Τα συνταγματικά ζητήματα του Μνημονίου ενόψει μοιρασμένης κρατικής κυριαρχίας και επιτηρούμενης δημοσιονομικής πολιτικής
Στην εκτενή μελέτη του ο καθηγητής Μανιτάκης αναλύει τα συνταγματικά ζητήματα του Μνημονίου και της δανειακής σύμβαση που υπέγραψε η Ελλάδα τον Μάϊο του 2010. Υποστηρίζει ότι το Μνημόνιο, ως άτυπη διεθνή συμφωνία, προγραμματικού χαρακτήρα, που δεν περιέχει κανόνες δικαίου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 28 παρ.2 και 3Σ και 36 παρ. 2Σ και άρα δεν χρειάζεται κύρωση για να αποκτήσει δεσμευτική ισχύ ούτε μπορεί για τον ίδιο λόγο να επιφέρει νομικούς περιορισμούς στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας. Κύρωση με νόμο δεν απαιτείται ούτε για τη δανειακή σύμβαση, αν ακολουθηθεί η πάγια συνταγματική πρακτική, σύμφωνα με την οποία δεν κυρώνονται από τη Βουλή οι δανειακές συμβάσεις. Ωστόσο, η συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση θα έπρεπε να είχε κυρωθεί με νόμο, επειδή επάγεται, έστω και έμμεσα, φορολογικές επιβαρύνσεις ή βάρη στα δημοσιονομικά του κράτους. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει και με την νέα δανειακή σύμβαση, όποια μορφή και αν πάρει αυτή. Η κύρωσή της γίνεται με βάση το άρθρο 36 παρ. 2Σ και αρκεί απλή πλειοψηφία των βουλευτών. Ως προς το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας υποστηρίζεται ότι οι περιορισμοί της έχουν επέλθει, ούτως ή άλλως από τις ευρωπαϊκές συνθήκες και είναι συνέπεια της ένταξής μας στην Ευρωζώνη και της παραίτησής μας από την νομισματική κυριαρχία. Οι δε περιορισμοί στην διαμόρφωση και άσκηση της δημοσιονομικής μας πολιτικής είναι και αυτοί απόρροια του Συμφώνου Σταθερότητας, που έχουμε υπογράψει και των δημοσιονομικών διατάξεων περί δημοσιονομικής πειθαρχίας και περιορισμένου ελλείμματος της Συνθήκης της Λισαβόνας. Το ίδιο ισχύει και για την δημοσιονομική επιτήρηση της Ελλάδος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο. Ως προς το δημοσιονομικό πρόγραμμα του Μνημονίου και των νομοθετικών μέτρων που έχουν ληφθεί κατ΄ εφαρμογήν του, η Κυβέρνηση έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου την πολιτική και κοινοβουλευτική ευθύνη των μέτρων, ενώ τα ίδια τα μέτρα μπορούν να κριθούν ως προς την συνταγματικότητα τους από τα ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια. Η διαφωνία, και μάλιστα ριζική που ενδεχομένως έχει κανείς με την νεοφιλελεύθερη, στυγνή, άδικη και αδιέξοδη αυτή δημοσιονομική πολιτική, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, δεν μπορεί και δεν πρέπει να επηρεάζει την κρίση ενός ερμηνευτή του Συντάγματος, που οφείλει να ερμηνεύει το Σύνταγμα και σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της Ελλάδος. Η αλλαγή οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη είναι το ζητούμενο και αυτή δεν επιτυγχάνεται με έωλες συνταγματικές ερμηνείες, αλλά με πολιτική αντιπαράθεση και με πολιτικά και όχι πλέον με συνταγματικά επιχειρήματα.