Η δρομολογημένη πλέον ολοκλήρωση της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης θέτει και πάλι επί τάπητος το ζήτημα της αξιοπιστίας της συνταγματικής πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης. Στο παρόν άρθρο θα αποτιμηθεί αυτή η πολιτική με κριτήριο τον σεβασμό του Συντάγματος στις έως τώρα θεσμικές παρεμβάσεις της, ενώ σε επόμενο θα αξιολογηθούν τα αποτελέσματα του εν εξελίξει αναθεωρητικού διαβήματος.
Ξεκινώ λοιπόν από την αποτίμηση:
Α. Ήδη είναι ορατά τα αποτελέσματα του πρώτου μείζονος συνταγματικού ατοπήματος (βλ. ΝΕΑ, 19.7.2019). Πρόκειται για την υποτιθέμενη «κατάργηση του ασύλου», δηλαδή για τον ανόητο και εξαιρετικά επικίνδυνο ισχυρισμό ότι ο νόμος είναι δυνατόν να ανατρέψει μια συνταγματική εγγύηση, την οποία κανείς δεν αμφισβητεί σοβαρά στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες αλλά ούτε και στην δική μας θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου (με πρώτο διδάξαντα τον αείμνηστο Αριστόβουλο Μάνεση). Τα πρόσφατα γεγονότα έχουν νομίζω αποδείξει περίτρανα ότι η εγγύηση αυτή είναι η μόνη που μπορεί να διασφαλίσει την ουσιαστική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, υπέρ της οποίας, και μόνον, έχει ταχθεί (παρότι ορισμένοι άσχετοι με το θέμα εξακολουθούν να αναφέρονται σε «άσυλο ιδεών»…).
Αρκεί βέβαια να εφαρμοσθεί σωστά, ώστε να θέτει τα απαραίτητα όρια όχι μόνο στις παρεκτρεπόμενες σήμερα δυνάμεις καταστολής αλλά και στους ποικίλους «μπαχαλάκηδες», οι οποίοι τα τελευταία χρόνια –με σοβαρή ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ– αποτέλεσαν τον βασικό λόγο παραβίασης του ασύλου.
Εναπόκειται λοιπόν πλέον στους Πρυτάνεις να εγκαταλείψουν την μεμψίμοιρη και επαμφοτερίζουσα στάση τους απέναντι σε μια προφανώς ακατάλληλη υπουργό (που όχι μόνο θυμίζει συντηρητική γυμνασιάρχη της δεκαετίας του ’50 αλλά και μπερδεύει τα Πανεπιστήμια με τα Νοσοκομεία…) και να αναλάβουν θαρραλέες πρωτοβουλίες για μια οριστική υπέρβαση των παθογενειών, αφ’ενός μεν δε διεκδικώντας ενεργότερο –αλλά και υπευθυνότερο…– ρόλο, ως προς την διατήρηση της τάξης στα Πανεπιστήμια, αφ’ετέρου δε εστιάζοντας, ιδίως, στην αξιοποίηση θετικών ευρωπαϊκών εμπειριών, προκειμένου να δημιουργηθεί μια ειδικών προδιαγραφών (και ευαισθησιών…) δύναμη για την φύλαξή τους.
Β. Και η συνέχεια, όμως, ήταν εξίσου απογοητευτική: λίγο πριν από την εγκατάσταση των νέων αυτοδιοικητικών αρχών, η κυβέρνηση προέβη σε μια αιφνιδιαστική και «άγαρμπη» νομοθετική ανατροπή του συστήματος τοπικής αντιπροσώπευσης που είχαν υπ’όψιν τους, πριν από τις εκλογές, οι ψηφοφόροι και οι υποψήφιοι, με μόνη αιτιολογία την πολιτική της διαφωνία. Η διαφωνία αυτή ήταν βέβαια θεμιτή και εν πολλοίς ορθή. Ωστόσο, η συγκεκριμένη εκ των υστέρων νομοθετική μεθόδευση παραβίασε προδήλως τόσο τις συνταγματικές αρχές της ελευθερίας των εκλογών και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που προστατεύονται και από την ΕΣΔΑ (σχετικές οι αποφάσεις Λυκουρέζος και Πασχαλίδης κλπ κατά Ελλάδος, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) όσο και τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας (λόγω ιδίως της δραματικής υποβάθμισης των -δημοτικών και περιφερειακών- Συμβουλίων).
Γ. Την σκυτάλη πήρε το περίφημο «επιτελικό κράτος», το οποίο αποδείχθηκε μια εντελώς ψευδεπίγραφη μεταρρύθμιση: αντί να προσανατολισθεί στην ουσία του επιτελικού κράτους –που σημαίνει μικρά και ευέλικτα υπουργεία, τα οποία, συντονιζόμενα από τον πρωθυπουργό, ασχολούνται αποκλειστικά με στρατηγικό σχεδιασμό, παρακολούθηση και έλεγχο, με ταυτόχρονη μεταβίβαση των «εκτελεστικών αρμοδιοτήτων» και των αντίστοιχων διευθύνσεων στην καθ’υλην και κατά τόπον αποκέντρωση και ιδίως στην αυτοδιοίκηση– κατέληξε εν τέλει σε ένα «υπερπρωθυπουργείο». Δηλαδή σε μια βαριά, πολυάνθρωπη και γραφειοκρατική δομή, η οποία θεωρητικώς μεν συντονίζει –χωρίς να αλλάζει…– τα (άκρως προβληματικά) υπάρχοντα υπουργεία αλλά στην πράξη τα υποκαθιστά, υποβαθμίζοντας τον συνταγματικά κατοχυρωμένο ρόλο της κυβέρνησης. Όσο δε για την πολυδιαφημισθείσα «καλή νομοθέτηση», όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι «άνθρακες ο θησαυρός»…
Δ. Ακολούθησαν δύο εξαιρετικά αντιθεσμικές και νομικά προβληματικές παρεμβάσεις: αφ’ενός μεν άλλαξε μεθοδευμένα η διοίκηση και λειτουργία του ΚΕΘΕΑ, με μια ανεκδιήγητη πράξη νομοθετικού περιεχομένου, που παραβιάζει συλλήβδην όλες τις προβλεπόμενες συνταγματικές προϋποθέσεις, αφ’ετέρου δε απομακρύνθηκε η κα Θάνου από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, με μια κίνηση που θυμίζει καθεστώς Όρμπαν. Δεν εκτιμώ διόλου την κα Θάνου για την πολιτεία της και θεωρώ απαράδεκτη και σκανδαλώδη την εύνοια που της έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, ο σεβασμός του κράτους δικαίου σε τέτοιες ακριβώς περιπτώσεις δοκιμάζεται…
Ε. Πομφόλυγες αποδείχθηκαν τελικά και οι κορώνες περί της καταπολέμησης του –υπαρκτού– πελατειασμού του ΣΥΡΙΖΑ. Αντί η κυβέρνηση να καταργήσει την μεγάλη πλειονότητα των θέσεων των πάσης φύσεως μετακλητών –δεδομένου ότι είναι καθαρά διοικητικές και θα έπρεπε να καλύπτονται κατόπιν διαγωνισμού…– τις πολλαπλασίασε ανερυθρίαστα (ιδίως στο «υπερπρωθυπουργείο»). Παράλληλα όμως ξέχασε εν μια νυκτί και τις εξαγγελίες περί «υψηλών προσόντων», όπως αποδείχθηκε ιδίως με την θεσμικά τραυματική εκ των υστέρων «κάλυψη» των ελλειπόντων προσόντων του διοικητή της ΕΥΠ αλλά και με τους αθρόους διορισμούς πολιτευτών (όπως παλιά…) ακόμη και σε ανεξάρτητες αρχές…
ΣΤ. Κλείνω με ένα τελευταίο ζήτημα, που το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό: το ότι η κυβέρνηση όχι μόνον δεν αναλαμβάνει κάποια νομοθετική πρωτοβουλία αλλά αντίθετα ευνοεί την ασφυκτική πλέον μονοπώληση της ραδιοτηλεοπτικής ενημέρωσης, παραβιάζοντας τις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αντικειμενικότητας και της ποιότητας.
Στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο που διαμορφώθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ –μετά από τις ατυχείς επιλογές που συνόδευσαν την κατ’αρχήν θετική πρωτοβουλία για την ρύθμισή του– δέσποζαν δύο ακραία προπαγανδιστικοί πόλοι, οι οποίοι συνέθλιβαν τα στοιχειωδώς μετριοπαθή και πολυφωνικά μέσα. Από την μία ο τότε φιλοκυβερνητικός, με επικεφαλής την ΕΡΤ, και από την άλλη ο τότε αντιπολιτευτικός, με «ναυαρχίδα» τον ΣΚΑΪ. Σήμερα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, διότι ο πόλος είναι κατά βάσιν ένας: προς την φιλοκυβερνητική προπαγάνδα ρέπει πλέον εμφανώς τόσο η ΕΡΤ (με πρόεδρο τον πρώην διευθυντή του γραφείου Τύπου της ΝΔ και εν συνεχεία του πρωθυπουργού…) όσο και το σύνολο, σχεδόν, των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων (υπηρετώντας διάφορες σκοπιμότητες των ιδιοκτητών τους). Οι όποιες δε –τιμητικές– διαφοροποιήσεις εκπομπών που σέβονται τη δημοσιογραφική δεοντολογία είναι απλώς οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Αν σε αυτό προσθέσουμε και το ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης λάμπει διά της απουσίας του, έχουμε την εικόνα μιας πολλαπλά χειραγωγημένης ραδιοτηλεοπτικής ενημέρωσης, η οποία ασφαλώς δεν τιμά τη Δημοκρατία μας…
Δυστυχώς, όμως, ούτε αυτό ούτε άλλα μείζονα θεσμικά προβλήματα, που αναδείχθηκαν πρόσφατα, απασχολούν σοβαρά την αναθεώρηση. Εξ ού και οδηγείται, όπως θα δούμε προσεχώς, σε μια ακόμη χαμένη ευκαιρία…
Δημοσιεύθηκε στα «Νέα Σαββατοκύριακο», 16.11.2019