
Η επιστολή προς τον Πρόεδρο της Βουλής των έξι βουλευτών που υπερψήφισαν την πρόταση εμπιστοσύνης της Κυβέρνησης, χωρίς να ανήκουν στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την οποία καθένας δηλώνει «επιθυμώ εφεξής σε κάθε νομοσχέδιο που ψηφίζεται χωρίς ονομαστική ψηφοφορία η ψήφος μου να προσμετράται μαζί με αυτή των βουλευτών της συμπολίτευσης» δημιουργεί ένα τεράστιο ρήγμα στον παραδοσιακό κοινοβουλευτισμό και πλέον άγει σε μια επικίνδυνη θεσμική διολίσθηση. Είναι προφανές ότι σκοπός των επιστολών αυτών είναι να μη δημιουργούνται επιπλοκές στις διαδικασίες ψηφοφορίας των νομοσχεδίων, ώστε τελικά να διευκολύνεται η υπερψήφισή τους. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται το παγκόσμιο κοινοβουλευτικό παράδοξο να υπάρχουν δύο διαφορετικές κυβερνητικές συνθέσεις στο κοινοβούλιο: η «τυπική» κοινοβουλευτική ομάδα των 145 βουλευτών, βάσει της οποίας συγκροτούνται οι κοινοβουλευτικές επιτροπές και το τμήμα διακοπής των εργασιών της Βουλής, και η «νομοθετική» κοινοβουλευτική ομάδα ειδικού σκοπού των 151 βουλευτών που δηλώνει ενιαίο σχήμα μόνο στο πλαίσιο του νομοθετικού έργου της Βουλής. Μάλιστα δε, δύο μέλη της δεύτερης ομάδας ανήκουν σε άλλη, πλην του ΣΥΡΙΖΑ, κοινοβουλευτική ομάδα, οπότε τα μέλη αυτά «τυπικά» στελεχώνουν την κοινοβουλευτική ομάδα των ΑΝΕΛ (ώστε να μην χαθούν τα οικεία κοινοβουλευτικά προνόμια), και «νομοθετικά» στελεχώνουν το νέο άτυπο σχηματισμό που θα υπερψηφίζει τα νομοσχέδια.
Το σκηνικό αυτό δημιουργεί διπλό ζήτημα δημοκρατίας. Πρώτον, καταργείται εν τοις πράγμασι η λογική της κοινοβουλευτικής ομάδας πάνω στην οποία το Σύνταγμα έχει οικοδομήσει τη δημοκρατία των κομμάτων ως θεμελιώδη επιλογή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (άρθρα 37 και 38 του Συντάγματος και 15β έως 20 του Κανονισμού της Βουλής). Δεύτερον, και πιο σημαντικό, καταργεί στην ουσία την ελεύθερη εντολή των βουλευτών, που αποτελεί ακρογωνιαία λίθο της δημοκρατίας μας. Το Σύνταγμα μας, με τρόπο πανηγυρικό, διασφαλίζει ότι οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση (άρθρο 60) και ότι αντιπροσωπεύουν το έθνος (άρθρο 51 παρ. 2). Η ελεύθερη αυτή εντολή αποτελεί συνθήκη για την απρόσκοπτη λειτουργία του πολιτεύματος και εξοπλίζει τον βουλευτή με θεσμική ισχύ να αποφασίζει με μόνο γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, αποξενωμένος από κομματικές ή άλλες δεσμεύσεις. Πρόκειται για ένα λειτουργικό δικαίωμα του Βουλευτή –την ίδια στιγμή δικαίωμα και υποχρέωση-, από το οποίο δεν μπορεί να παραιτηθεί. Δεν νοείται βουλευτής να υπογράφει υπεύθυνη δήλωση μελλοντικής δέσμευσης στην άσκηση των καθηκόντων του. Ούτε καν υπέρ της δικής του κοινοβουλευτικής ομάδας, πολλώ δε μάλλον υπέρ κοινοβουλευτικής ομάδας στην οποία δεν ανήκει. Συνιστά ευτελισμό των βασικών συνταγματικών αξιών και βαριά προσβολή στον θεσμό που υπηρετεί και στο εκλογικό σώμα που τον ανέδειξε.
Η πληγή που έχει ανοίξει για την αξιοπιστία των θεσμών είναι μεγάλη. Οι πολίτες δικαιολογημένα χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και στο βασικό της όχημα που είναι το Κοινοβούλιο. Και, δυστυχώς, όταν επέλθει ο δημοκρατικός εκφυλισμός απαιτούνται μεγάλες θυσίες για να αποκατασταθεί ό,τι σε αιώνες συνταγματισμού κατακτήθηκε.
Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ, 05/02/2019