σκεφτομαι. Διχως να το εχει αντιληφθει, και παντως διχως να το επιδιωκει,- όταν μετα από πολλα χρονια του το ειπα εγινε εξω φρενων,- με ειχε σπρωξει στην αγκαλια της ιδεολογικης και κυριως της ηθικης οικογενειας της «Αριστερας». Από τη στιγμη αυτή, αυτος τουλαχιστον ο κυβος φαινονταν να εχει ριφθει.
Θυμαμαι ότι το επομενο καλοκαιρι, παλι μαζι με τον πατερα μου, βρεθηκα με την κορη του επισης εκτελέσθεντος Μπατση, ενα πανεμορφο κοριτσακι λιγο πιο μικρο από μενα. Δεν εγινε βεβαια η παραμικρη κουβεντα για τον πατερα της η τη δικη. Αλλα στα ματια μου, η παρουσια της συνοψιζε την βαρβαροτητα της κοινωνιας. Τις συντομες διακοπες που περασα μαζι με το παιδι του εκτελεσμενου τις βιωσα σαν δραμα. Καταλαβα πως ολοι, ακομα και οι ανθρωποι του «περιβαλλοντος» μου, υποκεινταν στην αδικια, στον παραλογισμο και στην εξοντωση.
Τα μαθηματα του πατερα μου ηταν λοιπον εμμεσα. Και γιαυτο ισως αργησα να καταλαβω το χρεος μου σ αυτόν. Μου επετρεψε να συγκρουσθω μαζι του με τους δικους μου ορους και να ακολουθησω το δικο μου δρομο διχως να παψει να μου προσφερει τη (λογοκριμενη) αγαπη του. Και τη στιγμη που το ειχα αναγκη, που προσεφερε, παλι αθελα του, και κατι άλλο, ακομα πιο πολυτιμο. Ημουν ηδη μεγαλος όταν μεσα το γαμο του με τη μητερα του, μου χαρισε τον αδελφο μου, το Γιωργο Τσεμπεροπουλο. Σε αυτόν ελεγα αυτά που δεν ελεγα στον πατερα μου με τον οποιο δεν θα μιλουσαμε ποτε ουτε για τη σχεση μας ουτε για τη δικη μου πορεια στη ζωη. Παραδοξως, γιναμε αδελφοι στη θεση των σιωπηλων πατερων μας. Ο δικος του ειχε πεθανει. Ο δικος μου, ηταν ολο και πιο περηφανος για μενα, αλλα παρεμενε και περηφανα αμιλητος. Και εγω δυστυχως επισης.
Διπλα στους γονεις μου θα πρεπει ισως να μνημονευσω τον αδελφο της μητερας μου, τον καθηγητη της φυσικης Καισαρα Αλεξοπουλο που πεθανε μολις περσι σε ηλικια εκατο ετων. Αυτος αναλαμβανε εκαστοτε τον δυσκολο ρολο να συμβαλει στην πειθαρχηση ενός ηδη απειθαρχου παιδιου. Θυμαμαι που, όταν μια φορα, με την εντολη της μητερας μου, ειχε επιχειρησει να με δειρει για καποια μεγαλη αταξια μου,- δεν θυμαμαι πια τι,- αυτος ηταν εκεινος που εβαλε τα κλαμματα. Παρολο που συχνα λειτουργησε σαν προτυπο, σε σημειο που ηθελα καποτε να σπουδασω μαθηματικα, δεν συνεβαλε αποφασιστικα στη διαμορφωση του χαρακτηρα μου. Του χρωστασω όμως τρια πραματα. Μου εμαθε κολυμπι, μου διδαξε την αθεια και μου ενσταλαξε την πεποιθηση ότι είναι καλυτερο να σε αδικουν παρα να αδικεις.
Ετσι διαμορφωθηκαν τα πρωτα μου χρονια μεχρι, που στην εφηβεια μου πια, εμφανιστηκε στην ζωη μου ο ανθρωπος που με σφραγισε περισσοτερο από οποιονδηποτε αλλον, με τη ζωη του, το εργο του και το θανατο του. Ο Νικος Πουλαντζας. Μαζι του ανοιχτηκα όχι μονο στην περιπετεια της ζωης, των απολαυσεων, των αμφιβολιων, των ασκοπων περιπλανησεων και των ατελειωτων ενδοσκοπησεων αλλα και στις ιδεες, την πολιτικη συνειδηση και στρατευση και τη θεωρητικη θεμελιωση των υπο διαμορφωση εφηβικων μου πεποιθησεων. Η σχεση μας ηταν περισσοτερο από φιλικη και αδελφικη. Ηταν κατά κυριολεξιαν συν-τροφικη. Μαζι με τον Πουλαντζα, μαθητευα στη ζωη και στις αντιφασεις της. Κάι παρεα μαζι του ακολουθησα τις τελετουργιες χειραφετησης που αρμοζαν στην καταπιεστικη μετεμφυλιακη Ελλαδα. Από κοινου μαζι του γραφτηκε το αφηγημα της μυησης μου, το Bildungsromanμου.
Ετσι, τα χρονια της εφηβειας μου κυλισαν με αναζητησεις προς ολες τις κατευθυνσεις. Τις αναμενομενες και ορθοδοξες, αλλα και τις παρεκκλινουσες και ανορθοδοξες. Από την αποψη αυτή, σημαντικη υπηρξε και η επιρροη του Γιωργου Μακρη που με εφερε σε επαφη με τους κοσμους ενος περιθοριου που μεχρι τοτε αγνοουσα παντελως. Αυτος με πρωτοεισηγαγε στα καταγωγια των ρεμπετικων, αυτος με επεισε να δοκιμασω ινδικη κανναβη, αυτος με εισηγαγε στη λογικη της αντιστασης προς τις οποιεσδηποτε «απαγορευσεις» η ανωθεν υποδειξεις. Ιδιοφυης, παντογνωστης, εγκυκλοπαιδικος και απολυτως αδιαφορος για υλικα η ηθικα ωφελη, προσωπικος φιλος του Ζαν Πωλ Σαρτρ, του Ζαν Ζενε και του Ανδρεα Εμπερικου, ο Μακρης πειραματιζοταν συνεχως με τα ορια του και τα ορια των αλλων. Αυτος με εφερε σε επαφη με αποκλινουσες η αγνωστες ακομα τοτε μορφες όπως ο Μπαταιγ, ο Μαλκολμ Λοουρυ, ο Μαρκουζε, ο Ερνστ Μπλοχ, ο Μιτσεα Ελιαντε, ο Οκταβιο Πας και ο Σιοραν. Και αυτος ο ιδιος, ο αναρχικος που λιγο ελλειψε να πεθανει από το ξυλο που ειχε φαει από το τη γαλλικη αστυνομια κατά τη διαρκεια των γεγονοτων της Αλγεριας, ηταν και ο πρωτος που μου επισημανε τις καταστροφικες και εκφυλιστικες προεκτασεις του σταλινισμου.
Όπως και ο Πουλαντζας, εμελλε και αυτος να αυτοκτονησει. Τα τελευταια του λογια συνοψιζουν την γοητευτικη και ακατατακτη προσωπικοτητα του. Ένα πρωι, βγαινοντας από το υπογειο οπου εμενε κοντα στο Χιλτον, μπηκε στο ασανσερ της πολυκατοικιας. Που πατε κυριε Μακρη, τον ρωτησε ο θυρωρος. Και αυτος απαντησε «κατεβαινω αμεσως». Και πραγματι, ανεβηκε στην ταρατσα και αμεσως πηδηξε στο κενο. Η αυτοχειρια οικειων προσωπων φαινεται να με κυνηγα. Συμπτωση, μοιρα, η νομοτελεια. Δεν ξερω. Αν υπαρχουν αιτιωδεις συναρτησεις, αυτές είναι της αρμοδιοτητας της ψυχαναλυσης.
Όλα βεβαια αλλαξαν με τη Χουντα. Μετα από μια συντομη παραμονη στην Αθηνα, οπου ειχα καποια συμμετοχη σε αυτοσχεδιες αντισταστικες οργανωσεις, εφυγα για την Αμερικη. Αλλα δεν εμεινα πολύ. Τα πρωτοσελιδα για το Μαη του 68 με ωθησαν να εγκαταλειψω, κυριολεκτικα «αλα γαλλικα» το Γεηλ και την υποτροφια που μου ειχαν προσφερει, για να μετασχω στη γορτη της «ολικης ανατροπης». Και από τη στιγμη αυτή, αλλαξε η ζωη μου, για παντα. Μεσα στον ορυμαγδο της ολομετωπης φαντασιακης ρηξης, μετειχα σε ο,τι ειδους συλλογικες δρασεις επεφταν στην αντιληψη μου και συνεχισα να διαβαζω ο,τι μουπεφτε στο χερι. Επι πλεον ομως, αρχισα και να γραφω, η τουλαχιστον να φιλοδοξω να γραψω. Η επιρροη του Πουλαντζα ηταν και παλι καθοριστικη. Τοσο μαλιστα ταυτισμενος μ αυτόν εννοιωθα, που αρχισα να τον αντι-γραφω διχως να το καταλαβαινω. Θυμαμαι πως το πρωτο μου δημοσιευμενο κειμενο, στο περιοδικο «Τεμπς Μοντερν» ηταν τοσο «πουλαντζικο», στο περιεχομενο αλλα και στο υφος, ώστε πολλοι νομισαν τοτε πως ειχε γραφτει από αυτον με ψευδωνυμο. Ισως δε από μιαν αποψη ηταν και αληθεια. Για πολλα χρονια εβλεπα τον εαυτο μου σαν το alteregoτου.
Ακολουθησε η «Ελληνικη Τραγωδια». Το πρωτο μου βιβλιο, που με εκανε για πρωτη φορα να πιστεψω στις δυναμεις μου. Και παλι η συμπτωση ειχε κανει το θαυμα της. Ψαχνοντας απεγνωσμενα δουλεια, ειχα βρεθει στο Λονδινο οπου ειχε τεθει θεμα να με προσλαβουν ως δοιηκητικο υπαλληλο σε καποιο νοσοκομειο. Δισταζα βεβαια να δεχτω. αφου κατι τετοιο θα συνεπαγονταν την απομακρυνση μου από το Παρισι, την «επαναστατικη» ατμοσφαιρα του και τις αχνες ακομα φιλοδοξιες μου να προχωρησω στο δρομο της πνευματικης δημιουργιας. Αλλα οι βιωτικες αναγκες ηταν αδυσωπητες. Εμενα στο σπιτι του παιδικου μου φιλου Γιωργου Κριμπα. Και ξαφνικα χτυπησε το τηλεφωνο. Ηταν από τον εκδοτικο οικο «Πενγκουιν» που αναζητουσε καποιον να γραψει ένα βιβλιο για τη Χουντα. Ο Κριμπας αρνηθηκε. Ακουγοντας όμως τη συζητηση και με το απιστευστο θρασος της νεοτητας και της αγνοιας προσφερθηκα να το γραψω εγω. Δεν εχουν σημασια οι λεπτομερειες που οδηγησαν τελικως στην «παραγγελια». Τελικα, το βιβλιο γραφτηκε, ειχε επιτυχια και μεταφραστηκε σε πολλες γλωσσες. Και ταυτοχρονα με μεταμορφωσε. Εχοντας γινει συγγραφεας, εννοιωθα πια πως ημουν «καποιος». Και αυτό δεν θα ειχε συμβει διχως την συνεχη ενθαρρυνση και παρουσια του Κριμπα που εκανε, θυμαμαι, δεκαπεντε τουλαχιστον ξενυχτια διορθωνοντας και εμπλουτιζοντας το πρωτολειο κειμενο μου. Ηδη από τοτε, ειχα την τυχη να εχω καλους φιλους.
Με την «παραγγελια» πλεον στην τσεπη, γυρισα στο Παρισι οπου τα απονερα του Μαη εξακολουθουσαν να σφραγιζουν τα τεκταινομενα. Ακομα μια φορα η τυχη και η συμπτωση φαινονταν να μου χαμογελουν. Τοτε ακριβως δημιουργηθηκε το Πανεπιστημιο του Παρισιου αριθ. 8 γνωστο ως Βενσεν. Εχοντας επιλεγει στην επιτροπη συγκροτησης του νεου τμηματος κοινωνιολογιας, ο Νικος Πουλαντζας,- που μολις ειχε δημιουργησει παταγο με τη δημοσιευση του «Πολιτικη εξουσια και κοινωνικες ταξεις», εκανε τα «δεοντα» προκειμενου να «διορισθω» βοηθος. Ηδη από την αρχη του 1969, κληθηκα να αναλαβω τα νεα μου καθηκοντα. Η καρδουλα μου βεβαια μονο τοξερε. Ποτε στη ζωη μου δεν ειχα νοιωσει τετοια ανασφαλεια και αγωνια. Επρεπε να διδαξω σε μια γλωσσα που δεν κατειχα απολυτως ένα αντικειμενο που δεν ημουν ακομα σε θεση να τιθασσευσω μπροστα σε ακροατηρια που ηταν ετοιμα να σε αμφισβητησουν σε κάθε στιγμη. Τελικως ομως, μετα κοπων και βασανων τα καταφερα.
Μαζι με μενα και τη Γαλλια, αλλαζε όμως και ο κοσμος. Η μοιραια και μαγικη εκεινη χρονια του 1968 οδηγησε στην εκρηξη του αριστερου κινηματος στα εξ ων συνετεθη. Το επος του Τσε Γκεβαρα, ο μαοισμος, ο ανναγεννημενος τροσκισμος, το Βιετναμ και κυριως η σοβιετικη εισβολη στην Πραγα ειχαν αλλυσιδωτες προεκτασεις. Ακομα και για μας τους Ελληνες που ζουσαμε κατω από το φαντασμα της δικης μας δικτατοριας, ο μονολιθικος σταλινισμος ειχε παψει να μπορει να αποτελει προτυπο. Από την αποψη αυτή, τα τανκς της Πραγας επηρεασαν την πολιτικη μας συνειδηση εξ ισου, η ισως και περισσοτερο ακομα, από τα τανκς της Πλατειας Συνταγματος. Ειτε το θελαμε ειτε όχι, οι πολιτικες μας θεσεις και πρακτικες ησαν πλεον «πολυμετωπες». Ολα τα προταγματα και ολες οι ιδεες βρισκονταν πια σε ένα κινουμενο τραπεζι. Όπως λεει ο Αλαιν Μπαντιου, το τελος της δεκαετιας του 60 και η δεκαετια του 70 υπηρξαν μια ισχυροτατη και ανεπαναλειπτη φιλοσοφικη και πολιτικη «στιγμη». Οποιοι την εζησαν, σφραγιστηκαν αλεξιτηλα. Οπως θα γραψει αργοτερα ο Π. (παλι αυτος) ο σοσιαλισμος η θα είναι δημοκρατικος η δεν θα υπαρξει. Αλλα το ερωτημα τι μπορει να είναι αυτος ο δημοκρατικος σοσιαλισμος, αντικαπιταλιστικος συναμα και αντισοβιετικος, επρεπε πια να το απαντησουμε μονοι μας.
Από τη στιγμη αυτή και περα, η πορεια της ζωης μου αλλαξε. Από τη μια μερια, μεσα στη δινη της Βενσεν, ειτε το ηθελα ειτε όχι, το πολιτικο γιγνεσθαι θα αποτελεσει πια κεντρικο αξονα της ζωης μου. Η σκεψη μου ηταν πια αναποσπαστα δεμενη με το πολιτικο, δηλαδη με τους ορους διαμορφωσης του κοινωνικου περιβαλλοντος. Από την άλλη μερια, αρχισα σιγα σιγα να σκεπτομαι τον εαυτο μου σαν επαγγελματια πανεπιστημιακο. Και για να μπορεσω να αντεπεξελθω στην προκληση, επρεπε να σκεφτω, να κοπιασω και να διαβασω. Και από την αποψη αυτή όμως, – ακομα μια φορα ισως η συμπτωση,- οι καιροι με ευνοουσαν. Παρολο που δεν ειχα σπουδασει φιλοσοφια, κοινωνιολογια και πολιτικες επιστημες, μπορουσα από θεσεως σχετικης ασφαλειας, να ακολουθησω τις «ερασιτεχνικες» μου τασεις αναζητωντας να ικανοποιησω την περιεργεια μου. Διαβαζοντας ο,τι με ενδιεφερε και ο,τι μου «χρειαζονταν» τη συγκεκριμενη στιγμη για το συγκεκριμενο ζητημα που με απασχολουσε, εννοιωθα ελευθερος να προχωρω προς οσες αφαιρεσεις εμφανιζονταν αναγκαιες. Μετα το Μαη αλλωστε, η αμφισβητουμενη πια γνωση εμφανιζονταν ανοικτη σε ολες τις προσεγγισεις. Ετσι, δεν χρειαζονταν να ταξινομω. Από-ταξινομουσα επιλεγοντας, απορριπτοντας και αυθαιρετωντας.
Ετσι, παντα με αφετηρια το μαρξισμο, εντρυφησα στην φιλοσοφια, στην πολιτειολογια, στην κοινωνιολογια, αλλα και στα οικονομικα, στην ανθρωπολογια και στην ψυχολογια. Τα νομικα που ειχα ηδη σπουδασει με βοηθουσαν να συντηρησω μια καποια αυστηροτητα στους συλλογισμους μου. Αλλα δεν με εγκλωβιζαν σε προκατασκευασμενες μητρες. Οντας ηδη πολύ μεγαλος για να ξεπερασω την πληξη που απεπνεαν τα εγχειριδια ειμουν και πολύ δυσπιστος για να αποδεχομαι ακριτα τα δογματα μιας οποιασδηποτε κλειστης ακαδημαικης ορθοδοξιας, Μπορεσα λοιπον να απολαμβανω την δυνατοτητα μου να καταβυθιζομαι στο τυχαια προκυπτον. Πλινθοι και κεραμοι, ερριμενοι ισως δεξια και αριστερα, όχι όμως και ατακτως. Διεκδικουσα την πολυτελεια και τη χαρα να παρσμενω «ανοικτος» σε οτιδηποτε με κεντριζε. Και την εποχη εκεινη, τα κεντρισματα ησαν απειρα… Και, ισως, τελικως, αυτό να μη μου βγηκε σε κακο…..
Υπο τις συνθηκες αυτες, οι επιρροες, οι πατροτητες και οι αναγωγες ησαν πολλες και συχνα αλληλοσυγκρουομενες. Ξεκινωντας από τον Μαρξ, και προχωρωντας στον Αλτουσερ και τον Λεβι-Στρως τον Φερναν Μπρωντελ και τον Γκιοργκι Λουκατς, τη Χαννα Αρεντ και τον Μαξ Βεμπερ, τον Ζιλ Ντελεζ και τον Βαλτερ Μπενγιαμιν, τον Φρουντ και τον Ζαν Πιαζε, οι μεγαλοι κοινωνικοι στοχαστες με κατεπλησσαν, με ενεπνεαν, με κινηποιουσαν, και ισως, καμμια φορα, και με «μπουκωσαν». Και γιαυτον ισως το λογο, ακομα και σημερα δυσκολευομαι να εντοπισω ποιος «μου ειπε» τι, ποτε και που. Κανεις αλλωστε δεν μπορει ποτε να ξερει ακριβως τι «οφειλει» και σε ποιον. Και δεν εχει και τοση σημασια.
Υπαρχουν βεβαια και μερικοι που με σφραγισαν με την προσωπικη τους εμβελεια. Τετοιος ηταν κατ εξοχην ο Μισελ Φουκω. Οχι μονο για τις καταπληκτικες και ενοραματικες διασυνδεσεις που απεκαλυπτε αναμεσα στα πραγματα και στις λεξεις, στην δυναμικη των ιδεων και στην εξελιξη των δομων, αλλα και για τη μεγαλειωδη και ανεπαναλειπτη παρουσια του, το σαγηνευτικο χειμαρρο του λογου του, τη γοητεια της σκηνικης του παρουσιας. Μονο ο Καστοριαδης ειχε μιαν αντιστοιχα ασυγκρατητη ικανοτητα να δομει ολοκληρα συστηματα για να τα αποδομησει στη συνεχεια με την ιδια ευγλωττια και πειστικοτητα. Με αυτόν όμως, δυστυχως για μενα, συναντηθηκα πολύ αργοτερα, όχι στα στριμωγμενα αμφιθεατρα αλλα στις απλωμενες αμμουδιες της Τηνου.
Στην πορεια των ετων που απολαμβανα τη μαγεια του Παρισινου Μετα-Μαιου, εξακολουθουσα τη ζωη και τη διδασκαλια μου. Εκει γνωρισα και συνδεθηκα με τους μελλοντικους ομοτεχνους και φιλους που θα συντροφευαν οπως ο Ηλιου, ο Βεργοπουλος, ο Μοσκωφ, ο Δερτιλης και ο Μουζελης που ασχολουνταν με παραπλησια αντικειμενα αλλα και εκεινους που ακολουθουσαν αλλους δρομους, όπως ο Πατρικιος, οι τρεις Κουνδουροι, ο Στεφανιδης, ο Παπασπηλιοπουλος, ο Θωμοπουλος, (που είναι φιλος μου από τοτε που ημαστε δυο ετων) ο Τσατσος, ο Βελτσος, ο Κεσσανλης, ο Ζουραρις, ο Δημαδης, ο Παγκαλος, ο Ιωακειμιδης, ο Δημητρακος και πολλοι αλλοι, που ειτε εμεναν και αυτοι στο Παρισι ειτε το επισκεπτονταν σε τακτικη βαση. Περαν από οτιδηποτε αλλο, ο Μαης του 68 ειχε σημανει ένα ειδος γενικου προσκλητηριου για κάθε ενδιαφερομενο. Για δεκα τουλαχιστον χρονια, η πολη που με φιλοξενουσε δεν ηταν μονο το κεντρο του ανατρεπτικου στοχασμου αλλα ο χωρος παραγωγης των νεων ιδεων με τις οποιες καλουνταν να παλεψουν ολοι οσοι ελπιζαν σε κατι άλλο. Το συνθημα του Μαη τα συνοψιζει όλα. Souslespaves, laplage.
Ταυτοχρονα βεβαια ετοιμαζα και τη διατριβη μου. Εδώ ακριβως εμφανιστηκε ο Νικος Σβορωνος, που επηρεασε την πορεια μου, ισως οσο και ο Νικος Πουλαντζας. Αν ο δευτερος υπηρξε αδελφος μου, ο πρωτος ηταν ο πνευματικος πατερας μου, ο μεντορας μου. Μπροστα στον ανυποχωρητο σε θεματα τεκμηριωσης Σβορωνο, αναγκαστηκα να γινω και παλι υπακουος και φοιτητης. Αυτος με διδαξε να ερευνω στα αρχεια, να επιβεβαιωνω τις υποθεσεις μου και να στοιχειοθετω τους συλλογισμους μου. Αλλα ταυτοχρονα μου επετρεπε να αμφιβαλλω, να προχωρω σε αφηρημενες γενικευσεις, να εξαντλω την περιεργεια μου και να αποτολμω τη διατυπωση υποθεσεων. Μεσα από το Σβορωνο και χαρις σ αυτόν εθιστηκα στην αεναη σταθμιση αναμεσα στη σιγουρια του θεμελιωμενου και στη γοητεια του μη τεκμηριωσιμου. Δεν συμφωνουσαμε παντα βεβαια, αλλα ακομα και όταν γκρινιαζε, τις δικες μου αποκλισεις τις ανεχονταν. Σαν επιεικης πατερας, καταλαβαινε, ισως στο βαθος και να ενεκρινε, τις «αυθαιρεσιες» του παιδιου του. Και αυτο επειδη τον αγαπουσα και με αγαπουσε.
Η «Εξαρτηση», που εγινε τελικα η διατριβη μου, ηταν το προιον αυτης της αεναης συναλλαγης με τον Σβορωνο. Ειχα προσπαθησει να απαντησω στο ερωτημα «πως γινεται η Ελλαδα να εμφανιζεται τοσο ιδιαιτερη» ηδη το 19ο αιωνα. Στο μετρο που δεν ηταν βεβαια δυνατον να προτεινω ερμηνειες που να συναπτονται με την «αιωνιοτητα του ελληνικου πνευματος» η το «δαιμονιο της φυλης», επιχειρουσα να εξηγησω τις θεαματικες στατιστικες αποκλισεις της Ελλαδας σε σχεση τοσο με τις χωρες της Ευρωπης οσο και με τα Βαλκανια και την Εγγυς Ανατολη με απτα υλικους ορους. Το απιστευτα ψηλο ποσοστο των εκπαιδευμενων, ενας καταμερισμος της εργασιας που χαρακτηριζονταν από θεαματικη αυξηση των υπηρεσιων και ιδιαιτερα του δημοσιου τομεα, μια χαρακτηριστικη πολιτικη σταθεροτητα που συναπτεται με τα πελατειακα συστηματα και κυριως η εντελως ιδιαιτερη εξελιξη του νεοελληνικου Κρατους για εναν ολοκληρο αιωνα δημιουργουσαν αποριες.
Ουτε ανακαλυψα βεβαια τα προβληματα, ουτε και τα ελυσα. Ειχα όμως την τυχη να δουλευω γυρω από ζητηματα που τοτε ακομα ησαν τροπον τινα «παρθενα». Η προβληματικη της παροδιασιακης ιστοριογραφιας δεν εθετε ζητηματα κοινωνικης και οικονομικης εξελιξης ενώ τα πρωτα μαρξιστικα σκιρτηματα (με την εξαιρεση του Νικου Σβορωνου που όμως παραμενε προσανατολισμενος κυριως στο Βυζαντιο) αρκουνταν στο να αντιπαραθετουν ταξικες ερμηνειες στις παραδοσιακες εθνοκεντρικες υποστασιωσεις. Προσπαθησα λοιπον να ικανοποιησω την «περιεργεια» μου προτεινοντας τις δικες μου «κοινωνικες εξηγησεις» για την ελληνικη ιστορικη «ιδιαιτεροτητα». Πιστευα, πραγματι, ότι η πανουργια της ιστοριας συνοψιζεται στο γεγονος ότι το υπο συνεχη εξελιξη «Είναι» χωρα τα παντα. Η ιστορικη αναζητηση δεν μπορει λοιπον παρα να είναι ολιστικη. Γεγονοτα, θεσμοι, συμπεριφορες και κοινωνικες αξιες συνεχως αλληλοσυναρτωνται και αλληλοεπηρεαζονται. Η διακριση αναμεσα στη «βαση» και στο «εποικοδομημα» είναι μεθοδολογικη, όχι ουσιολογικη.
Ετσι, τελος, ολοκληρωθηκε η διατριβη. Στην αρχη όμως, η υποδοχη του βιβλίου υπηρξε μεικτη. Θυμαμαι ακομα ποσο ειχα στενοχωρηθει όταν σε μια από τις πρωτες βιβλιοκριτικες, (στην Αυγη νομιζω) η «Εξαρτηση» ειχε χαρακτηρισθει ως βιβλιο-θεωρημα στο οποιο «δεν θα παραπεμψει κανεις ποτε». Παραδοξως ομως, αυτή η «αδυναμια» του βιβλιου υπηρξε, ισως, και η πηγη της ανθεκτικοτητας του. Παραπεμφθηκε και συζητηθηκε περισσοτερο από οτιδηποτε αλλο εχω γραψει. Ακομα και αν το «θεωρημα» αποδειχθηκε εν πολλοις ανεπαρκες, ακομα και αν διαψευσθηκε σε πολλες από τις λεπτομερειες του, φαινεται πως τα σφαιρικα ολιστικα ερωτηματα που εθετε παρεμειναν και παραμενουν μεχρι σημερα ανοικτα. Και το ιδιο ισχυει και με οσα εμφανιζονται στο τριτο βιβλιο μου «Κοινωνικη αναπτυξη και Κρατος», που δεν είναι παρα τα «παραλέιπομενα» της διατριβης.
Και εδώ ακριβως εκλεισε μια περιοδος της ζωης μου. Ακομα και αν η «περιεργεια» μου παρεμενε ανικανοποιητη, αυτος ο κυκλος που στηριζονταν σε ερευνα αρχειων και αναζητηση πηγων φαινονταν να εξαντλειται, η μαλλον να με εξαντλει. Μετα την πτωση της δικτατοριας, και υπο την επιρροη μιας συγκυριας που εξωθουσε προς την συνεχη διευρυνση των πεδιων αναφορας, θελησα λοιπον να δοκιμασω άλλες κατευθυνσεις και να δοκιμασθω σε αυτές. Μη εχοντας ποτε υπαρξει κατά κυριολεξιαν ιστορικος, και οντας μπλεγμενος στο λαβυρινθο της κοινωνικης θεωριας,- που ηταν αλλωστε και το αντικειμενο της διδακτικης μου δραστηριοτητας,- επεστρεψα στον επιστημολογικο σκεπτικισμο και τον μεθοδολογικο εκλεκτικισμο που χαρακτηριζε την ερασιτεχνικη νεοτητα μου. Επαιρνα βεβαια καποιο ρισκο. Όπως και ο Μονταιν, για τους Γιβελλινος ημουν Γουελφος ενω για τους Γουελφους παρεμενα Γιβελλινος. Αλλα δεν πειραζε. Ακομα και αν απειλουν να σε οδηγησουν σε απομονωση, οι απολαυσεις του ερασιτεχνισμου είναι ανεπαναλειπτες.
Το 1980, η ζωη μου αλλαζε και από μιαν άλλη σημαντικοτερη αποψη. Αφησα το Παρισι και γυρισα στην Ελλαδα. Δεν ξερω και ποσο συνεβαλαν σε αυτό η γεννηση των παιδιων μου, του Αγγελου και της Ναταλιας, η αυτοκτονια του Πουλαντζα, η πασοκικη μεταπολιτευση και η επιθυμια μου να μπορεσω να μετασχω ευθεως στο γιγνεσθαι της πατριδας μου. Αλλα παντως γυρισα, εκλεχτηκα καθηγητης στην Θεσσαλονικη, και μετα στην Αθηνα, διχως μαλιστα σε καμμια στιγμη να αναγκασθω να υποστω τον μιζερους εξευτελισμους της ακαδημαικης σταδιοδρομιας. Ακομα μια φορα, η εποχη, η συγκυρια και η συμπτωση ειχαν κανει το θαυμα τους.
Και τη ιδια εποχη διοριστηκα επιστημονικος διευθυντης του ΕΚΚΕ, που στοχος του ηταν η διερευνηση των ιδιαιτερων χαρακτηριστικων της ελληνικης κοινωνιας. Δεν ειμαι βεβαια σε θεση να αποτιμησω αν και προς ποια κατευθυνση συνεβαλα στην πορεια της κοινωνικης ερευνας. Αλλα είναι βεβαιο ότι το γεγονος πως ειχα ο ιδιος αναλαβει την ευθυνη για το ερευνητικο κεντρο επηρεασε αποφασιστικα τη δικη μου προσωπικη πορεια. Γνωρισα και συνδεθηκε στενοτατα με τον Μιμη Φατουρο, προεδρο του Κεντρου που εμελλε αργοτερα να μου χτισει το σπιτι μου στην Αιγινα. Απεκτησα νεους φιλους που όπως ο Ηλιας Νικολακοπουλος και ο Τακης Καφετζης με συντροφευουν μεχρι σημερα. Εμποτιστηκα στην κακαδαιμονια της διοικησης και παλεψα με το θηριο της γραφειοκρατιας. Και επι πλεον αρχισα να βλεπω την «κοινωνια» με νέο ματι.
Ετσι, βυθισμενος στα προβληματα της συγκεκριμενης Ελλαδας του σημερα αντιμετωπισα δυο νεες. Από τη μια μερια, βρεθηκα παλι αντιμετωπος με ένα ζητημα που με ειχε απασχολησει και στο παρελθον όταν επιχειρουσα να διακρινω κανεις αναμεσα στις «εξωγενεις» και στις «ενδογενεις» παραμετρους του κοινωνικου είναι και γιγνεσθαι. Καταλαβα πως τα κοινωνικα φαινομενα που καλουμουν να φωτισω ηταν ταυτοχρονως προιοντα μιας συγκεκριμενης εσωτερικης (και ανεπαναλειπτης) ιστορικης πορειας της, αλλα και αδηριτες προεκτασεις των ευρυτερων προδιαγραφων και δεσμευσεων που το παγκοσμιο καπιταλιστικο συστημα επιβαλλει στις επι μερους συνιστωσες του. Με αυτην την εννοια, πειστηκα πως τιποτα δεν μπορει να ειναι αποκλειστικα ενδογενες ουτε όμως και καθαρα εξωγενες. Κάθε κοινωνια είναι ταυτοχρονα ιδιαιτερη και εσωματωμενη.
Από την αλλη μερια, διαπιστωνα επισης ότι οι νοηματικες κατηγοριες που μεταχειριζομουνα για να προσεγγισω τα φαινομενα, εμφανιζονταν εν πολλοις σχηματικες και ανεπαρκεις. Μολονοτι παρεμενα,- και παραμενω,- απολυτως πεπεισμενος για τον εγγενως ταξικο χαρακτηρα ολων των κοινωνικων σχεσεων και αντιθεσεων, μου ηταν ολοενα και πιο δυσκολο να προχωρησω σε συγκεκριμενες αναλυσεις πανω στη βαση της αξιωματικης παραδοχης ότι σε κάθε ατομο αντιστοιχει παντα και με ακριβεια μια συγκεκριμενη, ονοματισμενη και προδιαγεγραμμενη ταξικη θεση. Η ελληνικη πραγματικοτητα φαινονταν να διεψευδει ολες τις σχηματικες απλουστευσεις και ολες τις κατεστημενες καταταξεις. Εβλεπα γυρω μου ατομα (η και ολοκληρες κοινωνικες κατηγοριες) που επιβιωναν ταυτοχρονα ως δημοσιοι (μικρο)υπαλληλοι, ως κληρουχοι αγροτες, ως ευκαιριακοι μισθωτοι του ιδιωτικου τομεα, ως ανεξαρτητοι επιτηδευματιες και ως εποχιακοι επιχειρηματιες. Κατεληξα λοιπον στο να προβληματιζομαι γυρω από το ερωτημα μηπως τα κοινωνικα υποκειμενα ως κεντρα ληψης στρατηγικων αποφασεων και βιωτικων επιλογων δεν εξαντλουνται στο γυμνο υποκειμενο-ατομο. Θεμελιωδους σημασιας ρολο παιζει το αμεσο περιβαλλον, η (ευρυτερη η στενοτερη) οικογενεια που συγκροτουμενη ως συλλογικο υποκειμενο μπορει να μετεχει στο κοινωνικο γιγνεσθαι απο πολλαπλες και συχνα αντιφατικες ταξικες θεσεις. Σε αυτό ακριβως το πλαισιο εντασσεται το φαινομενο που βαφτισα «πολυσθενεια». Η εμπειρικη ερευνα με απομακρυνε από τους αλτουσεριανους αναγωγισμους.
Ταυτοχρονα, βαθμιαια, η προβληματικη μου γινοταν ολοενα και πιο σφαιρικη, και η κοινωνιολογικη που προσεγγιση ολοενα και πιο αφαιρετικη. Και η στροφη αυτή φανηκε να οριστικοποιειται στο τελος της δεκαετιας του 80 ισως σε απαντηση στην μεγαλη αλλαγη που εμμελε να σφραγισει το μελλον της ανθρωποτητας. Μαζι με το τειχος, κατεπιπταν και ολες οι βεβαιοτητες, οι κατεστημενες ιδεες, οι εσωτερικευμενοι μπουσουλες και οι νοηματικες κατηγοριες. Ο νεος παγκοσμιοποιημενος και νέο-φιλελευθερος κοσμος που ανοιγονταν μπροστα στα εκπληκτα ματια μας επρεπε να ανανοηματισθει. Δεν ειναι του παροντος η περιγραφη των συνεχων πολιτικων υποχωρησεων, πολιτιστικων ανατροπων και αξιακων καταστροφων της τελευταιας εικοσαετιας. Στο πλαισιο αυτό όμως, πιστευα πως οι εμμονες στα σχηματα του παρελθοντος απειλουσε να είναι αξιακα αλλα και πολιτικα αποπροσανατολιστικη.
Τοσουτο μαλλον που μαζι με τον σοβιετικο κομμουνισμο και τη μεταρρυθμιστικη σοσιαλδημοκρατια εξεπνεαν και ολες οι κατακτησεις που ειχαν πρωτοδιατυπωθει από τον Ευρωπαικο διαφωτισμο. Οι μεγαλες λεξεις και ιδεες αρχισαν να αντικαθιστανται από τα πενιχρα εργαλειακα τους υποκαταστατα. Η θεμελιωδης και εκ των πραγματων απροσδιοριστη ιδεα της ελευθεριας αρχισε να συνοψιζεται στην ελευθερια του επιχειρειν και του συσσωρευειν σε συνδυασμο με την ελευθερια του αυτοδιαφοροποιεσθαι, η ισοτητα εκτρεπεται σε μιαν ισοτητα ευκαιριων που δεν είναι παρα ένα ωραιοποιημενο δικαιωμα στην ανισοτητα και η αλληλεγγυα αδελφοτητα πεταχτηκε στα αζητητα. Και στα πλαισια αυτά, μοιραια, η αναντικαταστατη ιδεα της προοδου απονευρωθηκε μεσα στις ασφυκτικες προδιαγραφες της οικονομικης αναπτυξης. Το μελλον της ανθρωποτητας δεν εμφανιζεται πια ως το κατ εξοχην πολιτικα και αξιακα επιμαχο ζητημα, αλλα ως αυτονοητη συμμορφωση στις επιταγες μιας προδιαγεγραμμενης κοιτης. Αυτό ακριβως είναι το προβαλλομενο «τελος της ιστοριας». Ένα «τελος» που θα λειτουργησει όμως ισως σαν εφαλτηριο για την εμφανιση μιας νεας «αρχης», μιας νεας ιστορικης, πολιτικης και φιλοσοφικης «στιγμης» που θα μπορεσει ελπιζω να εμπνευσει και να κινητοποιησει τους νεοτερους με τροπους αντιστοιχους με εκεινους που χαραχτηκαν μεσα στη δικη μου γενια, το 1968.
Μεσα σε αυτην τη νεα συγκυρια οριοθετειται ο αναπροσανατολισμος της δραστηριοτητας μου. Όπως συναγεται από τον τιτλο του, το βιβλιο μου «Ειδωλα πολιτισμου. Ελευθερια, ισοτητα και αδελφοτητα στη συγχρονη Πολιτεια» αναγγελλει τη συνεχεια μιας πορειας που, μετα την αποχωρηση μου από το ΕΚΚΕ θα ανοιγονταν προς ολεονα πιο δυσβατες, ολισθηρες και αφηρημενες ατραπους. Στο βιβλιο αυτό, που ηταν η πιο συνθετη και πιο φιλοδοξη μεχρι τοτε προσπαθεια μου, επιχειρουσα να επικεντρωθω στη μεταβαση από το φιλελευθερο Κρατος Δικαιου στο Κοινωνικο Κρατος από την αποψη των ιδεολογικων παραδοχων που κρυβονται πισω τους. Αντιστοιχη υπηρξε και η προσεγγιση που στο επομενο μειζον εγχειρημα μου «Περιπετειες Σημασιων» που αναφερονταν στην ιδεα του Εθνους. Δεν μπορω βεβαια σημερα να αναλυσω το περιεχομενο τους. Είναι όμως σαφες, ότι η στροφη μου προς την κοινωνικη και πολιτικη θεωρια φαινονταν πια ανεπιστρεπτη.
Ταυτοχρονα, σιγα σιγα, αρχισαν να μετατοπιζονται και οι «υπαρξιακες» προδιαγραφες των διαβηματων μου. Η βολονταριστικη αισιοδοξια μου,- που δεν ειχε κλονισθει ουτε καν στις σκοτεινοτερες στιγμες της Χουντας,- μετατρεπονταν βαθμιαια σε μια κριτικη και αποστασιοποιημενη απαισιοδοξια. Μολονοτι πιστευω ακομα πως η ιστορια δεν μπορει παρα να δοσει λυσεις στα σωρευομενα αδιεξοδα, δεν νοιωθω πως μπορω πια να συμβαλλω στην εξευρεση του μιτου που θα μας βγαλει από το λαβυρινθο. Ειμαι βεβαια ακομα πεπεισμενος ότι στοχος μας πρεπει να είναι να αλλαξουμε τον κοσμο. Δεν ξερω όμως πια από πού πρεπει να αρχισουμε, τι πρεπει να επιθυμουμε, ποιος ακριβως είναι ο κοσμος που πρεπει να αλλαξει και ποια μπορει να είναι τα προσφορα μεσα. Αυτό ακριβως υπαινισσεται ο τιτλος της σημερινης εκδηλωσης. Προσπαθησα να δειξω πως η δικη μου αισιοδοξη «Ελληνικη τραγωδια» απονευρωθηκε και μεταλλαχθηκε μεσα στη διαχυτη παγκοσμιοποιημενη δυσφορια.
Και ετσι φθανουμε κατ αναγκην στο σημερα. Δεν εχω ομως πολλα να πω για την πορεια μου τα τελευταια χρονια. Σημειωνω απλως ότι από την εποχη που εγραψα τα «Ειδωλα», και παρολο που τα συγκεκριμενα αντικειμενα των αναζητησεων μου αλλαζουν συνεχως, τα κεντρικα αξιακα μελληματα μου παραμενουν σταθερα. Μετα τις «Περιπετειες Σημασιων» στις οποιες αναφερθηκα, επιχειρησα στον «Πολεμο και ειρηνη» να περιγραψω την αναδυση της νεας «αδυνατης», εσωτερικα αντιφατικης αλλα εξουσιαστικα ανελεητης παγκοσμιας ταξης που επικαθοριζει τη μοιρα μας, ενώ στο πιο προσφατο βιβλιο μου «Η επινοηση της ετεροτητας» προσπαθησα να αναδειξω μια σειρα από καταλυτικες προεκτασεις της παγκοσμιοποιησης στο επιπεδο της κινησης, ολισθησης και απονευρωσης των κυριαρχων ιδεων. Οι νεες «καταστασεις αναγκης» που μας επιβαλλονται εμφανιζονται ως εξωθεν επικαθοριζομενες, ως διαρκεις και ως απαρεγκλητες. Και γαιυτο ακριβως ο κυριαρχος λογος μπορει να τις θεωρει δεδομενες και να δρα αναλογως. Αυτό ακριβως είναι το συνδρομο ΤΙΝΑ. Και εναντια σε αυτό ακριβως το συνδρομο προσπαθω να αντιταξω την πεποιθηση μου ότι παντα υπαρχουν εναλλακτικες λυσεις, παντα η ιστορια μπορει να αρχισει από την αρχη, παντα ο ανθρωπος μπορει να αλλαξει τον κοσμο.
Προς την ιδια αυτή κατευθυνση βρισκονται εξ αλλου και οι τρεχουσες εργασιες μου. Το προβλημα της πολιτικης διαφθορας,- με το οποιο εχω κατ επαναληψιν ασχοληθει από τοτε που εμπνεομενος από το σκανδαλο Κοσκωτα μιλουσα για τις δομικες προδιαγραφες του «πολιτικου χρηματος»,- βρισκεται παντα στο επικεντρο της προσοχης μου. Και το ιδιο ισχυει σε ο,τι αφορα το ζητημα της «κοινωνιας των πολιτων», μιας ιδεας που συνοδευει την διαχυτη αποκαθηλωση και απαξιωση του δημοσιου χωρου και την αμβλυνση της αυτονομιας του πολιτικου. Τελος, σε ένα ακομα πιο αφαιρετικο επιπεδο οι εξελιξεις αυτές εκφραζονται με συνεχεις μετασχηματισμους στην προσληψη της θεμελιωδους ιδεας της ελευθεριας στο πλαισιο μιας αυξουσας ανελευθεριας. Η «Ελευθερια στον καθρεφτη», όπως εχω ονομασει αυτό το ανολοκληρωτο ακομα διαβημα, βρισκεται ακομα υπο εκκολαψιν. Το μελλον θα δειξει αν θα είναι ποτε δυνατον να το εμφανισω σε δημοσιευσιμη μορφη. Ελπιζω πως θα τα καταφερω.
Τελειωνω. Ειχα την τιμη να κληθω να σας μιλησω για τον εαυτο μου και τις εργασιες μου. Και στο πλαισιο αυτό επεμενα περισσοτερο στις συνθηκες που επικαθορισαν την νεοτητα μου. Δεν είναι τυχαιο. Από μια ηλικια και περα, οι στροφες είναι λιγοτερο αποτομες, οι ανατροπες σπανιοτερες και οι επιρροες λιγοτερο καταλυτικες. Ισως επειδη οι αναπροσανατολισμοι πιο επωδυνοι, ακομα και οι συμπτωσεις τεινουν να γλυστρουν πανω στις εμπεδωμενες νοηματικες συνηθειες και τους αυτοματισμους. Με την παροδο του χρονου, και οπως ακριβως συμβαινει με την ψυχαναλυτικη «μεταβιβαση», ετσι και η «αυτό-μεταβιβαση» σε «κατι άλλο», προς το οποιο μπορει κανεις να προσανατολισει το λογο του και τη συνειδηση του, δυσχεραινεται η ισως και καθισταται και αδυνατη. Οι αμυνες και οι αντιστασεις εμπεδωνονται μπροστα σε έναν παραμορφωτικο καθρεφτη από τον οποιο αποστρεφουμε πια ολοενα και πιο συστηματικα το βλεμμα μας. Και γιαυτον ισως το λογο, από μιαν ηλικια και περα, τεινουμε να θυμομαστε τα παλια και να ξεχναμε τα προσφατα.
Εξ αλλου, οι ηδη σταθεροποιημενες ζωες τεινουν να ατενιζουν προς το παρελθον με κυριο πια στοχο να το νοσταλγησουν και να το εξιδανικευσουν. Η αβεβαιοτητα του μελλοντος εκφραζεται λοιπον περισσοτερο ως βιολογικη παρα ως υπαρξιακη η προταγματικη. Δεν λεω βεβαια πως αυτό είναι αναποφευκτο. Όπως δεν κουραζεται να μου επαναλαμβανει η Φωτεινη, στην οποια χρωσταω αναμεσα και πολλα αλλα, τοσο την «κατ αντανακλασιν» ηρεμια μου οσο και την εμφανιση τουβ τριτου που παιδιου, της Μυρσινης, φαινεται να εχω αιχμαλωτισθει στο ηδη δεδομενο. Παρομοιες είναι οι αιτιασεις που μου απευθυνει ο φιλος μου Γιωργος Βελτσος. Θα ειχαν ισως και οι δυο δικιο αν μπορουσα να ελεγχω τη διαθεση μου και να επιλεγω τις ελπιδες μου. Αλλα τα περιθορια μιας τετοιας απολυτης υπαρξιακης ελευθεριας στενευουν. Ακομα και μη σχεση μου με το τυχαιο δεν μπορει να είναι αυτή που ηταν. Μολονοτι ολοενα και περισσοτερο τεινω να πιστευω πως μονο το τυχαιο είναι αληθινο, ο τροπος με τον οποιο το αντιμετωπιζω εχει αλλαξει. Οσο ημουν νεος,μπορουσα να ερμηνευω το τυχαιο ως ανοικτο συμβαν στην ελευση του οποιου νομιζα πως μπορω να συμβαλλω. Πιστευα πως μεσα από την αλλαγη του κοσμου στην οποια προσεβλεπα, μπορω παντα να αλλαξω και εγω ο ιδιος. Τουλαχιστον όμως ως προς το δευτερο σημειο, δεν ελπιζω πια. Και γιαυτον ισως το λογο, πιστευω πως οι μνημες μιας νεοτητας οπου η βουληση και η μοιρα μπορουσαν ακομα να εμφανιζονται ως αξεδιαλυτα συμπλεκομενες, μου φανταζουν παντα ως πιο δυναμικες αρα και ενδιαφερουσες. Και γιαυτο ακριβως εστιαστηκα σε αυτές. Η δικη μου ωριμη ηλικια δεν είναι πια ανοικτη σε εκπληξεις η ανατρεπτικες αποριες. Απλως διατηρειται. Βρισκομαι πια εντος εαυτου, αλλα και εντος οριων. Περιμενω, επιμενω, παραμενω και προσμενω.