Αντικείμενο της παρούσας γραπτής εισήγησης, που ένα μέρος της παρουσιάστηκε προφορικά στην ημερίδα που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα της Βουλής, στις 3 Ιουνίου, είναι να διερευνήσει, με βάση τη διδασκαλία του Μάνεση, αν η αποκαλούμενη «λαϊκή εντολή», έτσι όπως εννοείται από όσους την επικαλούνται, βρίσκει συνταγματικό έρεισμα στις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές του πολιτεύματος, στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και στην αντιπροσωπευτική αρχή. Η θέση του συγγραφέα είναι ότι το δόγμα της λαϊκής εντολής χωρίς να αντιστρατεύεται το Σύνταγμα δεν εναρμονίζεται με το κλασικό νόημα της πολιτικής αντιπροσώπευσης του λαού. Συνιστά απλώς μια πολιτική παραφθορά του.
Το επιχείρημα που αναπτύσσεται είναι ότι η μεν αρχή της λαϊκής κυριαρχίας κατοχυρώνεται συνταγματικά, εφόσον και καθόσον όλες οι κρατικές εξουσίες ασκούνται «καθ΄όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα» και «υπάρχουν υπέρ του λαού και του έθνους», η δε αντιπροσωπευτική αρχή ορίζει ότι οι «βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος». Από τις αρχές αυτές συνάγεται ότι οι βουλευτές επιλέγονται από ένα κόμμα και εκλέγονται από τον λαό, για να αντιπροσωπεύσουν -και όχι να εκπροσωπήσουν- το σύνολο του λαού και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του και όχι μόνον μιας μερίδας του ή μόνον τους ψηφοφόρους τους. Αν ως λαϊκή εντολή εννοείται ένα είδος επιτακτικής, κομματικής, εντολής των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος προς τους βουλευτές του, τότε η δέσμευση αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί ως δέσμευση ηθικο-πολιτικής υφής -μεγάλης σημασίας, είναι αλήθεια, για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Αφορά όμως την πολιτική σχέση των ψηφοφόρων του κόμματος προς τους βουλευτές τους και δεν απορρέει ούτε βρίσκει κανονιστικό έρεισμα στην αντιπροσωπευτική αρχή ή στη λαϊκή κυριαρχία, ούτε, βέβαια, χαρακτηρίζει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που δεν είναι δημοκρατία της επιτακτικής εντολής