Tag Archives: Μνημόνιο

Τα συνταγματικά ζητήματα του Μνημονίου ενόψει μοιρασμένης κρατικής κυριαρχίας και επιτηρούμενης δημοσιονομικής πολιτικής

Αντώνη Μανιτάκη, Ομ. Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ, πρ. Υπουργού

Στην εκτενή μελέτη του ο καθηγητής Μανιτάκης αναλύει τα συνταγματικά ζητήματα του Μνημονίου και της δανειακής σύμβαση που υπέγραψε η Ελλάδα τον Μάϊο του 2010. Υποστηρίζει ότι το Μνημόνιο, ως άτυπη διεθνή συμφωνία, προγραμματικού χαρακτήρα, που δεν περιέχει κανόνες δικαίου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 28 παρ.2 και 3Σ και 36 παρ. 2Σ και άρα δεν χρειάζεται κύρωση για να αποκτήσει δεσμευτική ισχύ ούτε μπορεί για τον ίδιο λόγο να επιφέρει νομικούς περιορισμούς στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας. Κύρωση με νόμο δεν απαιτείται ούτε για τη δανειακή σύμβαση, αν ακολουθηθεί η πάγια συνταγματική πρακτική, σύμφωνα με την οποία δεν κυρώνονται από τη Βουλή οι δανειακές συμβάσεις. Ωστόσο, η συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση θα έπρεπε να είχε κυρωθεί με νόμο, επειδή επάγεται, έστω και έμμεσα, φορολογικές επιβαρύνσεις ή βάρη στα δημοσιονομικά του κράτους. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει και με την νέα δανειακή σύμβαση, όποια μορφή και αν πάρει αυτή. Η κύρωσή της γίνεται με βάση το άρθρο 36 παρ. 2Σ και αρκεί απλή πλειοψηφία των βουλευτών. Ως προς το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας υποστηρίζεται ότι οι περιορισμοί της έχουν επέλθει, ούτως ή άλλως από τις ευρωπαϊκές συνθήκες και είναι συνέπεια της ένταξής μας στην Ευρωζώνη και της παραίτησής μας από την νομισματική κυριαρχία. Οι δε περιορισμοί στην διαμόρφωση και άσκηση της δημοσιονομικής μας πολιτικής είναι και αυτοί απόρροια του Συμφώνου Σταθερότητας, που έχουμε υπογράψει και των δημοσιονομικών διατάξεων περί δημοσιονομικής πειθαρχίας και περιορισμένου ελλείμματος της Συνθήκης της Λισαβόνας. Το ίδιο ισχύει και για την δημοσιονομική επιτήρηση της Ελλάδος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο. Ως προς το δημοσιονομικό πρόγραμμα του Μνημονίου και των νομοθετικών μέτρων που έχουν ληφθεί κατ΄ εφαρμογήν του, η Κυβέρνηση έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου την πολιτική και κοινοβουλευτική ευθύνη των μέτρων, ενώ τα ίδια τα μέτρα μπορούν να κριθούν ως προς την συνταγματικότητα τους από τα ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια. Η διαφωνία, και μάλιστα ριζική που ενδεχομένως έχει κανείς με την νεοφιλελεύθερη, στυγνή, άδικη και αδιέξοδη αυτή δημοσιονομική πολιτική, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, δεν μπορεί και δεν πρέπει να επηρεάζει την κρίση ενός ερμηνευτή του Συντάγματος, που οφείλει να ερμηνεύει το Σύνταγμα και σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της Ελλάδος. Η αλλαγή οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη είναι το ζητούμενο και αυτή δεν επιτυγχάνεται με έωλες συνταγματικές ερμηνείες, αλλά με πολιτική αντιπαράθεση και με πολιτικά και όχι πλέον με συνταγματικά επιχειρήματα.

‘Μεγάλη πολιτική’ και ασθενής δικαστικός έλεγχος. Συνταγματικά ζητήματα και ζητήματα συνταγματικότητας στο ‘Μνημόνιο’

Του Ακρίτα Καϊδατζή, Λέκτορας Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Σε περιόδους κρίσης τείνει να μειώνεται η ένταση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των μέτρων που λαμβάνει η πολιτική εξουσία. Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι το Σύνταγμα χάνει τη σημασία του για τις υιοθετούμενες δημόσιες πολιτικές. Σημαίνει όμως ότι η τήρηση του Συντάγματος δεν διασφαλίζεται τόσο στις δικαστικές αίθουσες όσο μάλλον στο πεδίο της πολιτικής. Το Μνημόνιο θέτει μείζονα συνταγματικά ζητήματα, που δεν μπορούν όλα να τεθούν σε δικαστική κρίση ως ζητήματα (αντι)συνταγματικότητας. Με την απόφαση ΣτΕ (Ολ.) 668/2012 απορρίφθηκαν με ευρεία πλειοψηφία, αλλά και με αξιοπρόσεκτες μειοψηφίες, οι αιτήσεις ακυρώσεως στη λεγόμενη ‘δίκη του Μνημονίου’. Η απόφαση αφήνει να διαφανούν ενδιαφέρουσες τάσεις του δικαστικού ελέγχου (έλεγχος της αιτιολόγησης και των συνεπειών των νομοθετικών επιλογών), ωστόσο τα σημαντικότερα συνταγματικά ζητήματα παραμένουν ανοικτά ως πολιτικά ζητήματα.

Συμβούλιο της Επικρατείας, 668/2012, (Ολομέλεια) «Μνημόνιο»

1. Δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 28Σ ούτε λόγος παραβιάσεώς του στην υπόθεση του Μνημονίου. Αλλα ούτε και στο άρθρο 28 παρ. 3Σ μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται το Μνημόνιο διότι δεν επάγεται περιορισμούς στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας του κράτους αλλά ούτε και περιορισμούς ως προς την άσκηση αρμοδιοτήτων ανατιθεμένων από το Σύνταγμα σε προβλεπόμενα από αυτό όργανα του κράτους. Το Μνημόνιο με τα τρία μέρη του, που προσταρτήθηκε στο νόμο ν. 3845/2010, αποτελεί πρόγραμμα δημοσιονομικής πολιτικής της Ελληνικής Κυβέρνησης με το οποίο καθορίζονται οι στόχοι της γενικότερης πολιτικής της και τα μέσα επιτεύξεώς τους καθώς και το χρονοδιάγραμμα για τη θέσπιση των μέτρων αυτών, με σκοπό την αντιμετώπιση οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης και κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας. Είναι προϊόν συνεργασίας μεταξύ των ελληνικών αρχών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Με την προσάρτηση του Μνημονίου στο ν. 3845/2010 επιχειρείται η κατά πανηγυρικό τρόπο δημοσιοποίηση του περιεχομένου και του χρονοδιαγράμματος υλοποιήσεως του εν λόγω προγράμματος, το οποίο εντάσσεται άλλωστε και στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ενεργοποίηση του οποίου και αποτελεί. Ως κυβερνητικό πρόγραμμα το Μνημόνιο δεν αναγνωρίζει αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών ούτε θεσπίζει άλλους κανόνες δικαίου και δεν έχει άμεση εφαρμογή. Εξ άλλου, το ίδιο το κείμενο του Μνημονίου που υπεγράφηκε στις 3.5.2010 δεν έχει τον χαρακτήρα διεθνούς συνθήκης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωζώνης και της Ελλάδας, ούτε πολύ περισσότερο μεταξύ της τελευταίας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Δεν αποτελεί δε το Μνημόνιο διεθνή συνθήκη, διότι με αυτό δεν αναλαμβάνονται αμοιβαίες δεσμεύσεις των μερών που υπέγραψαν το κείμενό του ούτε άλλωστε προβλέπονται νομικά μέσα για τον εξαναγκασμό των ελληνικών αρχών στην πιστή και απαρέγκλιτη εφαρμογή του ή άλλου είδους νομικής φύσεως κυρώσεις, ούτε προκύπτει ότι τα υπογράψαντα το ανωτέρω κείμενο μέρη θέλησαν να προσδώσουν, κατ’ εξαίρεση, νομική δεσμευτικότητα στο κείμενο αυτό. Άλλωστε η νομική δέσμευση της Ελλάδος για την πραγματοποίηση των δημοσιονομικών στόχων του Μνημονίου προκύπτει από την απόφαση 2010/320/ΕΕ του Συμβουλίου, που εκδόθηκε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 126 παρ. 9 και 136 της Σ.Λ.Ε.Ε.με την οποία προσδιορίσθηκαν τα μέτρα, τα οποία πρέπει να λάβει το Ελληνικό Κράτος για να περιορίσει το υπερβολικό έλλειμμα και να εκπληρώσει την υποχρέωση, που υπέχει, ως κράτος μέλος της Ευρωζώνης. Ως προς το κύρος της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης που προβλέπει ως όρο εκλήρωσής της την τήρηρη των προβλέψεων του Μνημονίου, αυτή δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. 2. Η θεσπισθείσα με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010 περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Εν όψει τούτων, με τα δεδομένα, που, κατά τον νομοθέτη, συνέτρεχαν κατά τον χρόνο θεσπίσεως των επιμάχων μέτρων, τα μέτρα αυτά δεν παρίστανται, κατ’ αρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της υπ’ αυτού διαπιστωθείσης κρίσιμης δημοσιονομικής καταστάσεως υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο.Δεν συντρέχει επομένως λόγος παραβίασης του αρχής της αναλικότητας αφού, εξάλλου, εξασφαλίζεται, κατ’ αρχήν, ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων, εν όψει και του συγκεκριμένου ύψους των επερχομένων περικοπών. Δεν παραβιάζεται το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως όταν η νομοθετική επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς όταν δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών.

Η Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης του 2010 και οι υποτιθέμενοι κίνδυνοι για τη δημόσια περιουσία και την εθνική κυριαρχία (ενόψει και της επικείμενης, παρόμοιας

Του Φοίβου Ιατρέλη, τ. Νομικού Συμβούλου του Κράτους

«Το Δημόσιο δεν παραιτήθηκε (ούτε τότε ούτε τώρα) σύμφωνα με την επιφύλαξη της παρ. 14(5) της Σύμβασης του 2010, από τις «ασυλίες» εκείνες που απορρέουν από κανόνες αναγκαστικού δικαίου, και β) οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν.3068/2002 συνιστούν τέτοιους κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Από τις παραδοχές αυτές προκύπτει αναγκαίως το συμπέρασμα ότι η επίμαχη παραίτηση του Δημοσίου δεν επεκτείνεται στην «ασυλία» ως προς τη δημόσια περιουσία αυτού και άρα δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο η περιουσία του ούτε η εθνική κυριαρχία της χώρας και γ) η αναγκαστική εκτέλεση στην Ελλάδα διέπεται υποχρεωτικά και σε κάθε περίπτωση από το ελληνικό δίκαιο. Τούτο ισχύει ακόμη κι αν η αξίωση προς ικανοποίηση της οποίας γίνεται η εκτέλεση απορρέει από έννομη σχέση (π.χ. δάνειο) που διέπεται από αλλοδαπό δίκαιο, όπως στην προκειμένη περίπτωση που η Σύμβαση ρυθμίζεται από το αγγλικό δίκαιο».

GREECE. THE SOVEREIGNTY OF THE DEBT, THE SOVEREIGNS OVER THE DEBTS AND SOME REFLECTIONS ON LAW

Yiannis Z. Drossos

” Το κείμενο, (στην παρούσα μορφή του ακόμη κείμενο εργασίας και συζήτησης) επιχειρεί να περιγράψει με διαγραμματικό τρόπο στιγμές και πτυχές της διαμορφωμένης και διαμορφωνόμενης πραγματικότητας της ελληνικής συμμετοχής στην διεθνή χρηματοπιστωτική κυρίως αλλά και γενικότερη κρίση. Περιγράφει συνοπτικά την πορεία -κυρίως μέσω των διαδοχικών κοινοτικών αποφάσεων και ιδρυομένων μηχανισμών στήριξης- προς τις δέσμες των μέτρων που έγιναν γνωστές ως ‘Μνημόνιο’ και ‘Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα’, δίνει παραδείγματα χαρακτηριστικά του περιεχομένου των μέτρων αυτών και αποπειράται μία σύντομη κριτική θεώρηση της λειτουργίας του ελληνικού συνταγματικού πολιτεύματος μετά την στιγμή της αποκάλυψης ότι δεν μπορεί να συνεχισθεί ως είχε η οικονομική λειτουργία του ελληνικού κράτους. Επιχειρεί επίσης μερικές επισημάνσεις σχετικά τα κρατικής υφής και μορφής κέντρα εξουσίας και τις λεγόμενες “αγορές” ως συγκρουόμενα σε οικουμενικό επίπεδο κέντρα ισχύος. Παρουσιάζει ακόμη μία τροπή που λαμβάνει η θεωρητική νομική και δικαιική μελέτη μέσα στις διαφορετικές από εκείνες των ανθρωπιστικών πολέμων και του πολέμου κατά της διεθνούς ισλαμιστικής τρομοκρατίας συνθήκες της οικονομικής κρίσης και των εξελισσομένων περιστατικών που την αποτυπώνουν .”

Μετασχηματισμοί του ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου σε περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης. Με αφορμή τις πρόσφατες αποφάσεις 693/2011 (κατά μειοψ.) και 1620/2011 (κατά πλειοψ.) του ΣΤ΄ Τμ. του ΣτΕ

Ιάκωβος Γ. Μαθιουδάκης, Λέκτορας Τμήματος Νομικής Α.Π.Θ.

Οι έννοιες του «πλήρους δημοσιονομικού εκτροχιασμού» και της «δημοσιονομικής και εθνικής κρίσης» της χώρας χρησιμοποιήθηκαν από την πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ ως μορφές σιωπηρής γενικής ρήτρας διασταλτικής ερμηνείας (έτσι η μειοψ. ΣΕ 693/2011) και μεταβολής πάγιας μέχρι τότε νομολογίας (έτσι η ΣΕ 1620/2011). Το ενδιαφέρον της παρούσας μελέτης εντοπίζεται στον θεμιτό ή μη χαρακτήρα του δικανικού συλλογισμού σε μία τέτοια κατεύθυνση. Ερευνάται διαδοχικά ο ρόλος του ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου στον δικανικό συλλογισμό, διαστέλλεται το ταμειακό συμφέρον προς το σοβαρό δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου και, εν τέλει, αξιολογείται το διάβημα της πρόσφατης νομολογίας, να μεταχειρισθεί την δημοσιονομική κρίση ως ερμηνευτικό κριτήριο διατάξεων, που συνεπάγονται οικονομικές αξιώσεις ή υποχρεώσεις του κράτους.

Όταν συνταγματολόγοι πλέουν σε διεθνή ύδατα

Παναγιώτης Γκλαβίνης, Αν. Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

Στο άρθρο του ο αν. καθηγητής Π. Γκλαβίνης υπεραμύνεται της άποψης, αντικρούοντας σχετικές θέσεις των καθηγητών Γ. Κασιμάτη και Γ. Κατρούγκαλου –που έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπό μας– ότι η ρήτρα του άρθρου 14 παρ. 5 της δανειακής σύμβασης δεν περιέχει ούτε συνεπάγεται παραίτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας ούτε επιφέρει αθέμιτο περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας της. Υπενθυμίζει ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου είναι το δίκαιο της χώρας εκτέλεσης, δηλαδή εν προκειμένω της Ελλάδας.

Το «Μνημόνιο» ως έκφανση συνταγματικής αλλοίωσης (fraude à la Constitution)

Χαράλαμπος Κουρουνδής, Υπ. Διδάκτορας Συνταγματικής Ιστορίας, Δικηγόρος

Στο άρθρο εξετάζεται η σχέση του «Μνημονίου» με τη μορφή του κράτους την οποία προβλέπει το ισχύον Σύνταγμα. Αφού παρουσιαστούν οι προβλέψεις του «Μνημονίου» και οι εκτιμήσεις περί αντισυνταγματικότητάς τους, προτείνεται μία εκτίμηση του «Μνημονίου» ως έκφανσης αλλοίωσης του Συντάγματος, εφόσον πρόκειται για αλλαγή της μορφής του κράτους που αυτό ορίζει, από κοινωνικό κράτος δικαίου σε μία sui generis εκδοχή (νεο)φιλελεύθερου κράτους. Στο τέλος, γίνονται κάποιες προτάσεις ως προς τις εναλλακτικές κατευθύνσεις που διαμορφώνονται στην τρέχουσα συγκυρία.

Μεταξύ εθνικής και ενωσιακής έννομης τάξης: το «Μνημόνιο» ως αναπαραγωγή της κρίσης του κράτους δικαίου

Κωνσταντίνος Θ. Γιαννακόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος επισημαίνει ότι αυτό που, κατά συνεκδοχή, αποκαλείται «Μνημόνιο» είναι η αναμενόμενη συνέπεια της απουσίας μιας νέας συνταγματικής πολιτικής στα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, που έδωσε την ευκαιρία στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές «αγορές» και στο ΔΝΤ να αναλάβουν ρόλο θεσμικού διαμεσολαβητή μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών της. Αυτή δε η διαμεσολάβηση, αφενός, επιταχύνει την αποδόμηση της εθνικής έννομης τάξης και, αφετέρου, θέτει σε δοκιμασία το ευρωπαϊκό κεκτημένο και την προοπτική ολοκλήρωσης της συνταγματικής θέσμισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με άλλα λόγια, το «Μνημόνιο» ενσωματώνει και αναπαράγει την κρίση του κράτους δικαίου τόσο στην εθνική όσο και στην ενωσιακή έννομη τάξη.

Εισήγηση στην υπόθεση του «Μνημονίου»

Ειρήνη Σαρπ, Σύμβουλος Επικρατείας

Εισήγηση της Συμβούλου Επικρατείας Ειρήνης Σαρπ ενώπιον της Ολομελείας του ΣτΕ στην υπόθεση του «Μνημονίου», δικάσιμος: 23.11.2010.

Το «Μνημόνιο» ως σημείο στροφής του πολιτεύματος

Γιάννης Ζ. Δρόσος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Στη γραπτή απόδοση της ομιλίας του ο καθηγητής Γιάννης Δρόσος προβαίνει με αφορμή και αφετηρία το ‘Μνημόνιο’, (το οποίο χαρακτηρίζει ως «πολιτειακά σημαντικό γεγονός που εισάγει μια νέα συνταγματική κατάσταση»), σε μια ανασκόπηση της λειτουργίας του πολιτεύματος από το Σύνταγμα του 1975 και μετά αντιπαραβάλλοντας τα συνταγματικά διακυβεύματα του τότε και του σήμερα και επισημαίνοντας τις ριζικές διαφορές τους.

Παρατηρήσεις ως προς τη νομική φύση και τις έννομες συνέπειες του «Μνημονίου»

Προκόπης Παυλόπουλος, Βουλευτής, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Στην μελέτη του αυτή ο πρώην Υπουργός και καθηγητής Προκόπης Παυλόπουλος υποστηρίζει ότι το ‘Μνημόνιο’ δηλαδή το δύο «διεθνή» κείμενα που επισυνάπτονται ως «συνημμένα παραρτήματα» στο νόμο 3845/2010, ουδέναν κανόνα δικαίου, δεσμευτικό σ’ ό,τι αφορά την ελληνική έννομη τάξη –πέραν των γενικών κατευθύνσεων– περιέχουν. Τα μνημόνια δεν αποτελούν διεθνείς συμβάσεις και άρα δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής του άρθρου 28, ουδεμιάς από τις παραγράφους του. Ο νόμος 3845/2010, ως «νόμος πλαίσιο», θα μπορούσε, πάντως, να ενταχθεί και λόγω του ρυθμιστικού του περιεχομένου του στις διατάξεις του άρθρου 78 παρ. 5 του Σ. Αρκετές από τις ρυθμίσεις του νόμου εγείρουν ωστόσο ζητήματα αντισυνταγματικότητας είτε διότι θίγουν τον πυρήνα «κοινωνικών κεκτημένων» είτε διότι θίγουν τη συλλογική αυτονομία όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 παρ. 2 και 3 είτε διότι αντιστρατεύονται κανόνες του κοινοτικού και διεθνούς δικαίου ή και της ΕΣΔΑ.

Η χαμένη τιμή της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο μηχανισμός «στήριξης της ελληνικής οικονομίας» από την οπτική της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής

Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Ο καθηγητής Κώστας Χρυσόγονος παρουσιάζει κριτικά το ‘μηχανισμό στήριξης’ της ελληνικής οικονομίας, τον οποίο χαρακτηρίζει ως «defacto εκχώρηση της εξωτερικής οικονομικής κυριαρχίας», και εξετάζει τις συνέπειές του για την ίδια την κρατική υπόσταση της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Οι Συμφωνίες Δανεισμού της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΔΝΤ

Γιώργος Κασιμάτης

Ο καθηγητής Γιώργος Κασιμάτης εξετάζει κριτικά το πλέγμα των διατάξεων που συνιστούν τη Συμφωνία Δανεισμού της Ελλάδας με τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, διαπιστώνει κατάφωρες παραβιάσεις του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου και του ελληνικού Συντάγματος και διατυπώνει τον έντονο προβληματισμό, από την έποψη τόσο της εθνικής κυριαρχίας όσο και των αρχών του ευρωπαϊκού δικαιικού πολιτισμού και του πνεύματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.